Ἡ ἅλωση τῆς Πόλεως
Κουβαλᾶμε ἕνα στίγμα ἐπάνω μας
Σάν αὔριο, 29 Μαΐου, πού εἶναι ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Θεοδοσίας, ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Πόλεως. Αὐτῆς τῆς ἁγίας ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας ὑπάρχει ναός στήν Κωνσταντινούπολη, πού σώζεται καί μέχρι σήμερα, καί μάλιστα, θά ἔλεγα, ἀπείραχτος, ἀλλά εἶναι τζαμί. Τό βράδυ ἐκεῖνο πού ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό 28 πρός 29 –σάν ἀπόψε δηλαδή– καί μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι, γιόρταζε ὁ ναός καίγι᾿ αὐτό ἦταν στολισμένος μέ τριαντάφυλλα. Γιά τόν λόγο αὐτόν οἱ Τοῦρκοι τόν ὀνόμασαν Γκιούλ τζαμί, καί εἶναι γνωστή ἡ ἐκκλησία αὐτή μέχρι σήμερα ὡς Γκιούλ τζαμί καί ὄχι ὡς ναός τῆς ἁγίας Θεοδοσίας. Καί θά λέγαμε τώρα ὅτι καί ἡ ἁγία εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ἡμέρα αὐτή, ἀλλά καί ὁ ναός της καί ἡγιορτή της εἶναι συνδεδεμένα μέ τήν ἡμέρα αὐτή. Καί ἰδού ἀπόψε εἴμαστε σ᾿ αὐτή τή βραδιά, πού ἔγινε ἡἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Διπλή μετάνοια περιμένει ὁ Θεός
Τί νά ποῦμε βέβαια ἐμεῖς; Ὑπάρχουν πάντοτε οἱ εἰδικοί, πού λένε τά πολλά καί τά κατάλληλα κατά τήν ἡμέρα αὐτή. Ὅμως, ἔχω τή γνώμη ὅτι σάν ἀπόψε κάθε χρόνο καλό θά ἦταν ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά εἶναι στούς ναούς, καί νά ἀγρυπνοῦν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἀνά τήν οἰκουμένη. Καί στήν Πόλη –ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θά κάνουν κάποια ἀγρυπνία κι ἐκεῖ– καί στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική καί παντοῦ, ἀλλάἰδιαίτερα στήν Κύπρο καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό μιά πλευρά –ἑπομένως καί ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἕλληνες, ἀλλά ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι– ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἀνά τήν οἰκουμένη, πιό πολύ ὅμως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, πρέπει ἰδιαιτέρως νά θυμηθοῦμε αὐτή τήν ἡμέρα. Καί θά ἦταν καλό ἀπόψε ὅλοι νάἀγρυπνοῦμε, ὅλοι νά προσευχηθοῦμε.
Νά προσευχηθοῦμε ἐν μετανοίᾳ. Νά μετανοήσουμε τόσο, ὅσο θά χρειαζόταν νά μετανοήσουν τότε ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί μας –πού δέν φαίνεται νά μετενόησαν– γιά νά προλάβει ὁ Θεός τό κακό καί νά τούς σώσει ἀπό ὅλο αὐτό πού ἔγινε. Καί μάλιστα νά μετανοήσουμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό ἐκείνους, γιά τόν λόγο ὅτι, ἅπαξ καί γίνει ἕνα κακό, δέν ξεγίνεται· ἤ, καλύτερα, δέν ξεγίνεται εὔκολα. Δηλαδή, θά ἔλεγε κανείς, εὐκολότερα μπορεῖς νά προλάβεις ἕνα κακό, παρά νά τό διορθώσεις ὕστερα, ἀφοῦ γίνει. Μέ αὐτήτήν ἔννοια θά ἔλεγα ὅτι ἴσως τότε νά χρειαζόταν λιγότερη μετάνοια, γιά νά προληφθεῖ τό κακό, ἀπό ὅση χρειάζεται τώρα, γιά νά διορθωθεῖ τό κακό.
Καί θά ἦταν καλό ὅλοι οἱ Ἕλληνες νά συνειδητοποιήσουμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε. Ἐπειδή λέμε «ὅλοι οἱ Ἕλληνες», ἀμέσως φεύγει ἀπό μέσα μας ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης πού ἔχουμε. Ὄχι, ὄχι. Ἄς λέμε «ὅλοι οἱ Ἕλληνες». Αὐτή τήν ὥρα ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ, καί ἑπομένως ἐμεῖς νά συνειδητοποιήσουμε τήμεγάλη μας εὐθύνη. Θά ἦταν λοιπόν καλό ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀπόψε νά εἶναι στούς ναούς, γιά νάἐκδηλώσουν αὐτή τή μετάνοια πού περιμένει ὁ Θεός, ἡ ὁποία μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, πρέπει νά εἶναι ἡδιπλάσια ἀπό ἐκείνη πού χρειαζόταν τότε, γιά νά μή γίνει τό κακό.
Καταλαβαίνετε, ὑποθέτω, τί θέλω νά πῶ. Πόσο πρέπει ἀφ᾿ ἑνός νά μετανοήσουμε, καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός, γιά νά δοῦμε τί πρέπει νά κάνουμε, ὥστε νά σωθοῦμε ἀπό αὐτό τό στίγμα πού μᾶς βαραίνει.
Βέβαια, τά λέμε καί ὅλα τά ἄλλα, ὅτι ἔκανε αὐτό ὁ Μωάμεθ, ἔκανε ἐκεῖνο, φέρθηκαν ἔτσι οἱ Τοῦρκοι, ὅμως τελικά ὁ Θεός ἄφησε καί ἔγινε αὐτό τό κακό, καί εἶναι ἐπάνω μας σάν ἕνα στίγμα, τό ὁποῖο κουβαλᾶμε, ἐφόσον εἴμαστε ἀπόγονοι ἐκείνων. Τό κουβαλᾶμε αὐτό τό στίγμα. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ἥττα, δέν εἶναι ἁπλῶς μόνο οἱ συνέπειες πού ἀκολούθησαν. Φοβοῦμαι μήν εἶναι μιά κατάρα ἡ ὅλη ἐκείνη συμφορά. Διότι δέν ἦταν μικρό πράγμα αὐτό, δηλαδή νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ἔλθει αὐτή ἡ συμφορά, καίμάλιστα στόν λαό του, στή Βασιλεύουσα, στήν ἀγαπημένη, θά λέγαμε, πόλη, πού ἡ Παναγία τόσες φορές τή σκέπασε καί τόσες φορές ἔδειξε τήν εὔνοιά της. Καί ὅμως, ὁ Θεός ἄφησε νά γίνει αὐτό τό κακό. Εἶναι σάν μιά κατάρα –δέν ξέρω ἄν εἶναι βαριά ἡ λέξη πού λέω– καί εἶναι ἐπάνω μας.
Νά μήν κωφεύσουμε
Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία –τήν ἱστορία τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό– ὁ Θεός πλήττει τόν λαό του ἤ, ἄν δέν τό κάνει ὁ ἴδιος, ἀφήνει νά πληγεῖ ὁ λαός του, ὁ ἑκάστοτε λαός του, πάντοτε βέβαια γιά νά ἔρθει τό καλό πού πρέπει νά ἔρθει, καί πού δέν ἔρχεται ἀλλιῶς. Ἄν ὅμως ὁ λαός του, καθώς περνοῦν τά χρόνια, καθώς περνοῦν οἱ αἰῶνες, δέν καταλαβαίνει καίδέν μαθαίνει τό μάθημα, τότε αὐτό πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, σάν κατάρα, μπορεῖ νά ἔχει καί ἄλλες συνέπειες.
Ὅλες αὐτές οἱ ἀνακατατάξεις πού γίνονται στήν οἰκουμένη δέν εἶναι τυχαῖες. Ἀλλά καί ὅλες οἱ πιέσεις πού ὑφιστάμεθα ἐμεῖς –καί στήν Κύπρο καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, καί ἀπό τή μιά πλευρά καί ἀπό τήν ἄλλη– δέν εἶναι τυχαῖες. Δέν ξέρουμε. Μπορεῖ ὁ Θεός νά τά οἰκονομεῖ ἔτσι, μήπως τελευταία στιγμήσυνέλθουμε, γιά νά ἄρει ἀπό πάνω μας τήν κατάρα. Καί ἄν ἐμεῖς κωφεύσουμε, ἔρχεται καταστροφή. Καίὅταν λέμε ἐμεῖς, δέν πρέπει, σώνει καί καλά, νά περιμένουμε ἀπό τούς ἄρχοντες, τούς ὁποιουσδήποτε ἄρχοντες, νά μήν κωφεύσουν. Αὐτοί, ὅ,τι εἶναι εἶναι καί ὅ,τι κάνουν κάνουν· δέν εἶναι μόνο αὐτοί ὁ λαός. Ὅποιοι λοιπόν ἔχουμε ἀληθινή διάθεση νά συνέλθουμε καί νά μετανοήσουμε, νά μήν κωφεύσουμε. Δέν ξέρουμε τί θά κάνει ὁ Θεός, ἀλλά ὅλα –τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου– δείχνουν ὅτι κάποια ὀργή Θεοῦὑπάρχει, πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀποσοβηθεῖ, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, διότι καθόλου δέν ἦταν ἡστάση τοῦ λαοῦ του στάση μετανοίας. Νά μήν κωφεύσουμε, λοιπόν, ἀδελφοί μου.
Ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς νομίζω ὅτι καλά κάνουμε ἀπόψε πού ἔχουμε ἀγρυπνία, πού εἴμαστε στόν ναό, καλά κάνουμε πού τά λέμε αὐτά καί τά σκεπτόμαστε. Καί νά προσευχηθοῦμε ἰδιαίτερα ἀπόψε, γιά νάφωτίσει ὁ Θεός κι ἐμᾶς καί ἄλλους καί ἄλλους, νά φωτίσει ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρους, ὥστε ὅσο τόδυνατόν περισσότεροι νά μετανοήσουμε, ὅσο τό δυνατόν περισσότεροι νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό, ὅσο τόδυνατόν περισσότεροι νά σταθοῦμε ταπεινοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά κλάψουμε, νά ζητήσουμε ἔλεος, γιάνά ἀρθεῖ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, γιά νά σταματήσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ καί νά ἀρθεῖ ἡ κατάρα πού ἔπεσε ἐπάνω μας.
Δέν παίζει ὁ Θεός!
Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός οὔτε παίζει. Ὅταν κάποιος δείξει ὅτι θέλει νά γίνει τοῦ Θεοῦ, καί ὁΘεός τόν πιστεύει καί τόν ἀναλαμβάνει, ἀλλά ὕστερα αὐτός ζεῖ ἔτσι σάν νά παίζει μέ τόν Θεό, τότε, ὤ, βλέπουμε ὅτι ξεσποῦν ἐπάνω του φοβερά πράγματα. Δέν παίζει ὁ Θεός. Ἕναν ἄλλον, ἕναν ἀδιάφορο, τόν ἀφήνει ὁ Θεός· ἀλλά αὐτόν πού πῆγε νά παίξει μαζί του, δέν θά τόν ἀφήσει ἔτσι. Δέν μπορεῖ νάπαίζει κανείς μέ τή φωτιά.
Ὑποτίθεται λοιπόν ὅτι ἐμεῖς ὡς λαός πήγαμε στόν Θεό, πιστέψαμε στόν Χριστό, γίναμε τοῦ Χριστοῦ, καίαὐτός μᾶς δέχθηκε καί μᾶς ἀνέλαβε ὡς λαό του καί ἔκανε ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά πού ἔκανε εἰς ἡμᾶς καί δι᾿ ἡμῶν. Ἀλλά ὅμως δέν κρατήσαμε καλά μέχρι τέλους. Ὁπωσδήποτε ἁμάρτησαν οἱ πρόγονοί μας καί οἱ ἄλλοι μετέπειτα καί οἱ ἄλλοι καί οἱ ἄλλοι, καί ἔγιναν αὐτά πού ἔγιναν, καί ἐξακολουθοῦν νάὑπάρχουν οἱ συνέπειες. Καθώς ὅμως κι ἐμεῖς κοντά σ᾿ ἐκείνους ἁμαρτήσαμε καί συνεχίζουμε νάἁμαρτάνουμε, ὄχι μόνο χειροτερεύουν τά πράγματα, ἀλλά ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος τελείως νά μᾶς ἐγκαταλείψει ὁ Θεός.
Δέν ζητάει πολλά ὁ Θεός. Μετάνοια ζητάει, ἐπιστροφή ζητάει. Καί ἀπό μιά πλευρά, ἀναλογιζόμενος κανείς ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν στό ἔθνος μας, θά ἔλεγε: «Πώ, πώ, τί κακό ἔπεσε ἐπάνω μας!» Ἀπόἄλλη πλευρά ὅμως, ἐάν τό μελετήσουμε καλύτερα τό πράγμα, ἄν φιλοσοφήσουμε βαθύτερα, ἄν τό δοῦμε μέσα στήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θά ποῦμε: «Καλά πού ἦρθαν ἔτσι τά πράγματα». Λίγο καθαρό νοῦ νά ἔχουμε καί λίγη καλή διάθεση νά ἔχουμε, δέν θά δυσκολευθοῦμε νά καταλάβουμε τίθέλει ὁ Θεός ἀπό μᾶς καί δέν θά δυσκολευθοῦμε νά τό πράξουμε κιόλας. Δηλαδή, ὄντως νάμετανοήσουμε, ὄντως νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό, ὄντως νά γίνουμε δικοί του, ὥστε νά μᾶς ἀναλάβει ἐκεῖνος γιά τά περαιτέρω καί νά μᾶς πάει κι ἐμᾶς καί τούς ἀπογόνους μας ἐκεῖ πού θέλει νά μᾶς πάει.
Εἶναι πολύ ἱερή, θά λέγαμε, αὐτή ἡ βραδιά ἀπόψε, ἀδελφοί μου, γι᾿ αὐτό καί εἶναι μιά βραδιά πού δέν μποροῦμε νά τήν προσπεράσουμε, ὅπως προσπερνοῦμε ἄλλες βραδιές. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νάἀποφασίσουμε τί θά κάνουμε. Καί φυσικά, τίποτε ἄλλο δέν πρέπει νά κάνουμε, παρά νά ἐπιστρέψουμε στόν Θεό μας, νά ζητήσουμε τό ἔλεός του, νά τοῦ ποῦμε «ἄς πάθουμε ὅ,τι μᾶς ἀξίζει», φθάνει τελικά νάμᾶς σώσει καί ὡς γένος, ὡς ἔθνος, ὡς λαό πού τόν διάλεξε ἐκεῖνος, ἀλλά καί τόν καθένα μας, γιά νάζήσουμε σεσωσμένοι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί αἰωνίως.
29-5-1991
Δέν ζητάει πολλά ὁ Θεός.
Μετάνοια ζητάει, ἐπιστροφή ζητάει.