Πονος
A+
A
A-

210. Ἅγιος Γεννάδιος Β´ ὁ Σχολάριος – Διασώθηκε τό ἀληθινό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας

Διασώθηκε τό ἀληθινό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ σωστή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ

 

Ὁ Γεννάδιος Β´ ὁ Σχολάριος, ὁ πρῶτος πατριάρχης μετά τήν ἅλωση, καί μέ τίς ἐνέργειές του καί μέ αὐτά πού ἔγραψε –καί ἰδιαίτερα μέ μιά προσευχή, τήν ὁποία συνέθεσε ἀμέσως μόλις ἔγινε πατριάρχης καί ἐνόσῳ ἦταν ἀκόμη νωπά τά τῆς ἁλώσεως, τήν ὁποία ἀνεγίνωσκε στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, καί τήν ἄκουγε ὁ λαός– πῆρε τή σωστή στάση μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί θά λέγαμε ὅτι διέσωσε τήν ἀλήθεια σχετικά μέ τή μεγάλη συμφορά πού βρῆκε τό γένος.

Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἕνα κείμενο, πού δέν εἶναι βέβαια φτιαχτό, ἀλλά βγαίνει μέσα ἀπό τήν ψυχή του· ἔτσι δείχνουν τά πράγματα. Μέ αὐτήν νομίζω ὅτι παίρνει τή σωστή στάση. Καί ἦταν ὅ,τι χρειαζόταν, τό νά βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά τά πεῖ αὐτά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Καί θά ἔλεγα ὅτι ἔσωσε τήν κατάσταση. Δηλαδή, πῆρε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τή στάση πού ἅρμοζε ἐκείνη τήν ὥρα.

Τό πνεῦμα τῆς προσευχῆς εἶναι αὐτό: παίρνει τό δεδομένο γεγονός τῆς ἁλώσεως καί λέει ὅτι δέν ξανάγινε τέτοιο πάθημα, τόσο φοβερό καί τόσο θλιβερό, πού δέν ἔγινε γνωστό μόνο καί δέν μᾶς ρεζιλεύει μόνο στούς γείτονες, ἀλλά σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί δέν ἀναζητεῖ νά βρεῖ κάπου ἀλλοῦ τήν αἰτία καί ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦταν αἴτιοι. Αὐτός καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐκαλοῦντο νά λένε τήν προσευχή αὐτή, καί ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐκεῖ στόν ναό παρόντες, αὐτοί εἶναι πού φταῖνε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μιλάει πολύ συγκεκριμένα καί μέ λεπτομέρειες, καί ἀνάμεσα στά ἄλλα λέει πρός τόν Θεό: «Σέ παρακαλέσαμε νά μᾶς βοηθήσεις, ἀλλά πῶς νά μᾶς ἀκούσεις, ἀφοῦ ὑψώναμε χέρια, τά ὁποῖα εἶχαν αἵματα, καί ἀφοῦ λέγαμε προσευχές πρός ἐσένα μέ στόματα, πού πιό μπροστά αὐτά τά ἴδια στόματα βλασφημοῦσαν;» Καί καταλήγει λέγοντας: «Δικαίως πάθαμε ὅ,τι πάθαμε».

Αὐτή εἶναι ἡ σωστή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς, κάτι δέν πάει καλά. Διότι ὅ,τι κι ἄν πάθουμε –ἄσχετα πόσο κακοί εἶναι ἐκεῖνοι πού μᾶς κάνουν τό κακό, ἄσχετα πόσο κακό εἶναι αὐτό πού παθαίνουμε καθ᾿ ἑαυτό– γιά νά ἀφήνει ὁ Θεός νά παθαίνουμε, ἐνῶ εἴμαστε παιδιά του, σημαίνει πώς μᾶς ἀξίζει.

 

Ὅλα ἔχουν μέσα τους τό μυστήριο τῆς σωτηρίας

 

Καί μάλιστα, ἀπό μιά πλευρά, αὐτό εἶναι σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο. Δέν ξέρω πόσο τό φιλοσοφοῦμε αὐτό τό θέμα. Ὅπως δηλαδή τό νά διώξει ὁ Θεός ἀπό τόν παράδεισο τούς πρωτοπλάστους καί τό νά ἀποφασίσει ὁ Θεός, πρίν τούς διώξει, νά γίνεται αὐτό πού εἶχε πεῖ: «῟ῌ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», δηλαδή νά πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτό ἦταν σωτηρία γιά τούς ἀνθρώπους. Δέν τό πολυφιλοσοφοῦμε αὐτό καί δέν πολυθέλουμε νά τό καταλάβουμε. Ἔβαλε, βλέπετε, ὁ διάβολος μέσα στόν ἄνθρωπο τά δικά του, καί ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά ἐπηρεάζεται ἀπό τά τοῦ διαβόλου. Ὄχι. Νά δοῦμε αὐτά πού εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Τήν ὥρα πού ὁ Θεός ἀφήνει νά πάθεις, δέν εἶναι τόσο ὅτι σέ χτυπάει κατακέφαλα. Αὐτό πιό πολύ θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γίνεται σέ περιπτώσεις πού εἶναι ὅπως αὐτή τοῦ ἑωσφόρου, στόν ὁποῖο σάν νά εἶπε ὁ Θεός: «Ζητᾶς νά πᾶς πάνω ἀπό ἐμένα; Πήγαινε λοιπόν ἐκεῖ πού σοῦ ἀξίζει», καί μιά γιά πάντα ἔπεσε στά τάρταρα. Ἀπό κεῖ καί πέρα, σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις, ὅλα ὅσα συμβαίνουν στούς ἀνθρώπους ἔχουν μέσα τους τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ὅλα εἶναι γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα γίνονται –ἐφόσον ἀλλιῶς δέν πιάνει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ– γιά νά ἐκδηλωθεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.

Καί ἄν ἐπιτρέπεται, νά πῶ τό ἑξῆς: καθώς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄντως ἀγάπη –δέν ξεθυμαίνει οὔτε ἐκδικεῖται ὁ Θεός· μοιάζει ἔτσι νά ἐκδηλώνεται, ἀλλά τελικά ἔχει ὡς σκοπό νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος– δέν ἀποκλείεται, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά πᾶμε στή βασιλεία του, νά συναντήσουμε πολλούς –ὄχι λίγους– οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐκεῖ στήν Πόλη, ὅταν ἔγινε ἡ ἅλωση, καί πού ἔπαθαν ὅ,τι ἔπαθε ὁ καθένας –ποῦ νά τά διηγηθεῖ κανείς καί ποῦ νά τά βάλει στόν νοῦ του τί ἔπαθε ὁ ἕνας, τί ἔπαθε ὁ ἄλλος!– καί δέν ἀποκλείεται νά μᾶς ποῦν: «Τό εἴδαμε καθαρά. Ἐάν δέν εἶχε γίνει αὐτό τό κακό, ἐμεῖς δέν θά ἤμασταν ἐδῶ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε αὐτό πού ἔγινε, καί ὑποστήκαμε ὅ,τι ὑποστήκαμε, περάσαμε ὅ,τι περάσαμε, χάσαμε τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπειά μας, φτάσαμε στά ἔσχατα καί ὡς ἔθνος καί ὡς λαός, ἀλλά τελικά σώθηκε ἡ ψυχή μας».

 

Ὁ Θεός στέλνει καί τό σωσίβιο τῆς σωτηρίας

 

Ἔτσι εἶναι τά τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ὅπως τά βλέπουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Οἰκονομεῖ λοιπόν ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα, ὥστε ἐμφανίζεται αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής, πού πάει ἐκεῖ στήν Πόλη καί διαφεντεύει, χωρίς νά τό ἀξίζει. Ἀλλά φαίνεται ὅτι χρειαζόταν αὐτό. Ἄλλωστε, ὅταν μᾶς πιάνει μιά ἀρρώστια καί μᾶς παιδεύει, μήπως κάνει κανένα τεμενά, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, ὁ Θεός στήν ἀρρώστια καί τήν καλοπιάνει; Ὄχι. Ἐπειδή μᾶς χρειάζεται, τῆς ἐπιτρέπει νά ἔρθει. Ἔτσι κάνει καί σέ πολλά ἄλλα πού παθαίνουμε, τά ὁποῖα σάν νά τά καθοδηγεῖ ὁ Θεός: «Κάνε τον καί ἔτσι, κάνε τον καί ἔτσι». Ἀλλά τελικά μέσα ἀπό αὐτά μᾶς σώζει.

Ἐμφανίζεται λοιπόν ὁ Μωάμεθ καί, καθώς φωτίστηκε ἀπό τόν Θεό, διάλεξε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τόν Γεννάδιο, καί τόν ἔκανε πατριάρχη. Καί ἄν εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας καί ἄν εἶναι αὐτός πού ἀπόψε γιορτάζουμε, πολύ εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου. Αὐτός λοιπόν συνέθεσε τήν προσευχή γιά τήν ὁποία κάνουμε λόγο καί εἶπε αὐτά πού εἶπε. Καί, καθώς τά εἶπε αὐτά –καί δέν τά εἶπε μόνο μιά ἤ δυό φορές· πιθανόν μάλιστα νά ἔβαλε καί ἄλλους κληρικούς νά ἀναγινώσκουν αὐτή τήν προσευχή, ὅπου γινόταν Λειτουργία, καί νά μήν τήν ἔλεγε μόνο ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης, ἐκεῖ πού λειτουργοῦσε– διασώθηκε ἡ ἀλήθεια.

Φαίνεται ὅτι καί γενικότερα συμμάζεψε ὁ πατριάρχης ὅλο αὐτό τό γένος μας, τό ὁποῖο ποιός ξέρει τί θά εἶχε γίνει. Καί ἔτσι ὅπως ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔρθουν τά πράγματα, ποιός ξέρει πόσοι ἁγίασαν, πόσοι πῆγαν στόν παράδεισο τίς ἡμέρες τῆς ἁλώσεως, ἀκριβῶς διότι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἔρθουν ὅλα αὐτά. Συγχρόνως ὅμως στέλνει γιά τό γένος καί τή βάρκα τῆς σωτηρίας, στέλνει καί τό σωσίβιο τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν πατριάρχη αὐτόν.

Ἑπομένως, ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα –καί πρέπει ἔτσι νά εἶναι– εἶναι πολύ σημαντικό πρόσωπο ὁ Γεννάδιος ὁ Σχολάριος. Εἴπαμε, κι ἄν ἀκόμη δέν εἶναι αὐτός ὁ Γεννάδιος πού γιορτάζουμε ἀπόψε, κι ἄν ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἀναγνωρίσει ὡς ἅγιο ἡ Ἐκκλησία, ὅμως ἔχουμε αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια: μέ τήν ὅλη στάση του καί τήν προσευχή του διασώθηκε τό ἀληθινό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, διασώθηκε ἡ ἀλήθεια γιά τό ὅλο γεγονός τῆς ἁλώσεως.

Σύμφωνα μέ αὐτά πού λέγαμε προηγουμένως σέ μιά μικρή σύναξη, δέν ἔχει σημασία τί θά γίνει ἤ τί θά ἔρθει. Σημασία ἔχει ἐάν τελικά φθάνει ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή μας, καί τήν ἀκούει καί τή δέχεται ἡ ψυχή μας καί πέφτει κάτω καί προσκυνεῖ τόν Θεό καί ἔτσι σώζεται. Βέβαια, γιά νά γίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος θά περάσει πολλά, διότι ἄλλο εἶναι μέ τά λόγια, καί ἄλλο εἶναι νά ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθεις αὐτό, νά πάθεις ἐκεῖνο, νά πάθεις τό ἄλλο, κι ἐσύ, ὁ ὅποιος ἄνθρωπος, ὅσο κι ἄν παιδεύεσαι, νά τά δέχεσαι μέ εὐγνωμοσύνη καί μέ εὐχαριστία πρός τόν Θεό.

 

17-11-1998