Σάν νά ζηλεύει κανείς τόν Θεό
Ἡ δεύτερη ὁμιλία μας εἶναι ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τόν ὁποῖο βίο ἔγραψε ὁ Νικήτας Στηθᾶτος. Εἴμαστε στήν εἰκοστή παράγραφο. Εἶναι ὁ ἅγιος Συμεών δόκιμος στή Μονή Στουδίου, ὅπου ἡγούμενος εἶναι κάποιος Πέτρος, καί ὁ πνευματικός τοῦ ἁγίου Συμεών εἶναι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Εὐλαβής. Νά τονίσουμε κι αὐτό: Ὁ ἅγιος Συμεών πῆγε στό μοναστήρι γιά νά γίνει μοναχός, καί πῆγε σ᾿ αὐτό τό συγκεκριμένο μοναστήρι, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν ὁ πνευματικός του ἐκεῖ, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Εὐλαβής.
Γίνονται μερικές φορές κάποια πράγματα πού δέν εἶναι ἔτσι εὐχάριστα καί μπορεῖ νά δημιουργήσουν καί σκάνδαλα. Ὡστόσο ὅμως, κι ἐδῶ πρέπει νά βρίσκουμε τήν ἀλήθεια καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Δηλαδή, γιά νά μιλήσουμε συγκεκριμένα, ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, ἡ ὑπακοή εἶναι δίκοπο μαχαίρι. Ἡ σωστή ὑπακοή, ἡ ἀληθινή ὑπακοή, ἡ ὑπακοή σέ σωστό ἄνθρωπο, μέσα στήν Ἐκκλησία οὔτε λίγο οὔτε πολύ μπορεῖ νά ὁδηγήσει κάποιον στό νά ἁγιάσει. Καί μπορεῖ ἡ ὑπακοή ἡ μή σωστή, ἡ σέ μή σωστό ἄνθρωπο ὑπακοή νά κολάσει, ὄχι ἁπλῶς νά βλάψει, νά κολάσει. Νά φυλάγει ὁ Θεός.
Ἔτσι θά λέγαμε κι ἐδῶ τώρα. Ἀπό τό ἕνα μέρος δέν εἶναι καλό μέσα σέ ἕνα μοναστήρι πού ἔχει ἡγούμενο, ἕνας πνευματικός νά ἐργάζεται ἔτσι πού, τρόπον τινά, σάν νά διασπᾶ τό μοναστήρι, σάν νά δημιουργεῖ κράτος ἐν κράτει. Ὅπως ἐπίσης, δέν εἶναι καλό ἕνας ὑποτακτικός νά πάει σέ ἕνα μοναστήρι καί, τρόπον τινά, ἐκεῖ στό μοναστήρι γι᾿ αὐτόν νά ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ πνευματικός του στόν ὁποῖο ὑπακούει καί σάν νά μήν εἶναι οἱ ἄλλοι ἐκεῖ. Δέν εἶναι καλό οὔτε ἕνας πνευματικός νά ἐνεργεῖ ἔτσι οὔτε καί ἕνας ὑποτακτικός ἐπίσης νά ἐνεργεῖ ἔτσι.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως, ὅλα γίνονται γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦρθε στή γῆ καί ἀπέθανε καί ἀνέστη, ἔγινε γιά νά σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά σωθοῦν οἱ ψυχές, νά ἁγιάσουν οἱ ψυχές· δέν ἦρθε νά δημιουργήσει ἁπλῶς, ἄς ποῦμε, ἕνα καθεστώς. Καί ἄν ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του, καί ἄν ἄφησε τό Εὐαγγέλιό του, καί ἄν ἄφησε τούς Ἀποστόλους του, καί εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία συνεχῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι παρών ὁ ἴδιος ὁ Χριστός –ὅπως εἶπε «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» – ὅλα αὐτά ὑπάρχουν πάλι ἀκριβῶς γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές, νά σωθοῦν ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν. Καί ὅλος ὁ κόσμος μπορεῖ νά σωθεῖ, καί ἐλάχιστοι μποροῦν νά σωθοῦν. Ὅσοι θέλουν· δέν πιέζεται κανένας, δέν ὑποχρεώνεται κανένας. Ἀλλά ὅλα ὅμως εἶναι γιά νά σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὄχι ἁπλῶς γιά νά ἔχουμε ἕνα καθεστώς.
Ἑπομένως, ὅταν κάποιος πνευματικός, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Εὐλαβής ἐδῶ στή Μονή Στουδίου, ἐν πνεύματι καί ἐν ἀληθείᾳ βλέπει ὅτι οἱ ψυχές, ἀκριβῶς γιά νά βοηθηθοῦν νά σωθοῦν –κι ὄχι ἁπλῶς νά εἶναι μοναχοί στό μοναστήρι καί ἁπλῶς νά λειτουργεῖ τό μοναστήρι ὡς μοναστήρι– χρειάζεται νά ἐξομολογηθοῦν καί πάλι νά ἐξομολογηθοῦν, νά συμβουλευθοῦν καί πάλι νά συμβουλευθοῦν, γιά νά ὁδηγηθοῦν, δέν μπορεῖ νά τό παραβλέψει αὐτό. Ἕνας πνευματικός πού ἔχει φόβο Θεοῦ καί ζεῖ κατ᾿ ἐνώπιον Θεοῦ δέν θά ἀποφύγει νά τό κάνει αὐτό ἀπό φόβο μήν τυχόν δημιουργηθεῖ, τρόπον τινά, μιά κάποια «ἀταξία» –ἐντός εἰσαγωγικῶν ἡ λέξη αὐτή– μέσα στό μοναστήρι. Τό ὅλο μοναστήρι αὐτόν τόν σκοπό πρέπει νά ἔχει, πῶς νά σωθεῖ ἡ καθεμιά ψυχή, ὄχι ἁπλῶς νά ὑπάρχει ὡς μοναστήρι καί ὄχι ἁπλῶς νά ὑπάρχουν μέσα ἐκεῖ μοναχοί.
Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά πῶ ὅτι καμιά φορά γίνονται τέτοια πράγματα. Δηλαδή τό σοβαρότερο κίνητρο –ὄχι ὅτι εἶναι τό μοναδικό, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι τό σοβαρότερο– γιά νά δεχθοῦν κάποιον, κάποια σέ ἕνα μοναστήρι, μπορεῖ νά εἶναι αὐτό: νά εἴμαστε πολλοί. Καί θά ἀκούγεται ὅτι εἴμαστε πολλοί καί θά φαίνεται ὅτι εἴμαστε πολλοί. Ναί, ἀφενός θά εἴμαστε πολλοί, ἀφετέρου θά εἴμαστε μιά παρουσία μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα στήν κοινωνία καί θά ἔχουμε τίς «ἀπολαβές», ἐντός εἰσαγωγικῶν, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό πῶ ἔτσι, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι θά μᾶς ἀναγνωρίζουν, θά μᾶς τιμοῦν, θά μιλοῦν γιά μᾶς –ὅτι εἴμαστε πολλοί, ὅτι κάνουμε τοῦτο, κάνουμε ἐκεῖνο. Μπορεῖ, λοιπόν, τό σοβαρότερο κίνητρο νά εἶναι αὐτό καί στήν οὐσία νά μή βοηθιοῦνται οἱ ψυχές νά εἶναι στόν δρόμο τῆς ἀσκήσεως, στόν δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ, στόν δρόμο αὐτόν πού ὁδηγεῖ στόν ἀπώτερο σκοπό· πού ὁ ἀπώτερος σκοπός εἶναι νά σωθεῖ ἡ καθεμιά ψυχή. Γίνονται αὐτά τά πράγματα.
Γενικῶς, τό καθετί εἶναι δίκοπο μαχαίρι καί ἡ ὑπακοή ἐπίσης εἶναι δίκοπο μαχαίρι, καί ἔτσι καί ἔτσι. Ἑπομένως, δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει πού μέσα στή Μονή Στουδίου εἶναι καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Εὐλαβής, ὁ ὁποῖος κάπως διαχωρίζει τή θέση του ἀπό τόν ἡγούμενο. Ὄχι διαχωρίζει τή θέση του μέ τήν ἔννοια ὅτι κάνει κάποια ἐπανάσταση ἤ ἐπιφέρει κάποιο χωρισμό ἤ κάνει καμιά φατρία. Τίποτε τέτοιο. Ἁπλῶς καίει μέσα στήν ψυχή του ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καίει μέσα στήν ψυχή του ὁ καημός νά εἶναι ἡ ὅλη ὕπαρξίς του συνεχῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μιά λαμπάδα πού καίει, καί ὁ ἴδιος καί ὅποια ἄλλη ψυχή θέλει νά βοηθηθεῖ. Καί αὐτό ἐνοχλεῖ τούς γύρω.
Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία
Θυμάστε πού εἴπαμε πρόσφατα σέ μιά ἀπό τίς ἀγρυπνίες ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο –προσέξτε παρακαλῶ· στόν κάθε ἄνθρωπο, ὄχι ἁπλῶς σέ ὁρισμένους, ἀλλά στόν καθένα– ὑπάρχει κακία. Ἔχει κακία ὁ ἄνθρωπος ἕνεκα τοῦ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἀστεῖα, ἡ ἁμαρτία εἶναι διαστροφή. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα λάθος πού ἔκανε ὁ ἄνθρωπος καί βρέθηκε νά εἶναι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κακία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά μήν τό δείχνει, ἀλλά ἔχει μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Δέν ἔχουν κακία καί μίσος ἁπλῶς μόνο κάποιοι πού τό ἐκδηλώνουν αὐτό, ὅπως τό ἐξεδήλωσαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι ἐναντίον τοῦ Κυρίου καί τόν ἐσταύρωσαν· καί ὁ λαός μαζί πού κραύγαζε: «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Κραύγαζαν, παρά τό γεγονός ὅτι εἶχαν εὐεργετηθεῖ ἀπό τόν Κύριο πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς –εἶχαν θεραπευθεῖ ἀπό ἀσθένειες, εἶχαν χορτάσει τήν πείνα τους κλπ. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο κάποιοι.
Νά τό προσέξουμε. Ἕνας λόγος πού, ἐνῶ θέλει κανείς νά προκόψει, δέν προκόπτει πνευματικά, εἶναι καί αὐτός, ὅτι, γιά νά προκόψεις, πρέπει νά ταπεινωθεῖς. Γιά νά προκόψεις πρέπει νά αἰσθανθεῖς μέσα σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι «Θεέ μου, χειρότερο πλάσμα ἀπό μένα δέν ὑπάρχει». Ὄχι λόγια. Αὐτό εἶναι μιά ἀλήθεια, εἶναι μιά πραγματικότητα, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία. Μήν τήν κρύβεις, μήν τήν κουκουλώνεις, μήν τή στολίζεις μέ λουλούδια.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁλυσίδα πού ἁλυσοδένει. Ἀκόμη κι ἄν τίς στολίσεις τίς ἁλυσίδες μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα, καί δέν φαίνονται ὅτι εἶναι ἁλυσίδες, δέν κερδίζεις τίποτε. Οἱ ἁλυσίδες εἶναι ἁλυσίδες· σέ σφίγγουν. Πρέπει νά κοποῦν οἱ ἁλυσίδες, νά πεταχτοῦν. Ἔτσι πρέπει νά φύγει μέσα ἀπό τήν ψυχή μας ἡ ἁμαρτία. Καί τήν ἁμαρτία μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τή φυγαδεύσει. Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία.
Θά λυτρωθεῖ ὅμως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά πεῖ ἁπλῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ –κι ἐδῶ εἶναι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου– ὅ,τι λέει ἕνας ἄρρωστος, ὁ καημένος, ὁ ὁποῖος εἶναι πληγωμένος, πονεμένος καί φωνάζει, κράζει τόν γιατρό νά τόν βοηθήσει· καί τίποτε ἄλλο. Μέ τόν ἁμαρτωλό δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Δέν λέει «εἶμαι πληγωμένος, εἶμαι δηλητηριασμένος, πονάω, ἔχω σκοτάδι», ὡσάν νά εἶναι ὅπως κάποιος, ὁ καημένος, πού προχωροῦσε στόν δρόμο καί τόν χτύπησε ἕνα αὐτοκίνητο καί εἶναι στά χάλια πού εἶναι. Ἤ, ὅπως ὁ ἄλλος πού, χωρίς νά τό καταλάβει, πῶς ἔγινε, τοῦ ἔκαναν μετάγγιση μέ δηλητηριασμένο αἷμα καί τόν δηλητηρίασαν. Ἤ, ὅπως ἐκεῖνος πού ἔφαγε μιά τροφή, καί κάτι ἦταν ἐκεῖ πού τόν πείραξε, καί ἔπαθε ὅ,τι ἔπαθε τό στομάχι του, τά ἔντερά του, ἡ ὅλη ὕπαρξίς του. Μέ τήν ἁμαρτία δέν εἶναι ἔτσι.
«Φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον»
Ὁ ἄνθρωπος, ἀργά ἤ γρήγορα, θά δεῖ ὅτι ὕψωσε καί ὑψώνει κεφάλι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχει κακία μέσα του, ἔχει πονηριά μέσα του. Ἀκόμη καί τόν Θεό θέλει νά ξεγελάσει. Σέ μερικούς εἶναι ἔντονο αὐτό, ἀλλά ἐγώ θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι λιγουλάκι εἶναι σέ ὅλους. Δηλαδή, σάν νά ζηλεύει κανείς τόν Θεό· κι αὐτό λίγο πολύ συμβαίνει σέ ὅλους. Σάν νά ζηλεύει κανείς τόν Θεό. Παθαίνουν οἱ ψυχές καί τέτοια πράγματα.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἅγιος, ὁ καθαρός, κι ἐσύ ἐνώπιόν του εἶσαι ὅλος ρύπος. Μπορεῖς νά τό δεχθεῖς ὅτι νά, κάτι συνέβη, καί φταῖς ἐσύ πού εἶσαι βρώμικος; Ὄχι, δέν θά τό δεῖς ἔτσι. Ὑποσυνείδητα νιώθεις ὅτι σάν νά φταίει ὁ Θεός πού εἶσαι ἔτσι, σάν νά φταίει ὁ Θεός πού ἄφησε νά εἶσαι ἔτσι. Καί ἐδῶ εἶναι πού φθονεῖ κανείς τόν Θεό καί μισεῖ τόν Θεό. Ναί, καί ὁ πιό καλός ἀκόμη χριστιανός.
Ὁ ἄνθρωπος σιγά‑σιγά θά τά δεῖ αὐτά τά πράγματα καί, ὅταν τά συνειδητοποιήσει, θά ταπεινωθεῖ ἔτσι πού δέν παίρνει περισσότερο, θά μετανοήσει ἔτσι πού δέν παίρνει περισσότερο. Ἔτσι θά γίνει δουλειά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, δέν γίνεται ἀλλιῶς.
Ἕναν ἅγιο λοιπόν μέσα σέ ἕνα μοναστήρι, καί γενικότερα ἕναν ἅγιο μέσα στήν Ἐκκλησία, μολονότι δέν βλάπτει κανέναν –δέν ἐνοχλεῖ κανέναν, δέν τά βάζει μέ κανέναν, δέν κάνει κανένα κακό· ἴσα-ἴσα βοηθάει τίς ψυχές πού θέλουν νά βοηθηθοῦν– θά τόν μισήσουν, θά τόν φθονήσουν. Μπορεῖ κάποιος νά εἶναι στό μοναστήρι, νά φοράει ράσο κλπ., κι ὅμως νά ἔχει φθόνο μέσα του· διότι δέν φτάνει ἁπλῶς νά εἴμαστε κάπου καί νά προσφέρουμε κάποιο ἔργο ἐκεῖ. Χρειάζεται νά γίνει ἐργασία βαθιά μέσα στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Κι αὐτό δέν τό κάνει ὁ καθένας, δέν τό θέλει ὁ καθένας· βολεύεται κανείς ἔτσι ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά. Ὁπότε ἔπειτα ἡ παρουσία ἑνός ἁγίου εἶναι ἀγκάθι πού δέν σ᾿ ἀφήνει ἥσυχο. Κι ἔτσι ἔρχεται ὁ φθόνος. Μπορεῖ ἀκόμη καί νά εἶναι ἡγούμενος αὐτός πού φθονεῖ. Ὅπως ἐδῶ στήν προκειμένη περίπτωση, ὁ ἡγούμενος φθόνησε, μίσησε, κάκιωσε ἐναντίον τοῦ ὑποτακτικοῦ αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδειχνε ὅτι προτιμοῦσε τόν ἅγιο Συμεών τόν Εὐλαβῆ γιά πνευματικό του. Δέν τόν προτιμοῦσε ὅμως γιά κανέναν ἄλλο λόγο, οὔτε διότι ἦταν προσκολλημένος. Τόν προτιμοῦσε, ἐπειδή ἐκεῖ βρῆκε τή σωτηρία του, ἐκεῖ ἔβρισκε τή σωτηρία του.
Καλά –θά πεῖ κάποιος– ὁ ἄλλος δέν μποροῦσε νά τόν βοηθήσει στή σωτηρία; Ὁ καθένας μπορεῖ νά βοηθήσει, ἀλλά τελικά ὅμως ἡ καθεμιά ψυχή εἶναι ἐλεύθερη νά ψάξει, ὅπως τό συνιστοῦν καί συμβουλεύουν ὅλοι οἱ Πατέρες: Ψάξε νά βρεῖς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γιά σένα εἶναι ὁ κατάλληλος γιά νά σέ βοηθήσει νά σωθεῖς, νά ἁγιάσεις. Ὄχι ἁπλῶς ἔτσι μηχανικά καί τυπικά νά πᾶς κάπου, ὅπως κατευθύνει τό κομπιούτερ, τά παιδιά πού δίνουν ἐξετάσεις, ὅπου θέλει αὐτό. Δέν εἶναι ἔτσι τά πνευματικά πράγματα.
2.6.2002