Ἡ σύναξις τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων δώδεκα ἀποστόλων
Ἐπειδή σήμερα εἶναι ἡ γιορτή τῶν ἁγίων ἀποστόλων, θεωρῶ σκόπιμο ἀντί ἄλλης ὁμιλίας νά διαβάσουμε πρῶτα ἀπό δῶ, ἀπό τό συναξάρι, αὐτά πού ἀναφέρονται γιά τόν κάθε ἀπόστολο χωριστά, ἐκτός ἀπό τούς ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο, πού τά εἴδαμε χθές.
Εἶναι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ μόνος ἴσως πού δέν μαρτύρησε, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔζησε πολλά χρόνια.
Καί αὐτός βέβαια ἔπαθε πολλά καί ἐξορίσθηκε στήν Πάτμο, ἀλλά πάντως δέν εἶχε μαρτυρικό θάνατο. Αὐτό μᾶς δίνει, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τό δικαίωμα νά ποῦμε ὅτι ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι νά ζήσει κανείς κατά Θεόν καί νά πεθάνει ἐν Θεῷ. Νά πεθάνει ὅταν θέλει ὁ Θεός καί ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἀφοῦ ἔχει ζήσει ὅπως θέλει ὁ Θεός. Εἶναι βέβαια τό μαρτύριο μιά μεγάλη δωρεά ἀπό τόν Θεό σ᾿ ἐκεῖνον πού τό δίνει, ἀλλά δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶχε μαρτυρικό θάνατο, στερήθηκε αὐτός αὐτῆς τῆς μεγάλης δωρεᾶς. Διότι ὅλη ἡ ζωή ἐκείνου πού ζεῖ πράγματι κατά Θεόν, πού ἀγωνίζεται νά ζήσει κατά Θεόν, ὅπως ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ὅλη ἡ ζωή εἶναι ἕνα μαρτύριο. Ἐάν δέν ἔχει ἡ ζωή κάτι ἀπό τήν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου, εἶναι ἀμφίβολο ἄν εἶναι χριστιανική.
Ἡ σταύρωση φαίνεται ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη, ἄς ποῦμε ἔτσι, καταδίκη. Ὅποιον ἤθελαν νά τόν τιμωρήσουν ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, τόν σταύρωναν. Καί οἱ περισσότεροι τῶν ἀποστόλων ἀξιώθηκαν νά σταυρωθοῦν γιά τόν Κύριο.
Ὅλοι αὐτοί θεωροῦνται ἀπόστολοι τοῦ εὐρύτερου κύκλου, καί σήμερα τούς τιμᾶ καί τούς ἑορτάζει ὅλους ἡ Ἐκκλησία.
Πέρα ἀπό τά ὅσα ἀκούσαμε καί εἴπαμε χθές καί σήμερα ἐξ ἀφορμῆς τῶν ὅσων διαβάσαμε, ἀλλά καί ἄλλες φορές, θά ἤθελα ἀκόμη νά πῶ ὅτι καθένας, ὅπως λέγαμε χθές, καλεῖται ἀπό τόν Θεό, καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τόν ὁδηγεῖ, τόν φέρνει στό τέλος, καί ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κανονίζει τί θά πάθει ὁ καθένας, τί θά συμβεῖ στόν καθένα, καί τί τέλος θά ἔχει ὁ καθένας.
Σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει κανείς νά συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ τόν ἄλλο. Σέ καμιά περίπτωση. Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα στό εὐαγγέλιο, στήν Ἐκκλησία. Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα μέσα στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, τό νά συγκρίνει κανείς τόν ἑαυτό του μέ τούς ἄλλους, ἔστω καί γιά εὐγενή ἅμιλλα, ὅπως λένε, εἶναι τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Αὐτά, ὅσο κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουμε, εἶναι τῆς ἁμαρτίας.
Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέσα στόν παράδεισο καί ἔνιωθαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ πλάστης τους, καί αὐτοί εἶναι τά πλάσματά του. Εἶχαν συναίσθηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Θεός καί αὐτοί εἶναι τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καί καθόλου αὐτό δέν τούς στενοχωροῦσε. Ὅσο εὐτυχισμένος, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, εἶναι ὁ Θεός, τόσο ἦταν καί αὐτοί, διότι ὁ Θεός, ὅ,τι ἔχει, τό ἔδινε καί σ᾿ αὐτούς.
Μόνο ὅταν ἦλθε ὁ διάβολος καί εἶπε στήν Εὔα ὅτι ὁ Θεός σᾶς ξεγέλασε καί δέν σᾶς ἀφήνει νά φᾶτε ἀπό αὐτόν τόν καρπό, διότι, ἄν φᾶτε, θά γίνετε κι ἐσεῖς θεοί, κινήθηκαν ἀπέναντι στόν Θεό πρῶτα ἡ Εὔα καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀδάμ μέ μιά ἀνταγωνιστική, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, διάθεση. «Μπά, μόνο ὁ Θεός νά εἶναι Θεός; Κι ἐμεῖς, νά εἴμαστε Θεοί». Ἔ, Πῶς θά εἶσαι Θεός, ἀφοῦ δέν εἶσαι; Ἀλλά ὁ Θεός ὁ ἀγαθός σέ ἔχει κι ἐσένα ὅπως εἶναι ὁ ἴδιος. Ὅ,τι ἔχει ὡς χάρη τό δίνει καί σ᾿ ἐσένα. Ἀλλά ἐσύ εἶσαι πλάσμα του· δέν εἶσαι Θεός.
Ἐνόσῳ λοιπόν δέν σκεφτόταν ἔτσι, ὅ,τι εἶχε ὁ Θεός ὡς χάρη, εἶχε καί αὐτός. Μόλις κινήθηκε μέ αὐτή τή διάθεση: «Κι ἐγώ νά εἶμαι θεός. Γιατί νά εἶναι μόνο Αὐτός καί νά μήν εἶμαι κι ἐγώ;», ἔγινε τό κακό πού ἔγινε. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα μέχρι σήμερα, μαζί μέ πολλά ἄλλα, εἶναι καί αὐτό στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀκόμη καί τῶν χριστιανῶν καί τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Καιροφυλακτεῖ μέσα του αὐτό: «Γιατί ὁ ἄλλος νά εἶναι ἔτσι;», ἔστω στά πνευματικά. Ὄχι μόνο στά ὑλικά, πού καθόλου-καθόλου δέν ταιριάζει, ἀλλά καί στά πνευματικά δέν ταιριάζει τό ὅτι κανείς συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ τούς ἄλλους: Γιατί αὐτός νά ἔχει τέτοιο θάνατο, κι ἐγώ νά ἔχω ἀλλιώτικο θάνατο; Γιατί αὐτός νά περνάει ἔτσι, νά τοῦ συμβαίνουν αὐτά κι ἐκεῖνα, καί σ᾿ ἐμένα νά συμβαίνουν ἄλλα; Γιατί νά φαίνεται ὅτι αὐτός εἶναι ἀνώτερος, κι ἐγώ νά μήν φαίνομαι; Καί ἄλλα τέτοια, πού δέν ἔχουν καμιά θέση στήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ. Καμία σύγκριση νά μήν κάνουμε, διότι εἶναι ὁ Θεός πού τά κανονίζει αὐτά· κανένας δέν τά κανονίζει μόνος του. Δέν κανονίζει κανείς τή ζωή του. Ὁ Θεός τήν κανονίζει τή ζωή μας. Αὐτός, εἴπαμε, μᾶς καλεῖ, αὐτός μᾶς ὁδηγεῖ, αὐτός κανονίζει τή ζωή μας, καί αὐτός θά μᾶς ὁδηγήσει στό τέλος. Τελείως νά σβήσει λοιπόν αὐτή ἡ διάθεση τῆς συγκρίσεως, πού εἶναι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἐγωισμός.
Νά σβήσει ἡ διάθεση τῆς συγκρίσεως τελείως, ὅπως ἐπίσης νά ἔχουμε καί αὐτό, νά μήν ἐπεμβαίνουμε στήν ζωή κανενός. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ὁδηγοῦμε τόν κάθε ἄνθρωπο στόν Θεό. Αὐτό ἔχουμε ὑποχρέωση νά κάνουμε. Οἱ γονεῖς, π.χ., ἔχουν ὑποχρέωση νά ὁδηγοῦν τά παιδιά τους στόν Θεό, στήν Ἐκκλησία. Καί ὁ καθένας μας ἔχουμε ὑποχρέωση καί τόν ἑαυτό μας νά τόν ὁδηγήσουμε στήν Ἐκκλησία, στόν Θεό, καί ὅποιον ἄλλο, πού μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε καί νά ἐπηρεάσουμε.
Ἀλλά δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νά ἐπέμβουμε στήν ζωή τοῦ ὁποιουδήποτε. Δέν ἔχουμε κανένα δικαίωμα ἐμεῖς νά κανονίσουμε τί θά γίνει μέ τόν καθένα, διότι, ἐνεργώντας ἔτσι, παρεμβαίνουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν ἁπλῶς ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἁμαρτάνει βέβαια, ἀλλά ὅταν παρεμβαίνει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί θέλει νά κουμαντάρει τά τοῦ Θεοῦ καί θέλει νά ἐμποδίσει τόν Θεό νά κάνει τίς δουλειές του ὅπως θέλει, τότε αὐτό πού κάνει εἶναι χειρότερο ἀπό τήν συνηθισμένη ἁμαρτία. Καί νά τό προσέξουμε.
Καθένας ἀπό τούς ἀποστόλους πῆρε τόν δρόμο του καί καθένας εἶχε τό τέλος πού θέλησε ὁ Θεός. Ἄλλος ἔτσι τέλειωσε τή ζωή του, ἄλλος ἀλλιῶς. Μά γιατί ὁ ἕνας ἔτσι, καί ὁ ἄλλος ἀλλιῶς; Αὐτό μόνο ὁ Θεός τό ξέρει. Γιατί ὁ ἕνας σταυρώνεται, καί ὁ ἄλλος ἁπλῶς ἀποκεφαλίζεται; Γιατί ἕνας ἄλλος οὔτε ἀποκεφαλίζεται, ἀλλά ἔχει εἰρηνικό θάνατο; Γιατί ὁ ἕνας ζεῖ πολύ, καί ὁ ἄλλος λιγότερο; Γιατί ὁ ἕνας ἔχει νά κάνει μέ δύσκολους ἀνθρώπους, καί ὁ ἄλλος μέ εὔκολους; Γιατί ὁ ἕνας πηγαίνει σέ δύσκολα μέρη, καί ὁ ἄλλος σέ εὔκολα; Γιατί ὁ ἕνας ἔχει τοῦτα τά προβλήματα καί ὁ ἄλλος τά ἄλλα; Αὐτό ὁ Θεός τό κανονίζει.
Νά μάθουμε σιγά-σιγά αὐτό τό μάθημα τῆς ὑπακοῆς στό Θεό. Ὄχι τῆς τυπικῆς ὑπακοῆς, ἀλλά τῆς ὑπακοῆς πού ἔχει μέσα ἀγάπη, ἐλπίδα πρός τόν Θεό, πού ἔχει ἀφοσίωση, καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὄχι ἐμπιστοσύνη μέ τήν ἔννοια ὅτι ξέρει ὁ Θεός καί εἶναι δυνατός ὁ Θεός καί θά μέ βοηθήσει νά γίνει τοῦτο κι ἐκεῖνο, ἀλλά ἐμπιστοσύνη πού ἔχει μέσα τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός Θεός, εἶναι ἀγάπη καί ξέρει νά τά κάνει κατά τόν καλύτερο τρόπο. Καί ἑπομένως, ἐντελῶς ἀμέριμνα ἐμπιστεύομαι σ᾿ αὐτόν.
Νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα. Καί καθώς ὁ Θεός δέν μᾶς ἐξαιρεῖ, ἀλλά κι ἐμᾶς μᾶς θεωρεῖ παιδιά του, ὅπως ὅλους –τούς ἀποστόλους του, τούς μάρτυρές του, τούς ὁσίους μέχρι καί σήμερα– καί καθώς δέν εἶναι προσωπολήπτης, θά ὁδηγήσει τόν καθένας μας, ὅπως ἐκεῖνος θέλει, ὅπως ἐκεῖνος ξέρει, ὅπως ταιριάζει στόν καθένα μας. Θά μᾶς περάσει διά μέσου ποικίλων καταστάσεων, ἀλλά τελικά θά μᾶς ὁδηγήσει στή βασιλεία του. Θά μᾶς ὁδηγήσει εἰς καλόν τέλος, ἄσχετα ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας καί ἄσχετα τί ἔχουμε νά περάσουμε στή ζωή μας ὁ καθένας. Ὁ Θεός γνωρίζει πολύ καλά ἀπό ποῦ πρέπει νά περάσουμε, τί πρέπει νά πάθουμε, καί ἀσφαλῶς θά μᾶς ὁδηγήσει στή βασιλεία του, γιά νά ζοῦμε αἰωνίως μέ αὐτόν καί μέ τούς ἁγίους του.
30-6-1985