Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος
Σκέφθηκα ὅτι σήμερα θά ἦταν καλό νά διαβάσουμε κάτι ἀπό ἕναν ὕμνο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Οἱ ὕμνοι τιτλοφοροῦνται: «Τῶν θείων ὕμνων οἱ ἔρωτες τοῦ ἁγίου καίμεγάλου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἡγουμένου καί πρεσβυτέρου γεγονότος μονῆς τοῦ ἁγίου Μάμαντος τῆς Ξηροκέρκου». Ὁ ἅγιος ἔχει γράψει πενήντα ὀκτώ ὕμνους, οἱὁποῖοι εἶναι προσευχές πού ἀπευθύνονται στόν Χριστό.
Ὁ δέκατος πέμπτος ὕμνος ἔχει τίτλο: «Ὅπως βλέπων τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἐνηργεῖτο ὑπό τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί ὅτι τό Θεῖον ἐντός καί ἐκτός ἐστι τοῦ παντός, ἀλλά καί ληπτόν τε καί ἄληπτον τοῖς ἀξίοις, καί ὅτι οἶκος Δαυίδ ἡμεῖς ἐσμεν, καί ὅτι εἰς πολλά γινόμενος ὁ Χριστός καί Θεός ἡμῶν μέλη εἷς ἐστι καίὁ αὐτός καί μένων ἀμέριστος». Λέει λοιπόν ὁ ὕμνος ἀπό τόν στίχο 109 καί ἑξῆς:
***
Τίς οὖν οὐ προσδραμεῖταί σοι, τῷ μόνῳ φιλανθρώπῳ,
τίς οὐκ ἀκολουθήσει σοι, τίς οὐκ ἐκ πόθου φράσει·
Ἰδού, τά πάντα ῥίψαντες ἀκολουθήσομέν σοι,
τῷ συμπαθεῖ, τῷ προσηνεῖ, τῷ εὐσπλάγχνῳ Δεσπότῃ,
τῷ τήν ἡμῶν ἐπιστροφήν ἀεί ἐκδεχομένῳ,
τῷ θάνατον μή θέλοντι τῶν σοί προσκεκρουκότων,
τῷ ἐν ἡμῖν τά φοβερά νῦν τελεσιουργοῦντι,
ἅπερ ποτέ ἀκούοντες ἐν οἴκῳ Δαυίδ πάλαι
γενόμενα θαυμάζομεν! –Τά δ᾿ ἄν καί εἶεν ταῦτα·
οἶκος Δαυίδ ἡμεῖς ἐσμεν ὡς συγγενεῖς ἐκείνου,
καί γάρ αὐτός σύ γέγονας, ὁ τῶν ἁπάντων κτίστης,
υἱός ἐκείνου, καί ἡμεῖς υἱοί σου κατά χάριν·
σύ συγγενής ἡμῶν σαρκί, ἡμεῖς θεότητί σου.
Λαβών γάρ σάρκα δέδωκας ἡμῖν Πνεῦμα σου Θεῖον,
καί οἶκος εἷς γεγόναμεν Δαυίδ οἱ πάντες ἅμα,
τῇ ἰδιότητι τῇ σῇ, τῇ πρός σε συγγενείᾳ.
Κύριος οὖν σύ τοῦ Δαυίδ ἐν πνεύματι τυγχάνεις,
ἡμεῖς δέ τέκνα τοῦ Δαυίδ, σπέρμα θεῖόν σου πάντες·
συναγομένων τε ἡμῶν εἷς γινόμεθα οἶκος,
τουτέστι πάντες συγγενεῖς, ἀδελφοί σου οἱ πάντες.
Ποιός δέν θά προστρέξει σ᾿ ἐσένα, πού εἶσαι ὁ μόνος φιλάνθρωπος,
ποιός δέν θά σέ ἀκολουθήσει καί ποιός δέν θά πεῖ μέ πόθο·
Νά, ἀφοῦ ὅλα τά ἀπορρίψαμε, θά ἀκολουθήσουμε ἐσένα
τόν συμπαθή, τόν καταδεκτικό, τόν εὔσπλαχνο Δεσπότη,
ὁ ὁποῖος συνεχῶς περιμένεις τή δική μας ἐπιστροφή
καί δέν θέλεις τόν θάνατο αὐτῶν πού ἔχουν προσκρούσει σ᾿ἐσένα
(πού πῆγαν δηλαδή ἀντίθετα πρός τό θέλημά σου),
καί ἐνεργεῖς μέσα μας ὅλα αὐτά τά φοβερά,
τά ὁποῖα, καθώς ἀκοῦμε ὅτι γίνονταν στόν οἶκο τοῦ Δαβίδ,
τά θαυμάζουμε; Καί αὐτά τά τωρινά μπορεῖ νά εἶναι ὅπως ἐκεῖνα.
Οἶκος Δαβίδ εἴμαστε ἐμεῖς, ὡς συγγενεῖς δικοί του,
διότι κι ἐσύ ὁ ἴδιος, πού εἶσαι ὁ κτίστης τῶν ἁπάντων,
ἔγινες υἱός τοῦ Δαβίδ, κι ἐμεῖς γίναμε δικοί σου υἱοί κατάχάριν.
Ἐσύ ἔγινες συγγενής μας ὡς πρός τή σάρκα (διότι ἔγινες ἄνθρωπος),
κι ἐμεῖς γινόμαστε συγγενεῖς σου ὡς πρός τή θεότητα.
Γιατί ἀφοῦ πῆρες τή σάρκα (ἀφοῦ δηλαδή ἔγινες ἄνθρωπος), μᾶς ἔδωσες
τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιο,
καί ὅλοι μαζί ἔχουμε γίνει ἕνας οἶκος, τοῦ Δαβίδ,
(ἀκριβῶς ἐπειδή γίναμε συγγενεῖς σου,
ἀκριβῶς διότι ἔγινες ἄνθρωπος,
ἀκριβῶς διότι μᾶς κάνεις κοινωνούς τῆς θεότητός σου).
Σύ εἶσαι Κύριος τοῦ Δαβίδ ἐν πνεύματι,
ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε τέκνα τοῦ Δαβίδ, καί ὅλοι καταγόμαστε ἀπό σένα.
Καί ὅταν μαζευόμαστε, γινόμαστε μιά οἰκογένεια,
δηλαδή εἴμαστε ὅλοι συγγενεῖς μεταξύ μας,
καί εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί σου.
Φτωχός φιλάδελφος
Ἄν ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός δέν ἀρχίσει νά τάκαταλαβαίνει ἔτσι τά πράγματα, νά τά νιώθει ἔτσι, ὅτι δηλαδήμέσα του ἔρχεται ὁ Θεός, μέσα του ἔρχεται δύναμη Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι εἶναι ἀληθινός χριστιανός. Εἴμαστε σῶμα καίψυχή. Ὅτι εἴμαστε σῶμα, τό βλέπουμε· τήν ψυχή δέν τήβλέπουμε, ἀλλά τήν ἐννοοῦμε, τήν καταλαβαίνουμε, τήνιώθουμε, τή ζοῦμε. Καί ἔρχεται μέσα στόν ἄνθρωπο σάν ἕνα, τρόπον τινά, τρίτο στοιχεῖο –χωρίς ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει τρία στοιχεῖα· ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα καί ψυχή– τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νά ἐνθουσιασθεῖς, ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νάνιώσεις εὐεξία, ἄλλο εἶναι νά νιώσεις ὡς ἄνθρωπος μιά κάποια πληρότητα ψυχολογικῷ τῷ τρόπῳ, καί ἄλλο εἶναι νά νιώθεις μέσα σου τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νορμαλοποιεῖται ἤ τοῦ τυχαίνουν μερικά καλά πράγματα, νιώθει μιά εὐφορία, νιώθει μιά πληρότητα, νιώθει κάτι μέσα του πού τόν κάνει νάαἰσθάνεται ὄμορφα καί ὡραῖα. Ἄλλο εἶναι αὐτό, καί ἄλλο εἶναι νά νιώθεις μέσα σου τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, αὐτόν τόν σπόρο τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό οὐράνιο σπέρμα, νά νιώθεις μέσα σου τόν Χριστό. Ἄλλο εἶναι τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν αὐτό, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν αὐτό, γιά τόὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Συμεών, ἀλλά ὁ ἅγιος Συμεών, ἐπειδή εἶναι πολύ ἐκφραστικός, τό λέει, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι ἀποφεύγουν νά τόποῦν, ἀποφεύγουν νά ἐκδηλωθοῦν. Καί νομίζω ὅτι σᾶς ἔχω πεῖκάτι, πού ἀξίζει ἐδῶ νά τό ἀναφέρουμε. Κάποια φορά ἔκαναν παρατήρηση στόν ἅγιο Συμεών: «Γιατί, ἐνῶ οἱ ἅγιοι δέν φανερώνουν τά βιώματά τους, ἐσύ τά λές;» Διότι πράγματι πολύἐκφράζει, πολύ ἐκδηλώνει τά βιώματά του, μέ ὅποιον τρόπο μπορεῖ.
«Τώρα, στήν ἐποχή πού ζοῦμε», ἀπάντησε ὁ ἅγιος, «δέν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι μποροῦν νά εἶναι τά πράγματα ὅπως ἦταν ἕναν καιρό στούς Ἀποστόλους, στούς ἁγίους, ὅτι δηλαδήἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, τόν θεώνει, καί τό νιώθει αὐτό ὁ ἄνθρωπος». Καί ἔφερε τό ἑξῆς συγκλονιστικό παράδειγμα: Εἶναι μιά ὁμάδα ἐπαιτῶν, ζητιάνων, οἱ ὁποῖοι συνεννοοῦνται μεταξύ τους νά πᾶνε μέ τή σειρά στάσπίτια νά ζητιανέψουν. Χώρισαν τίς γειτονιές, ποῦ θά πάει ὁἕνας, ποῦ θά πάει ὁ ἄλλος, γιά νά μήν πᾶνε στά ἴδια σπίτια, ἀλλάὅμως εἶχαν τό στέκι τους, ὅπου θά συναντιόνταν. Στή γειτονιάπού ὁρίστηκε σέ ἕναν ἀπό αὐτούς νά πάει, ἔτυχε ἕνα πλούσιο σπίτι. Πῆγε στό πλούσιο αὐτό σπίτι, χτύπησε τήν πόρτα, καί τοῦγέμισαν τή χούφτα του μέ χρυσά φλουριά. Χαρούμενος τρέχει στούς συναδέλφους του μέ κλειστή τή χούφτα καί τούς λέει:«Τρέξτε σ᾿ ἐκεῖνο τό σπίτι ἐκεῖ. Δίνει αὐτός». Καί ἐπειδή δέν τόν πιστεύουν, ἀναγκάζεται καί ἀνοίγει τή χούφτα, καί βλέπουν τάχρυσά φλουριά καί πείθονται, καί πηγαίνουν καί αὐτοί. «Αὐτό», εἶπε ὁ ἅγιος, «κάνω κι ἐγώ».
Ὁ ἅγιος Συμεών ἔνιωθε καί αὐτός ὅτι εἶναι φτωχός, φτωχότατος ὅπως ὅλοι χωρίς τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ζητιάνος, εἶναι ἐπαίτης καί βγῆκε καί αὐτός νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἤ, καλύτερα: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τί κάνουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο; Ζητοῦν. Καί αὐτοί πού τρέχουν στίς συναυλίες, καί αὐτοί πούτρέχουν σέ ἄλλες ἐκδηλώσεις καί σέ χειρότερα πράγματα, γιατίπᾶνε; Γιά νά βροῦν λίγη χαρά, γιά νά βροῦν λίγη εὐτυχία, γιά νάβροῦν αὐτό γιά τό ὁποῖο βαθιά μέσα ἡ ψυχή συνεχῶς τούς λέει:«Κάτι μοῦ λείπει. Φέρ᾿ το μου». Τρέχουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλάκάποιος ὅμως βρίσκει αὐτόν ὁ ὁποῖος ὄντως δίνει· οἱ ἄλλοι δέν δίνουν.
Ὁ ἅγιος Συμεών βρῆκε αὐτόν, πού εἶναι ὁ Θεός. Πίστεψε, καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε, χωρίς διόλου νά τό ἀξίζει, τή θεϊκήδύναμη, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦλθε μέσα του ὁ ἴδιος ὁΘεός. Ἔτσι νιώθει ὁ ἅγιος Συμεών, καί ὄχι ἁπλῶς ὅτι τώρα εἶναι καλά, εἶναι νορμάλ, ὅτι εἶναι γαληνεμένος, ὅτι κάπως τακτοποιήθηκαν τά πράγματα, ὅτι λύθηκαν τά προβλήματα. Ὄχι. Ἔλαβε μέσα του τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἀκριβῶς τήν ἔλαβαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοί, καθώς βαπτίζονταν καί γινόταν τό μυστήριο τοῦ χρίσματος.
«Οἱ ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας –λέει ὁ ἅγιος– δέν πιστεύουν. Καί ὅπως ἐκεῖνος ὁ ζητιάνος ἀνοίγει τή χούφτα του, γιά νά δοῦν ὅτι ὄντως πῆρε χρυσά φλουριά, καί νά πᾶνε καί αὐτοί νάζητήσουν, ἔτσι κι ἐγώ τά λέω ὅλα αὐτά, γιά νά παρακινήσω τούς ἀνθρώπους». Καί φαίνεται ἐδῶ καθαρά ὅτι δέν ἔχει ἴχνος ὑπερηφανείας καί ἐγωισμοῦ ὁ ἅγιος Συμεών, ὅταν ἐκφράζεται ἔτσι, ἀλλά μιλάει ἀπό ἀγάπη. Φτωχό φιλάδελφο ὀνομάζει τόν ἑαυτό του. Φτωχός μαζί μέ τούς ἄλλους, ἀλλά φιλάδελφος, καθώς βρῆκε πλοῦτο καί τρέχει νά τό πεῖ καί στούς ἀδελφούς. Συνήθως δέν κάνει κανείς ἔτσι, ἀλλά τό φυλάει μυστικό, γιά νάξαναπάει μόνος του. Αὐτός ὅμως, φτωχός φιλάδελφος, ἀμέσως τρέχει νά βρεῖ τούς ἀδελφούς, τούς ὁποίους ἀγαπᾶ καί τούς λέει πῶς ἔχουν τά πράγματα.4 Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἐκφράζει τάβιώματά του ὁ ἅγιος Συμεών. Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν καί ἔχουν μέσα τους αὐτή τήν κατάσταση καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ζοῦν ἔτσι, ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι ἐκφραστικοί.
***
Καί πῶς οὐ θαῦμα φοβερόν, ἤ πῶς οὐ φρίξει πᾶς τις,
ὁ τοῦτο ὅλως ἐννοῶν, τοῦτο καταμανθάνων,
ὅτι ὑπάρχεις μεθ᾿ ἡμῶν νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας
καί οἶκον ἕκαστον ποιεῖς καί ἐνοικεῖς εἰς πάντας
καί οἶκος πᾶσι γίνῃ σύ, καί ἐν σοί ἐνοικοῦμεν
εἷς, Σῶτερ, ἕκαστος ἡμῶν μετά σοῦ ὅλος ὅλου,
καί μεθ᾿ ἑνός ἑκάστου σύ μόνου μόνος τυγχάνων
καί ὑπεράνωθεν ἡμῶν μόνος ὅλος ὑπάρχεις;
Καί πῶς δέν εἶναι φοβερό θαῦμα, καί πῶς δέν θά φρίξει ὁκαθένας,
ὅταν ἐννοήσει γιά τά καλά αὐτό, ὅταν μάθει καί καταλάβει αὐτό,
ὅτι δηλαδή ὑπάρχεις μαζί μας τώρα καί στούς αἰῶνες,
καί κάνεις τόν καθένα σπίτι σου, καί πᾶς καί κατοικεῖς μέσα σέ ὅλους
κι ἐσύ γίνεσαι οἶκος γιά ὅλους, καί κατοικοῦμε ὅλοι μέσα σου,
(ἐμεῖς εἴμαστε μέσα σ᾿ ἐσένα, κι ἐσύ εἶσαι μέσα σ᾿ ἐμᾶς,
ἐμεῖς κατοικοῦμε σ᾿ ἐσένα, κι ἐσύ κατοικεῖς σ᾿ ἐμᾶς)
καί ὁ καθένας ἀπό μᾶς ὅλος εἶναι μέ ὅλον ἐσένα
καί μέ τόν καθένα μας χωριστά ἐσύ μόνος ὑπάρχεις,
ἐνῶ συγχρόνως εἶσαι μόνος καί ὁλόκληρος ἔξω ἀπό μᾶς;
***
Μέ ἀφορμή αὐτούς τούς στίχους νά θυμηθοῦμε αὐτό πούεἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν». Ὁρισμένοι ἑρμηνεύουν τή φράση αὐτή ὡς ἑξῆς: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάμεσά σας», ἐνῶ τό «ἐντός ὑμῶν» σημαίνει «μέσα στίς καρδιές σας». Καί αὐτό φαίνεται ἀπό ἐκεῖνο πού λέει ἀλλοῦ ὁ Χριστός: «Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν». Τί θά πεῖ«μείνατε ἐν ἐμοί»; Δέν θά πεῖ «μείνετε κοντά μου». Ὄχι. Ἡφράση σημαίνει: «Νά ἑνωθεῖτε μαζί μου, νά εἶστε μέσα μου». Καί συμπληρώνει ὁ Κύριος: Καί ἐγώ θά εἶμαι μέσα σ᾿ ἐσᾶς.
Νά θυμηθοῦμε ἐπίσης ἐδῶ αὐτό πού πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει στήν Ἀποκάλυψη: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καίεἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ».
***
Νῦν οὖν ὑπάρχεις τά φρικτά ἐν ἡμῖν πάντα πράσσων.
Ποῖα φρικτά; – Ἀκούσατε ἐκ τῶν πολλῶν ὀλίγα·
εἰ γάρ καί, ἅ εἰρήκαμεν, ὑπέρ ἔκπληξιν πάντα,
ἀλλ᾿ ὅμως ἄρτι ἄκουε φρικτότερα ἐκείνων!
Ἐσύ λοιπόν εἶσαι πού κάνεις ὅλα αὐτά τά φοβερά σ᾿ ἐμᾶς.
Ποιά φοβερά; – Ἀκοῦστε λίγα ἀπό τά πολλά.
Γιατί, ἀκόμα κι ἄν ὅσα εἴπαμε ξεπερνοῦν κάθε ἔκπληξη,
ὅμως τώρα ἄκουσε ἀκόμη πιό φοβερά, πιό συγκλονιστικάἀπό ἐκεῖνα!
«Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»
Διαβάσαμε ὅλα τά παραπάνω, γιά νά φθάσουμε στούς τέσσερις στίχους πού ἀκολουθοῦν, στούς ὁποίους εἶναι φοβεράἐκφραστικός ὁ ἅγιος Συμεών.
Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστός ἡμῶν δέ,
καί χείρ Χριστός καί ποῦς Χριστός ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καί χείρ Χριστοῦ καί ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγώ δέ·
κινῶ τήν χεῖρα, καί Χριστός ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν.
Ἐμεῖς γινόμαστε μέλη Χριστοῦ, καί τά μέλη μας γίνονται Χριστός.
Τό χέρι μου γίνεται Χριστός, καί τό πόδι μου γίνεται Χριστός.
Ποιανοῦ; Ἐμοῦ τοῦ παναθλίου.
Κι ἐγώ ὁ ἄθλιος εἶμαι χέρι τοῦ Χριστοῦ καί πόδι τοῦΧριστοῦ.
Καί λέει αὐτό τό συγκλονιστικό:
Κινῶ τό χέρι, καί τό χέρι μου εἶναι ὁ ὅλος Χριστός.
–Ἀμέριστον γάρ νόει μοι θεότητα τήν θείαν!–
Τή θεία θεότητα νά τήν ἐννοεῖς ἀμέριστη· δέν κομματιάζεται.
Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀνάμεσα σέ παῦλες. Θέλει νά πεῖ ὁἅγιος: Καθώς τά λέω αὐτά, μή νομίζεις ὅτι κομματιάζεται ἡθεότητα.
Δέν εἶναι ξιπασμένος ὁ ἅγιος Συμεών, δέν εἶναι ἐπηρμένος, καί δέν ἔχει καμιά θέση ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωισμός στήν ψυχή του, καθώς τά λέει αὐτά. Εἶναι πέρα γιά πέρα ταπεινός καίγι᾿ αὐτό δέν φεύγει ἀπό τή βάση. Ἐμοῦ τοῦ παναθλίου τό χέρι μου γίνεται Χριστός, τό πόδι μου γίνεται Χριστός. Ἐμεῖς γινόμαστε μέλη Χριστοῦ, τά δέ μέλη μας γίνονται Χριστός.
Αὐτά ὁ ἅγιος Συμεών –πῶς νά ποῦμε;– δέν κάθεται καί τάσκέπτεται, καί τό μυαλό του κάπως ἔτσι τά καταλαβαίνει, καίμετά τά σημειώνει. Ὄχι. Ὁ ἅγιος Συμεών τά νιώθει αὐτά. Εἴπαμε ὅτι θά τά πάρουμε ἀπό τήν ἀρχή καί θά βροῦμε τήν ὅλη σειράκαί τήν ὅλη ἄκρη. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ζῶ δέοὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», τί σημαίνει αὐτό; Ὅταν λέει ὁ Χριστός: «Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν», αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ, αὐτό ἀκριβῶς ἐννοεῖ.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος συνοψίζει τήν ὅλη θεολογία καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, λέει: «Ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός». Ὅπως δηλαδήἑνώθηκε ὁ Θεός-Χριστός μέ τόν ἄνθρωπο-Χριστό καί εἶναι ὁἕνας Χριστός, ἀλλά εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος, ἔτσι ὁ ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστό καί εἶναι ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός, καί ἔχει μέσα του καί τήθεία ζωή καί τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί ἔτσι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεανθρώπινη.
Ὅσο καλός κι ἄν εἶσαι, ἄν εἶσαι ἁπλῶς ἄνθρωπος, δέν εἶναι τίποτε. Δέν κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπό τόν οὐρανό καί δέν ἔγινε ἄνθρωπος στή γῆ ἁπλῶς γιά νά μᾶς κάνει καλούς ἀνθρώπους. Δέν ἑνώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς γιά νά μᾶς δείξει ὁ Θεός ἕνα θαῦμα μεγάλο, ἁπλῶς γιά νάμᾶς πεῖ κάποια πράγματα. Ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦκάνει αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά κάνει στόν καθένα. Ὅσο δηλαδή ὁΧριστός, πού εἶναι Θεός, ἀληθινά–ἀληθινά εἶναι ἄνθρωπος, τόσο ἀληθινά–ἀληθινά ὁ ἄνθρωπος, δεχόμενος τόν Χριστό, ἑνούμενος μέ τόν Χριστό, ἔχει μέσα του τόν Θεό, τή χάρη τοῦ Θεοῦ· ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι Θεός κατ᾿ οὐσίαν, εἶναι ἑνωμένη ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα: καίτόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι ὁ Χριστός ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ὁ Θεός τόν κάνει κατά χάριν θεό, καί ἔχει ὁἄνθρωπος μέσα του τόν Θεό. Ὅμως, ἔχει μέσα του τόν Θεό ὡς χάρη, ἔχει μέσα του τόν Θεό ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια.
Οἱ Πατέρες ἀναφέρουν ὡς παράδειγμα ἕνα κομμάτι σίδερο τό ὁποῖο βάζουμε στή φωτιά. Εἶναι μέταλλο τό σίδερο, ἀλλάμέσα στή φωτιά, χωρίς νά πάψει νά εἶναι σίδερο, γίνεται ὅλο φωτιά καί μάλιστα ὄχι μόνο ἐξωτερικά. Ἄν βροῦμε ἕναν τρόπο, καθώς εἶναι μέσα στή φωτιά, νά τό κόψουμε, θά τό δοῦμε καίμέσα νά εἶναι κόκκινο καί πυρακτωμένο. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διαπερᾶται ἀπό τή θεότητα, ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, ἀπό τήθεϊκή φωτιά, καί ἑνώνεται μέσα στόν ἄνθρωπο τό ἀνθρώπινο καίτό θεῖο, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἑνούμενος μέ τόν Χριστό ἔχει θεανθρώπινη ζωή.10
Αὐτά δέν εἶναι θεολογία, ἁπλῶς γιά νά τά λέμε. Αὐτά δέν εἶναι γιά κάποιους κατά ἐκλεκτικό τρόπο, γιά κάποια “ἐλίτ” πνευματικῶν ἀνθρώπων, γιά κάποια “ἐλίτ” χριστιανῶν. Εἶναι γιάὅλους. Βέβαια, ὅταν τά ἀκούει κανείς, μᾶλλον τρομάζει. Εἶναι ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι λένε: «Ἄχ, τί ὡραῖα! Ἅμα εἶναι ἔτσι, τί ἄλλο θέλω;» Ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοί, καί μπορεῖ μάλιστα νά τόλένε καί ἐπιπόλαια. Οἱ πολλοί φοβοῦνται, τρομάζουν, δέν τόθέλουν αὐτό. Καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶναι χρόνια χριστιανός, δέν φαίνεται νά ἔχει Πνεῦμα Θεοῦ, καί δέν φαίνεται ἡ ζωή του νά εἶναι θεανθρώπινη. Γιατί; Διότι δέν τό θέλει. Καίδέν θέλει ὁ ἄνθρωπος, διότι ἔχει συνηθίσει νά εἶναι αὐτονομημένος.
Ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων
Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία πού διέπραξαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ὅτι δηλαδή αὐτονομήθηκε ὁ ἄνθρωπος, καί αὐτή ἡ ἁμαρτία μένει. Μέσα στόν παράδεισο ὅλο τό θέμα ἦταν νά ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, νά ὑποτάσσεται στόν Θεό, νά ζεῖ κατά τό θέλημα τοῦΘεοῦ, νά κάνει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δέν ὑπῆρχε κανένα πρόβλημα, καί ζοῦσε μέσα στούς πρωτοπλάστους ὁ Θεός. Σκεπασμένοι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἐνδύματα χρειάζονταν οὔτε τίποτε. Ἔρχεται ὅμως ὁ διάβολος καί εἰσηγεῖται τό ψέμα:«Μήν πιστεύετε τί σᾶς εἶπε ὁ Θεός. Ἅμα φᾶτε ἀπό αὐτόν τόν καρπό, θά γίνετε κι ἐσεῖς θεοί». Καί αὐτοί δέχθηκαν τά λόγια τοῦδιαβόλου, καί ἔτσι αὐτονομήθηκε ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή εἶναι ἡἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου.
Καί τώρα γίνεται κανείς χριστιανός τυπικά, καθώς μάλιστα μᾶς βαπτίζουν, ὅταν εἴμαστε μικρά παιδιά –ἴσως δέν μᾶς λένε, ὅταν μεγαλώσουμε, καί τήν ὅλη ἀλήθεια– ἀλλά φυτοζωοῦμε. Τόθέμα εἶναι νά ἔλθει αὐτή ἡ τρομερή ὥρα πού θά ποῦμε:Τελείωσε. Πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, καί νά ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός. Καί φυσικά, ὁ Χριστός θά μᾶς ὁδηγεῖ. Καί ἐμεῖς νά εἴμαστε πασίχαροι, τρελαμένοι, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, ἀπό χαρά καί ἀπό εὐτυχία ὄντες μέ τόν Χριστό. Ὅπως λέει ὁἀπόστολος: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ἀλλά θάεἴμαστε γεμάτοι χαρά, ὅταν γίνει αὐτό, ὅταν πραγματοποιηθεῖ, ὅταν δεῖ κανείς στήν πράξη, ἐφόσον ἀνταποκρίνεται μέ ὅλη του τή διάθεση, τί σημαίνει νά εἶσαι μέ τόν Χριστό, τί σημαίνει νάἔχεις θεανθρώπινη ζωή μέσα σου.
Ἀλλιῶς, δέν θά ἔχει ὁ ἄνθρωπος αὐτή τή χαρά, καθώς μάλιστα εἶναι συνηθισμένος νά εἶναι χριστιανός ἐξωτερικά καίβαθιά μέσα στήν καρδιά του κρατάει τήν αὐτονομία του· καί γι᾿αὐτό τόσο πολύ λέει ὁ καθένας: «Θέλω νά κάνω αὐτό πού θέλω ἐγώ. Θέλω νά κάνω αὐτό πού μοῦ ἀρέσει». Μικροί μεγάλοι τόλένε. Καί ποιός ξέρει τί νομίζουν ὅτι λένε καί ὅτι κάνουν. Ἔτσι ὅμως ἐνεργοῦν ἀκόμη κι ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται πνευματικοίἄνθρωποι. Ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τελείως νά παραδοθοῦν στόθέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν τό κάνουν, γιατί φοβοῦνται, ἐνῶ εἶναι τόπιό εὔκολο πράγμα. Ὅποιος ὅμως τολμήσει νά πεῖ: «Ὥς τώρα ἦταν, Θεέ μου. Ἀπό δῶ καί πέρα παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα, ἐμπιστεύομαι σ᾿ ἐσένα», αὐτόν τόν ἀναλαμβάνει ὁ Θεός καίξέρει ὁ Θεός τί θά κάνει. Ἑπομένως, δέν εἶναι οὔτε δύσκολα οὔτε μπερδεμένα τά πράγματα. Ὁ φόβος νά ἐμπιστευθεῖς στόν Θεό καί τό ὅτι κρατᾶς τόν ἑαυτό σου σέ αὐτονομία, αὐτά εἶναι πού δημιουργοῦν τά προβλήματα.
Ποῦ εἶναι ὁ φόβος, ποῦ εἶναι ἡ δυσκολία;
Κινῶ τήν χεῖρα, καί Χριστός ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν.
Κουνάει, λέει ὁ ἅγιος Συμεών, τό χέρι καί αἰσθάνεται ὅτι τόχέρι του εἶναι ὁ ὅλος Χριστός. Ὁ ἅγιος Συμεών τή ζεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα. Μήν παραξενευόμαστε. Δέν κοινωνοῦμε τοῦσώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Τί σημαίνει αὐτό; Ἐμεῖς λέμε: «Καλό εἶναι νά κοινωνήσεις. Σέ βοηθάει ἡ θεία Κοινωνία»· τή θεωροῦμε καί σάν κάτι μαγικό. Ὄχι. Δέν εἶναι ἔτσι. Εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μᾶς δίνει ὁΚύριος τό σῶμα του καί τό αἷμα του, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς κάνει σῶμα καί αἷμα του, ἀκριβῶς γιά νά ἔχουμε θεανθρώπινη ζωήμέσα μας.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, πού ἔζησε ἐδῶ στήΘεσσαλονίκη, θά τό τονίσει αὐτό: Ὅταν κοινωνοῦμε τοῦσώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δέν συμβαίνει ὅ,τι γίνεται μέ τίς ἄλλες τροφές. Τρῶς τήν ὅποια τροφή, καί αὐτήμεταβάλλεται σέ σῶμα σου, σέ αἷμα σου. Τρώγοντας τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί πίνοντας τό αἷμα του, τό δικό μας σῶμα λίγο-λίγο γίνεται σῶμα Χριστοῦ, καί τό δικό μας αἷμα λίγο-λίγο γίνεται αἷμα Χριστοῦ. Ἔτσι τό λέει ὁ ἅγιος, ἔτσι τό πιστεύει καίἔτσι τό ζεῖ καί αὐτός μέσα στήν Ἐκκλησία, καί γι᾿ αὐτό εἶναι ἅγιος.12 Καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔτσι τό ζοῦν.
Ἀλλά ἐπαναλαμβάνω, τό θέμα δέν εἶναι ὅτι, καθώς τάμαθαίνουμε αὐτά, ἀναλογιζόμαστε: «Πώ, πώ, τί φτωχοί πούεἴμαστε ἐμεῖς, ἀφοῦ δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα σ᾿ ἐμᾶς!» καί ὅτι λιμπιζόμαστε τήν ὅλη ὑπόθεση. Μακάρι νά ἦταν ἔτσι. Τό θέμα εἶναι ὅτι, καθώς τά ἀκοῦμε, ἀμέσως σάν νά λέμε: «Ἔτσι εἶναι τάπράγματα;» καί κάνουμε πίσω, μήν τυχόν χάσουμε τήν αὐτονομία μας, μήν τυχόν χάσουμε τό ἐγώ μας, μήν τυχόν χάσουμε τό θέλημά μας, μήν τυχόν χάσουμε τά ράκη μας, τήν πνευματική φτώχεια μας. Καί γι᾿ αὐτό, τήν ὅποια χρήση κάνουμε τῆς βοηθείας πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία, τῆς βοηθείας πούμᾶς παρέχει ὁ Θεός, τήν κάνουμε μέ σκοπό κάπως νάνορμαλοποιηθοῦμε, κάπως νά στεκόμαστε στά πόδια μας, τήν κάνουμε μέ σκοπό νά ἔχουμε μιά κάποια ψυχολογική ἰσορροπία, μιά κάποια ψυχολογική εὐφορία, καί τέλειωσε. Πρέπει νά πᾶμε πέρα, πέρα ἀπό αὐτά. Καί δέν εἶναι ἕνα ἔργο πού τό κάνουμε ἐμεῖς· τό κάνει ὁ Χριστός. Αὐτός ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιάνά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό. Αὐτός ἔρχεται καί στόν καθένα. Αὐτός θά σέ μεταβάλει. Αὐτός θά ἔλθει μέσα σου, κι ἐσένα, πούεἶσαι ἄνθρωπος φτωχός, ρακένδυτος, μέ τά ράκη σου, μέ τάπάθη σου, θά σέ ἁγιάσει, θά σέ καθαρίσει καί θά σέ κάνει ὅπως εἶναι ἐκεῖνος. Ποῦ εἶναι ὁ φόβος, ποῦ εἶναι ἡ δυσκολία;
Δέν εἶναι λοιπόν δύσκολο στόν ἅγιο Συμεών, ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, νά πεῖ: «Κινῶ τό χέρι, σηκώνω τό χέρι, καί τό χέρι μου εἶναι ὁ ὅλος Χριστός».
Νά φυλάξει ὁ Θεός ἀπό τέτοιες θεολογίες
καί ἀπό τέτοιες πνευματικότητες
Αὐτός εἶναι ἕνας συνταρακτικός ὕμνος. Ἔχει καί συνέχεια. Προχωρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών καί κάνει λόγο γιά τόν ἁγιασμό τοῦὅλου σώματος, τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Καί θά εἴμαστε μακάριοι, ἐάν τά καταλάβουμε αὐτά σωστά καί παραδοθοῦμε στή χάρη τοῦΘεοῦ καί ἐπιτρέψουμε στόν Θεό νά δουλέψει μέσα μας, γιά νάμᾶς κάνει ὅπως ἐκεῖνος γνωρίζει.
Ὁ Θεός μπορεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο νά τόν κάνει ἄγγελο, νάτόν κάνει θεό, νά τόν κάνει Χριστό, ὅταν παραδοθεῖ σ᾿ αὐτόν, ἀλλά κατά τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, καί ὄχι ὅπως νομίζει ὁκαθένας καί ὅπως θά φιλοσοφήσει ὁ καθένας. Δυστυχῶς, ὑπάρχουν χριστιανοί πού χρησιμοποιοῦν χωρία καί ἀπό τόν ἅγιο Συμεών καί ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά καί ἄλλα σχετικάχωρία, πού βρίσκουν καί στήν Ἁγία Γραφή καί στούς Πατέρες, καί στηριζόμενοι σ᾿ αὐτά παραδίδουν τόν ἑαυτό τους στήν ἁμαρτία. Καί οἱ ἀθεόφοβοι, κάνοντας τήν ἁμαρτία, χρησιμοποιώντας, ὅπως εἶπα, κάποια χωρία ἐντελῶς-ἐντελῶς πεπλανημένα καί παρερμηνευμένα, νομίζουν ὅτι ἁγιασμός καίκοινωνία μέ τόν Θεό εἶναι τό νά ζοῦν μέσα στήν ἁμαρτία.
Θά μιλήσω πιό συγκεκριμένα. Ἡ πιό μεγάλη ἁμαρτία εἶναι βέβαια ἡ φιλαυτία· ἡ ἀγάπη δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτή εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Καί ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ ἁμαρτία ὡς φιληδονία, ὡς φιλοδοξία καί ὡς φιλαργυρία. Ἄλλο εἶναι ἡφιληδονία, ἄλλο εἶναι ἡ φιλαργυρία καί ἄλλο εἶναι ἡ φιλοδοξία. Φιληδονία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς εὐχαριστήσεως, καί κυρίως ἡἱκανοποίηση τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Φιλοδοξία: μήν τυχόν ὁἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, μήν τυχόν ὑστερήσει, μήν τυχόν μειωθεῖ. Φιλαργυρία: ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἔχει. Μαζεύει χρήματα ἤκτήματα ἤ δέν ξέρω τί. Θέλει νά αἰσθάνεται ὅτι ἔχει. Καί οἱ τρεῖς αὐτές ἁμαρτίες πηγάζουν ἀπό τή φιλαυτία, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦἑαυτοῦ μας. Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας ἐκφράζεται κυρίως ὡς ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί γίνεται πλέον φιλαυτία. Λές ὅτι ἀγαπᾶς τόν Θεό ἤ ὅτι ἀγαπᾶς τούς ἀνθρώπους. Αὐτά εἶναι παραμύθια. Ἅμα ζεῖ μέσα σου ἡ φιλαυτία, δέν μπορεῖς νάἀγαπᾶς κανέναν. Ἀγαπᾶς τόν Θεό, ἐνόσῳ ἐξυπηρετεῖται ὁἑαυτός σου· ἀγαπᾶς τόν ἄλλο, ἐνόσῳ ἐξυπηρετεῖται ὁ ἑαυτός σου. Πρέπει νά νεκρωθεῖ ἡ φιλαυτία, γιά νά κινηθεῖ ἡ ψυχή πρός τόν Θεό, γιά νά ἀγαπήσει ἡ ψυχή τόν Θεό.
Δέν εἶναι δύσκολο στούς ἀνθρώπους νά διαβάζουν κείμενα ὅπως αὐτό τοῦ ἁγίου Συμεών, νά φιλοσοφοῦν καί νά τούς ἀρέσουν αὐτά τά πράγματα. Ἀλλά κανείς ὅμως δέν κάνει ἀγώνα ἐναντίον τῆς φιλαυτίας, ἐκτός ἀπό ἐκείνους πού εἶναι «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον»,#13 ἄς τό ποῦμε ἔτσι, καί οἱὁποῖοι ἀκολουθοῦν τούς Πατέρες καί στρώνονται κάτω καίἀγωνίζονται καί πηγαίνουν κόντρα στήν ἁμαρτία καί πηγαίνουν κόντρα στά ἐλαττώματα καί πηγαίνουν κόντρα στά πάθη τους καί στίς ἀδυναμίες τους, ὅπως ἀκριβῶς τά εἶπε ὁ Κύριος, ὅπως τά εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως τά ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Οἱ ἄλλοι ἁπλῶς φιλοσοφοῦν, χωρίς νά πειράζουν τήν ἁμαρτία, προπαντός τή φιλαυτία, καί, ἀπό δῶ τό ἔχουν, ἀπό κεῖ τό ἔχουν, παραδίδονται σέ πορνεῖες καί σέ τέτοιες ἁμαρτίες, καί μάλιστα κάνουν τίς ἁμαρτίες αὐτές κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, ὅπως γινόταν ἡ ἱερά πορνεία τόν παλιό καιρό, πού οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν κάποιους θεούς κάνοντας αὐτή τήν ἁμαρτία. Μερικοί φθάνουν σήμερα μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου. Νά φυλάγει ὁ Θεός.
Ὄχι. Δέν εἶναι ἔτσι. Δέν εἶναι. Τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεών καθόλου δέν ἐννοοῦν αὐτό τό πράγμα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦτελείως-τελείως ἀποκόπτει κάθε σχέση μέ τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ φιλαυτία, καί ἐκδηλώνεται ὡς φιλοδοξία, ὡς φιληδονία, ὡς φιλαργυρία. Δέν ὑπάρχει Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας πού δέν ἔκανε αὐτόν τόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας. Οἱ ἅγιοι δέν φιλοσοφοῦσαν ἁπλῶς οὔτε ἁπλῶς θεολογοῦσαν. Ἔκαναν ἀγώνα καθημερινό, ὅπως λέει ὁἀπόστολος Παῦλος, μέχρις αἵματος ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας.14 Στίς ἡμέρες μας ὑπάρχουν χριστιανοί οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦν, θεολογοῦν ἐξωτερικά, ἀλλά στήν οὐσία ὅμως ζοῦν μέσα στήν ἁμαρτία. Νά φυλάξει ὁ Θεός ἀπό τέτοιες θεολογίες, νά φυλάξει ὁΘεός ἀπό τέτοιες φιλοσοφίες, νά φυλάξει ὁ Θεός ἀπό τέτοιες πνευματικότητες.
***
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος:
Κινῶ τόν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτει ὡς ἐκεῖνος·
Κινῶ τό πόδι μου, καί νά, ἀστράφτει ὅπως ἐκεῖνος.
Κινῶ τό πόδι ἐμοῦ τοῦ ἀθλίου, ὅπως εἶπε παραπάνω, τοῦρυπαροῦ, πού ὅμως μέ δέχεται ὁ Χριστός καί μέ ἁγιάζει, καί τόπόδι μου ἀστράφτει ὅπως ὁ Χριστός.
μή εἴπῃς, ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπόδεξαι ταῦτα
καί τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σε ποιοῦντι!
Μήν πεῖς ὅτι βλασφημῶ λέγοντας αὐτά, ἀλλά νά τά δεχθεῖς αὐτά
καί νά προσκυνήσεις τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος σέ κάνει τέτοιον.
Δηλαδή, σέ δέχεται, ἑνώνεται μαζί σου, σοῦ μεταδίδει τήθεϊκή ἐνέργεια, σέ θεώνει, σέ κάνει ὅ,τι εἶναι καί αὐτός.
Εἰ γάρ καί σύ θελήσειας, μέλος αὐτοῦ γενήσῃ,
καί οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνός ἡμῶν ἑκάστου
μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καί Χριστός ἡμῶν μέλη,
καί πάντα τά ἀσχήμονα εὐσχήμονα ποιήσει
κάλλει θεότητος αὐτά κατακοσμῶν καί δόξῃ,
καί γενησόμεθα ὁμοῦ θεοί Θεῷ συνόντες,
ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μή καθορῶντες,
ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες,
καί μέλος ἕκαστον ἡμῶν ὅλος Χριστός ὑπάρξει.
Γιατί κι ἐσύ ἐάν θελήσεις, θά γίνεις μέλος τοῦ Χριστοῦ,
καί ἔτσι ὅλα τά μέλη τοῦ καθενός μας
θά γίνουν μέλη τοῦ Χριστοῦ, καί Χριστός τά μέλη τά δικάμας·
καί ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα νιώθουμε ντροπή θά τά κάνει εὐπρεπή
καί θά τά στολίσει μέ τήν ὀμορφιά τῆς θεότητος καί μέ τήδόξα,
καί θά γίνουμε θεοί, καθώς θά εἴμαστε μαζί μέ τόν Θεό.
Καθόλου πιά δέν θά βλέπουμε στό σῶμα μας ὅ,τι μᾶς ἔκανε νά ντρεπόμαστε,
ἀλλά θά εἴμαστε ὅλοι ὅμοιοι μέ ὅλο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
καί κάθε δικό μας μέλος θά εἶναι ὁ ὅλος Χριστός.
15-10-1995