Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

218. Μεσοπεντηκοστή

Μεσοπεντηκοστή

 

Ὁ πολύ εὔκολος καί σύντομος δρόμος πρός τόν Χριστό

 

Ἄσχετα τί κάνει ὁ καθένας μας καί πῶς ἀνταποκρινόμαστε, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τά πράγματα ὅσο πᾶνε καί στενεύουν. Στενεύουν, μέ τήν ἔννοια ὄχι γιατί εἶναι αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πράγματα δύσκολα καί βαριά…Ὄχι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» καί ὁ μαθητής του πάλι φωτιζόμενος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λέει: «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Στενεύουν  λοιπόν ὄχι ἐπειδή αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πράγματα εἶναι δύσκολα, δυσβάστακτα, ἀλλά διότι λίγο-λίγο, λίγο-λίγο, τά διάφορα ἄλλοθι πού ἔχει κανείς καταρρίπτονται, ἀποδεικνύονται ψεύτικα καί τελικά καλεῖται κανείς νά παραδεχθεῖ τήν ἀλήθεια.

Ἐνόσῳ κανείς ζεῖ ὡς χριστιανός ἔτσι γενικά-γενικά καί, ὅπως γίνεται συνήθως, κάνει ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἄλλοι, καθώς μάλιστα ἔχει καί ἄγνοια, καί βολεύεται ὅπως-ὅπως. Μιά ἀπό δῶ ξεφεύγει, μιά ἀπό κεῖ ξεφεύγει, μιά ἀπό δῶ ξεχνιέται, μιά ἀπό κεῖ. Δέν ξέρει, δέν γνωρίζει, δέν καταλαβαίνει, καί πιάνεται ἀπό ὅλα αὐτά τά ἄλλοθι καί ἀποφεύγει νά σταθεῖ τίμια, εἰλικρινά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί τίμια καί εἰλικρινά, σάν τίμιος δηλαδή ἄνθρωπος, νά κάνει τί θά κάνει.

Ὅμως ὅσο πᾶνε τά πράγματα, ὅπως εἴπαμε, στενεύουν. Θέλουμε δέν θέλουμε, καθημερινά ὁ Κύριος μᾶς γνωρίζει τό θέλημά του, μᾶς φανερώνει τίς ἐντολές του, τήν ἀλήθειά του, μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του. Μέρα μέ τήν ἡμέρα ἡ κλήση καί ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γίνεται πιό συγκεκριμένη, γίνεται πιό χειροπιαστή· τήν ἀκούει κανείς εὐκρινῶς καί δέν μπορεῖ νά ξεφύγει. Καί μέ αὐτά πού ἀκοῦμε καί μέ αὐτά πού μελετοῦμε καί μέ αὐτά πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο μαθαίνουμε καί πληροφορούμαστε, ἀλλά καί στήν καθημερινή πραγματικότητα ὁ Κύριος, ναί, ὅλο καί ξεκαθαρίζει ἐνώπιόν μας τά πράγματα.

Καί ὅσο κι ἄν κανείς ξεφεύγει ἀπό δῶ, ξεφεύγει ἀπό κεῖ, κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει, ὅσο κι ἄν κανείς ὅλο καί θέλει νά πιαστεῖ ἀπό κάποια ἄλλοθι, θέλει δέν θέλει, τελικά δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἔτσι, ἔχοντας ἕνα μπέρδεμα μέσα του, ἔχοντας μιά σύγχυση μέσα του, σάν νά μήν ξέρει τί πρέπει νά κάνει.

 

 

 

Διότι, ἀπό κάποια πλευρά οἱ χριστιανοί σήμερα μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους πρίν ἀπό τόν νόμο, ὅπως πῶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους κυρίως ἐπιστολή: Ἔ, πρίν ἀπό τόν νόμο οἱ ἄνθρωποι δέν ἤξεραν τί τούς γίνεται. Ἦρθε ὅμως ὁ νόμος, ὁ συγκεκριμένος νόμος, μέσα ἀπό τόν ὁποῖο φανερωνόταν καθαρά τί ἤθελε ὁ Θεός καί πού δέν μποροῦσε κανείς πιά νά ζεῖ ἔτσι σέ μιά σύγχυση, σάν νά μήν ξέρει τί νά κάνει. Ὁ Θεός μίλησε διά τοῦ νόμου του καθαρά, φανερά, μέ λεπτομέρειες, καί ἐκαλεῖτο ὁ ἄνθρωπος ἤ νά τηρήσει τόν νόμο –δέν μποροῦσε νά ξεφύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ– ἤ νά ὁμολογήσει ὅτι εἶναι σέ κατάσταση πού δέν μπορεῖ νά τηρήσει τόν νόμο ἤ νά ἀρνηθεῖ τόν νόμο. Καί γι᾿ αὐτό, κατά κάποιον τρόπο, πρίν ἔρθει ὁ νόμος, ὁ ἄνθρωπος, μή γνωρίζοντας τί θέλει ὁ Θεός, δέν ἁμάρτανε, ἄς ποῦμε –ὄχι δέν ἁμάρτανε, ζοῦσε μέσα στήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν τό καταλάβαινε. Ὁ νόμος ὅμως ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά συνειδητοποιήσει τήν ἁμαρτία του. Καί ἔμεινε στόν ἄνθρωπο νά κάνει ἕνα ἀπό αὐτά: Ἤ νά ὑπακούσει στόν νόμο καί νά τηρήσει τόν νόμο μέχρι κεραίας ἤ νά ὁμολογήσει τήν ἀδυναμία του νά τηρήσει τόν νόμο –καί ἑπομένως νά συναισθανθεῖ τήν ἁμαρτία του καί νά καταδικάσει τόν ἑαυτό του– ἤ νά ἀρνηθεῖ τόν νόμο.

 

Ἐμεῖς σήμερα, καίτοι εἴμαστε χριστιανοί καί ζοῦμε στή χριστιανική ἐποχή, καί ὅλα ὅσα εἶχε νά δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τά ἔχει δώσει καί ὅλα ὅσα εἶχε νά φανερώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τά ἔχει φανερώσει, ζοῦμε σάν νά εἴμαστε χωρίς νόμο. Τά κατάφεραν ἔτσι οἱ χριστιανοί, ὥστε νά ζοῦν μπερδεμένα, σάν μέσα σέ σκοτάδι, σάν μέσα σέ σύγχυση, σάν μέσα σέ ἄγνοια, σάν νά μή ξέρουν τί γίνεται. Ἀλλά μέρα μέ τήν ἡμέρα τά πράγματα στενεύουν. Ὥς πότε, ὥς πότε μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγνοεῖ, νά ἰσχυρίζεται ὅτι δέν καταλαβαίνει, νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι μπερδεμένα τά πράγματα; Ὥς πότε θά πιάνεται πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ καί θά δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του μέ τό νά πιάνεται ἀπό διάφορα ἄλλοθι; Ὥς πότε; Δέν μπορεῖ νά πάει πολύ αὐτό.

Καί καλούμαστε καί ἐμεῖς τώρα ἤ νά τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, νά ὑπακούσουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἤ νά ὁμολογήσουμε τήν ὅλη ἀσθένειά μας –τήν ὅλη ἁμαρτωλή κατάστασή μας τήν ὅλη ἀδυναμία μας, ὅτι δηλαδή δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε αὐτό, ὁπότε ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι ἡ ταπείνωσίς μας– ἤ θά ἀρνηθεῖ κανείς. Ἤ θά πεῖ κανείς τό «ναί» –ἤ ἔτσι ἤ ἔτσι, ὅπως εἴπαμε– τό «ναί» μέ τό νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ νά ὁμολογήσει τήν ἀδυναμία του καί νά πάρει τήν τελευταία θέση. Δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς ψηλά τό κεφάλι, δέν μπορεῖ νά ἔχει τουπέ, ὅπως ἀκριβῶς κάνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος: δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως θέλει νά ἔχει καί τήν αἴσθηση ὅτι καλά πάει.

Καί εἶναι καιρός, καθώς ἑορτάζουμε ἀπόψε τή Μεσοπεντηκοστή, νά ξεκαθαρίσουμε τή θέση μας, καθώς ὁ Κύριος ἐμφανίζεται ὡς διδάσκαλος, ὡς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί δέν χωράει νά ξεφύγει πάλι κανείς. Διότι, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε, ποιός μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ἄγνοια, ποιός μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ σύγχυση, καί ὅτι δέν ξέρει τί πρέπει νά κάνει;

Καθώς λοιπόν ἑορτάζουμε ἀπόψε τή Μεσοπεντηκοστή, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἑορτή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, νά σκεφτοῦμε ὅσο γίνεται σοβαρότερα, ὄχι ὅμως τρομαγμένοι… Εἴπαμε, στενεύουν τά πράγματα γιά νά σταθοῦμε μπροστά στήν ἀλήθεια: «Αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί» καί «ὁ ζυγός εἶναι χρηστός καί τό φορτίον ἐλαφρόν».

Μή λέμε ὅ,τι θέλουμε, ὅτι τάχα εἶναι δύσκολα, ὅτι εἶναι βαριά τά τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν μποροῦμε καί δέν ἀντέχουμε, καί βολευόμαστε. Νά τό πεῖς αὐτό καί νά ταπεινωθεῖς, ναί· νά τό πεῖς ὅμως ὡς ἕνα ἄλλοθι γιά νά δικαιολογηθεῖς, δέν στέκεται. Εἶναι δηλαδή σάν νά λές: «Ἐγώ ἤθελα πάρα πολύ, πάρα πολύ ἤθελα νά εἶμαι ἐντάξει μέ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι βαριά αὐτά πού ζητάει ὁ Θεός, εἶναι δύσκολα, δέν γίνονται». Αὐτό εἶναι καταστροφή τῆς ψυχῆς.

Νά πεῖς: «Ἐγώ ὁ ἄθλιος, ὁ πονηρός, ὁ ἀνέντιμος, ὁ πλάγιος, ὁ μή εὐθύς, τό σκύβαλο, τό… –καί ὅ,τι ἄλλο μπορέσεις νά πεῖς στόν ἑαυτό σου– ναί, δέν ἀνταποκρίνομαι σ᾿ αὐτά πού λέει ὁ Θεός. Ἀλλά λυπήσου με κι ἐμένα, Χριστέ μου, σπλαχνίσου με κι ἐμένα, ἅπλωσε τό χέρι σου τό σπλαχνικό, πιάσε κι ἐμένα τόν ἀδύναμο καί κράτησέ με στά πόδια μου». Ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση –μέσα σ᾿ αὐτά τά λόγια– δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή δικαιολογία. Δέν λέει κανείς σάν δικαιολογία «ἐγώ θά ἤθελα νά τά κάνω αὐτά πού λέει ὁ Θεός ἀλλά δέν μπορῶ νά τά κάνω». Ἀλλά τί; Καταδικάζει καί κατηγορεῖ ὁ ἄνθρωπος πέρα γιά πέρα τόν ἑαυτό του.

Ὅλη ἡ δυσκολία –πού φτιάχνουμε ἐμεῖς αὐτή τή δυσκολία– εἶναι σ᾿ αὐτό: Δέν θέλεις νά καταδικάσεις τόν ἑαυτό σου. Θέλεις νά εἶσαι ἀσπροπρόσωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θέλεις νά δικαιολογεῖς τόν ἑαυτό σου, θέλεις νά ἔχεις τουπέ.

Ἐάν, ὅμως, ὄχι ἁπλῶς ἐξωτερικά ἀλλά καί μέσα σου, σπάσει ἡ ραχοκοκαλιά πού σέ κρατάει εὐθυτενή, ἄς ποῦμε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν σπάσει ἡ ραχοκοκαλιά σου καί ταπεινωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί προσκυνήσεις καί λατρεύσεις τόν Θεό, τότε δέν μένει δικαιολογία, δέν κρατᾶς καμιά δικαιολογία, δέν κρατᾶς κανένα ἄλλοθι. Καί αὐτό εἶναι τό δύσκολο –φαίνεται σάν δύσκολο. Καί ἀποφεύγει κανείς νά κάνει αὐτό καί τοῦ φαίνονται ὕστερα ὅλα δύσκολα. Ἐνῶ ἄν κάνει αὐτό τό ἕνα, ὅλα τά ἄλλα εἶναι εὔκολα. Διότι ἤ τηρεῖ κανείς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ, καθώς δέν τίς τηρεῖ, καταδικάζει καί ἐξουθενώνει πλήρως τόν ἑαυτό του καί γίνεται χαλί νά πατηθεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τούς πάντες ἀλλά καί ἀπό τά πάντα, καί δέχεται νά ἀδικηθεῖ ἀπό τούς πάντας καί τά πάντα.

Καί ἀφοῦ ταπεινωθεῖ ἔτσι καί ἀφοῦ μετανοήσει ἔτσι καί ἀφοῦ μεμφθεῖ καί καταδικάσει ἔτσι τόν ἑαυτό του, αὐτό εἶναι ὁ πολύ εὔκολος καί πολύ σύντομος δρόμος πρός τόν Χριστό, διότι σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔρχεται μέσα σου. Ἔρχεται ἀπό τήν πόρτα τῆς ταπεινώσεως, ἀπό τήν πόρτα τῆς μετανοίας, ἀπό τήν πόρτα τῆς αὐτομεμψίας πού ἄνοιξες. Δέν βρίσκει καμιά ἀντίσταση, δέν βρίσκει καμιά ἀντίδραση μέσα σου, ὁπότε ἔρχεται, κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή σου καί τηρεῖ ἐκεῖνος ἐν σοί τίς ἐντολές του, καί γίνεται ἐκεῖνος ἡ κάθε ἀρετή μέσα σου, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές.

Εἴμεθα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἴμεθα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πού εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πού εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε σάρξ, ὁ ὁποῖος ἦρθε καί ἐσκήνωσε ἐν ἡμῖν, καί εἶναι παρών ὅπως τόν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι τότε πού ἦταν μαζί τους καί τόν ἐπίστευσαν. Καί δέν ἐννοῶ τόσο αὐτούς πού ἔτρεχαν πίσω του, γιά νά πολλαπλασιάσει κάποια ψάρια καί κάποιους ἄρτους γιά νά φᾶνε, ἤ ἔτρεχαν πίσω του γιά νά τούς γιατρέψει –πού δέν τούς τό ἀρνήθηκε ὁ Χριστός– ἀλλά ἐννοῶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μετενόησαν, βαπτίστηκαν, ἔγιναν χριστιανοί, ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ καί ζοῦσαν ὄχι σάν νά ἦταν παρών ὁ Χριστός ἀλλά ἔχοντας μέσα των παρόντα κατά αἰσθητό τρόπο τόν Χριστό.

Καί ὄχι ὅπως συμβαίνει μέ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μέσα μας· ποιόν ἔχουμε; Τόν ἑαυτό μας ἔχουμε μέσα μας, τόν ἑαυτό μας, τά θέματά μας, τά ζητήματά μας, τά προβλήματά μας, τίς δουλειές μας, τίς ἀπασχολήσεις μας, τούς φόβους μας, τίς ἁμαρτίες μας. Αὐτά ἔχουμε μέσα μας. Δέν πήραμε τά πράγματα ζεστά ἔτσι, σάν νά εἴμαστε στήν ἀποστολική ἐποχή, σάν νά εἴμαστε στήν ἐποχή τῶν μαρτύρων, σάν νά εἴμαστε στήν ἐποχή τῶν ἁγίων, τῶν ὁσίων, πού δέν ὑπῆρχε καμιά ἀπόσταση ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ὅπως κάνουμε ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς σκεπτόμαστε ὅτι κάποτε ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ.

Αὐτό τό κάποτε ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, δέν σημαίνει τίποτε. Διότι τόν Χριστό δέν τόν πλησιάζει καί δέν τόν βρίσκει κανείς μέ τό νά θυμηθεῖ ὅτι ἦρθε κάποτε στή γῆ καί ἔκανε τί ἔκανε. Αὐτό τό βλέπουμε καί στούς ἀνθρώπους πού ἦταν κοντά του καί μαζί του τότε. Πλησίασαν τόν Χριστό, μόνο καί μόνο γιά νά πάρουν, νά εὐεργετηθοῦν ὡς πρός ὁρισμένα πράγματα. Τελικά ὅμως τόν βρῆκαν τόν Χριστό, ἀφοῦ εἶχε φύγει ὁ Χριστός, ναί, τόν βρῆκαν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετενόησαν εἰλικρινά καί βαπτίστηκαν καί ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· ἐκεῖνοι βρῆκαν τόν Χριστό.

Ὁ Χριστός βέβαια ἦλθε πρίν δύο χιλιάδες χρόνια καί ἔζησε πρίν δυό χιλιάδες χρόνια. Αὐτό εἶναι πράγματι μακρινό. Ἀλλά αὐτό τό ἄλλο μέσα στήν Ἐκκλησίαν, πού μετανοεῖ δηλαδή κανείς καί βαπτίζεται καί ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, αὐτό εἶναι ὅπως ἦταν τότε παρόν στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἦταν τότε παρόν στά χρόνια τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων. Τό ἴδιο εἶναι καί τώρα παρών ὁ Χριστός. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τά μυστήρια, μέσα ἀπό τή χάρη του πού ἔρχεται, πού μᾶς δίνει, πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει, ναί, εἶναι παρών ὁ Χριστός· παρών μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως. Δέν εἶναι μακρινός.

Καί καλούμαστε ἰδιαίτερα ἀπόψε νά τό προσέξουμε αὐτό καί νά ἁρπάξουμε τόν ἑαυτό μας –αὐτή εἶναι ἡ βία, πού λέει ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσι αὐτήν». Νά ἁρπάξουμε τόν ἑαυτό μας καί νά τόν καθίσουμε κάτω. Νά μήν τόν ἀφήνουμε ἔτσι ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ ρέμπελο νά ξεφεύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ μέ τά ἄλλοθί του καί μέ τίς δικαιολογίες του, ἀλλά νά τόν φέρουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, μέσα  στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μέσα στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά φέρουμε τόν ἑαυτό μας ἐνώπιοι ἐνωπίῳ, ἔτσι κατά πρόσωπο μέ τόν Χριστό· καί νά ἀκούσουμε τή φωνή του, νά ἀκούσουμε τή διδασκαλία του καί νά δεχτοῦμε τήν ἀλήθεια του, τή σοφία του, νά δεχτοῦμε τόν λόγο του, νά γνωρίσουμε τό θέλημά του, νά ἀκούσουμε τίς ἐντολές του καί νά ἀνταποκριθοῦμε.

Ἄν ἤμασταν στά χρόνια ἐκεῖνα μετά τήν Πεντηκοστή μαζί μέ τούς ἀποστόλους, ἔτσι θά ἤμασταν ὅπως ἤμαστε τώρα; Ἔτσι θά τά παίρναμε τά πράγματα τά χριστιανικά, ἔτσι θά παίρναμε τήν ὅλη ὑπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς; Ἔτσι θά πιστεύαμε, ὅπως πιστεύουμε; Ἔτσι θά ἀνταποκρινόμασταν, ὅπως ἀνταποκρινόμαστε τώρα; Ἄν ζούσαμε στά χρόνια τῶν μαρτύρων, στά χρόνια τῶν ὁσίων, ἔτσι θά κάναμε; Δέν εἶναι ὅμως ἄλλη ἐποχή τώρα, ἡ ἴδια ἐποχή εἶναι. Βέβαια, ζοῦμε μέσα σέ μιά κοινωνία… Δέν τό ἀγνοοῦμε αὐτό, ζοῦμε στή σημερινή κοινωνία. Ἀλίμονο ὅμως σ᾿ αὐτούς τούς χριστιανούς οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζονται ἀπό τή σημερινή κοινωνία, ἀλλοιώνονται ἀπό τή σημερινή κοινωνία καί συσχηματίζονται μέ τή σημερινή κοινωνία· ἀλίμονο.

Ἀπό κάποια πλευρά εἶναι ὅπως τότε στά χρόνια τῶν ἀποστόλων. Οἱ ἀπόστολοι ἦταν οἱ ἀπόστολοι. Ξεχύθηκαν στόν κόσμο, ἀλλά ὁ κόσμος ἦταν εἰδωλολατρικός καί δέν ὑπῆρχε τίποτε κοινό. Ὅπως λέει ἐκεῖ: «Τί κοινωνία ὑπάρχει μεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ», μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῶν εἰδώλων; Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καμία κοινωνία, καμία σχέσις. Καί στά χρόνια τῶν μαρτύρων, δέν ὑπῆρχε καμία σχέσις. Καί μετά πού ἐκκοσμικεύθηκε ἡ κοινωνία, χριστιανική μέν ἀλλά ἐκκοσμικεύθηκε, ὁπότε ἔπαιρναν τά μάτια τους καί ἔφευγαν οἱ ἅγιοι, καί τότε καμία κοινωνία, καμία ἐπικοινωνία, καμία σχέσις δέν ὑπῆρχε. Τό ἴδιο ἀκριβῶς καί σήμερα.

Νά ἀφήσουμε τήν κοινωνία νά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄς φρονεῖ ὅτι νομίζει καί ἄς πιστεύει ὅ,τι νομίζει. «Τυφλός ἐάν τυφλόν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται». Ὁ ἕνας τυφλός ὁδηγεῖ τόν ἄλλο τυφλό. Αὐτό εἶναι ἡ κοινωνία. Θέλουμε δέν θέλουμε, βέβαια, ζοῦμε μέσα σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία. Οὔτε πάλι θά πάρουμε ἐχθρική στάση ἀπέναντι στήν κοινωνία. Ὄχι· προφυλακτική στάση θά πάρουμε, στάση πού νά μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τήν κοινωνία, ὄχι ἐχθρική. Διότι οἱ πάντες προερχόμεθα ἀπό τόν κόσμον αὐτό, ἀλλά γιά νά γίνουμε κόσμος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅλοι καλοῦνται νά γίνουν κόσμος τοῦ Χριστοῦ καί δέν ξέρουμε ποιοί τελικῶς θά εἶναι αὐτοί· καί ἄλλοι πού φαίνεται τώρα ὅτι δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, κι ἐκεῖνοι θά πιστεύσουν, θά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Πρέπει ὅμως νά τό πάρουμε ἀπόφαση ὅτι θά ζήσουμε μέ τόν Χριστό χωρίς νά ἐπηρεαζόμεθα ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλοθι καί ἀπό ὁποιεσδήποτε ἄλλες διάφορες δικαιολογίες, ὅπως ἀκριβῶς ἔζησαν οἱ ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι. Διότι ἡ κοινωνία δέν παύει νά ᾿ναι εἰδωλολατρική καί σήμερα καί μάλιστα χειρότερα ἀπό εἰδωλολατρική, ἄσχετα ἐάν μπερδεύονται αὐτά ὅλα τά εἴδωλα καί μέ χριστιανισμό κτλ. Καί ἀρκετά ἔχουν ἐπηρεάσει αὐτά τά εἴδωλα καί τίς δικές μας ψυχές καί γι᾿ αὐτό μᾶς φαίνεται μακρινός ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτό μᾶς φαίνεται μακρινή ἡ Ἐκκλησία, γι᾿ αὐτό μᾶς φαίνεται ἡ θαυμαστή ζωή καί ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή τῶν ἁγίων μακρινή.

Λίγο πολύ τό συνειδητοποιεῖ κανείς αὐτό κάθε τόσο, ὅτι δηλαδή σάν νά ᾿ναι πολύ μακρινά αὐτά, σάν νά μήν εἶναι γιά μᾶς. Ὄχι. Δέν ἔγινε ἀλλιώτικη τώρα ἡ Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀλλιώτικος τώρα ὁ Χριστός, δέν εἶναι ἀλλιώτικο τώρα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Δέν εἶναι ἀλλιώτικη τώρα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι λιγότερο τώρα ἁμαρτωλός ἀπό ἄλλοτε. Ἐξίσου, τό ἴδιο ἔχει ἀνάγκη καί ὁ σημερινός ἄνθρωπος ὅπως ὁ τότε.

Ἄς πάρουμε λοιπόν, παρακαλῶ, τήν ἀπόφαση αὐτή νά γίνουμε τίμιοι καί εἰλικρινεῖς μέ τόν Θεό. Ἔτσι τό βλέπω κάθε μέρα καί δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί οἱ ἄνθρωποι κάνουν ὅτι δέν καταλαβαίνουν, ὅτι δέν γνωρίζουν καί ξεφεύγουν ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Καί μήν περιμένουμε κάποιος νά μᾶς ἐκβιάσει, νά μᾶς ὑποχρεώσει. Δέν γίνεται. Δέν γίνεται. «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Ἄν πᾶς μέ καλή διάθεση, μέ πνεῦμα ταπεινώσεως, ἄν πᾶς ἑκουσίως, δηλαδή θέλοντας καί ὄχι γιατί σέ ἐκβιάζει κάποιος, ἄν πᾶς ἔτσι, τότε σέ πιάνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί τότε εὐλογεῖται καί  χαριτώνεται ἡ ψυχή σου· τότε ἁγιάζεις.

Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει, ἐπιμένει στήν ἀλήθεια. Ἐπιμένει, ὥς ἕνα σημεῖο ὅμως. Ἡ Ἐκκλησία, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὥς ἕνα σημεῖο ἐπιμένουν. Ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα ὕστερα τόν ἀφήνουν τόν ἄνθρωπο· δέν γίνεται μέ τό ζόρι. Ὄχι μόνο διότι κανείς δέν κάνει νά ἐκβιάζει τόν ἄλλο, ὄχι μόνο διότι ὁ ἄλλος δέν δέχεται νά τόν ἐκβιάζεις, ἀλλά κάτι πού γίνεται ἐκβιαστικῷ τῷ τρόπῳ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινό καί σωστό. Κάτι πού θά σοῦ ἐπιβάλουν σήμερα, αὔριο θά τό πετάξεις πάλι. Χρειάζεται νά ἀκούσεις, νά πιστεύσεις, νά προσέξεις, νά ἐννοήσεις, νά καταλάβεις, νά συγκατατεθεῖς καί νά δεχθεῖς ἐλεύθερα, καί ἔτσι θά ἔρθει ἡ προκοπή στήν ψυχή σου καί ἔτσι θά ὡριμάσει ἡ ψυχή σου.

Ὅμως νά θυμάστε πάντοτε ὅτι φυσιολογικά ἡ κάθε ψυχή εἶναι γιά τόν Θεό φτιαγμένη. Ἡ κάθε ψυχή εἶναι φτιαγμένη ἔτσι, ὥστε φυσιολογικά νά ζητάει τά τοῦ Θεοῦ, νά δέχεται τά τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν παραμικρή ἀντίσταση καί χωρίς τήν παραμικρή ἀντίδραση ἀπό μέσα. Ἔτσι εἶναι φτιαγμένη. Ὅπως δηλαδή ἀφήνεις τό νερό καί φυσιολογικά πάει στήν κατηφόρα, ὅπως ὅταν ζεσταθεῖ τό μπουμπούκι, φυσιολογικά θά ἀνοίξει καί θά γίνει ἄνθος. Φυσιολογικά, ὅταν ἔρθει ἡ ἄνοιξη, ὅλα τά δένδρα ἀνθίζουν, ὅσα δέν ἔχουν ξεραθεῖ τόν χειμώνακτλ. Φυσιολογικά ἄς ποῦμε τά πουλιά θά φτιάξουν τίς φωλιές τους, θά γεννήσουν τά αὐγά τους, θά βγάλουν τά πουλιά τους, ἔτσι φυσιολογικότατα καί ὁ ἄνθρωπος ζητάει τόν Θεό, φυσιολογικότατα ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιά τόν Θεό.

Ἑπομένως ὅ,τι ὑπάρχει μέσα σου πού εἶναι σάν ἀντίδραση, πού εἶναι σάν ἀντίσταση, πού εἶναι σάν νά λές «δέν καταλαβαίνω», εἶναι σάν νά λές «δέν θέλω», «δέν μπορῶ» ἤ δέν δέν ξέρω τί ἄλλο, ὅλα αὐτά εἶναι προφάσεις. Ἐντάξει, τά ἔχει κανείς· τά ἔχει ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας. Καί κληρονομική ἁμαρτία καί ἐπίκτητη ἁμαρτία καί κληρονομικές καταστάσεις καί ἐπίκτητες καταστάσεις, τά ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος καί ἀντιδρᾶ. Νά τά καταδικάσει ὅμως κανείς, νά τά καταδικάσει. Μή! Ποτέ μή συμμαχήσεις μέ τήν ἀντίδρασή σου. Ποτέ μή συμμαχήσεις μέ τήν ἄρνησή σου. Ποτέ μή συμμαχήσεις μέ ὅ,τι εἶναι μέσα σου ἄρνηση καί δέν σέ ἀφήνει ἔτσι φυσιολογικότατα νά ὑποταχθεῖς στόν Θεό, νά παραδοθεῖς στόν Θεό καί νά ἀκολουθήσεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἁπλά εἶναι τά πράγματα, ἁπλά εἶναι καί εὔκολα εἶναι τά πράγματα. Εὔκολα, γιατί τά κάνει ὁ Κύριος. Στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι εὔκολα, ἀλλά τά κάνει ὁ Κύριος, σέ ἀναλαμβάνει ὁ Κύριος. Ὅπως ἦρθε καί ἔγινε ἄνθρωπος –πού ἦταν ἀδιανόητο αὐτό ἀπό ἀνθρωπίνης πλευράς νά ρθεῖ ὁ Θεός νά γίνει ἄνθρωπος– αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παίρνει τόν κάθε ἄνθρωπο καί τόν κάνει Θεό· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Δέν εἶναι κανείς πού ἐξαιρεῖται, δέν εἶναι κανείς πού δέν μπορεῖ νά γίνει ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός, δέν εἶναι κανείς πού δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Οἱ πάντες μποροῦν.

Ἕνα «ναί» νά ποῦμε. Λίγο τίμιοι νά φανοῦμε. Ἄλλο τίποτε δέν μποροῦμε νά κάνουμε; Νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄλλο τίποτε δέν μποροῦμε νά κάνουμε; Νά πέσουμε κάτω. Ἄλλο τίποτε δέν μποροῦμε νά κάνουμε; Πέθανε, ἄνθρωπέ μου· πέθανε. Δέν εἶναι δύσκολο νά πεθάνει κανείς. Νά πεθάνεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μή ζητᾶς δίκαια, μή ζητᾶς ρέστα καί μή ζητᾶς ἀναγνώριση. Μή δικαιολογεῖσαι κτλ. Καί τότε, τότε θά ἀνοίξει ὁ δρόμος. Θά δεῖ ὁ Κύριος ὅτι θέλουμε τή σωτηρία μας, θά δεῖ ὁ Κύριος ὅτι ἔχει νά κάνει μέ τίμιους ἀνθρώπους καί θά μᾶς ἀναλάβει ὁ Κύριος καί θά μᾶς κάνει ὅπως ἐκεῖνος ξέρει. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ θά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι ἐκεῖνος, γιά νά ζοῦμε καί ἐδῶ καί αἰωνίως μαζί του, κληρονόμοι Θεοῦ καί συγκληρονόμοι δικοί του.

 

24/05/1989