Τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μελάνης τῆς Ρωμαίας[1]
Αὕτη ἡ ἁγία ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Ὀνωρίου τοῦ υἱοῦ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου, ἐν ἔτει 400, καταγομένη ἀπό γένος πλούσιον καί λαμπρόν καί περίδοξον. Ἐπειδή δέ ἐξ ὅλης ψυχῆς ἠγάπησε τόν Κύριον, ἐπροτίμησε νά παρθενεύῃ· οἱ γονεῖς της ὅμως συνῆψαν αὐτήν καί μή θέλουσαν διά γάμου μετ᾿ ἀνδρός καί ἔγινε μήτηρ δύο παιδίων. Ἔπειτα ἀποθνῄσκουσιν οἱ γονεῖς καί τά τέκνα της. Διά ταῦτα ἀφήσασα ἡ μακαρία τήν πόλιν Ῥώμην διέτριβεν ἔξω εἰς τό ἀγροκήπιόν της πᾶσαν ἄσκησιν καί ἀρετήν μεταχειριζομένη, τούς ἀσθενεῖς ἐπιμελουμένη, τούς ἐρχομένους ξένους ὑποδεχομένη καί τούς ἐν φυλακαῖς καί ἐξορίαις ἐπισκεπτομένη. Ὕστερον δέ πωλήσασα ὅλα τά ὑποστατικά καί τήν περιουσίαν της, πολλήν οὖσαν, ἐσύναξεν ἐκ τῆς πωλήσεως δώδεκα μυριάδας χρυσίου (ἑκατόν εἴκοσι χιλιάδας φλωρίων), τά ὁποῖα ἐμοίραζεν εἰς ἐκκλησίας καί μοναστήρια.
Καί κατά μέν τάς ἀρχάς ἔτρωγεν εἰς δύο ἡμέρας μίαν φοράν, μετά ταῦτα δέ ἐνήστευε τάς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἔτρωγε δέ μόνον τό Σάββατον καί τήν Κυριακήν. Ἐσυνήθισε δέ καί ἐγυμνάσθη ἡ ἀοίδιμος εἰς πᾶσαν ἄσκησιν μέ γνῶσιν πολλήν καί διάκρισιν καί ἐκαλλίγραφε πολλά ὡραῖα καί ἔντεχνα.
Ὕστερον δέ ὑπῆγεν εἰς τήν Ἀφρικήν καί ἐκεῖ διανύσασα χρόνους ἑπτά καί μοιράσασα τόν περισσότερον πλοῦτόν της ὑπῆγεν εἰς Ἀλεξάνδρειαν καί ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ λοιπόν ἐγκλείει τόν ἑαυτόν της ἡ μακαρία εἰς ἕν κελλίον καί μέ τό παράδειγμά της ἑλκύει εἰς τόν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀσκήσεως ἐνενήκοντα παρθένους καί καλογραίας, εἰς τάς ὁποίας ἔδιδεν ἀδιακόπως τά πρός τήν χρείαν τῆς ζωῆς. Ἐπειδή δέ ἐκυριεύθη ἀπό τόν πόνον τοῦ πλευροῦ, ἠσθένησε πολλά καί προσκαλέσασα τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐλευθερουπόλεως ἐδέχθη παρ᾿ αὐτοῦ τήν θείαν κοινωνίαν. Εἶτα ἀποχαιρετήσασα ὅλας τάς ἀδελφάς, ἀφῆκε τήν τοῦ Ἰώβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο». Καί οὕτως εὐθύς παρέδωκεν ἡ ἀοίδιμος τήν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Μιά διαφορά τοῦ «καλοῦ χριστιανοῦ» ἀπό τούς ἁγίους
Ὁ βίος τῆς ὁσίας Μελάνης στόν Συναξαριστή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι συνοπτικός. Μπορεῖ νά τόν βρεῖ κανείς ἀλλοῦ μέ περισσότερες λεπτομέρειες καί νά τόν διαβάσει. Θά λέγαμε μάλιστα ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό στρωμένους βίους.
Ἀπό τό ἕνα μέρος βλέπουμε ἐκεῖ ὅτι ὅλες της οἱ ἐνέργειες, ὅλες της οἱ πράξεις εἶναι πιό πέρα ἀπό ἐκεῖνο πού συνηθίζει νά κάνει ὁ καθένας ἀπό μᾶς ὡς καλός χριστιανός. Νά πάρουμε τήν πιό καλή περίπτωση: Πάει κανείς ὥς ἕνα σημεῖο καί ἐκεῖ βολεύεται. Ἀντίθετα, ὅλες οἱ πράξεις τῆς ἁγίας, ὅλες οἱ ἐνέργειές της εἶναι πέρα ἀπό αὐτή τή βόλεψη. Εἶναι αὐτό τό χαρακτηριστικό τῶν ἁγίων. Ἔτσι συμβαίνει, ἐπειδή ὁ ἅγιος παραδίδει τόν ἑαυτό του εἰς θάνατον, ἐπειδή ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ.
Ὅταν λέμε ὅτι εἶναι χαρακτηριστικό τῶν ἁγίων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου εἶναι μιά ἐξαίρεση. Αὐτό ὁ Χριστός τό ἀπαιτεῖ ἀπό τόν καθένα. Πᾶς ὅς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.[2] Ἤ: Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ … ἔτι καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι.[3] Οἱ ἅγιοι τό ἔχουν αὐτό. Δέν κάνουν συμβιβασμούς. Προχωροῦν ἐκεῖ πού τούς καλεῖ ὁ Θεός. Δέν κάνουν δηλαδή τά δικά τους θελήματα, δέν κάνουν δικές τους ὑπερβολές. Ὅπου τούς καλεῖ ὁ Θεός, ὅπου τούς καλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ πηγαίνουν.
Ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχουμε αὐτό στή ζωή τῆς ἁγίας Μελάνης, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔκανε ἡ ἁγία Μελάνη εἶναι πράγματα πού μποροῦν νά γίνουν. Καί γι᾿ αὐτό εἶπα ὅτι εἶναι στρωμένος ὁ βίος της. Δηλαδή, βρίσκουμε σέ βίους ἄλλων ἁγίων μερικά πράγματα πού διερωτᾶται κανείς ἐάν σήμερα μπορεῖ νά προχωρήσει κάποιος πρός τά κεῖ. Στόν βίο τῆς ἁγίας Μελάνης βλέπουμε ὅτι, ἐνῶ εἶναι ἁγία ἡ ζωή της, ἐνῶ εἶναι ἅγιες ὅλες οἱ πράξεις της καί ὅλες οἱ ἐνέργειές της, ἐνῶ ὅλη ἡ ζωή της εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού συνηθίζει ὁ καθένας, καθώς βολεύεται, συγχρόνως ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι καί προσιτά. Εἶναι πράγματα στά ὁποῖα καί σήμερα καί πάντοτε μπορεῖ κανείς νά προχωρήσει, νά τά κάνει καί νά τά ζήσει.
Ὁπωσδήποτε βέβαια, κάνοντας κανείς αὐτό προχωράει στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, προχωράει στήν περιοχή ἐκείνη πού ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στή σωτηρία· καί φυσικά, ὅπως συχνά λέμε, σωτηρία καί ἁγιότης ταυτίζονται. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅποιος δέν ἀναγνωρίσθηκε ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν σώθηκε. Ὄχι. Ὁ Θεός ξέρει ποιούς σώζει, ἀλλά ὅμως ὅλοι οἱ σεσωσμένοι μετέχουν τῆς ἁγιότητος.
«Γιατί δέν μᾶς τά λέγατε καί αὐτά;»
Θά μπορούσαμε λοιπόν νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τόν βίο τῆς ἁγίας Μελάνης, καί ὅποιος καί ὅποια μπορεῖ νά τόν διαβάσει καί ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι γραμμένος κατά πλάτος, ἀκόμη καλύτερα.
Βλέπουμε ἐδῶ, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἀπό τή Ρώμη πῆγε στήν Ἀφρική καί ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς τά Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἐγκλείει τόν ἑαυτόν της ἡ μακαρία εἰς ἕν κελλίον καί μέ τό παράδειγμά της ἑλκύει εἰς τόν ὅμοιον ζῆλον τῆς ἀσκήσεως ἐνενήκοντα παρθένους… Στό τέλος ἀρρώστησε ἀπό τόν πόνο τοῦ πλευροῦ. Ἴσως ἀπό πλευρίτιδα. Ἀρρώστησε καί κοινώνησε. Ἀλλά ὅλα αὐτά ὅμως μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ἀληθινό, μέσα σέ ἕνα πνεῦμα κοινωνίας μέ τόν Θεό, μέσα στό πνεῦμα τοῦ ἁγιασμοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταλαβαίνει τί θά γίνει καί ἀποχαιρετᾶ τίς ἀδελφές –ἐνενήντα παρθένους εἶχε συγκεντρώσει– καί φεύγει ἀπό τόν κόσμο λέγοντας: Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο.[4]
Δέν ξέρω ἄν πρέπει νά ἐπιστήσω τήν προσοχή σας σέ κάτι, καίτοι μερικά πρέπει νά ἀποφεύγονται νά λέγονται. Ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος, στόν ἄλλο κόσμο φοβοῦμαι μήπως πρῶτα ὁ Θεός θά πεῖ: «Γιατί δέν λέγατε καί αὐτά;» Ἀλλά καί ἀρκετοί ἀπό σᾶς τούς ἀκροατές θά πεῖτε: «Γιατί δέν μᾶς τά λέγατε καί αὐτά;» Ἐκεῖνο λοιπόν πού μοῦ ἔρχεται νά πῶ –ἤθελα καί ἄλλες φορές νά τό ἀναφέρω, ἀλλά τό ἀπέφευγα· σήμερα ὅμως θά τό πῶ– εἶναι τό ἑξῆς: Δέν ξέρω ἄν ἔχετε προσέξει ἐσεῖς ὅτι, ὅσες τέτοιες περιπτώσεις διαβάζουμε, σχεδόν εἶναι ἔτσι ὅπως λέει καί ἐδῶ. Δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε προσέξει. Προσωπικά θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι ὄχι μόνο τότε συνέβαιναν αὐτά, ἀλλά καί σήμερα συμβαίνουν.
Λέει λοιπόν ἐδῶ: Αὕτη ἡ ἁγία … ἐπειδή ἐξ ὅλης ψυχῆς ἠγάπησε τόν Κύριον, ἐπροτίμησε νά παρθενεύῃ· οἱ γονεῖς της ὅμως συνῆψαν αὐτήν καί μή θέλουσαν διά γάμου μετά ἀνδρός καί ἔγινε μήτηρ δύο παιδίων. Καλά· αὐτά εἶναι συνηθισμένα. Ἀλλά ὅμως εἶναι συνηθισμένο καί αὐτό πού ἔχει στή συνέχεια, καί δέν ξέρω ἄν τό ἔχετε προσέξει: Ἔπειτα ἀποθνῄσκουσιν οἱ γονεῖς καί τά τέκνα της. Καί ἄλλες φορές τό βρήκαμε αὐτό. Κάνει ἐντύπωση δηλαδή ὅτι πέθαναν καί οἱ γονεῖς καί τά τέκνα. Ἄλλοτε μόνο οἱ γονεῖς.
Καθόλου δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἐμποδίζουμε τόν Θεό νά ἱερουργεῖ σέ μιά ψυχή
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι πάνω στήν καθεμιά ψυχή κανείς δέν ἔχει ἐξουσία. Κανείς. Ὅλοι καλούμαστε νά εἴμαστε ὑπηρέτες. Πρῶτα οἱ γονεῖς βέβαια, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι καλούμαστε νά ὑπηρετήσουμε τήν καθεμιά ψυχή, ὅπως καί ἐκείνη μέ τή σειρά της θά ὑπηρετήσει ἄλλους. Κανείς λοιπόν δέν ἔχει ἐξουσία ἐπάνω σέ μιά ψυχή. Ἀκόμη καί στήν ὑπακοή ὅ,τι γίνεται, γίνεται σάν ὑπηρεσία σ᾿ αὐτήν, γίνεται γιά νά βοηθηθεῖ.
Ἡ κάθε ψυχή εἶναι φωτιά, εἶναι κίνδυνος-θάνατος, ἄς ποῦμε. Δέν μπορεῖ κανείς νά τή μεταχειρίζεται ὅπως θέλει. Γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει σημασία τί ἔχει κάνει καί τί κάνει ἡ ἁμαρτία μέσα του, καί πῶς παρουσιάζονται πολλές ψυχές πού γίνονται ἀποκρουστικές. Βαθύτερα ἡ καθεμιά ψυχή δέν παύει νά εἶναι τό ἱερό τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας μας ἔχουμε ψυχή, καί ὁ καθένας μας εἴμαστε τό ἱερό τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἐν σχέσει μέ τίς ἄλλες ψυχές, καθόλου δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνουμε σ᾿ αὐτές, νά τίς ἐξουσιάζουμε, καί κυρίως δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἐμποδίζουμε νά εἰσέρχεται καί νά ἱερουργεῖ ὁ Θεός σ᾿ αὐτές καί νά τίς ἁγιάζει. Αὐτό δέν μᾶς ἐπιτρέπεται.
Βέβαια, ἀπό τήν πλευρά τῆς ψυχῆς ἡ καθεμιά εἶναι ἐλεύθερη, καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι αὐτό τό δικαίωμα τό ἀφήνει ὁ Θεός στήν ψυχή. Δηλαδή: Θέλει νά κάνει κακό στόν ἑαυτό της; Τήν ἀφήνει ὁ Θεός νά κάνει κακό. Καί αὐτό, διότι σέβεται τήν ἐλευθερία της. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ἀφήνει καί χάνονται ψυχές. Ὅταν ὅμως μιά ψυχή, μέ τήν ἔμπνευση φυσικά τοῦ Θεοῦ καί μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, θέλει τόν Θεό, ποθεῖ τόν Θεό, εἶναι κίνδυνος-θάνατος, ἐάν κάποιος σταθεῖ ἐμπόδιο.
Ἀπό τό ἕνα μέρος δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάζει κανείς μιά ψυχή, νά τήν πειθαναγκάζει, γιά νά εἶναι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί στόν παράδεισο δέν ἐπιτρέπεται νά τή βάλει κανείς μέ τό ζόρι, ἄς ποῦμε. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως δέν ἐπιτρέπεται νά ἐμποδίζει κανείς κάποια ψυχή πού θέλει τόν Θεό. Εἶναι κίνδυνος-θάνατος.
Δέν ξέρω, ἐπαναλαμβάνω, ἄν τό προσέξατε, καθώς διαβάζουμε ἐδῶ τούς βίους τῶν ἁγίων καί ἀκοῦτε ὅλοι. Ἐγώ τό πρόσεξα ἀρκετές φορές ὅτι τόν παλιό καιρό σέ ἀρκετές περιπτώσεις βλέπουμε αὐτό: Ὅσοι πᾶνε νά ἐμποδίσουν μιά ψυχή νά δοθεῖ στόν Θεό, κατ᾿ ἀρχήν φαίνεται ὅτι ἐπιτυγχάνουν αὐτό τό ὁποῖο θέλουν. Δηλαδή ἐμποδίζουν τόν Θεό νά ἱερουργεῖ στήν ψυχή, τόν ἐμποδίζουν νά τήν ἔχει δική του. Ἀλλά αὐτό εἶναι οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά φανεῖ πόσο σταθερή εἶναι ἡ ψυχή στήν ἀπόφασή της νά δοθεῖ στόν Θεό, πόση ἀγάπη ἔχει γιά τόν Θεό, καί δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά ἕναν ἐνθουσιασμό. Καί ὅταν βεβαιωθεῖ ὁ Θεός –ὄχι ὅτι δέν τό ξέρει· ὁ Θεός τό ξέρει αὐτό, ἀλλά τά ἐπιτρέπει αὐτά, γιά νά τό δοῦμε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή– ὅταν λοιπόν βεβαιωθεῖ ὁ Θεός ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι δική του, τότε βγάζει ἀπό τή μέση τά ἐμπόδια, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά. Ὄχι πάντοτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός τιμωρεῖ κάποιον πού εἶναι ἐμπόδιο. Διότι κάνοντας αὐτό ὁ Θεός, μπορεῖ νά σώζει καί ἐκεῖνες τίς ψυχές πού ἐμποδίζουν.
Στήν περίπτωση τῆς ἁγίας Μελάνης πῆρε τούς γονεῖς της καί τά παιδιά της. Πάντως, εὐθύς ἐξαρχῆς ἡ ψυχή αὐτή ἀνῆκε στόν Θεό καί, καθώς οἱ γονεῖς μπῆκαν ἐμπόδιο καί ἐν συνεχείᾳ ἦλθαν καί τά παιδιά, ὁ Θεός τήν ἐλευθέρωσε καί ἀπό τούς γονεῖς καί ἀπό τά παιδιά χωρίς, ἐπαναλαμβάνω, νά σημαίνει ὅτι αὐτό ἦταν τιμωρία γιά ἐκείνους. Μπορεῖ ἀκριβῶς μέ αὐτόν τόν τρόπο νά κέρδισαν καί ἐκεῖνοι τόν παράδεισο. Ἀλλά τό θέμα εἶναι ὅτι ἡ ψυχή λυτρώνεται, ἐλευθερώνεται, διότι εἶναι ὄργανο τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό της καί πρέπει νά κάνει αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Τό βλέπουμε τόσο χαρακτηριστικά στήν περίπτωση τῆς ἁγίας Μελάνης.
Καί ἄλλα μποροῦμε καί χρειαζόταν νά ποῦμε ἀπόψε, ὄχι μόνο μέ ἀφορμή τόν βίο τῆς ἁγίας Μελάνης, ἀλλά καί τόν βίο τοῦ ἁγίου Ζωτικοῦ τοῦ ὀρφανοτρόφου, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι ἐκτενής, καί τόν ἀναφέρει στή συνέχεια ὁ Συναξαριστής. Ὅμως πρέπει νά τελειώσουμε γιά νά προχωρήσουμε στή θεία Λειτουργία.
Νά ποῦμε μόνο αὐτό: Δέν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, ὡραιότερο πράγμα ἀπό τό νά εἶσαι κοντά στόν Θεό, δέν ὑπάρχει ὡραιότερο πράγμα ἀπό τό νά ζεῖς ἐν τῷ Θεῷ. Τό λέω αὐτό τώρα, γιατί μπορεῖ νά φοβηθεῖ κανείς καί νά πεῖ: «Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα μέ τόν Θεό; Νά φύγουμε τότε». Ὄχι. Κοντά του εἶναι ἡ χαρά, ἡ λύτρωση, ἡ σωτηρία. Τίποτε δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ αὐτό πού σοῦ δίνει ὁ Θεός. Ἤ, μᾶλλον, τίποτε δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μαζί του. Τίποτε. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, παρακαλῶ, νά εἴμαστε προσεκτικοί. Χρειάζεται προσοχή· προσοχή μετά σοβαρότητος, μετά φόβου καί τρόμου. Μήν κάνουμε αὐθαιρεσίες. Μέρα μέ τήν ἡμέρα νά συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί πιό πολύ ὅτι ὅλοι μας, οὔτε κάν τόν ἑαυτό μας δέν ἐξουσιάζουμε, ὄχι ἄλλους, καί ὅτι ὅλοι εἴμαστε καί πρέπει νά εἴμαστε ὄργανα τοῦ Θεοῦ.
31-12-1987
[1]. Βλ. Συναξαριστής, σσ. 444-445.
[2]. Λουκ. 14, 33.
[3]. Λουκ. 14, 26.
[4]. Ἰώβ 1, 21.