Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

232. Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως Κεφ. 14o

«Ἐγώ φταίω, Θεέ μου!»

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού γίνεσαι τοῦ Χριστοῦ, ἐάν εἶσαι πραγματικά τοῦ Χριστοῦ καί προκόπτεις σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, σ᾿ αὐτή τήν πορεία, ἀκοῦς αὐτήν τήν καινήν ὠδήν μέσα σου, τή νιώθεις αὐτήν τήν καινήν ὠδήν, τήν καινούργια ὠδή, τό ἄσμα αὐτό, τό οὐράνιο ἄσμα, τό θεϊκό ἄσμα, αὐτό τό ὁποῖο τό παράγει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἡ ἄκτιστος χάρη τοῦ Θεοῦ. Νά, ἔτσι ἅμα θελήσουμε νά τά δοῦμε τά πράγματα, θά τά καταλάβουμε, ἀλλιῶς…

Κι ἄν δέν μᾶς φανερώνει τίς ἀλήθειές του ὁ Θεός! Καί κάνει ἐντύπωση ὅτι δέν μᾶς πιάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀπ᾿ ὅ,τι βλέπω, ἐξακολουθοῦν οἱ περισσότεροι νά εἶναι αὐτό πού εἶναι. Δέν ἔχουν καμιά διάθεση νά καταργηθεῖ τό κατεστημένο πού ἔχουν μέσα τους, νά γκρεμιστεῖ αὐτό τό παλιό πράγμα καί νά κτίσει μέσα ἐκεῖ ὁ Θεός αὐτό πού θέλει. Καί νά γίνεις τοῦ Θεοῦ. Δέν τό θέλει ὁ ἄνθρωπος. Δέν θέλει νά ἀφήσει τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς ὅταν ἄγεσαι καί φέρεσαι ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο, δέν μπορεῖς νά καταλάβεις. Ἤ σοῦ φαίνονται δύσκολα τά πνευματικά πράγματα, σοῦ δημιουργοῦν δυσκολίες καί ζορίζεσαι.

Ξέρεις ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι χτικιό. Τί τήν ἀγκαλιάζεις, τί τή γλυκοφιλᾶς ἄς ποῦμε καί τή γλυκοασπάζεσαι καί γίνεσαι θεριό, ἄν πάει νά τή θίξει κανείς ἤ ἄν ἔχει κανείς τόν τρόπο νά τήν πάρει λίγο, νά σέ γλιτώσει; Θεριό γίνεσαι. Ἔ, πῶς θά ὠφεληθεῖς πνευματικά; Δέν εἶναι αὐτά παιγνίδια. Τί θά πεῖ: «Εἶναι δύσκολα»; Δέν εἶναι. Ἐσύ δέν θέλεις νά ἀφεθεῖς στά χέρια τοῦ Θεοῦ, νά σέ φτιάξει ὁ Θεός, νά σέ ὁδηγήσει ὁ Θεός. Τή θέλεις τή φιλαυτία. Ὄχι ὅτι τάχα εἶναι δύσκολο.

Ἅμα ἔρθει ἡ ὥρα καί νιώσει κανείς ἔτσι: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τίς μέ ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» –πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί νιώθει πέρα γιά πέρα αὐτόν τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θέλει εἰλικρινά, τίμια νά γλιτώσει ἀπό αὐτό– εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεός νά τόν ἀφήσει τόν ἄνθρωπο ἔτσι. Ἐμεῖς τόν κρύβουμε τόν κλέφτη. Ἀπό τό ἕνα μέρος καλοῦμε τάχα τήν ἀστυνομία, τό ὄργανο τῆς τάξεως νά πιάσει τόν κλέφτη πού μπῆκε μέσα, καί ὅταν ἔρχεται, δέν βοηθᾶμε νά βρεῖ τόν κλέφτη, νά βρεῖ τόν ἐπικίνδυνο. Τά σκεπάζουμε τά πράγματα. Αὐτό κάνουμε. Τάχα ταπεινώνεσαι, ἀλλά τήν κρύβεις τή φιλαυτία, μήν τυχόν θιγεῖ ἡ καημένη. Πῶς θά ὠφεληθεῖς; Κι ἔπειτα λές ὅτι εἶναι δύσκολα. Ποιά εἶναι τά δύσκολα; Δέν εἶναι δύσκολα. Δέν ὑπάρχει τίποτε δύσκολο.

Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός θέλει πάρα πολύ νά μᾶς βοηθήσει καί ἀναλαμβάνει νά μᾶς βοηθήσει, καί εἶναι σίγουρο ὅτι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει, κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά παραδοθοῦμε στά χέρια του.

Γνωρίζω πολλούς οἱ ὁποῖοι ταλαιπωροῦνται. Ταλαιπωροῦνται, ἐπειδή δέν θέλουν νά δοῦν ὅτι ἡ αἰτία εἶναι ὁ ἑαυτός τους. Καί ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν καλή διάθεση καί ὅτι κάνουν ἀγώνα. Δέν κάνουν τίποτε. Χρειάζεται νά ταπεινωθεῖς ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖς: «Ἐγώ φταίω, Θεέ μου». Καί φυσικά δέν θά πεῖς τά λόγια μόνο· θά δεῖς τό φταίξιμό σου, θά δεῖς αὐτή τήν περιποίηση τοῦ ἐγώ σου, τό ὁποῖο τό περιποιεῖσαι, τό περιποιεῖσαι… Ἀλλά νά τό ὁμολογήσεις: «Ἐδῶ δείχνω ἀδυναμία». Δέν τό κάνεις. Προσπαθεῖς νά τό δικαιολογήσεις, νά τό καλύψεις, νά τό σκεπάσεις, νά βγεῖς ἀσπροπρόσωπος. Ἀπό κεῖ καί πέρα ψάχνεις ὕστερα νά βρεῖς διάφορες αἰτίες ἄλλες, ἔξω ἀπό σένα.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὅταν ἀρχίζει νά λυτρώνεται πραγματικά ἡ ψυχή ἀπό τό θέλημά της, ἀπό τήν αὐτοδικαίωσή της, ἀπό τό ἐγώ της, ἀπό τήν ὅλη ἐγωλατρία της, καί τρόπον τινά ὑπαρξιακά μέσα της εἶναι ὁ Χριστός, δέν ἔχει καμιά διάθεση νά κάνει προσπάθεια νά αὐτοδικαιώνεται, νά ἀμύνεται κτλ. Ναί, ὅταν λυτρωθεῖ ἡ ψυχή, τά βλέπει ἀλλιῶς τά πράγματα. Μοῦ κάνει ἐντύπωση πού βλέπω μερικές ψυχές πῶς ἀγκιστρώνονται, πῶς πιάνονται, πῶς σκαλώνουν, αἰχμαλωτίζονται καί ὑποφέρουν, ἀλλά καί δέν μποροῦν ἔτσι νά προκόψουν. Δέν εἶναι λόγια ἡ ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση εἶναι μιά κατάσταση. Μιά κατάσταση πού ὁ χριστιανός τήν ἀγαπᾶ, τήν ποθεῖ, κάνει ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά ἔχει αἴσθηση ὅτι ὁ Θεός τό δίνει αὐτό τό βίωμα. Ἄν δέν τό δώσει ὁ Θεός, δέν γίνεται τίποτε.

 

Συνεχῶς ἐπί ποδός

 

Τό ὅλο πνεῦμα τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἀφ᾿ ἑνός ὅτι μία ἡμέρα ὁ Θεός, ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θά μείνουν πιστοί σ᾿ αὐτόν, θά τούς ἀποκαταστήσει πλήρως, θά τούς κάνει οὔτε λίγο οὔτε πολύ ὁμοίους του. Καί οἱ ἄλλοι ὅλοι πού θά πάρουν τρόπον τινά θέση ἐχθροῦ ἀπέναντι στόν Θεό, θά πληρώσουν ἀνάλογα.

Ἀλλά μέσα ἀπό αὐτό τό βιβλίο, ἔτσι ὅπως λέγονται τά πράγματα, φαίνεται καί τοῦτο δῶ: Ὅτι οἱ χριστιανοί, ἐάν θέλουν νά εἶναι χριστιανοί καί ἄν θέλουν νά εἶναι στόν δρόμο αὐτόν τόν χριστιανικό καί στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἄν θέλουν νά εἶναι στόν λαό τοῦ Θεοῦ, καθώς γίνεται λόγος ἐδῶ γιά ὑπομονή κτλ., πρέπει νά εἶναι συνεχῶς ἐπί ποδός. Καί αὐτό εἶναι τό προφητικό στοιχεῖο, τό προφητικό κήρυγμα μέσα στήν Ἐκκλησία: Δέν σέ ἀφήνει νά καλοβολευτεῖς, δέν σέ ἀφήνει νά πέσεις στή ραστώνη, στή χλιαρότητα –πού λέει ἐκεῖ στήν ἐπιστολή πρός τήν ἐκκλησία τῆς Λαοδικείας. Γιατί ἔχει αὐτή τήν τάση κανείς: καί τήν ὥρα πού παίρνει χαρίσματα καί εὐλογίες ἀπό τόν Θεό, νά θέλει νά πάει σέ μιά γωνίτσα ἐκεῖ νά τά ἀπολαύσει καί νά βολευτεῖ. Ὄχι, ὄχι. Ἡ ὅλη ζωή ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἐν Χριστῷ ζωή –καί αὐτό εἶναι ἡ βασιλεία πού ἔχει μέσα του κανείς, αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει μέσα του, αὐτή εἶναι ἡ καινή ὠδή πού ἔχει μέσα του– ἀκριβῶς ὅταν εἶναι κανείς συνεχῶς ἐπί ποδός.

Δηλαδή ὅταν ἀγαπᾶ κανείς ἀληθινά, ἄν θέλετε νά τό δοῦμε ἔτσι καί στά ἀνθρώπινα ἀκόμη, ἀδύνατον νά ἐπαναπαυθεῖ· ἀδύνατον. Ἡ ἀγάπη συνέχεια σέ κρατάει ἔτσι· θά λαγοκοιμᾶσαι ἄς ποῦμε. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό; Πού αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά. Ἅμα δέν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, δέν κάνουμε τίποτε. Διότι τό πλάσμα πρέπει νά ἀγαπήσει τόν Χριστό. Δέν εἶναι θέμα ὅτι εἶναι ἐντολή. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἐντολή. Μᾶς δίνει ἐντολή νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση. Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν Χριστό, δέν ζεῖς φυσιολογικά, δέν εἶσαι σέ φυσιολογική κατάσταση. Εἶσαι ἐπηρεασμένος, δηλητηριασμένος, ἀφιονισμένος καί δέν ξέρω τί ἄλλο, καί πρέπει νά ἀνησυχήσεις καί νά ἀνησυχεῖς.

Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέτοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού χωρίς ὁ Θεός νά ἀλλάζει ἤ νά ἀλλοιώνεται ἤ νά κακιώνει, τό πλάσμα του εἶναι δεκτικό ὀργῆς Θεοῦ. Βέβαια ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἐξαρτᾶται ὅμως πῶς δέχεται αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τό κάθε πλάσμα του.

Ἐκτός ἀπό ἐλάχιστους, ἐλαχιστότατους, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη λίγο νά μᾶς στριμώξουν, λίγο νά μᾶς πιέσουν, λίγο νά μᾶς ὑπενθυμίσουν… Καί κυρίως νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἔρθουμε σέ δύσκολη θέση. Κάτι νά μᾶς συμβεῖ πού, θέλουμε δέν θέλουμε, τό δεχόμαστε. Ἀρρώστησες, ἄς ποῦμε. Δέν τήν ἤθελες καθόλου τήν ἀρρώστια, ἀλλά ἦρθε. Τί τήν κάνεις; Καί ὅμως, αὐτό εἶναι ἀσπασμός τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι συγκατάβαση, εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πού θέλει κι ἐσένα νά σέ ξυπνήσει λίγο, ταρακουνώντας σε ἔτσι γιά νά μετανοήσεις. Ὅ,τι κι ἄν παθαίνουμε, τό παθαίνουμε τελικά γιά νά μετανοήσουμε, γιά καλό μας. Ὅ,τι ἄλλο κι ἄν κάνεις, διαστρεβλώνεις τόν ἑαυτό σου καί φυσικά παίρνεις καί διαστρεβλωμένη στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

 

22/09/2003