Σιωπή: ἕνας μυστικός δρόμος πρός τόν Θεό
Ἐάν δέν σιωπήσουμε βαθιά μέσα μας, ἐάν δέν μάθουμε νά σιωποῦμε, ὅλα δηλαδή νά σιωποῦν ὅπως στόν οὐρανό, δέν θά βροῦμε τόν ἀληθινό Θεό. Μπορεῖ, ὅταν ἔρχεται ὁ πειρασμός καί ἡ ὅποια προσβολή τοῦ ἐχθροῦ –καί γενικότερα ὅλα ἐκεῖνα πού θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ὅπως αὐτά πού ἀναφέρει κι ἐδῶ ἡ Ἀποκάλυψη– νά γίνεται ὄντως μακελειό καί μέσα στήν ψυχή καί ἔξω ἀπό τήν ψυχή. Ἀλλά ὅμως αὐτή ἡ σιωπή, τό νά μάθει κανείς νά σιωπᾶ, σημαίνει ὅτι ἀνακάλυψε κανείς ἕναν μυστικό τρόπο, ἕναν μυστικό δρόμο, ἀνακάλυψε κάτι μέσα ἀπό τό ὁποῖο, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό.
Δέν ξέρω ἄν ἐνθυμεῖσθε αὐτό πού λέγαμε παλαιότερα: Λίγα δευτερόλεπτα κανείς νά θελήσει νά σιωπήσει ἐντελῶς μέσα του, νά σιωπήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό κάτι ἄλλο. Νά σιωπήσει ὅμως. Σιωπή δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά μή λές τίποτε ἤ νά μήν ἀκοῦς τίποτε. Σιωπή δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά μή σκέπτεσαι τίποτε. Σιωπή εἶναι νά σιωπήσει τό ὅλο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι τόσο μέ τρόμο ἀλλά μέ εὐλάβεια πρός τόν Θεό· νά σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ διάθεση προσκυνήσεως καί ἀγαπητικῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Νά ὑποχωρήσει καί ὁ ἐγωισμός, νά ὑποχωρήσει καί ἡ φιλαυτία, νά ὑποχωρήσουν καί τά καμώματα καί τά χούγια καί ὅλα αὐτά. Ναί, σιωπή. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο ὁ εὐαγγελιστής μᾶς τό παρουσιάζει νά γίνεται στόν οὐρανό, καί θά εὐλογηθεῖ πάρα πολύ ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν θά τό κάνει αὐτό. Καί, θά λέγαμε, μακάρι νά φτάσει στό σημεῖο ἐκεῖνο πού συνεχῶς ἡ ψυχή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σιωπᾶ καί θά πάσχει τά θεῖα.
Μερικές ψυχές εἶναι πολύ ἀδύναμες σ᾿ αὐτό. Ἔχουν πολλή ἐμπιστοσύνη στό συναίσθημά τους, στή δική τους κίνηση, στή δική τους ἐργασία, στό τί θά κάνει ὁ ἑαυτός τους, καί τελικά σάν νά ἐμποδίζουν τόν Θεό νά τίς χαριτώσει. Βέβαια, θά ἔλεγε κανείς ὅτι, ἅμα τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα, μπορεῖ νά νεκρωθεῖ ἡ ψυχή, νά μοιάζει σάν νά μήν ἔχει ζωή, νά πέσει σέ ραθυμία, σέ κατάθλιψη, σέ ἀπραξία, σέ μαρασμό. Μπορεῖ νά γίνει ἔτσι, ἀλλά αὐτό εἶναι μιά νοσηρή κατάσταση. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταπεινά, εὐλαβικά, ἀγαπητικά, λατρευτικά, προσκυνηματικά παραδίδεται στόν Θεό –μέ αἴσθηση ὅτι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, μέ αἴσθηση ὅτι εἶναι τό ὄν πού τό γέμισε ὁ Θεός μέ χάρη, μέ χαρίσματα– καί ὄχι ἁπλῶς κάνοντας ὑπακοή πού ἔχει χαρακτήρα τυπικό, μηχανικό, λίγο –πῶς νά τό ποῦμε;– δουλικό, ἐκεῖνος ὄντως ξυπνάει, ζωντανεύει. Νομίζω ὅτι, ἄν κάποιος ἀρχίσει νά ἔχει μιά τέτοια διάθεση –διάθεση δηλαδή νά κάνει ὁ Θεός ὅ,τι θέλει νά κάνει μέσα στήν ψυχή του, καί αὐτός νά ἀφεθεῖ μέ πολλή ἐμπιστοσύνη στόν Θεό· νά τό προσέξουμε αὐτό: νά ἀφεθεῖ μέ πολλή ἐμπιστοσύνη– αὐτόν θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά τόν γλυκάνει. Ἀπ᾿ ὅ,τι ἐγώ καταλαβαίνω, ὅλες οἱ ψυχές λίγο πολύ ἔχουν τίς ἀμφιβολίες τους, τίς ἐπιφυλάξεις τους· σάν νά νομίζουν ὅτι θά τίς ἀδικήσει ὁ Θεός, ὅτι δέν θά τά καταφέρει, ἤ ὅτι δέν θά τά καταλάβει καλά τά πράγματα. Πῶς θά ἀφεθεῖς ἔτσι στά χέρια τοῦ Θεοῦ;
Τήν ψυχή, λοιπόν, ἐκείνη πού θά θελήσει ἔτσι νά ἀφεθεῖ στόν Θεό, θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά τή γλυκάνει, νά τήν ἁπαλύνει, νά τήν κάνει πλάσμα του ἀληθινό· νά τῆς δώσει ἀπέραντη ταπείνωση, ἀπέραντη λατρευτική διάθεση, εὐλάβεια καί δέος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ναί, ὅλα αὐτά τά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τόσο δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά κάνει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο. Ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο θέλει μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ἀφήνεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει ὁ Θεός· ἀλλά νά τό κάνει ὅμως κανείς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ὄχι νωχελικά. Ὁπότε, ὅταν ἐνεργήσεις ἔτσι, ἀποκλείεται νά πέσεις σέ κατάθλιψη, σέ μαρασμό, σέ ἀδράνεια, σέ ραθυμία. Ἀποκλείεται. Βέβαια, μπορεῖ νά περάσει κανείς μιά τέτοια δυσκολία, ἀκριβῶς γιά νά γνωρίσει καλύτερα τόν ἑαυτό του.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος ἀπό τόν Θεό νά ζεῖ. Ὁλοζώντανος νά εἶναι· διαρκῶς νά εἶναι ζωντανός. Ὅπως χτυπάει ἡ καρδιά, πού δέν σταματάει καθόλου· καθόλου. Εἶναι ἔτσι φτιαγμένη, καί εἶναι ἀδιανόητο νά σταματήσει. Πολύ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχή, ὡς καρδιά πνευματική εἶναι ὁλοζώντανος, πρέπει νά εἶναι ὁλοζώντανος. Ἐάν πέφτει σέ ραθυμία, σέ τεμπελιά, σέ ὀκνηρία, νά τό ξέρετε, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο. Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, τουλάχιστον γιά ὁρισμένες ψυχές –ἴσως ὄχι γιά ὅλες– εἶναι ἡ τελευταία ἄμυνα τοῦ ἐγώ. Κάνει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ψυχή –ὅπως ἕνας κάνει τόν ἄρρωστο· τί θά τόν κάνεις αὐτόν;– κάνει τάχα ὅτι πνίγεται στήν κατάθλιψη, ὅτι ὑποφέρει, ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα. Εἶναι μιά προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὅμως, ὁ ὁποῖος μᾶς ξέρει, τά φέρνει ὅλα ἔτσι, πού σάν νά σέ ρωτάει ὠμά καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, προκλητικά: «Γίνεσαι δικός μου ἤ δέν γίνεσαι; Ἀνήκεις σ᾿ ἐμένα ἤ δέν ἀνήκεις; Ἰδού, ἐγώ σέ ἀγαπῶ, σέ περιμένω. Ἅπλωσε τό χέρι σου. Βγάλε τήν ἄχνα σου καί πές τό ναί». Σέ καλεῖ. Περιμένει ὁ Θεός. Ἀλλά ἄν τό κάνει κανείς αὐτό, ἤ, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἅπαξ καί τό κάνει, δέν ἔχει γυρισμό μετά. Δέν μπορεῖς νά δώσεις τόν ἑαυτό σου στόν Θεό καί νά τόν πάρεις πίσω. Ὁ Θεός ὅμως ξέρει τί θά κάνεις, καί δέν σοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη. Καί γι᾿ αὐτό, ἐνῶ ἐσύ ζητᾶς τάχα νά σέ βοηθήσει νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει ἐκεῖνος, τελικά δέν εἶσαι. Ὄχι γιατί δέν σέ βοήθησε ὁ Θεός, ἀλλά γιατί ἐσύ μέσα σου ἔχεις κρατούμενα.
Καί, γιά νά εἴμαστε προσγειωμένοι, νά ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι αὐτά ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά συμβοῦν. Ἀλλά νά τό ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔτσι, κι ἐμεῖς νά ἐπιμένουμε. Δέν μπορέσαμε σήμερα; Νά τό κάνουμε αὔριο πού θά ξυπνήσουμε. Δέν μποροῦμε τό πρωί; Ὥς τό βράδυ θά εἶναι λίγο καλύτερα τά πράγματα. Τήν ἄλλη μέρα ἴσως. Ἀλλά μήν κάνεις πίσω. Μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό αὐτή τήν ἀπάτη. Εἶναι πολύ μυστήριος ὁ ἄνθρωπος…
Ἑπομένως –ἄν θέλετε νά εἴμαστε προσγειωμένοι καί κοντά στήν ἀλήθεια– ὅλα αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν στή ζωή, πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἶναι βάσανα, στενοχώριες, προβλήματα, καί ἀναρωτιόμαστε τί γίνεται, ποιός μᾶς φταίει, πῶς θά τά λύσουμε, νά ξέρετε ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Ὅλα συμβαίνουν γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό: γιά νά βροῦμε τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν βρεῖς τόν Χριστό –καί θά τόν βρεῖς, ὅταν συνέχεια μέσα σου θυμᾶσαι τή σιωπή αὐτή· πρέπει νά σιωπήσουν ὅλα μέσα σου, νά παραδοθεῖς στόν Χριστό– μετά ὅλα αὐτά σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτα. Ἀλλά ὅμως θά ἔχει γίνει, μέσα ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά περνοῦμε, ἀκριβῶς αὐτό πού πρέπει νά γίνει: νά παραδοθοῦμε στόν Κύριο, νά μᾶς ἀναλάβει ὁ Κύριος, ὁπότε θά μᾶς προστατεύσει καί ἀπό ἀντιχρίστους καί ἀπό θηρία καί ἀπό πειρασμούς καί ἀπό μαρτύρια καί ἀπό ὅλα ὅσα θά συμβοῦν.
Κυρίως ὅμως κινδυνεύουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό θέμα αὐτό. Νά ἀναρωτηθοῦμε: αἰσθανόμαστε ὄντως, καί ἀπό πλευρᾶς προαιρέσεως καί ἀπό πλευρᾶς πραγματικότητος, ὅτι –τελείωσε· ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε– ἐμεῖς πιά παραδοθήκαμε στόν Χριστό; Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τή βούλησή μας, ἀπό τή διάθεσή μας, ἀπό τή φτωχή μας πρόθεση, παραδοθήκαμε στόν Χριστό, ὥστε ὁ Κύριος νά τολμήσει νά μᾶς ἀναλάβει; Διότι ἀλλιῶς, πῶς θά μᾶς προστατεύσει, ἀφοῦ δέν θέλουμε νά εἴμαστε δικοί του;
15/09/2003