Σύντομος ὁδός σωτηρίας
Σεβασμιώτατε, σᾶς εὐχαριστῶ πού μοῦ κάνατε τήν πρόσκληση, γιά νά προσφέρω καί ἐγώ κάτι στό μεγάλο καί πλούσιο πνευματικό ἔργο πού κάνετε στή θεόσωστο ἐπαρχία σας. Ἀλλά ἔχω ἕναν φόβο· μήπως δέν θά μπορέσω νά δώσω αὐτό τό ὁποῖο κι ἐσεῖς καί ὅλοι οἱ ἀδελφοί περιμένετε. Γι᾿ αὐτό, γιά νά αἰσθάνομαι ἄνετα, θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω νά μήν περιμένετε τόσα πολλά, ὅσα πιθανόν περιμένετε.
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο καί θά τόν παρακαλέσω νά εὔχεται ὅλη αὐτή τήν ὥρα κι ἐμένα νά μέ φωτίσει ὁ Θεός νά πῶ ὅ,τι τέλος πάντων εἶναι δυνατόν νά λεχθεῖ, ἀλλά νά φωτίσει καί ὅλους μας νά προσέξουμε τόν λόγο του, καί ὅσο γίνεται νά φύγουμε ὠφελημένοι.
Καί τώρα κάνετε ὑπομονή, παρακαλῶ, καί κάνετε ἀγάπη νά μέ ἀνεχθεῖτε. Ὅπως ἀκούσατε ἀπό τόν Σεβασμιώτατο, τό θέμα εἶναι Σύντομος ὁδός σωτηρίας.
Πολύ συνετέλεσε, στό νά ἐπιλέξω αὐτό τό θέμα, ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, πού διαβάστηκε σήμερα στίς ἐκκλησίες. Ὅπως θά γνωρίζετε, ἡ εὐαγγελική περικοπή πού περιέχει τήν παραβολή τοῦἀσώτου,1 καί πού διαβάζεται κάθε χρόνο αὐτή τήν ἡμέρα, αὐτή τήν Κυριακή, εἶναι τό εὐαγγέλιο τῶν εὐαγγελίων. Ἤ, καλύτερα, ὅπως λέει κάποιος, τά εὐαγγέλια εἶναι ἡ καρδιά ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καί ἡπαραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι τό εὐαγγέλιο τῶν εὐαγγελίων. Καί ὅπως κάποιος ἄλλος λέει, ἐάν, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ, δέν προλάβαινε νά πεῖ τίποτε ἄλλο καί ἔλεγε μόνο αὐτή τήν παραβολή, ἔφθανε αὐτή, γιά νά μᾶς πείσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτός πού μέσα του κατοικεῖ τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς2 καί εἶναι αὐτός πού ἦρθε νά σώσει τόν κόσμο. Δέν μπορεῖ κανείς τέτοια μέρα, καθώς μάλιστα ἔχει καί ἕνα τέτοιο θέμα, Σύντομος ὁδός σωτηρίας, νά μήν ἀναφερθεῖ σ᾿αὐτή τήν παραβολή.
Ἕνας λόγος ἐπίσης πού μέ ἔκανε νά διαλέξω αὐτό τό θέμα, εἶναι καί τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὅσο κουράγιο κι ἄν ἔχει, ὅσο ζῆλο κι ἄν ἔχει, θέλει –προπαντός στίς ἡμέρες μας– ὅλα νά τά κάνει σύντομα· νά μή χρειάζεται πολύς χρόνος, νά μή χρειάζεται, ἄν θέλετε, πολύς κόπος. Ἀκόμη καί στό θέμα τῆς σωτηρίας θά ἤθελε κανείς νά εἶναι τά πράγματα πιό εὔκολα, πιό σύντομα· καί νομίζω ὅτι ἡπαραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ μᾶς βοηθάει σ᾿ αὐτό. Ἄς προχωρήσουμε λοιπόν τώρα στό θέμα καί στήν παραβολή πού ἀκούσαμε σήμερα.
Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος
Ἔχουμε ἀπό τό ἕνα μέρος τόν Θεό· ἀπό τό ἄλλο τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός εἶναι πού ἀγαπᾶ, ὁἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἀγαπιέται. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὁ Θεός δέν ἀγαποῦσε τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος θά ἦταν ἀνύπαρκτος, θά ἦταν μηδέν. Ὁ Θεός ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο, γενικά τό ἀνθρώπινο γένος καί τόν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, πρίν ἀκόμη τόν φέρει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη, ἀγάπησε καί ἀγαπᾶ καί θά ἀγαπᾶ πάντοτε τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι καταναγκαστική, δέν εἶναι, ἄς ποῦμε ἔτσι, ὑποχρεωτική. Ἡἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν σκλαβώνει, δέν αἰχμαλωτίζει, δέν ταπεινώνει, δέν ἐξαφανίζει τό ἀγαπώμενο ὄν, τόν ἄνθρωπο. Ὅσο ἐκδηλώνει ὁ Θεός τήν ἀγάπη του πρός τόν ἄνθρωπο, τόσο ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται,ἐλευθερώνεται, τόσο ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός, ἐφόσον βέβαια ὁ ἄνθρωπος παίρνει τή σωστή στάση ἀπέναντι στόν Θεό.
Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ, στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, νά λέει ὁ Κύριος ὅτι κάποιος εἶχε δύο παιδιά καί ὁ νεώτερος ζήτησε τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καί ἀμέσως προσθέτει καί διεῖλεν –ὁ πατέρας– αὐτοῖς τόν βίον. Δηλαδή ὁ νεώτερος υἱός, πού μπορεῖ νά εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος, δέν θέλει νά εἶναι κοντά στόν πατέρα του. Βλέπετε, ἔτσι ὅπως τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν ἀφήνει περιθώρια νά νομίσουμε ὅτι προσπάθησε αὐτός ὁ πατέρας, προσπάθησε, ἄν θέλετε, ὁ Θεός ἀπό δῶ ἀπό κεῖ νά δεσμεύσει τήν ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ του μέ τό νά βρεῖ ἕναν κάποιο τρόπο νά μήν τό ἀφήσει νά φύγει μακριά. Ὄχι. «Θέλεις τό μερίδιο τῆς περιουσίας πού σοῦ ἀναλογεῖ; Πάρ᾿ το». Καί τούς μοίρασε τήν περιουσία.
Δυό λόγια γιά τήν ἐλευθερία
Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. Τόν τίμησε μέ τά προσόντα, μέ τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε, κυρίως μέ τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε, καί εἶναι πολύ προσεκτικός ὁ Θεός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι· τοῦ φέρεται μέ πολλή διάκριση. Θά λέγαμε ὅτι δέν θέλει νά τόν φέρει σέ δυσκολία. Τοῦ δίνει ὅλη τήν ἀγάπη του, τοῦ λέει ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά ὅμως τόν ἀφήνει ἐλεύθερο. Καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο εἶναι ὅλη ἡ οὐσία τοῦ πράγματος: Θά ἀποφασίσει νά μείνει κανείς μέ τόν Θεό; Ὄχι νά ἐξαναγκαστεῖ. Οὔτε ἀκόμη καί ψυχολογική βία, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, ἐξασκεῖ ὁ Θεός ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Τόν ἀφήνει ἐντελῶς ἐλεύθερο νά ἀποφασίσει ἄν θά μείνει ἤ ὄχι μέ τόν Θεό. Ὁ νεώτερος υἱός θέλει νά φύγει, καί τόν ἀφήνει ὁ πατέρας νά φύγει. Ἀφήνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, καθ᾿ ὅ ἐλεύθερος ὁ ἄνθρωπος, νά φύγει.
Θά ἤθελα σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, πρίν προχωρήσουμε, νά πῶ δυό λόγια ἀκόμη πάνω στό θέμα αὐτό τῆς ἐλευθερίας, γιατί τόσος λόγος γίνεται πάντοτε καί ἰδιαίτερα στίς ἡμέρες μας γιά τήν ἐλευθερία. Ὅσο κι ἄν τυχόν σᾶς φανεῖ παράξενο, ἡ ἐλευθερία, πού τήν ἔχουμε περί πολλοῦ, καί σωστά ὥς ἕνα σημεῖο, δέν εἶναι αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν ἀγαθό· ὄχι. Διότι ἄν ἦταν ἡ ἐλευθερία, ἔτσι ὅπως τήν καταλαβαίνουμε οἱ πολλοί, αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν ἀγαθό, τότε δέν θά εἴχαμε παρά νά ἀφήσουμε ἐλεύθερους τούς ἀνθρώπους νά κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἀλλά βλέπετε, ὁ ἄλλος ἐλευθέρως πηγαίνει καί γίνεται ἀλκοολικός ἤ ναρκομανής, ἤ κάτι ἄλλο μέ τό ὁποῖο καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Τό θέμα λοιπόν δέν εἶναι νά ἀφήσουμε κάποιον ἐλεύθερο. Τό θέμα εἶναι νά βοηθήσουμε τόν καθένα, ὥστε ἐλευθέρως καί ὄχι καταναγκαστικῷ τῷ τρόπῳ νά βρεῖ τήν ἀλήθεια, νά βρεῖ τόν Θεό καί νά μείνει κοντά στόν Θεό, ὁπότε θά εἶναι καί πραγματικά ἐλεύθερος.
Νά μοῦ ἐπιτρέψει ὁ Σεβασμιώτατος κι ἐσεῖς –δέν ξέρω ἄν προσκρούω στίς ἀπόψεις κάποιου– νά πῶὅτι, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό τό ὁποῖο γίνεται σήμερα, δηλαδή πού τονίζουμε τόσο πολύ τό θέμα αὐτό τῆς ἐλευθερίας: νά ἀφήσουμε ἐλεύθερα τά παιδιά, νά ἀφήσουμεἐλεύθερους τούς νέους, νά ἀφήσουμε ἐλεύθερους τούς μεγάλους, γιά νά κάνει ὁ καθένας ὅ,τι θέλει, γιά νά ἀπολαμβάνει ὁ καθένας ὅ,τι θέλει. Εἶναι μεγάλο λάθος, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι, ὅπως ἔλεγαν, tabula rasa, ἄγραφος πίνακας· ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀγγελούδι. Βγῆκε βέβαια ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ σάν ἄγγελος, ἀναμάρτητος, ἁγνός, καθαρός, ἀλλά μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων δέν εἶναι ἔτσι ὁἄνθρωπος. Καί εἴμαστε ὅλοι τέκνα τοῦ Ἀδάμ· δέν ὑπάρχει κανένας πού κατάγεται ἀπό κάπου ἀλλοῦ.
Ὅλοι καταγόμαστε ἀπό τόν Ἀδάμ, καί ἑπομένως σέ ὅλους τό πενήντα τοῖς ἑκατό τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἄν ὄχι περισσότερο, εἶναι ἕνας ἄγριος ἄνθρωπος. Πῶς λοιπόν θά ποῦμε στόν ἄλλο: «Κοίταξε, εἶσαιἐλεύθερος καί κάνε ὅ,τι θέλεις», τή στιγμή πού αὐτό τό πενήντα τοῖς ἑκατό τοῦ ἑαυτοῦ μας, γιά νά μήν πῶ τό ἐνενήντα τοῖς ἑκατό –διότι πάντοτε αὐτό τό μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας ἐπιβάλλεται στό ἄλλο– θά ὁρμήσει ἀπό κεῖ μέσα, θά ξεπεταχτεῖ καί θά κατασπαράξει πρῶτα τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο καί μετά καί τούς ἄλλους;
Ὁ χριστιανός μπολιάζεται μέ τόν Χριστό
Ὁ περιβολάρης πού ἔχει τό περιβόλι μέ τά ἄγρια δένδρα καί τά μπολιάζει, γιά νά τά κάνει ἥμερα, δέν τά μπολιάζει ἁπλῶς καί ξενοιάζει ἀπό κεῖ καί πέρα. Ξέρει πάρα πολύ καλά ὅτι, γιά νά γίνουν τά ἄγρια δένδρα πραγματικά ἥμερα –οἱ ἀχλαδιές, οἱ ροδακινιές, οἱ βερικοκιές, οἱ μηλιές κτλ.– καί νά δίνουν ἥμερο καρπό, χρειάζεται νά τά παρακολουθεῖ ἐπί ἀρκετά χρόνια, μήπως ἀπό τή ρίζα τήν ἄγρια ξεπεταχτοῦν ἄγρια βλαστάρια καί σκεπάσουν τό μπόλι, τό ἥμερο μέρος τοῦ δένδρου, καί ἔτσι, ἐνῶ εἶναι μπολιασμένο τό δένδρο καί ἐνῶ ἔχει τίς δυνατότητες νά γίνει ἥμερο, τελικά θά εἶναι πάλι ἕνα ἄγριο δένδρο, καί μάλιστα, καθώς θά πετάξει πολλά βλαστάρια, δέν θά εἶναι ἕνα, ἀλλά θά γίνουν τρόπον τινά περισσότερα. Τί τό ὄφελος;
Ὁ χριστιανός μπολιάζεται μέ τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα, ἕως ὅτου φθάσει κανείς εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,3 χρειάζεται, ὅσο κι ἄν φανεῖ παράξενο, κάποιος ἤ κάποιοι νά παρακολουθοῦν τόν ἄνθρωπο. Κυρίως ὅταν εἶναι μικρό παιδί, νά τόν παρακολουθοῦν καί συνέχεια νά κόβουν τά βλαστάρια τῆς ἄγριας ρίζας, γιά νά γίνει νέος ἐν Χριστῷἄνθρωπος. Ἀπό ποῦ ὥς ποῦ λοιπόν νά τοῦ ποῦμε: «Εἶσαι ἐλεύθερος. Κάνε ὅ,τι θέλεις. Μόνο ὅταν κάνεις ὅ,τι θέλεις, εἶσαι ἐλεύθερος»;
Εἶναι βέβαια ἐλεύθερος ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν θέλει, νά εἶναι χριστιανός· ἄν δέν θέλει… Ἀλλά ἄν θέλει ὅμως νά εἶναι χριστιανός, δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό κεῖ καί πέρα. Εἶναι δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦκαί ὑπακούει στόν Χριστό καί κάνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ· καί ὅλα ὅσα δέν εἶναι Χριστός, ὅσα δέν εἶναι ἀρετές τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ζωή τοῦ Χριστοῦ, κόβονται ἀλύπητα.
Ἐπιτρέψτε μου τώρα ἀμέσως κιόλας νά πῶ: Μέσα στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πού σέ λίγο θά μποῦμε –ἤδη εἴμαστε στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί λίγο πολύ ἀπό τώρα κανείς ἑτοιμάζεται– νά μήν πάει κανείς νά ἐξομολογηθεῖ τυπικά καί ἁπλῶς γιά νά πεῖ μερικά συνηθισμένα πράγματα, ἀλλά νά βάλει καλά-καλά κάτω τόν ἑαυτό του καί καθόλου νά μή λυπηθεῖ νά κόψει μέ τή βοήθεια τοῦπνευματικοῦ, μέ τή βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν εἶναι Χριστός.
Δέν ἔχει δικαίωμα ὁ χριστιανός, δέν τοῦ ἐπιτρέπεται τοῦ χριστιανοῦ νά ἔχει ἄλλη ζωή ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός,4 ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί μπόλιασμα μέ τόν Χριστό αὐτό σημαίνει: ἡ ζωή μας πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷΧριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ,5 ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ζωή μας δέν μπορεῖ πλέον νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου κτλ. Ναί, εἶμαι ὁ Κωνσταντίνος, εἶμαι ὁ Βασίλειος, εἶμαι ὁ Ἰωάννης, εἶμαι ὁΔημήτριος, εἶμαι ὁ Γεώργιος, ἀλλά ὅμως ζῶ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι δική μου ζωή.
Καί Χριστός καί ἁμαρτία;
Ἄς ἐπιστρέψουμε στήν παραβολή. Ὁ νεώτερος υἱός, πού μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά εἶναι ὁ καθένας μας, πῆρε τήν περιουσία πού τοῦ ἀνῆκε –τόν ἄφησε ἐλεύθερο ὁ Θεός –καί πῆγε εἰς χώραν μακράν καί ἔζησε ἐκεῖ ἀσώτως, κάνοντας ἄσωτη ζωή. Ξέρετε ὅτι ἡ λέξη ἄσωτος παράγεται ἀπό τό ρῆμα σώζω καί τό στερητικό, ὅπως λέγεται, ἄλφα. Μετά τήν πτώση, πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στήν ἁμαρτία, ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὄχι ἁπλῶς ἀπό κάποια προβλήματα ἤ ἀπό κάποιες δυσκολίες. Τά περισσότερα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουμε κάθε μέρα θά εἶναι ἀνύπαρκτα, ὅταν θά λύσουμε τό ἕνα αὐτό πρόβλημα, τό πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας. Σκοπός λοιπόν τοῦἀνθρώπου εἶναι νά σωθεῖ.
Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού σημαίνει Σωτήρ. Ἦρθε ὡς Σωτήρας. Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, εἶπε ὁ ἄγγελος στούς ποιμένες.6 Ὁ Χριστός ἦρθε νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί ὅταν κάποιος δέν σκέπτεται τή σωτηρία, δέν νοιάζεται γιά τή σωτηρία, ἀλλά πνίγεται μέσα σέ ὅλα τά ἄλλα πράγματα, αὐτός ζεῖ ἀσώτως. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά μοιάζει πέρα γιά πέρα μέ τόν ἄσωτο· νά ξοδεύει δηλαδή τήν περιουσία τοῦ πατέρα του ἤ κάτι ἄλλο. Ἐφόσον περνάει τόν καιρό του σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο χωρίς νά νοιάζεται γιά τή σωτηρία, εἶναι ἄ-σωτος. Καί ἡ σωτηρία εἶναι νά σωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Τί ἔγινε μέ τήν ἁμαρτία πού εἶναι μέσα σου; Καθάρισε ἡ ψυχή σου ἀπό τήν ἁμαρτία; Γλίτωσες ἀπό τήν ἁμαρτία; Γιατρεύτηκε ἡ ψυχή σου; Διότι, ὅπως λένε καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής καί ὁἀπόστολος Παῦλος, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πιστεύει στόν Χριστό, ἐκεῖνος πού μπολιάζεται μέ τόν Χριστό, ἐκεῖνος πού βαπτίζεται στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος –βαπτίζεται μέσα στήν κολυμβήθρα καί βγαίνει ἀπό κεῖ καινούργιος ἄνθρωπος– ἔχει πεθάνει ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Μή οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷθνητῷ ὑμῶν σώματι,7 λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, λέει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης. Καί: Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει.8 Δέν ἔχει καμιά θέση ἡἁμαρτία στόν σεσωσμένο, δέν ἔχει καμιά θέση ἡ ἁμαρτία σ᾿ αὐτόν πού πέθανε μέ τόν Χριστό καί ἀναστήθηκε μέ τόν Χριστό.
Δέν κάνουμε καθόλου καλά πού τά κανονίζουμε ἔτσι τά πράγματα: καί μέ τίς ἁμαρτίες μας καί χριστιανοί. Δέν γίνεται. Οὔτε νά πεῖ κανείς: «Μά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος». Βεβαίως εἶναι ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως πιστεύεις στόν Χριστό; Πῆγες σ᾿ αὐτόν; Ἔβαλες μέσα σου τόν Χριστό; Εἶσαι ἑνωμένος μαζί του; Ἅμα πιστέψεις στόν Χριστό καί ἔλθει μέσα στήν ψυχή σου καί ζεῖ μαζί σου, θά σέ γιατρέψει. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν μέσα σου καί Χριστός καί ἁμαρτία μαζί. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά βγάλει ἀπό τήν ὕπαρξή του τήν παραμικρή ἁμαρτία. Μόνο ὁ Χριστός τό κάνει αὐτό τό ἔργο. Ἀλλά θά τό κάνει σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐμπιστεύεται τήν ὕπαρξή του σ᾿ αὐτόν. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς.
Τό χειρότερο πράγμα στή σημερινή κοινωνία
Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά τονίσω κάτι πού φοβερά μέ λυπεῖ, καθώς τό παρατηρῶνά συμβαίνει στίς ἡμέρες μας. Ἴσως εἶναι τό χειρότερο πράγμα στή σημερινή κοινωνία καί τό χειρότερο πράγμα πού συνέβη ποτέ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἁμάρταναν, ἀλλά εἶχαν μιά συναίσθηση ὅτι ἁμαρτάνουν. Ἀκόμη καί οἱ γυναῖκες τοῦ δρόμου, καί αὐτές ἀκόμη, ἔνιωθαν κάποια στιγμή ὅτι κάτι δέν κάνουν καλά· καί κοιτοῦσαν κρυφά νά πᾶνε σέ καμιά ἐκκλησία, σέ καμιά εἰκόνα τῆς Παναγίας, νά κλάψουν λίγο, νά ποῦν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλές, νά ζητήσουν κάποια συγχώρηση. Ἄλλο τώρα ὅτι πάλι συνέχιζαν· ἀλλά εἶχαν μιά κάποια συναίσθηση. Καί ὅλοι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι.
Τώρα, τί κακό εἶναι αὐτό! Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτάνουν, ἀλλά ὑπάρχει μιά τάση νά κάνουν ἀνενόχλητα τήν ἁμαρτία καί νά μήν ἔχουν καμία αἴσθηση ὅτι ἁμαρτάνουν. Τό κακό αὐτό, πού ὑπάρχει σέ ὅλον τόν κόσμο, μπῆκε καί μέσα στίς χριστιανικές ὁμάδες, μέσα στούς ἀνθρώπους, ἄς ποῦμε, τῆς Ἐκκλησίας, στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς. Ξεκίνησε ἀπό τήν Ἀμερική, ἦρθε στήν Εὐρώπη, ἔφθασε στήν Ἑλλάδα.
Αὐτό τό πράγμα νά τό προσέξουμε πάρα πολύ. Καί οἱ χριστιανοί ἀρκετά ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ ἀπό αὐτό τό πνεῦμα. Δέν μᾶς συνέχει, δέν μᾶς καίει, δέν μᾶς πονάει τό θέμα τῆς ἁμαρτίας. Ἄνετα κάνει κανείς τίς ἁμαρτίες. Θά θυμηθεῖ νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ, ὥστε κάπως νά τακτοποιηθεῖ, θά κοινωνήσει κιόλας, ἀλλά γενικότερα –δέν δυσκολεύομαι νά τό πῶ, ἐξ ὅσων γνωρίζω– δέν καθαρίζουμε καλά τήν καρδιά μας. Γενικότερα δέν τά παίρνουμε σοβαρά τά πράγματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀποφασίζουμε, ἐπιτέλους, νά δώσουμε τόν ἑαυτό μας στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι Σωτήρ, γιά νά μᾶς σώσει ὄντως ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά μᾶς κάνει δικούς του ἀνθρώπους, θεραπευμένους καί καθαρούς ἀπό τήν ἁμαρτία, καί μέρα μέ τήν ἡμέρα νά μᾶς καθαρίζει ὅλο καί περισσότερο, καί νά μᾶς ἁγιάζει, νά μᾶς θεώνει.
Πότε ζεῖ κανείς ἀσώτως;
Ἔφυγε λοιπόν ὁ νεώτερος υἱός καί πῆγε καί ἔζησε ἀσώτως· δηλαδή δέν σκεπτόταν καθόλου τή σωτηρία, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του στόν χαμό, στήν καταστροφή.
Μπορεῖ νά μήν εἶσαι μεταξύ ἐκείνων πού πέφτουν σέ σοβαρά παραπτώματα, ἄν ὅμως εἶσαι ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖς ἀδιάφορα ὡς πρός αὐτό τό θέμα τῆς σωτηρίας, ἄν εἶσαι χριστιανός, ἁπλῶς γιά νά φαίνεσαι ἕνας καλός ἄνθρωπος, ἁπλῶς γιά νά ἔχεις κάποιες καλές σχέσεις εἴτε μέσα στό σπίτι εἴτε μέ τούς φίλους κτλ. –ὄχι ὅτι δέν εἶναι καλά αὐτά· καλά εἶναι, ἀλλά δέν ἀρκοῦν– ἄν βαθύτερα μέσα σου ὑπάρχει ὁ ἐγωισμός, ἡ ἐγωλατρία, ἡ πονηριά, ἄν βαθύτερα μέσα σου ὑπάρχει ἡ μή εὐθεία στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄν βαθύτερα εἴτε λίγο εἴτε πολύ ἐσύ διαφεντεύεις, ἐσύ εἶσαι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ σου καί σέ τελευταία ἀνάλυση ἐσύ εἶσαι θεός, τό καταλαβαίνεις δέν τό καταλαβαίνεις, ζεῖς ἀσώτως.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή: Οὐκ οἴδατε ὅτι … οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς.9 Δέν ἀνήκετε, λέει, στόν ἑαυτό σας· ἀγοραστήκατε μέ τιμή μεγάλη πού κατέβαλε ὁ Χριστός. Ἐάν δέν τό πίστεψες, ἐάν δέν τό ἔνιωσες αὐτό, ἐάν δέν ἀγωνίζεσαι νά τό νιώσεις αὐτό, ὅτι δέν ἀνήκεις στόν ἑαυτό σου, καί ὅτι πρέπει νά σέ κυβερνάει ὁ Χριστός, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐάν τελικά ἐσύ κυβερνᾶς τόν ἑαυτό σου καί κατά τά ἄλλα εἶσαι καλός ἄνθρωπος, ναί, ζεῖς ἀσώτως. Δηλαδή δέν φροντίζεις γιά τή σωτηρία σου καί θά μείνεις στήν ἁμαρτία σου καί τελικά θά χαθεῖς· νά φυλάξει ὁ Θεός.
Ἔτσι ξόδεψε τή ζωή του ὁ ἄσωτος υἱός καί κατάντησε τελικά νά μήν ἔχει νά φάει, ὅπως λέει, καί προσπαθοῦσε, καθώς ἔγινε χοιροβοσκός, νά γεμίσει τήν κοιλιά του ἀπό τήν τροφή πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι.
Δέν εἶναι ἀνάγκη νά γίνεις χοιροβοσκός, δέν εἶναι ἀνάγκη νά πεινάσεις, δέν εἶναι ἀνάγκη νά βρεθεῖς σέ κάποιο εἰδικό νοσοκομεῖο ἤ σέ κάποιο ἵδρυμα ἀποτοξινώσεως κτλ. Βλέπει κανείς σήμερα τούς ἀνθρώπους –τούς χριστιανούς– καί ἰδιαίτερα τούς νέους, νά λιμοκτονοῦν, νά πεθαίνουν τῆς πείνας.
Τό βογγητό τῆς ἐρήμου τῶν ψυχῶν
Ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ μόνο μέ τόν ἄρτο. Ἄν ἦταν ἔτσι, θά καλλιεργούσαμε τά χωράφια μας, τούς κήπους μας, τά περιβόλια μας καί ὅ,τι ἄλλο, γιά νά ἔχουμε τόν ἄρτο μας νά ζοῦμε, καί αὐτό θά μᾶς ἔφθανε. Ὅμως, ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος, καθώς εἶναι ὄχι μόνο σῶμα ἀλλά καί ψυχή, χρειάζεται καί πνευματικό ἄρτο. Καί πνευματικός ἄρτος, πού εἶναι ὁ ἀληθινός ἄρτος, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ῥήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ.10 Ὅμως, πιό συγκεκριμένα καί εἰδικά ὁ ἄρτος ὁ ἀληθινός, τό ψωμί τό ἀληθινό, εἶναι ὁΧριστός. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς,11 λέει ὁ Κύριος. Πόσοι ἄνθρωποι, πόσοι χριστιανοί, καί ἰδιαίτερα νέοι, τρῶνε ἀπό αὐτόν τόν ἄρτο, παίρνουν ζωή ἀπό τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει, ἦρθε ἵνα –οἱἄνθρωποι– ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι;12 Ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τά ψυγεῖα τους, τά πλυντήριά τους, τά αὐτοκίνητά τους, τίς ἄλλες ἀνέσεις, εἶναι καί λίγο χριστιανοί καί περνοῦν καλά. Ἀλλά βαθύτερα τί γίνεται;
Θά ἔχετε ἀκούσει αὐτό πού λέγεται: Κάποτε βάδιζε στήν ἔρημο μέσα στή νύχτα ἕνας Εὐρωπαῖος μαζί μέ ἕναν βεδουΐνο κάτω ἐκεῖ, στό Σινᾶ ἄς ποῦμε ἤ στίς ἐρήμους τῆς Αἰγύπτου ἤ στήν Ἀραβία, καί κάθε τόσο μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας, τῆς νύχτας τῆς ἐρήμου, πού οὔτε πουλιά ἔχει οὔτε τίποτε, ὁβεδουΐνος εἴτε ἀκουμπώντας τό αὐτί του στή γῆ εἴτε ὄρθιος ἤ γονατιστός ἀφουγκραζόταν. Τόν ρώτησε ὁΕὐρωπαῖος: «Γιατί ἀφουγκράζεσαι κάθε τόσο; Τί ἀκοῦς;» «Ἀκούω τήν ἔρημο, εἶπε ἐκεῖνος· ἀκούω τό βογγητό τῆς ἐρήμου». Ρώτησε πάλι ὁ Εὐρωπαῖος: «Βογγάει ἡ ἔρημος;» «Ἡ ἔρημος βογγάει, ἀπάντησε ὁβεδουΐνος, γιατί ἔχει ἕνα παράπονο. Θέλει νά εἶναι λιβάδι καί δέν εἶναι. Καί ἐπειδή ἔχει καημό, ἔχει πόνο, βογγάει».
Ἐμεῖς, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς μας, πολλές φορές παραμερίζουμε τούς θορύβους τῆς ζωῆς αὐτῆς καί σκύβουμε μέσα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα τῶν νέων. Καί καθώς τά αὐτιά κλείνουν στούς ἄλλους θορύβους καί προσέχουν μόνο τίς ψυχές, διαπιστώνει κανείς ὅτι ἐκεῖ ἐπικρατεῖ μιά ἔρημος, καί ἀπό αὐτή τήν ἔρημο τῶν ψυχῶν, κυρίως τῶν νέων, βγαίνει ἕνα βογγητό. Δέν τό λέει κανείς αὐτό. Δέν λέει: «Βογγάω· ἐλᾶτε νά μέ ἀκούσετε». Ὄχι· ἀλλά ὅμως κάποιο αὐτί μπορεῖ νά πιάσει αὐτό τό βογγητό. Καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι κατά βάθος οἱ ψυχές ὅλων καί ἰδιαίτερα τῶν νέων, καθώς ἁπλώνεται σ᾿ αὐτές ἡ ἔρημος, βογγοῦν, διότι δέν εἶναι λιβάδια τοῦ Χριστοῦ, διότι πεινοῦν καί διψοῦν. Ἔχουν πολλά νά φᾶνε, πολλά νά πιοῦν, ἔχουν πολλά νά ἀπολαύσουν, ἀλλά δέν τούς γεμίζουν αὐτά. Τούς λείπει ὁΧριστός, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, τό πόμα τό οὐράνιο, τό ὕδωρ τό ζῶν,13 ὅπως λέει ὁ Κύριος. Αὐτός εἶναι ὁἄρτος τῆς ζωῆς, αὐτός εἶναι τό ὕδωρ τό ζῶν, αὐτός εἶναι τά πάντα.
Φοβερός αὐτός ὁ λόγος!
Ἀπό μιά πλευρά, θά ἔλεγε κανείς ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερη κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁἄσωτος ἔφθασε στό σημεῖο αὐτό νά πεινάει καί νά θέλει νά χορτάσει, νά γεμίσει τήν κοιλιά του, ὅπως λέει, ἀπό τά χαρούπια, ἀπό τά ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ὑπῆρχε ἄλλη κατάντια μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, ἐνῶ εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ –πατέρας του εἶναι ὁΘεός· αὐτός ὁ πατέρας τῆς ἀγάπης τά ἔχει ὅλα καί μπορεῖ νά χορτάσει τό κάθε παιδί του– ἔχει φθάσει σέ μιά κατάσταση πού δέν ὑπάρχει χειρότερη. Ὅμως ἀπό μιά πλευρά, θά λέγαμε, δέν ὑπάρχει καί καλύτερη. Διότι, ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός ἔφθασε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, τότε ἦρθε στόν ἑαυτό του. Φοβερός αὐτός ὁ λόγος, φοβερή αὐτή ἡ φράση: ἐλθών εἰς ἑαυτόν. Τότε πού ἔχασε τά πάντα, πού βρέθηκε σέ ἀδιέξοδο, πού δέν τοῦ ἔμενε τίποτε ἄλλο παρά ὁ θάνατος, τότε πού δέν εἶχε καμιά ἐλπίδα, πού δέν μποροῦσε νά στηριχτεῖ πουθενά, πού δέν μποροῦσε νά περιμένει ἀπό κανέναν τίποτε, οὔτε ἀπό φίλους οὔτε ἀπό γνωστούς οὔτε ἀπό ὑλικά ἀγαθά πού εἶχε πρῶτα, τότε ἦρθε εἰς ἑαυτόν ὁ ἄσωτος· καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἄρχισε ἡ σωτηρία.
Ἀφοῦ ἦρθε εἰς ἑαυτόν, σκέφθηκε ὅ,τι μποροῦσε νά σκεφθεῖ: Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι! Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καί ἀμέσως σηκώθηκε καί πῆγε.
Ὁ πατέρας περίμενε, περίμενε…
Ὁ πατέρας περίμενε. Δέν εἶναι νά πεῖ κανείς ὅτι ἔφθασε ἐκεῖ τό παιδί, ἄρχισε νά χτυπάει πόρτες, ἄρχισε νά ρωτάει, ὡσάν ὁ πατέρας του κάπου νά ἦταν ἀπασχολημένος καί δέν εἶχε χρόνο νά τόν δεῖ ἤἀνέβαλλε τή συνάντηση μαζί του. Τίποτε ἀπό αὐτά. Ὁ πατέρας, σάν νά εἶχε συμβεῖ τό γεγονός τῆςἀναχωρήσεως τοῦ παιδιοῦ του μόλις τήν προηγούμενη ἡμέρα, μόλις τίς προηγούμενες ὧρες, περίμενε, καί σάν νά ἤξερε ὅτι θά γυρίσει. Ὄχι ὅμως ὅτι περίμενε ἐπειδή κάτι τοῦ ἔλεγε ὅτι θά γυρίσει. Ἡ ἀγάπη τόν ἔκανε νά περιμένει. Ἄλλο εἶναι τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο. Ὡς πατέρας δέν μποροῦσε νά ξεγράψει τό παιδί του, δέν μποροῦσε νά τό πάρει ἀπόφαση μέσα του νά πεῖ: «Πάει αὐτό τό παιδί! Χάθηκε!» Περίμενε.
Καί βλέπουμε, γυρίζει τό παιδί, τό δέχεται ὁ πατέρας καί δέν περιμένει τίποτε νά τοῦ πεῖ τό παιδί. Ἐκεῖνο, γιά νά κάνει τό δικό του καθῆκον, λέει, ἀλλά ὁ πατέρας ἀμέσως τό ἀγκαλιάζει, τό ἀσπάζεται καί ἀφοῦ ἄκουσε καί τά λόγια τοῦ παιδιοῦ του, ἀμέσως τό ἀποκαθιστᾶ.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι δέν ἀκολουθήθηκε καμιά διαδικασία. Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό. Δέν λέγονται ἔτσι τά πράγματα ἐπειδή νά, χάριν συντομίας ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τά ἔγραψε πολύ λιτά καί λακωνικά. Ὄχι· ἔχει οὐσία τό πράγμα. Δέν χρειάστηκαν διαδικασίες.
Θά παρακαλοῦσα νά τό προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο, μέσα στό ὁποῖο φαίνεται αὐτό ἀκριβῶς πού ἔχουμε ὡς θέμα μας: Σύντομος ὁδός σωτηρίας. Ἡ σωτηρία εἶναι πολύ εὔκολη. Ὁ δρόμος εἶναι πάρα πολύ σύντομος. Ἐάν ὁ δρόμος γίνεται πολύ μακρύς, ἐάν ἡ σωτηρία γίνεται πολύ δύσκολη, ἐάν χρειάζεται χρόνος καί χρόνος, αὐτό συμβαίνει γιατί ἐμεῖς τό κάνουμε ἔτσι, ὄχι γιατί ἀπό τά πράγματα εἶναι ἔτσι.
Ὁ Θεός, ὅπως εἴπαμε, ἀπό ἀγάπη δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, καί ὅταν ἀκόμη φύγει ἀπό κοντά του. Ἡ ἀγάπη αὐτή κάνει τόν Θεό νά περιμένει τόν ἄνθρωπο, ἕως ὅτου ἐπιστρέψει. Καί ἄλλο πού δέν θέλει ὁ Θεός νά δεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἐπιστρέφει, ἄλλο πού δέν θέλει.
Λίγο πολύ ἔχουμε ὅλοι μιά κάποια πείρα αὐτοῦ τοῦ πράγματος. Ποιά μάνα, ἄς ποῦμε, δέν θά περίμενε κάπως ἔτσι τό παιδί της; Ποιά μάνα θά καθόταν νά κάνει δικαστήριο μέ τό παιδί της –πού τό θεωροῦσε χαμένο– ὅταν γυρίσει; Ἤ ποιός πατέρας; Ἔχουμε κάποιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. ὉΘεός ἄλλο πού δέν θέλει· νά γυρίσει ὁ ἄνθρωπός του, ὁ κάθε ἄνθρωπός του, καί ἀμέσως νά τοῦπροσφέρει τή σωτηρία.
Ἐλθών εἰς ἑαυτόν
Ὅμως χρειάζεται λίγο νά ἐπιμείνουμε. Ἐλθών εἰς ἑαυτόν. Δηλαδή δέν ἦταν στόν ἑαυτό του τό παιδί αὐτό· δέν ἦταν στά καλά του. Καί χρειάστηκε νά πάθει ὅλα αὐτά, γιά νά συνέλθει, νά ἔλθει στά συγκαλά του, νά ἔλθει στόν ἑαυτό του, ὥστε νά μπορέσει νά σκεφθεῖ σωστά. Γιατί ἀπό κεῖ ξεκινοῦν τά πράγματα. Ἀπό τή σκέψη. Δέν εἶναι θέμα συναισθηματισμοῦ. Προσέξτε το. Καμιά φορά τονίζουμε τόν συναισθηματισμό. Καλός εἶναι, ἀλλά…
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καρδιά, ἔχει αἰσθήματα, ἀλλά ἔχει καί νοῦ. Εἶναι λογικό ὄν ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι ζωάκι. Ἔτσι τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σκεφθεῖ καί πρέπει νά σκέφτεται. Ὅταν ἔλθει στόν ἑαυτό του, ὅταν λογικευθεῖ καί σκεφθεῖ σωστά, θά βάλει κάτω τά πράγματα καί θά βρεῖ τί εἶναι σωστό νά κάνει. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄσωτος υἱός. Ἐφόσον παρέμενε στό πεῖσμα του, δέν μποροῦσε νά σκεφθεῖ ποιό ἦταν αὐτό πού ἔπρεπε νά κάνει. Διότι ὁπωσδήποτε καί ἄλλες φορές θά ἦρθε λίγο στό μυαλό του ἡ σκέψη: «Κάτι δέν πάει καλά. Πολύ ξεπέφτω. Πολύ ταλαιπωροῦμαι. Στόν πατέρα μου ἦταν καλύτερα τά πράγματα». Ἀλλά πεῖσμα ὅμως, πεῖσμα. Διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κλωτσήσει τήν ἀγάπη τοῦΘεοῦ, ξέρετε, δέν τό κάνει τυχαῖα αὐτό. Μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι μιά ἐπιπόλαιη ἐνέργεια. Ὄχι, ὄχι· δέν φεύγει ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς ἀπό ἐπιπολαιότητα, τυχαῖα καί ἔτσι στά ἀστεῖα ἀπό τόν Θεό. Βαθύτερα ὁἄνθρωπος θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί ξεγράφει τόν Θεό, σάν νά μήν τόν ἔχει ἀνάγκη. Γυρίζει τά νῶτα του, κλωτσάει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί φεύγει.
Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του συναντάει ἐμπόδια, δυσκολίες, καί τοῦ ἔρχεται κάτι σάν μιά μικρή ἀκτίνα φωτός, ἀλλά ἐμμένει στό πεῖσμα του καί δέν θέλει νά ἐπιστρέψει. Δέν θέλει νά παραδώσει τόν ἑαυτό του στόν Θεό, δέν θέλει νά παραδεχθεῖ τήν ἀποτυχία του, νά παραδεχθεῖ ὅτι ἔπεσε ἔξω, ὅτι ἔκανε λάθος, ἕως ὅτου –εἴπαμε– φθάσει στό σημεῖο ἐκεῖνο, πού δέν ὑπάρχει ἄλλο πιό πέρα, καί ἡἀνάγκη, τό ζόρισμα κάνει τόν ἄνθρωπο, ὄχι νά κάνει κάτι, ὄχι νά προβεῖ σέ κάποια ἐνέργεια, ἀλλά πρῶτα νά ἔλθει εἰς ἑαυτόν καί νά σκεφθεῖ σωστά. Ἔπειτα ἡ ὅποια ἐνέργειά του δέν εἶναι ἀπό ἀνάγκη.
Ὁ υἱός αὐτός δέν ἐπιστρέφει ἐπειδή βρέθηκε σέ ἀνάγκη, καί μόλις τρόπον τινά περάσει ἡ ἀνάγκη, πάλι θά φύγει· ὄχι. Ἡ ἀνάγκη βέβαια τόν ζόρισε, τόν ἐξουθένωσε καί συνετέλεσε πάρα πολύ καί τόν βοήθησε νά ἔλθει εἰς ἑαυτόν, νά σκεφθεῖ καλύτερα, νά θυμηθεῖ καί νά πεῖ: «Πόσοι μισθωτοί, δηλαδή ἄνθρωποι ξένοι, πού δέν εἶναι τοῦ πατέρα μου παιδιά, ὄχι μόνο τρῶνε καί χορταίνουν ψωμί, ἀλλά τούς περισσεύει κιόλας, κι ἐγώ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας!»
Ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας αὐτό πού λέει ὁ ψαλμωδός: Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός.14 Ὁ ἄφρων τό λέει αὐτό· ὁ ἄφρων. Αὐτός πού δέν εἶναι στά καλά του θά πεῖ οὐκ ἔστι Θεός. Σήμερα, ὅπως κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί ἰδιαίτερα οἱ νέοι πού τό ἔβαλαν πεῖσμα, ὅπως εἴπαμε, νά θεοποιήσουν τόν ἑαυτό τους καί νά ἀπομακρυνθοῦν ὅσο γίνεται ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ, δέν εἶναι στά καλά τους, εἶναιἄφρονες, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο.
Εἶναι ἡ ζωή μας ἕνα πανηγύρι, μιά γιορτή;
Ἐπειδή ὅμως, ἀδελφοί μου, δέν θέλω νά μείνουμε μέ τήν ἐντύπωση ὅτι «ἔ, οἱ νέοι ἔτσι κάνουν», καί κάπως νά ἀθωώσουμε τόν ἑαυτό μας, θέλω νά πῶ ὅτι, ἐξ ὅσων ἔχω καταλάβει, μπορεῖ νά πέφτω ἔξω, αὐτή ἡ ἀφροσύνη δέν ὑπάρχει ἁπλῶς σέ κάποιους πού ἀναφανδόν ἀπορρίπτουν τόν Θεό, σέ κάποιους νέους οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν καί παίρνουν ἄλλους δρόμους, ἀλλά αὐτή ἡ ἀφροσύνη τρυπώνει μέσα στίς ψυχές ἀκόμη καί τῶν πιό καλῶν χριστιανῶν.
Παρακαλῶ, νά εἴμαστε τίμιοι μέ τόν Θεό, τίμιοι μέ τόν ἑαυτό μας, νά εἴμαστε εὐθεῖς καί ὄχι νά προσπαθοῦμε νά τά κουκουλώσουμε τά πράγματα. Πόσοι, π.χ., ἀπό μᾶς ἐδῶ, ἀπό ἄλλους πού εἶναι πιό πέρα, ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού θρησκεύουμε –πού δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι εἴμαστε κατά τά ἄλλα καλοί χριστιανοί– πόσοι ἀπό μᾶς ὄντως ἐπιστρέψαμε στόν Πατέρα μας, ὄντως νιώθουμε ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦΘεοῦ, ὄντως ἀπολαμβάνουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς ἡ ἀγάπη αὐτή περνάει μέσα μας, ὅπως βλέπουμε ἐδῶ στόν ἄσωτο, καί εἶναι ἡ ζωή μας ἕνα πανηγύρι, μιά γιορτή; Διότι τέτοια εἶναι ἡ ζωή τοῦχριστιανοῦ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν εἶναι ἕνας ἀρραβών ἡ ἐδῶ ζωή.
Τό πλήρωμα, τό ὅλον τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τῆς ἁγίας ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, θά τό βροῦμε μετά θάνατον. Ὁ γάμος εἶναι γάμος, ὅταν γίνει τό μυστήριο τοῦ γάμου. Ὅμως προηγεῖται τοῦ γάμου ὁἀρραβών. Ὁ ὁποῖος ἀρραβών, ὅσο περνοῦν οἱ ἡμέρες, τόσο κάνει τούς μνηστευμένους νά προσεγγίζουν στόν γάμο, τόσο τούς κάνει νά προαισθάνονται καί νά προγεύονται, ἄς ποῦμε ἔτσι, τά ἀγαθά τοῦ γάμου. Ἔτσι λοιπόν ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ὅπως ὁ ἀρραβών, ἀλλά ὅμως εἶναι πανηγύρι, εἶναι γιορτή.
Δέν ἐπιτρέπεται σ᾿ ἐμᾶς τούς χριστιανούς νά φοβόμαστε κι ἐμεῖς ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, νά ἀνησυχοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, νά διαπληκτιζόμαστε μή χάσουμε τό δίκιο μας ὅπως οἱἄλλοι ἄνθρωποι. Ὅπως ἐκεῖνοι ἔχουν περισσότερη ἐμπιστοσύνη στό αὐτοκίνητό τους ἤ σέ ἄλλα ἀγαθά, ἔτσι περίπου κάνουν καί οἱ χριστιανοί, καί τελικά ἡ χαρά μας καί τό πανηγύρι μας καί ἡ εὐφροσύνη μας δέν εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό δέν ἐπιτρέπεται στούς χριστιανούς.
Ὁ χριστιανός πρωτίστως καί κυρίως εἶναι χριστιανός. Πρωτίστως καί κυρίως ἔχει μέσα του τόν Χριστό καί ἀπολαμβάνει αὐτή τήν κοινή μέ τόν Χριστό ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Τήν ἀπολαμβάνει, τή γεύεται. Μπορεῖ νά ἔχει θλίψεις σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, μπορεῖ νά ἔχει διωγμούς. Πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διώχθηκε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θανατώθηκε. Οἱ μαθηταί του, οἱ ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι μέχρι σήμερα, ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶναι χριστιανοί διώκονται, ἀλλά κανείς δέν μπορεῖ νά τούς ἀφαιρέσει τό πανηγύρι πού ἔχουν μέσα τους.
Ἔχω ὑπερπερισσεύουσα τή χαρά ἐπί πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν,15 λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔχω ὄχι ἁπλῶς χαρά, ὄχι περίσσια χαρά, ἀλλά ὑπερπερίσσια χαρά μέσα στίς θλίψεις. Ὁ ἀπόστολος εἶχε πολλές θλίψεις σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο –πολλά ἐμπόδια, πολλούς πειρασμούς, πολλές δυσκολίες. Πολλές φορές τόν μαστίγωσαν, πολλές φορές κινδύνευσε, ἀλλά ποτέ ὅμως δέν ἔλειψε ἀπό τήν ψυχή του αὐτό τό πανηγύρι, αὐτή ἡ γιορτή, αὐτή ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὄντως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπό τότε πού ἔγινε τό θαῦμα τῆς μεταστροφῆς του κατά σύντομο τρόπο, καθώς πήγαινε στή Δαμασκό ὡς διώκτης τῶν χριστιανῶν, καί συνάντησε τόν Χριστό καί τοῦ μίλησε ὁ Χριστός καί τόν παρέπεμψε μετά στήν Ἐκκλησία, ἀπό τότε πολλά πέρασε γιά τόν Χριστό, ὅμως ἦταν γεμάτος ἀπό τή χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν θέλεις νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία θά πᾶς
Θά ἤθελα, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή, νά τονίσω κάτι καί νά τό προσέξουμε, ἴσως ὄχι τόσο γιά σᾶς, ὅσο γιά νά τό λέτε σέ κάποιους τρίτους· σέ προτεστάντες, σέ πεντηκοστιανούς κτλ.
Ὅταν ὁ Χριστός μίλησε στόν Σαούλ –στόν ἀπόστολο Παῦλο– καθώς αὐτός πήγαινε στή Δαμασκό, καί τοῦ εἶπε: Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;16 κτλ., ρώτησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τί νά κάνω, Κύριε;» Καί ἐνῶ εἶναι ὁ ἀπόστολος πού τόν διαλέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἀπόστολος πού θά βαστάσει ὅλο τό βάρος τῆς χριστιανοσύνης, θά εἶναι ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ὅπως λέγεται, καί ἔχει μπροστά του τόν Χριστό καί μιλάει μαζί του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τί τοῦ λέει; «Πήγαινε στή Δαμασκό καί ἐκεῖ θά σοῦ ποῦν τί θά κάνεις». Καί τόν στέλνει σέ ἕναν ταπεινό ἱερέα, σέ ἕναν πρεσβύτερο, τόν Ἀνανία. Καί ἀπό τόν Ἀνανία ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τί ἔπρεπε νά κάνει. Κατηχήθηκε, βαπτίστηκε καί ἔγινε χριστιανός.
Καί ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος –νά τό ξέρουμε αὐτό καί νά τό λέμε στούς προτεστάντες καί στούς ἄλλους– φθάσει σέ σημεῖο νά μιλήσει μέ τόν Χριστό, πάλι, ἄν θέλει νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἄν θέλει νά εἶναι χριστιανός, στήν Ἐκκλησία θά πάει. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ παρατεινόμενος Χριστός εἰς τούς αἰῶνας.17 Ἐκεῖ θά βροῦμε τόν Χριστό, ἐκεῖ θά ἀκούσουμε τόν Χριστό, ἐκεῖ θά μάθουμε τί θέλει ὁ Χριστός ἀπό μᾶς.
Πολύ πιό πέρα καί ἀπό τόν ἄσωτο;
Λίγο ἀκόμη θέλω νά ἐπιμείνω σ᾿ αὐτό τό ἐλθών εἰς ἑαυτόν καί μάλιστα μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στούς νέους. Ἀλλά ἀπό ὅ,τι δείχνουν τά πράγματα, καί ἀρκετοί μεγάλοι ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τά διάφορα πνεύματα καί ρεύματα ἀπό τά ὁποῖα ἐπηρεάζονται οἱ νέοι.
Μοῦ κάνει ἐντύπωση στίς συναντήσεις πού ἔχω μέ νέους, στίς κατ᾿ ἰδίαν συναντήσεις, καθώς συζητοῦμε καί καθώς τά λέμε, μοῦ κάνει ἐντύπωση αὐτό πού διαπιστώνω: σάν ἄλλοι ἄσωτοι –ὅπως ὁ ἄσωτος τά πῆρε ὅλα καί τά ξόδεψε ὅλα– καθώς γκρέμισαν καί ἔβγαλαν ἀπό τή μέση διάφορα ἐμπόδια πού ὑπῆρχαν, χύμηξαν τά καημένα τά παιδιά, χωρίς νά ξέρουν τί τούς γίνεται, καί ἀπόλαυσαν τά πάντα. (Πιό πολύ πρέπει νά λυπούμαστε αὐτούς πού πλανῶνται καί ὄχι νά τούς κατακρίνουμε. Τί νά τούς κατακρίνεις; Αὐτά τά παιδιά εἶναι δυστυχισμένα, ὅπως καί ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι οἱ μακράν τοῦ Χριστοῦ.)
Καί τί ἔγινε; Αὐτό πού διαπιστώνω ἐγώ –μπορεῖ νά πέφτω ἔξω– δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι τά παιδιά ἀπόλαυσαν τά πάντα καί πάλι δέν βρῆκαν τή χαρά, πάλι δέν βρῆκαν τήν εὐτυχία, καί τώρα δέν ἔχουν τί νά ἀπολαύσουν. Ὄχι· δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό μόνο. Φοβοῦμαι δηλαδή ὅτι αὐτά τά παιδιά τά σημερινά, καί γενικῶς ἡ ἀνθρωπότητα ἡ σημερινή πῆγε πολύ πιό πέρα ἀπό τόν ἄσωτο. Ὅταν συζητᾶς μέ ἕναν νέο σήμερα, διαπιστώνεις ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἔκανε πολλά πράγματα, ὄχι ἁπλῶς ἔφθειρε τόν ἑαυτό του, τόν ἔχει τσακίσει, τόν ἔχει σμπαραλιάσει τόν ἑαυτό του, ἀλλά εἶναι διαλυμένος ὡς ὕπαρξη, ἔχασε τήν ταυτότητά του. Δέν ξέρει: ὑπάρχει, δέν ὑπάρχει; Δέν ξέρει τί σημαίνει, ἄς ποῦμε, νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά ἔχει ὀντότητα, νά μπορεῖ νά πεῖ ἕνα ὄχι, νά μπορεῖ νά πεῖ ἕνα ναί· τίποτε.
Εἶχα χρησιμοποιήσει μιά φορά ἕνα παράδειγμα. Βλέπεις ἕνα τριαντάφυλλο, τό ὀσφραίνεσαι κιόλας, ἔχει ὡραῖο ἄρωμα, τό χαίρεσαι, τό ἀπολαμβάνεις. Ἄν ὅμως δέν σταθεῖς σ᾿ αὐτό, ἀλλά πεῖς: «Γιά, νά τό δῶ λίγο καλύτερα» –τάχα καλύτερα– καί τό πάρεις στά χέρια σου καί ἀρχίσεις νά ἀνοίγεις τά πέταλά του, τάχα γιά νά τό γνωρίσεις καλύτερα, θά τό παιδέψεις στά χέρια σου, θά ἀρχίσουν ἕνα-ἕνα νά πέφτουν τά πέταλά του καί θά μείνει τό κοτσάνι στά χέρια σου. Πάει τό τριαντάφυλλο· τή στιγμή ἀκριβῶς πού ἐσύ νόμισες ὅτι θά τό γνωρίσεις καλύτερα καί θά τό χαρεῖς καλύτερα καί θά τό ἀπολαύσεις καλύτερα.
Αὐτό ἔπαθαν τά παιδιά σήμερα. Χύμηξαν στή ζωή. Δέν εἶδαν τή ζωή μέ σεβασμό. Δέν εἶδαν τό μυστήριο τῆς ζωῆς μέ σεβασμό καί ἀπό ἀπόσταση, ὅπως πρέπει νά κάνει τό λογικό ὄν, ἀλλά χύμηξαν καί ἀπόλαυσαν τή ζωή κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, πού τήν ξεπουπούλιασαν καί μαζί μέ τό ξεπουπούλιασμα τῆς ζωῆς ξεπουπούλιασαν καί τόν ἑαυτό τους. Μέ πόσα παιδιά καθόμαστε καί λέω: «Τί νά σοῦ κάνω τώρα, παιδί μου, τί νά σοῦ κάνω; Τό μόνο πού σοῦ μένει εἶναι, ἄν μπορεῖς, νά κάνεις αὐτό τουλάχιστον. Πές ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ῾῾Τά ἔκανα θάλασσα. Δέν ξέρω τίποτε. Δέν ξέρω τί μοῦ γίνεται, ἀλλά βρῆκα ἐδῶ ἕναν ἱερέα πού ἔχει τή διάθεση νά μέ ἀκούσει᾿᾿. Καί κάθισε ἐδῶ καί ἄκου. Ἄκου. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά θά βρεῖς τόν ἑαυτό σου, θά ξαναφτιάξει ὁ ἑαυτός σου, καί μετά ὡς ἐλεύθερο ὄν νά δώσεις τόν ἑαυτό σου στόν Θεό. Ἀλλιῶς, δέν θά βροῦμε καμιά ἄκρη».
Κάτι λείπει· σάν νά μή γεμίζει ἡ ψυχή μας
Εἴπαμε ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτήν στήν ὁποία ἔφθασε ὁ ἄσωτος, ἀπό αὐτήν στήν ὁποία φθάνουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ἰδίως οἱ νέοι, πού εἴπαμε ὅτι προχωροῦν καί πιό πέρα ἀπό τόν ἄσωτο· ἀλλά δέν ὑπάρχει καί καλύτερη κατάσταση.
Νά μοῦ ἐπιτρέψετε, Σεβασμιώτατε, νά πῶ τήν ταπεινή μου γνώμη. Θέλω πάντοτε νά εἶμαι αἰσιόδοξος· σάν νά πηγάζει ἀπό μέσα μου αὐτό. Τά πράγματα εἶναι πολύ ἄσχημα σήμερα, ἀλλά παραδόξως εἶμαι αἰσιόδοξος, διότι ἀπό κάποια πλευρά ποτέ, ἄν θέλετε, δέν ἦταν τόσο καλά. Τό λέω μέ αὐτή τήν ἔννοια: Ἔφθασαν γιά πολλούς ἀνθρώπους ἐκεῖ τά πράγματα, πού εἶναι ὅ,τι χρειάζεται τώρα νά καθίσουν κάτω καί νά ἔλθουν στόν ἑαυτό τους καί νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό. Καί οἱ νέοι, πού ἔχουν φύγει κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά καί ὅλοι μας. Διότι, σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ, ναί μέν εἴμαστε χριστιανοί, ἐκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε, ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε, ἀλλά λίγο πολύ ὅλοι διαπιστώνουμε ὅτι βαθύτερα κάτι λείπει. Κάτι λείπει. Σάν νά μή γεμίζει ἡ ψυχή μας, σάν νά μήν εἶναι ἡ ζωή μας σύμφωνη μέ αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, μέ αὐτά τά ὁποῖα λένε τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας –τά Μηναῖα, ἡ Παρακλητική, τό Τριώδιο, ὅλοι αὐτοί οἱ ὕμνοι πού ψάλλουμε.
Σέ ἕναν Ρῶσο φοιτητή, παλαιότερα, ἀνέθεσαν νά κάνει μιά ἐργασία μέ βάση τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Καθώς τό παιδί ἄρχισε νά διαβάζει, διερωτήθηκε: «Τί γίνεται ἐδῶ; Αὐτά τά βιβλία μιλοῦν γιά μιά ἄλλη ζωή, γιά μιά ἀλλιώτικη ζωή, ἐνῶ ἐγώ ὡς χριστιανός καί οἱ ἄλλοι, καθώς βλέπω, ζοῦμε διαφορετικά. Δηλαδή γιά ἄλλη ζωή μιλοῦν τά βιβλία –ὄχι γιά ζωή κάπου ἀλλοῦ, ἀλλά γιά ποιοτικά ἄλλη ζωή– καί ἄλλη ζοῦμε ἐμεῖς;» Καί τό παιδί ἔπαθε, ἄς ποῦμε, σέ σημεῖο πού κινδύνευε νά πάθει σχιζοφρένεια.
Ἄν δοῦμε ὅλοι μας, π.χ., τήν περίοδο αὐτή τό βιβλίο Τριώδιο, ἀλλά καί ὅλα τά ἄλλα βιβλία πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ τό Τριώδιο –τό Ὡρολόγιο, τά Μηναῖα, τήν Παρακλητική κτλ., ἀλλά κυρίως τό Τριώδιο– καί προσέξουμε ὅλα αὐτά πού λέγονται ἐκεῖ μέσα, ἀμέσως θά κάνουμε τή διαπίστωση: «Θεέ μου, τί γίνεται ἐδῶ; Ἄλλο πράγμα ἔπρεπε νά εἴμαστε, ἀλλιῶς ἔπρεπε νά νιώθουμε, ἀλλιῶς ἔπρεπε νά ζοῦμε καί ἀλλιῶς εἴμαστε, ἀλλιῶς νιώθουμε. Τί συμβαίνει;» Συμβαίνει ἀκριβῶς αὐτό: χρόνια καί χρόνια εἴμαστε χριστιανοί, ἀλλά κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, πού ἔχει μπαγιατιάσει τό πράγμα, κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, πού σάν νά ἔχει σχηματιστεῖ γύρω ἀπό τήν ψυχή μας μιά κρούστα. Πῶς εἶναι ἡ κόρα στό ψωμί; Αὐτή εἶναι τρόπον τινά σάν ἕνα περίβλημα, πού δέν ἀφήνει ἐξωτερικά πράγματα νά μποῦν μέσα στό ψωμί, στήν ψίχα. Μήπως ὅλη ἡ χριστιανοσύνη μας –ὅσο καλή κι ἄν εἶναι– τελικά εἶναι ἕνα περίβλημα, μιά κρούστα, πού δέν ἀφήνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού εἴμαστε τοποθετημένοι, νά μπεῖ βαθιά μέσα στήν ψυχή μας, ὥστε νά ἀναγεννηθεῖ ἡ ψυχή μας καί νά ζήσουμε πράγματι ὅπως διαβάζουμε στούς ἁγίους; Διότι αὐτοί εἶναι τά πρότυπά μας, αὐτοί εἶναι τά παραδείγματά μας. Σᾶς παρακαλῶ· δέν μποροῦμε οὔτε σοφούς νά προσέχουμε οὔτε ἁπλῶς καλούς ἀνθρώπους. Τά παραδείγματα καί τά ὑποδείγματά μας εἶναι οἱ ἅγιοι.
Ἥμαρτον
Νά τό προσέξουμε αὐτό· δέν εἶναι μόνο ὁ ἄσωτος υἱός πού χρειαζόταν νά μετανοήσει, ἀλλά καί ὁἄλλος υἱός πού ἔμεινε στό σπίτι καί δούλευε κιόλας στά χωράφια καί στά κτήματα τοῦ πατέρα του καί ὁ ὁποῖος τελικά ἔμεινε ἔξω ἀπό τό πανηγύρι. Δέν εἶναι μόνο οἱ διάφοροι ἄσωτοι πού ἔχουν ἀνάγκη νά ἔλθουν εἰς ἑαυτούς, ἀλλά καί ἐμεῖς νά ἔλθουμε εἰς ἑαυτούς, ἀδελφοί μου, καί νά μετανοήσουμε.
Δέν χρειάζεται νά κάνουμε πολλά πράγματα. Ἐγώ δέν ἔχω πείρα, ἀλλά βλέπουμε στούς πατέρες, στή ζωή τῶν πατέρων αὐτό πού θά πῶ, καί ἐκεῖ τό στηρίζω. (Μερικοί μάλιστα τό λένε καί τό τονίζουν πάρα πολύ αὐτό.) Δέν ἔχω καμία ἀμφιβολία ὅτι, ὅποιος θά ἔχει τό κουράγιο πράγματι νά σκεφθεῖ ἔτσι, πράγματι νά ἔλθει εἰς ἑαυτόν, πράγματι νά τά πάρει ἔτσι τά πράγματα, σ᾿ αὐτόν σήμερα κιόλας θά γίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή: θά ἐπιστρέψει ὄντως στόν Πατέρα ἀπό τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του καί θά πεῖ Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου. Καί ὄχι αὐτό πού λέμε συνήθως στήν ἐξομολόγηση: «Δέν ἔχω τίποτε, δέν βρίσκω τίποτε νά πῶ». Πονηρότερα λόγια ἀπό αὐτά δέν ὑπάρχουν. Ἁμαρτωλός εἶσαι, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, κι ἐκεῖνο τό ὁποῖο μένει εἶναι νά ποῦμε στόν οὐράνιο Πατέρα Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου. Καί ἐκεῖνος θά μᾶς συγχωρήσει.
Σᾶς κούρασα; Νά σταματήσω; Ὄχι;
Λένε –πιθανόν νά τό ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας– τό ἑξῆς. Ἕνας ἀσκητής πού εἶχε φθάσει σέ ὑψηλά μέτρα ἁγιότητος καί πνευματικῆς ζωῆς, μιλοῦσε μέ ἀγγέλους, μιλοῦσε καί μέ ἕναν διάβολο. Ξέρετε, ὁἄνθρωπος ὅταν προχωρήσει πνευματικά, ἔχει πολλή ἀγάπη στήν ψυχή του, ὅπως ὁ Θεός, καί ἀγαπᾶ ὅλους καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦν. Αὐτό εἶναι τό θέμα. Τί ἄλλο; Νά δώσεις ἕνα πιάτο φαγητό σ᾿ αὐτόν πού πεινάει; Δῶσ᾿ του. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό πᾶν. Τό θέμα εἶναι νά σωθεῖς καί νά βοηθήσεις καί τόν ἄλλο νά σωθεῖ. Καί σώζεται κανείς, ὅταν λυτρώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅταν γιατρεύεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Λυπήθηκε λοιπόν ὁ ἀσκητής τόν διάβολο καί τοῦ εἶπε: «Τί θά γίνει μ᾿ ἐσένα; Δέν ὑπάρχει γιά σένα σωτηρία;» Ὁ διάβολος ἔδειξε ὅτι ἤθελε καί αὐτός νά σωθεῖ. Καί τοῦ εἶπε ὁ ἀσκητής: «Ἐγώ θά φροντίσω». Ὅταν ὁ ἀσκητής τήν ἑπομένη εἶχε συνάντηση, ἄς ποῦμε ἔτσι, μέ τόν ἄγγελο, τοῦ λέει ἔτσι κι ἔτσι. Ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ πρῶτα μίλησε μέ τόν Θεό, εἶπε στόν ἀσκητή: «Βέβαια, ὑπάρχει σωτηρία, ἀρκεῖ νά πεῖ ἥμαρτον». Ὅταν τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ ἀσκητής εἶδε τόν διάβολο νά ἔρχεται ἀπό μακριά, πέταξε ἀπό χαρά: «Τρέξε· ἔχω καλά νέα γιά σένα. Μπορεῖς νά σωθεῖς κι ἐσύ, ἐάν πεῖς ἥμ…» Ἤθελε νά πεῖ ἥμαρτον, ἀλλά δέν πρόλαβε νά πεῖ τή λέξη, διότι ὁ διάβολος ἀμέσως εἶπε: «Ἐγώ νά πῶ ἥμαρτον!» καί ἔφυγε. Μιά λεξούλα εἶναι, μιά λεξούλα. Καί ὅμως δέν τήν εἶπε.
Μερικοί πατέρες λένε ὅτι, ὅταν πῆγε ὁ Θεός στόν παράδεισο καί ἔψαχνε τόν Ἀδάμ μετά τήν πτώση –Ἀδάμ, ποῦ εἶ; «ποῦ εἶσαι, Ἀδάμ;»– ἐάν ὁ Ἀδάμ ἔλεγε ἥμαρτον ἐν πάσῃ ταπεινοφροσύνῃ καί ἐν μετανοίᾳ, μπορεῖ νά μήν τόν ἔδιωχνε ἀπό τόν παράδεισο· ἀλλά δέν τό εἶπε. Καί ἕνας ἀπό τούς πατέρες, πού τό γράφει αὐτό ἔτσι ἔντονα καί χαρακτηριστικά, λέει: «Εἶχε καί αὐτός τράχηλο σκληρό καί σιδερένιο, ὅπως κι ἐγώ, καί δέν εἶπε ἥμαρτον».18 (Κατηγορεῖ ὁ ἅγιος τόν ἑαυτό του: «Ὅπως κι ἐγώ».)
Δέν λέει ὁ διάβολος ἥμαρτον. Δέν ξέρω ἄν ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας: Ὁ διάβολος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι διάβολος· δηλαδή ὅτι εἶναι σέ ἄθλια κατάσταση. Θέλει δέν θέλει, ζεῖ αὐτή τήν κόλαση πού ἔχει μέσα του καί θά ἤθελε νά μήν τήν ἔχει. Κοιτάξτε ὅμως. Ὁ διάβολος νομίζει ὅτι, γιά τήν κόλαση πού ἔχει, φταίει ὁ Θεός. Καί περιμένει, τρόπον τινα, νά τοῦ πεῖ ὁ Θεός: «Ἥμαρτον, διάβολε, συγχώρησέ με». Μή σᾶς φαίνεται παράξενο. Καί δέν ἔχει σκοπό νά πεῖ αὐτός τό ἥμαρτον.
Τί ἀγωνίζεται ὁ διάβολος νά καλλιεργήσει μέσα μας
Σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ· ἄν προσέξουμε, θά δοῦμε ὅτι ὁ διάβολος αὐτό ἀγωνίζεται νά καλλιεργήσει μέσα στόν καθένα μας. Ἄν μᾶς παρασύρει στήν ἁμαρτία, ξέρει ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς ἀγαπήσει πιό πολύ καί θά μᾶς δώσει πιό πολλή χάρη, ἄν μετανοήσουμε. Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις·19 τό ξέρει αὐτό ὁ διάβολος. Δέν τοῦ φθάνει λοιπόν νά σέ παρασύρει ἁπλῶς στήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό καί πάρα πολλούς δέν τούς παρασέρνει στήν ἁμαρτία, στή χτυπητή ἁμαρτία. Διότι μπορεῖ νά μετανοήσει κανείς, ἅμα πέσει γιά τά καλά. Ἀλλά τί ἐπιδιώκει νά κάνει; Καθώς τόν ἀφήνουμε, ὁ διάβολος δουλεύει μέσα στίς ψυχές μας, καλλιεργώντας μέσα μας ἕνα κάποιο παράπονο γιά τόν Θεό. Θά ἔχετε προσέξει ὅτι λίγο πολύ, λίγο πολύ, ὅλοι τό ἔχουν.
Ἐγώ γνώρισα πνευματικούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κάνουν πολλές προσευχές, πολλές μετάνοιες, πολλά κομποσχοίνια, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν, ἀλλά κρυφά μέσα τους ἔχουν κάποιο παράπονο: σάν νά μήν τούς πολυπροσέχει ὁ Θεός, σάν νά κάνει ἐξαιρέσεις ὁ Θεός καί νά προσέχει ἄλλους, σάν νά μήν τούς δίνει τή χάρη πού ζητοῦν, σάν νά μήν τούς εὐλογεῖ. Ἀνεπαίσθητα αὐτό. Τί νομίζετε ὅτι εἶναι αὐτό σέ τελευταία ἀνάλυση; Διάβολος ζωντανός. Συγχωρῆστε με, πού τό λέω ἔτσι. Δηλαδή εἶναι παρουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος αὐτό καλλιεργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά μήν πεῖ ὁ ἄνθρωπος τό ἥμαρτον.
Ποιά εἶναι ἡ σύντομος ὁδός σωτηρίας;
Ἑπομένως, ἡ σύντομος ὁδός σωτηρίας εἶναι νά βγάλει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν ψυχή του τό ὁποιο-δήποτε παράπονο, πού ἔχει ἀπέναντι στόν Θεό τελικά. Εἴδατε τί γίνεται σήμερα; Ὅλοι χωρίς ἐξαίρεση νομίζουμε ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι· ὅλοι. Καί στίς διάφορες διαδηλώσεις κτλ., ἄν προσέξετε, αὐτό φωνάζουν ὅλοι: Κάποιοι φταῖνε. Κανείς δέν διανοεῖται νά πεῖ ὅτι φταίει ὁ ἴδιος. Ὅλοι νά φταῖνε, δέν πρόκειται νά σέ βλάψουν ἐσένα, ἄν δέν βλάπτεις ἐσύ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου.
Μποροῦμε νά φανταστοῦμε τόν ἄσωτο νά ἀρχίσει νά δικαιολογεῖται; Τίποτε, τίποτε. Ἔχουν ἐξαφανιστεῖ οἱ διάφορες δικαιολογίες μέσα ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀσώτου, καθώς ἔρχεται εἰς ἑαυτόν καί ρίχνει ὅλο τό λάθος στόν ἑαυτό του. Ὅλη τήν ἁμαρτία, ὅλη τήν αἰτία τοῦ κακοῦ τή ρίχνει στόν ἑαυτό του καί σηκώνεται καί πηγαίνει στόν πατέρα.
Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά βγάλουμε ἀπό μέσα μας τό ὁποιοδήποτε παράπονο. (Καί ἄν ἀκόμη κάποιος ἔχει λίγο τήν ἐντύπωση ὅτι ἔφθασε σέ μέτρα ἁγιότητος, καί ἐκεῖνος, παρακαλῶ, ἄς τό προσέξει· καί αὐτός κάτι τέτοιο ἔχει μέσα του.) Καί ταπεινά νά ποῦμε αὐτό τό ἥμαρτον στόν Θεό.
Πῶς θά καταλάβουμε ὅτι ἤλθαμε εἰς ἑαυτούς;
Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς μιά ζωή μᾶς περιμένει νά ποῦμε τό ἥμαρτον, ἀλλά νά τό ποῦμε κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ἀμέσως θά μᾶς δώσει ὅλη τήν εὐλογία του, ἀμέσως θά μᾶς δώσει ὅλη τή χάρη. Καί ἀπό αὐτό θά καταλάβουμε, παρακαλῶ, ἄν τελικά ἤλθαμε εἰς ἑαυτούς καί ἄν τελικά λέμε πραγματικά τό ἥμαρτον. Γιατί ἀλλιῶς, θά πέσουμε ἔξω καί θά νομίζουμε ὅτι τό κάναμε. Ἀπό αὐτό θά τό καταλάβουμε: ἐάν νιώσουμε ὅτι μᾶς δέχθηκε ὁ οὐράνιος Πατέρας, ἐάν νιώσουμε ὅτι ὁ οὐράνιος Πατέρας μᾶς ἔδωσε τήν στολήν τήν πρώτην, πού λέει στήν παραβολή, καί μᾶς ἔκανε ὅπως ἦταν ὁ Ἀδάμ πρίν πέσει. Ἔτσι τόν κάνει τόν κάθε χριστιανό. Πῶς ἀλλιῶς θά ἔχουμε τή βεβαιότητα ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅτι μᾶς συγχώρησε, ὅτι ἑνωθήκαμε μέ τόν Χριστό, ἔχουμε μέσα μας τόν Χριστό, ἄν δέν γίνει αὐτό; Γίνεται κανείς ὅπως ἦταν ὁ Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν πτώση καί κάτι περισσότερο, καί νιώθουμε ὅτι ἄρχισε τό πανηγύρι αὐτό, ἄρχισε αὐτή ἡ γιορτή· ἐμεῖς μαζί μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός μαζί μας. Καί ὄχι ἁπλῶς τρῶμε καλά, ἀλλά ἀπολαμβάνουμε τόν μόσχο τόν σιτευτό, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Καί ναί μέν θά πεῖτε τώρα: «Μά, ἐμεῖς κοινωνοῦμε τακτικά». Ναί, κοινωνοῦμε τακτικά, ἀλλά τό θέμα εἶναι ἄν ζοῦμε τήν ὅλη ὑπόθεση ἔτσι. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία κοινώνησε μία φορά πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν ἔρημο, καί μία μετά ἀπό 47 χρόνια, δηλαδή στό τέλος τῆς ζωῆς της –τό θυμόμαστε ὅλοι;– καί περπατοῦσε πάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ. Ὑπάρχουν χριστιανοί πού κοινωνοῦν πάρα πολύ τακτικά –δέν εἶμαι ἐναντίον τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας– ἀλλά νά τό προσέξουμε αὐτό, γιατί μπορεῖ νά γίνει μιά συνήθεια. Τό θέμα εἶναι νά βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα· καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπαίνει στόν παράδεισο, ἄν ὄχι ὁλοκληρωτικά, πάντως ἔχει τόν ἀρραβώνα τῆς εἰσόδου του στόν παράδεισο.
Ἡ περίοδος αὐτή, ἀδελφοί μου, εἶναι ὅ,τι χρειάζεται, γιά νά σκεφθοῦμε ἔτσι τά πράγματα. Κοντά σ᾿ αὐτά, καί πολλά ἄλλα μποροῦμε νά σκεφθοῦμε, ἀλλά νά μή χανόμαστε σέ πολλά. Ὅ,τι κι ἄν ἀκούσουμε, τελικά ἐδῶ θά πρέπει νά καταλήξει ὁ καθένας μας: νά ἔλθει στόν ἑαυτό του, νά συναισθανθεῖ τήν κατάστασή του, νά πεῖ τό ἥμαρτον μέ ὅλη του τήν καρδιά, γιά νά λάβει τήν ἄφεση, τή συγχώρηση, καί νά ἀρχίσει τό πανηγύρι μέσα στήν ψυχή του.
Πιστεύω ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος εὐχόταν ὅλη αὐτή τήν ὥρα, ἀλλά καί ὅλη τήν ἡμέρα νά εὔχεται, καί ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες νά εὔχεται. Σᾶς παρακαλῶ· τά λέω αὐτά, γιατί τά πιστεύω ὅτι ἔτσι εἶναι. Ὅ,τι θά γίνει, θά γίνει μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Θά παρακαλέσουμε ταπεινά τόν Σεβασμιώτατο νά εὐχηθεῖ καί νά εὔχεται νά πιάσουν καί αὐτά τά λόγια τά ταπεινά καί φτωχά πού εἴπαμε, καί νά ἀγγίξει τίς ψυχές μας ὅλος αὐτός ὁ πλοῦτος πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅλα αὐτά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Νά παρακαλέσει τόν Θεό ὁ Σεβασμιώτατος, ἰδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο, πού εἶναι περίοδος Τριωδίου, περίοδος μετανοίας, ταπεινώσεως, προσευχῆς, πού εἶναι περίοδος γιά νά ἔλθουμε εἰς ἑαυτούς, ὄντως νά ἔλθουμε εἰς ἑαυτούς, ὄντως νά φύγει ἀπό τήν ψυχή μας κάθε παράπονο, ὄντως νά ποῦμε τό ἥμαρτον στόν Θεό, ἀλλά καί ὄντως, ὄντως στή ζωή μας νά ἔλθει τό Πάσχα, στήν ψυχή μας νά ἔλθει ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καθώς θά σταυρωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, νά ἀναστηθοῦμε μαζί του. Καί νά τό νιώσουμε αὐτό, ἀλλά νά τό δοῦν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, αὐτοί πού βρίσκονται στήν πλάνη. Γιατί, δέν ξέρω· οἱ ἄλλοι βλέπουν ἄραγε σ᾿ ἐμᾶς τούς χριστιανούς αὐτό πού θά ἤθελε ὁ Χριστός νά βλέπουν, καί εἴμαστε ἔτσι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ἤ δέν τό βλέπουν; Ἔχουμε καί αὐτή τήν ὑποχρέωση.
Νά εὐχηθεῖ ὁ Σεβασμιώτατος νά γίνουμε ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὅπως μᾶς θέλει, παιδιά του ἀληθινά, ἀλλά νά γίνουμε καί μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πιστέψουν καί νά σωθοῦν ὅλοι, τουλάχιστον ὅσοι εἶναι τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον.20
Εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Τήν εὐχή σας.
15-2-1987