Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου[1]
Ἄρτος γλυκύς καί καθαρός στόν Θεό
Λέουσιν, Ἰγνάτιε, δεῖπνον προὐτέθης,
Κοινωνέ δείπνου μυστικοῦ, θάρσους λέον.
Εἰκάδι Ἰγνάτιος θάνε γαμφηλῇσι λεόντων.
Ἔδωσες τόν ἑαυτό σου, δηλαδή, δεῖπνο στά λιοντάρια καί ἔγινες κοινωνός δείπνου μυστικοῦ.
Οὗτος ἦτο διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Πατριάρχης μέν κατασταθείς τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας, δεύτερος μετά τόν Πατριάρχην Εὔοδον, μαθητής δέ χρηματίσας Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ὁμοῦ μέ τόν ἅγιον Πολύκαρπον τόν Ἐπίσκοπον Σμύρνης, ἐν ἔτει 109. Ὅτε δέ ὁ βασιλεύς Τραϊανός διέβαινεν ἀπό τήν Ἀντιόχειαν διά νά ὑπάγη εἰς τούς Πάρθους, τότε προσεφέρθη εἰς αὐτόν ὁ μέγας οὗτος Ἰγνάτιος. Καί ἐπειδή διελέχθη πολλά μετ᾿ αὐτοῦ περί τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, ἐγνώρισεν ἐκ τούτου ὁ βασιλεύς τό ἀμετάθετον τῆς γνώμης αὐτοῦ. Ὅθεν παρευθύς δέρεται ὁ ἅγιος μέ μολυβδίνας σφαίρας· ἔπειτα ἁπλώσας τάς χεῖρας του δέχεται φωτίαν εἰς αὐτάς· μετά ταῦτα καίεται εἰς τάς πλευράς μέ θυμιατά γέμοντα ἀνθράκων καί ἀλειμμένα μέ ἔλαιον· εἶτα ἵσταται ἐπάνω εἰς ἀναμμένους ἄνθρακας καί ξέεται μέ σιδηρᾶ ὀνύχια.
Ἐπειδή δέ ἀπό ὅλα ταῦτα ἐφυλάχθη ἀβλαβής διά θείας χάριτος, ἀπέστειλεν αὐτόν ὁ βασιλεύς δεδεμένον εἰς τήν Ρώμην, διά νά δοθῇ εἰς τά θηρία νά τόν φάγωσι. Διερχόμενος δέ ὁ ἅγιος ἀπό διαφόρους τόπους καί Ἐκκλησίας ἐστήριζε τούς ἐκεῖ Χριστιανούς μέ τάς διδασκαλίας του. Ὅτε δέ ἦλθεν εἰς Ρώμην παρεκάλεσε τόν Θεόν καί τούς ἐν τῇ Ρώμῃ Χριστιανούς νά μή ἐμποδίσωσι τά θηρία, ἀλλά ν᾿ ἀφήσωσιν αὐτά νά τόν φάγωσι καί νά τόν ἀλέσωσιν ὡς σῖτον μέ τούς ὀδόντας των, ἵνα γίνῃ ἄρτος γλυκύς καί καθαρός εἰς τόν Θεόν.
Αὐτά τώρα ἐδῶ ἀκριβῶς περιέχονται στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του.[2] Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι κάποιος βιογράφος ἔμαθε ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι γραμμένα στήν ἐπιστολή, πού σώζεται μέχρι σήμερα, τήν ὁποία στέλνει στούς χριστιανούς τῆς Ρώμης καί τούς παρακαλεῖ νά μή μεσιτεύσουν, νά μήν κάνουν καμιά ἐνέργεια, ὥστε νά μήν τόν ρίξουν στά θηρία. Ἤθελε πολύ νά βρεθεῖ στό στόμα τῶν θηρίων. Τά δόντια τῶν θηρίων, τῶν λιονταριῶν, νά γίνουν σάν μυλόπετρες πού θά τόν ἀλέσουν, ὅπως λέει ἐδῶ, ὡς σῖτον μέ τά δόντια τους, γιά νά γίνει ἄρτος γλυκύς καί καθαρός στόν Θεό.
Ἐβλήθη λοιπόν ὁ μακάριος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἰς τό μέσον τοῦ καλουμένου Ἀμφιθεάτρου καί κατεξεσχίσθη ἀπό τούς κατ᾿ αὐτοῦ ὁρμήσαντας λέοντας, οἵτινες ἔφαγον μέν ὅλας του τάς σάρκας, ἄφησαν δέ μόνον τά παχύτερα κόκκαλα, τά ὁποῖα συναθροίσαντες οἱ Χριστιανοί τά ἔφερον εἰς τήν Ἀντιόχειαν.
Μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου νά κάνουμε καί ἀπόψε ἀγρυπνία. Χρόνια τώρα ἔχουμε πού κάνουμε ἀγρυπνία τή νύχτα αὐτή, καί λέμε ὅ,τι μᾶς φωτίσει κάθε φορά ὁ Θεός. Ἄλλη φορά διαβάσαμε καί ἀπό τίς ἐπιστολές του. Εἶναι φοβερές! Καί καλό θά ἦταν κάθε χριστιανός νά τίς ἔχει στή βιβλιοθήκη καί νά τίς διαβάζει ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν.
«Δεῦρο πρός τόν Πατέρα»
Τώρα, ἐκεῖνο πού καί ἄλλη φορά, νομίζω, τό προσέξαμε ἔτσι ἰδιαίτερα, καί αἰσθάνομαι ὅτι καί ἀπόψε εἶναι καλό νά τό προσέξουμε, εἶναι αὐτό πού λέει σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές του:[3] Πῦρ, φωτιά ἔχει μέσα του, πού τοῦ λέει· Δεῦρο πρός τόν Πατέρα. Δηλαδή εἶχε ἀγάπη πολλή στόν Χριστό· ἀγάπη. Λέει σέ ἄλλο σημεῖο: Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται. Καί δέν τό τονίζουμε συνήθως αὐτό πού εἶναι, νομίζω, ἀλήθεια. Ὅτι δηλαδή δέν εἶχε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἁπλῶς μιά ἀνθρώπινη ἀγάπη στόν Χριστό. Ὅση ἀνθρώπινη ἀγάπη εἶχε τήν ἔδωσε, ἀλλά ἦρθε ὅμως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί τοῦ ἔδωσε πλέον ἀγάπη, πού εἶναι ἄκτιστη ἀγάπη. Ὄχι ἕνα δημιούργημα κτιστοῦ ἀνθρώπου, κτιστῆς καρδιᾶς, ἀλλά ὅπως τό λέει: Φωτιά ἔχω μέσα μου· φωτιά. Εἶναι αὐτή ἡ φωτιά τῆς χάριτος, πού τόν καλεῖ: «Ἔλα στόν Πατέρα». Δεῦρο πρός τόν Πατέρα.
Πληροφοροῦμαι ἀπό ἐδῶ, ἀπό ἐκεῖ ὅτι παραπονοῦνται οἱ χριστιανοί: «Νά, δέν ἔχω ἀγάπη, δέν ἔχω ταπείνωση, δέν ἔχω μετάνοια, δέν ἔχω πίστη». Καί τήν ὅποια ἄλλη ἀρετή. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ποῦμε –πού τό ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς– εἶναι τό ἑξῆς. Ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια; Δέν ἔχεις, δέν μπορεῖς νά ἔχεις ἀρετή. Ἡ ἀνθρώπινη πίστη εἶναι πολύ φτωχή, ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη εἶναι πολύ φτωχή, ὅσο κι ἄν εἶναι φλογερή.
Στήν ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα ὑπάρχει μιά φράση, μέ τήν ὁποία παρακαλεῖ ὁ ἱερέας τόν Θεό μπροστά στούς μελλονύμφους: Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς ἀγάπην τελείαν. «Νά τούς δώσεις, Θεέ, τελεία ἀγάπη». Καί λέει ὁ π. Σμέμαν ἑρμηνεύοντας τήν ὅλη ἀκολουθία τοῦ γάμου καί τοῦ ἀρραβῶνος, ὅτι αὐτοί οἱ μελλόνυμφοι, πού εἶναι ἐνώπιον τοῦ ἱερέα καί ἀκοῦν νά λέει αὐτά τά λόγια, θά ποῦν ἴσως: «Τί μᾶς λέει αὐτός τώρα; Ἐμεῖς καιγόμαστε ἀπό ἀγάπη». Καί ἑρμηνεύει, ἐξηγεῖ ὁ π. Σμέμαν ὅτι ἡ ἀγάπη πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ὅ,τι καί νά εἶναι, καί μανιακή ἀκόμη νά εἶναι, εἶναι ἀνθρώπινη ἀγάπη. Τό θέμα εἶναι νά τούς δώσει ὁ Θεός τήν ἀγάπη τήν οὐράνια, τή θεϊκή, τήν ἀγάπη πού εἶναι χάρη Θεοῦ.
(Μιά καί ὁ λόγος γιά τόν γάμο, νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι γάμος αὐτός, ἔτσι ὅπως τώρα γίνεται, καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὁ γάμος ἔτσι ὅπως τόν κάνουν οἱ ἄνθρωποι πολύ συμφεροντολογικά, πού τάχα ψάχνουν νά δοῦν ἄν ταιριάζουν ἤ ὄχι, καί πολλές φορές σάν μεθυσμένοι τάχα παντρεύονται, καί ὕστερα ἀπό λίγο καιρό αὐτά ἐξανεμίζονται. Ἅμα δέν ταπεινωθεῖς καί δέν κόψεις τό θέλημά σου μέσα στόν γάμο, ἅμα δέν κάνεις τήν ὑπομονή πού χρειάζεται καί δέν περιμένεις διά τῆς πίστεως νά ἔρθει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι φτωχός θά εἶσαι καί τίποτε δέν θά γευτεῖς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ.)
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λοιπόν ἔχει αὐτή τήν ἀγάπη τῆς χάριτος, τοῦ οὐρανίου πυρός, τῆς οὐράνιας φωτιᾶς, καί γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται ἔτσι καί γι᾿ αὐτό τά γράφει ἔτσι, καί παρακαλεῖ: «Μήν τυχόν κάνετε τίποτε καί δέν μέ βάλουν στά θηρία. Θέλω πάρα πολύ νά μέ φᾶνε τά θηρία, γιά νά ἀλεσθῶ, ὅπως ἀλέθουν τό σιτάρι, καί νά γίνω ἄρτος γλυκύς στόν Θεό».
«Τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ»
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέει καί αὐτό, πού τό ἀναφέραμε καί ἄλλη φορά, καθώς τόν ἔχουν ἤδη δέσει καί ὁδηγεῖται δεμένος στή Ρώμη: «Τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ». Καί φαίνεται ὅτι τό στρατιωτικό ἀπόσπασμα πού τόν συνοδεύει, μερικές φορές τοῦ φέρεται πολύ ἄσχημα. Τόν πηγαίνουν δεμένο στή Ρώμη, διότι ἔχει καταδικαστεῖ νά τόν ρίξουν στά ἄγρια θηρία, καί νά γίνει ἔτσι θέαμα στούς Ρωμαίους. Αὐτοί δέν εὐκαιροῦσαν γιά τίποτε ἄλλο καί δέν ζητοῦσαν τίποτε ἄλλο παρά νά ἔχουν νά τρῶνε, νά καλοπερνοῦν καί νά ἔχουν θεάματα. Τό τί ἔγινε κατά καιρούς δέν λέγεται! Καί σήμερα τάχα τά τιμοῦμε ὅλα αὐτά καί τά θαυμάζουμε καί τάχα τά ὀνομάζουμε καί πολιτισμό.
Πηγαίνοντας, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, λέει: «Τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ». Ναί, ὁ ἅγιος αὐτός αἰσθάνεται ὅτι τώρα θά γίνει τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε μέσα στήν ψυχή τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἐπειδή ὅμως τό ἴδιο, τρόπον τινά, συμβαίνει σέ ὅλους τούς ἁγίους, κατά ἕναν τρόπο στόν ἕναν, κατά ἕναν ἄλλο τρόπο στόν ἄλλο, καταλαβαίνουμε πώς αὐτό τό ζοῦσε ὁ ἅγιος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν.[4]Καθένας ὁ ὁποῖος θά πιστέψει στόν Χριστό καί θά ἀφεθεῖ, θά ἀφοσιωθεῖ στόν Χριστό μέ ὅλες του τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, σιγά-σιγά αὐτή εἶναι ἡ προκοπή πού θά ζήσει. Ἡ πνευματική, ἡ ἐν Χριστῷ προκοπή τῶν ἁγίων εἶναι αὐτή, ὅτι ὅλο καί περισσότερο αἰσθάνονται πώς τίποτε δέν εἶναι. Τίποτε δέν εἶναι. Ὅλο καί περισσότερο τό αἰσθάνονται.
Ἐμεῖς δέν ξέρουμε ἀπό τέτοια πράγματα. Γι᾿ αὐτό συχνά τονίζουμε ὅτι εἴμαστε ψευτοχριστιανοί καί ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ψευτοχριστιανική ζωή· δέν εἶναι δηλαδή ἀληθινή. Καί τά λέμε συχνά, μήπως καί ξυπνήσουμε.
Ὁ ἅγιος πίστεψε στόν Χριστό, παραδόθηκε στόν Χριστό καί δέν ἔκανε καθόλου πίσω. Καί ὁπωσδήποτε ἦρθε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι καί φωτιά μέσα του. Ἡ ἀγάπη καί ὅλα αὐτά πού αἰσθάνεται εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὁποία χάρη πέφτει σάν προβολέας ἰσχυρός, ἄς ποῦμε, ἐπάνω στόν καθένα, καί φανερώνεται πέρα γιά πέρα ὁ ἄνθρωπος κάτω ἀπό αὐτόν τόν προβολέα. Καί καθώς εἶναι μεθυσμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Ὄχι ὅμως μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτό τοῦ φέρνει ἀπελπισία, τοῦ φέρνει ἀπόγνωση, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀνάβει κανείς πιό πολύ. Καί βεβαιώνεται πέρα γιά πέρα ὅτι τό πᾶν εἶναι νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό· νά πεθάνει ὁ ἴδιος, νά ζήσει μέσα του ὁ Χριστός, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Βλέπει δηλαδή ὅτι δέν εἶναι τίποτε χωρίς τόν Χριστό, καί γι᾿ αὐτό ἀγαπᾶ ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστό, πηγαίνει ὅλο καί πιό πολύ στόν Χριστό, καί δέν κάνει καθόλου πίσω. Καί λέει: «Ἐγώ τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ». Ὄχι ὅτι δέν ἦταν. Εὐθύς ἐξαρχῆς πίστεψε στόν Χριστό, εὐθύς ἐξαρχῆς ἀγάπησε τόν Χριστό· εὐθύς ἐξαρχῆς. Φαίνεται ὅτι ἔκανε καμιά σαρανταριά χρόνια στήν Ἀντιόχεια ἐπίσκοπος καί ἐποίμανε τό ποίμνιό του. Καταλαβαίνουμε τώρα ὅλοι μας τί ἔγινε τά χρόνια αὐτά μέσα στήν ψυχή του. Καί τόν ἀξίωσε ὁ Θεός ὕστερα νά ἀπολαύσει –ἔτσι πρέπει νά τό ποῦμε– νά ἀπολαύσει τό μαρτύριο αὐτό, ἀλλά μέ αὐτή τή διάθεση: «Τώρα, τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ».
Νομίζω ὅτι πρέπει πολύ νά προβληματιστεῖ ὅποιος χριστιανός δέν ἀρχίσει κάπως ἔτσι νά νιώθει, ὅτι δηλαδή εἶναι ἕνα τίποτε ὡς ἄνθρωπος καί ὅτι οἱ ἀρετές του εἶναι ψευτοαρετές. Νά νιώσει ἔτσι καί νά ἀρχίσει ἀκριβῶς νά τρέχει πρός τόν Χριστό. Ὁπότε, ὅσο περισσότερο δέχεται τή χάρη, τόσο περισσότερο ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τόσο περισσότερο ἐπιθυμεῖ τόν Χριστό, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε. Ἔτσι καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, τώρα πού θά πάει ἐκεῖ στή Ρώμη καί θά ἑνωθεῖ διά μέσου τοῦ μαρτυρίου μέ τόν Χριστό, θά γίνει τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει.
Αὐτός εἶναι ὁ καημός τῆς ἁγίας ψυχῆς: νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ μιά γιά πάντα. Ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε ἀπό αὐτά. Ζοῦμε τήν ἀνθρώπινη ζωή, τήν κοσμική αὐτή ζωή, τήν ὑλική ζωή, εἴμαστε καί λίγο χριστιανοί καί τά βολεύουμε. Πῶς ἕνας μεθάει καί μιά χαρά περνάει· δέν ξέρει τίποτε ἄλλο. Ὅταν ὅμως κανείς ἀληθινά κινηθεῖ πρός τόν Χριστό, ἀργά ἤ γρήγορα θά αἰσθανθεῖ, ἐπαναλαμβάνω, αὐτό τό τίποτέ του, αὐτή τήν ἀχρειότητά του καί δέν κάνει πίσω. Ὁ ἐγωιστής κάνει πίσω, ὁ ἐγωιστής λέει: «Εἶμαι ἀνάξιος». Ὁ ταπεινός, πού συνειδητοποιεῖ πλήρως τί εἶναι, ὄντως ἔμαθε αὐτό τό μάθημα, νά ζητάει τόν Χριστό, νά πηγαίνει πρός τόν Χριστό, νά κινεῖται πρός τά ἐκεῖ, νά ἀγαπᾶ τόν Χριστό. Τρέχει καί εἶναι γεμάτος ἐλπίδα καί πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος θά τόν δεχθεῖ, ἀλλά κάνει ὅμως ἐκεῖνος τό ἀνθρώπινο, τήν ἀνθρώπινη πλευρά. Βλέπετε, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λαμβάνει πρόνοια καί γράφει στούς Ρωμαίους: «Μήν τυχόν κάνετε τίποτε, μήν τυχόν βάλετε κάποια μέσα καί γλιτώσω ἀπό τά θηρία. Ἀφῆστε νά μέ φᾶνε τά θηρία, διότι ἐγώ τώρα θά γίνω τοῦ Χριστοῦ».
Αὐτό –τό νά ἑνωθεῖ κανείς μέ τόν Χριστό– εἶναι κάτι τό ὁποῖο πρέπει νά συμβεῖ στόν καθένα μας. Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑποψιαζόμαστε καθόλου ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι τά πράγματα, νά ἀνησυχήσουμε μέ τήν καλή ἔννοια καί νά ἀποφασίσουμε νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί.
20-12-2005
[1]. Βλ. Συναξαριστής, σσ. 376-378.
[2]. Βλ. Ἁγίου Ἰγνατίου, Πρός Ρωμαίους, στό: ΒΕΠΕΣ, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τόμ. 2, Ἀθήνα 1955, σ. 275: Σῖτός εἰμι τοῦ Θεοῦ, καί δι᾿ ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρός ἄρτος Θεοῦ εὑρεθῶ. Μᾶλλον κολακεύσατε τά θηρία, ἵνα μοι τάφος γένωνται, καί μηδέν καταλείπωσι τῶν τοῦ σώματός μου, ἵνα μή κοιμηθείς βαρύς τινι εὑρεθήσομαι. Τότε δέ ἔσομαι μαθητής ἀληθής ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅτε οὐδέ τό σῶμά μου ὁ κόσμος ὄψεται.
[3]. Ὅ.π. σ. 276.
[4]. Βλ. Α΄ Τιμ. 1, 15.