Μέσα στήν Ἐκκλησία σώζεται καί ἁγιάζεται ὁ καθένας
Τό συναξάρι σήμερα ὅπως καί κάθε μέρα εἶναι πλούσιο.Σήμερα πού τελοῦμε τή σύναξη τῶν Θεοπατόρων, θά ἤθελα νά ἀναφερθοῦμε γενικότερα στήν ἁγία ζωή. Γνωρίζουμε ὅτι ὅλεςοἱ μέρες –ὅλος ὁ χρόνος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία– εἶναι γεμάτες ἀπό ἁγίους. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι Ἐκκλησία, ἐάν δέν μπορεῖ νά ἁγιάσει τά μέλη της, ἐάνδέν μπορεῖ νά ἁγιάσει τούς πιστούς της. Καί δυστυχῶς δέν ἔχουμε αἴσθηση αὐτῆς τῆς δυνάμεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί δέν ἐμποδίζεται ἀπό τίποτε. Αὐτό πού θέλει νά κάνει ὁ Θεός, δηλαδή νά σώσει τόν ἄνθρωπο, νά τόν ἁγιάσει,μπορεῖ νά τό κάνει· τίποτε δέν τόν ἐμποδίζει, ἀρκεῖ νά βρεῖ ἄνθρωπο πού νά θέλει, ἀρκεῖ νά βρεῖ ψυχές πού νά ἐμπιστευθοῦν τόν ἑαυτό τους σ᾿ αὐτόν. Δέν εἶναι ἀδύναμος ὁ Θεός.
Λέμε συνήθως: «Σήμερα ὁ κόσμος χάλασε, σήμερα ἡ κοινωνία χάλασε, σήμερα τοῦτο, σήμερα ἐκεῖνο». Τά λέμε ὅμως ἔτσι, σάν νά χάθηκε καί ὁ Θεός –δηλαδή, ἔτσι τό παίρνουμε ἐμεῖς–σάν νά χάθηκε ἡ Ἐκκλησία, σάν νά μήν ἔχει πιά δύναμη ὁ Θεός, νά μήν ἔχει δύναμη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι λάθος.
Ὁ κόσμος, ὁ κάθεἄνθρωπος θά πάρει τόν δρόμο πού θά πάρει, θά κάνει τί θά κάνει, ἀλλά ὁ Θεός μένει στόν αἰώνα. Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας. Καί ἡ Ἐκκλησία μένει στόν αἰώνα· ὅπως ἦταν στήν ἀρχή, ὅπως ἦταν ἀργότερα εἶναι καί τώρα. Καί πάντοτε ὅποιος θέλει,μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει αὐτόν τόν ἀληθινό Θεό μέ τό μέρος του, ἔχει βοηθό τόν ἅγιο Θεό, ἔχει τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί σώζεται καί ἁγιάζεται μέσα σ᾿ αὐτήν.
Εἶναι μεγάλο λάθος τό ὅτι ὡς χριστιανοί σήμερα ζοῦμε σάν νά μήν εἶναι ὁ Θεός μας ὁ ἀληθινός Θεός, σάν νά μήν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, καί σάν νά μήν ἔχει δύναμη ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό. Καί φυσικά ὅλο αὐτό γίνεται, ἐπειδή δέν ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἐπειδή δέν ἀγαποῦμε τήν αἰώνια ζωή. Εἴμαστε προσκολλημένοι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, σ᾿ αὐτή τή ζωή. Καί ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι σ᾿ αὐτά, χάνουμε τόν Θεό, καί ὅσο χάνουμε τόν Θεό, τόσο προσκολλόμαστε σ᾿ αὐτά. Καί τί γίνεται; Φαῦλος κύκλος. Κρίμα!
Ὅσες φορές οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας πίστεψαν στόν Χριστό, πού ἔφυγε στόν ἄλλο κόσμο καί πού θά ἔρθει νά μᾶς παραλάβει –πίστεψαν, δηλαδή, στή δευτέρα παρουσία του– ἔγιναν ἅγιοι. Νομίζω πρέπει νά τό προσέξουμε αὐτό.
Λέμε: «Πιστεύουμε στόν Θεό, πιστεύουμε στόν Χριστό». Ναί, ἀλλά ὅταν τό λέμε αὐτό, ἐμεῖς ἐννοοῦμε ὅτιὁ Θεός θά μᾶς βοηθήσει, θά μᾶς συνδράμει, θά μᾶς βγάλει ἀπό τίς δυσκολίες, θά μᾶς ταΐσει, θά μᾶς ποτίσει. Ἐκεῖ πάει πιό πολύ τό μυαλό μας. Γι᾿ αὐτό ἴσως πρέπει νά λέμε: «Πιστεύουμε στόν Θεό, πού μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει τή βασιλεία του, πού μᾶς περιμένει στή βασιλεία του, πού λέει ῾῾πάλι θά ἔρθω καί θά σᾶς παραλάβω᾿᾿».
Ὅσες φορές λοιπόν οἱ πιστοί ἔπαιρναν ἔτσι τήν πίστη τους στόν Χριστό, γίνονταν ἅγιοι· εἶναι οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ νεομάρτυρες. Δέν ὑπάρχει κανείς ὁ ὁποῖος νά ἔγινε πράγματι τοῦ Θεοῦ καί νά ἁγίασε, πού εἶχε μέν πίστη στόν Θεό καί ἀγάπη στόν Θεό, ἀλλά ὅλα αὐτά τά ἐξαντλοῦσε στό νά ἐλπίζει ὅτι θά περάσει καλά ἐδῶ.
Τό ἀληθινό πνεῦμα τοῦ χριστιανοῦ: «Τίποτε ἄς μήν ἀπολαύσω ἐδῶ»
Ὅσο κανείς εἶναι δεμένος μέ τή ζωή αὐτή, ὅσο εἶναι δεμένος μέ τόν κόσμο αὐτό, αὐτός, ὅσο κι ἄν ἔχει πίστη στόν Θεό, δέν βρίσκει τήν ἀλήθεια, δέν βρίσκει ἀνάπαυση, κάτι χάνει. Καί γι᾿ αὐτό τά βλέπει καί τά ἀντιμετωπίζει ὅλα κατά λαθεμένο τρόπο. Γι᾿ αὐτό φοβᾶται τόν θάνατο, φοβᾶται τά μαρτύρια, φοβᾶται τά βάσανα. Ὅταν ὅμως κανείς ξεγράψει αὐτή τή ζωή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀκριβῶς δέν φοβᾶται οὔτε θάνατο οὔτε τίποτε. Δέν θά πάψουμε νά τό λέμε αὐτό, ἔστω κι ἄν τό εἴπαμε καί ἄλλες φορές. Τό λέμε καί τώρα καί θά τό ξαναποῦμε. Διότι, τί βγαίνει μέ τό νά σχολιάζουμε ἁπλῶς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διαβάζουμε στά πνευματικά βιβλία; Ἔγιναν καί αὐτά σάν ἕνα κατεστημένο.
Διαβάζει κανείς καλά ἀναγνώσματα,καλά βιβλία, τά εὐχαριστιέται, ἀλλά πάλι μένει ἔξω ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔξω ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀκριβῶς τά χρησιμοποιεῖ ὅλα αὐτά γιά νά εἶναι χαρούμενος, νά περνάει καλά καί νά μήν πάθει τίποτε.
Δέν βρίσκεις χριστιανό πού νά ἔχει αὐτό τό πνεῦμα: «Τίποτε ἄς μήν ἀπολαύσω ἐδῶ, τίποτε ἄς μήν εὐχαριστηθῶ ἐδῶ· τίποτε. Ὅλαἄς τά χάσω». Ποῦ νά βρεῖς χριστιανό μέ τέτοιο πνεῦμα; Οἱ μάρτυρες ὅμως καί οἱ ὅσιοι αὐτό τό πνεῦμα εἶχαν. Ἅμα κανείς δέν τά ἀπαρνηθεῖ ὅλα, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός χριστιανός. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπωςβγαίνει μέσα ἀπό τά ἴδια τά λόγια του:Πᾶς ὅς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.
Νά προσέξουμε, ἀδελφοί μου. Νά προσέξουμε, γιατί δέν εἶναι μόνο ὅτι τελικά ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἐνῶ ὅλο θέλουμε κάτι νά γίνει στή ζωή μας, τελικά δέν γίνεται αὐτό πού περιμένουμε, ἀλλά συμβαίνει καί κάτι ἄλλο. Λίγο-λίγο, λίγο-λίγο –ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά–καθώς περνοῦν οἱ μέρες, τά χρόνια, δημιουργεῖται μέσα μας μιά κατάσταση ἀμφιβολίας, διψυχίας, ὅτι δέν γίνεται τίποτε τώρα, ὅτι δέν πρόκειται νά μᾶς σώσει ὁ Θεός,ὅτιαὐτά ὅλα πού γράφουν τά βιβλία ἦταν γιά ἕναν καιρό, ἦταν γιά κάποτε. Δηλαδή, δημιουργεῖται μιά ἀπιστία μέσα στήν ψυχή, παρ᾿ ὅλη τήν πίστη πού ἔχει κανείς. Νά τό προσέξουμε.
Νά ζητήσουμε τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πού ἑορτάζουμε σήμερα, τῶν θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων, καί νά παρακαλέσουμε τόν Θεό μέ δάκρυα, μέ μετάνοια, μέ κραυγές νά μᾶς λυπηθεῖ, νά μᾶς δώσει τή χάρη του, νά μᾶς ξυπνήσει. Νά γίνει καί σ᾿ ἐμᾶς αὐτό πού προτρέπει ὁ ἀπόστολος: Ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Τί κάθεσαι καί κλαψουρίζεις πεσμένος κάτω σάν πεθαμένος; Ἔγειρε,σήκω ἐπάνω ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι σάν νεκρός –λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ– καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Καί ἔτσι θά σέ παραλάβει ὁ Χριστός, θά σέ φωτίσει, θά σέ κάνει δικό του, θά σέ ἁγιάσει.
9-9-1987