Δέν συνεννοούμαστε μέ τόν Θεό
Πολύ φτωχό τό φιλότιμό μας
Ἴσως νά ταιριάζει νά ποῦμε αὐτή τήν ὥρα κάτι πού ἦρθε, ἄς τό πῶ ἔτσι, σάν ἕνας λογισμός ἀγαθός μόλις τώρα, καθώς διαβαζόταν ἡ εὐαγγελική περικοπή καί κυρίως –πιό μπροστά– ἡ ἀποστολική περικοπή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή· καί πολλοί δέν καταλάβαμε τίποτε, καθώς εἶναι καί δύσκολη ἡ ἐπιστολή αὐτή. Τά εὐαγγέλια διηγοῦνται, ἄς ποῦμε ἔτσι, διάφορα περιστατικά, ὅπως ἐδῶ τή θεραπεία αὐτοῦ τοῦ μογιλάλου, καί γι᾿ αὐτό εἶναι κατά κανόνα εὔκολα στήν κατανόηση. Οἱἐπιστολές ὅμως –ὁρισμένες ἰδιαίτερα– εἶναι δύσκολες. Δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά προσέξει κανείς· πρέπει νά ἔχει μετάφραση, γιά νά μπορέσει νά καταλάβει τό περιεχόμενο, τό ὁποῖο κάθε φορά ἔχει βάθος πολύ.
Καί τώρα ὅλο αὐτό τό πῆρα ἀπό τήν ἑξῆς πλευρά. Ὁ Θεός ὅ,τι λέει καί ὅ,τι κάνει, τό λέει καί τό κάνει γιά τή σωτηρία μας. Ναί, ὅλα εἶναι γιά μᾶς. Ὁ Θεός δι᾿ ὅλων τῶν λόγων του καί τῶν πράξεών του ἐκδηλώνει τήν ἀγάπη του πρός τά πλάσματά του γενικότερα, καί εἰδικότερα πρός τούς ἀνθρώπους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι ἕνα σύνηθες φαινόμενο τό ἑξῆς: Ἤ μιλάει ὁ Θεός ἤ δέν μιλάει, δέν καταλαβαίνουμε ἐν πολλοῖς, σάν νά μήν ἀκοῦμε. Ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κάνει θαύματα ὁ Θεός, κι ἐμεῖς σάν νά μή βλέπουμε. Τόσο δέν καταλαβαίνουμε. Καί ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, καί ὅταν κάτι καταλάβει κανείς, πιό πολύ τό παίρνει λάθος, παρά ὅπως εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δέν ξέρω ἐσεῖς τί λέτε, ἀδελφοί μου. Εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό θέμα αὐτό· πάρα πολύ σοβαρό.
Βλέπετε, ἐμεῖς ὅλοι, μολονότι εἴμαστε στήν Ἐκκλησία χρόνια καί χρόνια, πολύ-πολύ ἐλάχιστα ἔχουμε καταλάβει, ἔχουμε αἰσθανθεῖ, ἔχουμε λάβει ἀπό αὐτά πού λέει ὁ Κύριος. Πολύ-πολύ ἐλάχιστα ἀπό τά θαύματά του, ἀπό τά ἔργα του ἔχουν ἀγγίξει τήν ψυχή μας.
Ἐδῶ στήν προκειμένη περίπτωση, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, τό κείμενο εἶναι βέβαια δυσνόητο, καί χρειαζόμαστε μετάφραση γιά νά τό καταλάβουμε. Γιά κάποιους λόγους ἡ Ἐκκλησία ἀκόμη αὐτό τό θέμα τῆς γλώσσας τῶν ἀναγνωσμάτων μέσα στή λατρεία τό ἔχει ἔτσι· δηλαδή κρατάει τή γλώσσα στήν ὁποία γράφτηκαν οἱ ἀκολουθίες καί τά διάφορα ἀναγνώσματα. Ἀλλά ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε τώρα μεταφράσεις, ποικιλία μάλιστα μεταφράσεων, σέ διάφορες ἐκδόσεις, πού ἔχουν δίπλα στό κείμενο καί μετάφραση, ἑρμηνεία. Καί ὅλοι οἱ χριστιανοί ἔχουν τή δυνατότητα νά τίς συμβουλευτοῦν. Ἀλλά δέν μπαίνουν στόν κόπο νά διαβάσουν καί πρίν πᾶνε στήν ἐκκλησία ἤ καί μετά, ἀφοῦ φύγουν. (Θά ἔλεγα, καί τήν ὥρα πού εἶναι στήν ἐκκλησία, νά ἔχουν μαζί τους τή μετάφραση καί νά παρακολουθοῦν ἀπό κεῖ). Νά μήν παραπονοῦνται ἑπομένως ὅτι τάχα διαβάζουν καί δέν καταλαβαίνουν.
Καί ναί μέν συμβαίνει αὐτό: δέν καταλαβαίνουμε μερικές φορές, ὅπως καί ἀπόψε, τήν ἀποστολική περικοπή, διότι δέν διαβάστηκε σέ μετάφραση. Ἀλλά γενικότερα ὅμως, εἶναι τέτοια ἡ στάση ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἀπέναντι στίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, εἶναι τέτοια ἡ στάση ὅλων ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού, ἐνῶ ὁ Θεός θαυματουργεῖ διαρκῶς, συνεχῶς, ἐμεῖς δέν καταλαβαίνουμε. Καί αὐτό δέν εἶναι καλό σημάδι. Πρέπει νά ἀνησυχήσουμε, ὄχι μόνο οἱ λαϊκοί, πού τά ἁμαρτήματά τους εἶναι ἀγνοήματα, ὅπως λέει ὁἀπόστολος Παῦλος,#1 ἀλλά κι ἐμεῖς οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, οἱ μοναχές. Ναί, δέν συνεννοούμαστε μέ τόν Θεό. Τί μᾶς ἔχει πιάσει! Δέν μᾶς νοιάζει καί πολύ: ἀκοῦμε, δέν ἀκοῦμε, καταλαβαίνουμε, δέν καταλαβαίνουμε, τό πιάσαμε τό νόημα, δέν τό πιάσαμε… Δέν μᾶς πολυνοιάζει. Εἶναι φοβερό. Μᾶς ἀρκεῖδηλαδή τό ὅτι πᾶμε στήν ἐκκλησία, κάπως ἠρεμοῦμε, κάπως, ἄς ποῦμε ἔτσι, νιώθουμε λίγο ἀνάλαφρα, λίγο ξεκούραστα, καί μένουμε σ᾿ αὐτό. Εἶναι πολύ φτωχό τό φιλότιμό μας. Δέν τολμοῦμε, φοβόμαστε νά ἀκούσουμε τήν ὅλη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά τή δεχθοῦμε.
Συνεπαρμένοι ἀπό τήν ἐνέργεια πού μεταδίδουν τά σωτηριώδη νοήματα τῆς Ἐκκλησίας
Καί τό θέμα δέν εἶναι νά ἀκούσεις τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἐντάξει, θά τήν ἀκούσεις. Τό θέμα εἶναι ἄν ἔχεις τήν τόλμη καί τή διάθεση νά δεχθεῖς ὅ,τι λέει ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι θέλει νά φέρει ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου. Παρακαλῶ νά τό δοῦμε τό θέμα ἀπό αὐτή τήν πλευρά. Λίγο ἄν προσέξουμε, ὄχι ἁπλῶς θά ἀνησυχήσουμε· θά πάθουμε. Μέρες, μῆνες, χρόνια τώρα, ἀκοῦμε, ἀκοῦμε, ἀκοῦμε –καί ἐννοῶὡς χριστιανοί μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπου κι ἄν εἶναι ὁ καθένας, σέ ὅποια ἐνορία κι ἄν εἶναι, σέ ὅποια ἐκκλησία κι ἄν ἐκκλησιάζεται· καί ὅπως εἴπαμε, πολλά βιβλία ἔχουμε στά χέρια μας, διάφορες μεταφράσεις κτλ.– καί δέν βλέπεις ὁ ἄλφα χριστιανός, ὁ βῆτα χριστιανός, ὁ γάμα χριστιανός νά εἶναι συνεπαρμένος ἀπό τά νοήματα πού ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά σωτηριώδη νοήματα πού ἔχει γενικότερα ἡ ὅλη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Νά εἴμαστε συνεπαρμένοι, νά μᾶς συνέχει ἡ ἐνέργεια πού περιέχουν καί μεταδίδουν οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ. Καί τόσο πολύ νά μᾶς ἀπορροφοῦν, τόσο πολύ νά μᾶς αἰχμαλωτίζουν μέ τήν καλή ἔννοια, ὥστε νά ξεχνοῦμε τόσα πράγματα πού εἶναι ἀνάγκη νά τά ξεχάσουμε. Αὐτό, τό ὅτι κάθεσαι καί ἀσχολεῖσαι: «Ἀρρώστησα, δέν ἀρρώστησα, πονῶ, δέν πονῶ, ἔχω τό ἕνα πρόβλημα, ἔχω τό ἄλλο πρόβλημα», δέν εἶναι καλό σημάδι. Καί ἔτσι, συνέχεια βρίσκεσαι σέ δουλειές καί εἶσαι ἀπασχολημένος μέ κάτι τέτοια πράγματα, τά ὁποῖα ὄχι μόνο εἶναι ἀναπόφευκτα, ἀλλά εἶναι καί ὅ,τι χρειάζεται γιά τή σωτηρία σου.
Σκεπτόμουν τώρα προηγουμένως ὅτι, ἄν κανείς ἀρχίσει νά πιστεύει ἀληθινά, νά δέχεται ἀληθινά, πρόθυμα τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, νά καταλαβαίνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, νά τίς δέχεται καί νά συμμορφώνεται πρός αὐτές, καί μπεῖ στόν δρόμο αὐτόν, νά τρέχει δηλαδή πίσω ἀπό τόν Χριστό ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό του καί αἴρων τόν σταυρό, ἐξουθενώνεται –μέ τήν καλή ἔννοια– ὁ ἄνθρωπος. Ποῦ νά μείνει ὑπερηφάνεια καί ποῦ νά μείνει σκληροκαρδία καί τά παρόμοια! Ἕνα-ἕνα αὐτά διαλύονται.
Ὁ Θεός μᾶς παγιδεύει μέσα στήν ἁμαρτία μας κατά σοφό καί σωτηριώδη τρόπο
Ἀκόμη μιά φορά, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, θαυμάζει κανείς τόν Θεό, ἐκπλήσσεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Σάν νά εἶπε δηλαδή ὁ Θεός: «Πέφτετε ἐσεῖς; Ἁμαρτάνετε; Καλά λοιπόν». Καί μᾶς παγιδεύει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ Θεός μέσα σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση. Εἶσαι ἁμαρτωλός. Θέλεις δέν θέλεις, εἶσαι ἁμαρτωλός. Πολύ ἐγωιστής, πολύ φίλαυτος, πολύ σκληρόκαρδος· ναί, μέ διάθεση νά ἐγκληματήσεις. Δέν μᾶς κάνει ἁμαρτωλούς ὁ Θεός, δέν μᾶς σπρώχνει ὁ Θεός σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, ἀλλά μᾶς ἀφήνει, μέ τήν ἔννοια: «Αὐτό θέλετε; Αὐτό νά ἔχετε». Ἀλλά πάλι ὅμως δέν μᾶς ἀφήνει στήν ἁμαρτία μας σάν νά λέει: «Αὐτό θέλετε; Ἄντε, πᾶτε σ᾿ αὐτό», μέ τήν ἔννοια: «Νά πᾶτε ἐκεῖ, γιά νά χαθεῖτε», ἀλλά κατά σοφό καί σωτηριώδη τρόπο μᾶς αἰχμαλωτίζει, μᾶς παγιδεύει ἐκεῖ.
Καί μακάριος ὅποιος τίμια καί ἀληθινά ζητάει τόν Θεό καί κάποια ὥρα θά ξυπνήσει καί θά ἀρχίσει νά καταλαβαίνει τί λέει ὁ Θεός καί νά δέχεται τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ· καί δέν θά τόν βολεύει αὐτό, τό νά μήν καταλαβαίνει: «Ἄ, δέν καταλάβαμε. Δέν ἦταν πολύ ἁπλά τά πράγματα, δέν ἦταν ἑρμηνευμένα τά ἀναγνώσματα πού ἀκούσαμε».
Ἐπιτρέπει, ξέρετε, ὁ Θεός νά ὑπάρχουν μερικά τέτοια μέσα στήν Ἐκκλησία –ἔτσι θά τό ἔλεγα ἀπόψε– γιά νά συνειδητοποιήσουμε ἐμεῖς τό πόσο μᾶς βολεύει νά μήν καταλαβαίνουμε. Καί μᾶς βολεύει, γιατί προτιμοῦμε τό ραχάτι μας, προτιμοῦμε νά μή στενοχωρήσουμε τόν ἑαυτό μας, νά μή ζοριστοῦμε λίγο.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος θά ἀκολουθήσει τόν Θεό, θά βγεῖ ἀπό τή βόλεψη αὐτή καί θά δεῖ κατάματα τήν ἀλήθεια. Πού ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτή: Θέλεις δέν θέλεις, ἄνθρωπέ μου, εἶσαι ἁμαρτωλός. Τελείωσε. Δέν σέ ἔσπρωξε ὁ Θεός· ἐσύ τό διάλεξες. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι καθένας μας θέλουμε τήν ἁμαρτία, συμμαχοῦμε μέ τήν ἁμαρτία· δέν ξεκολλοῦμε ἀπό κεῖ. Καί ἀρχίζουμε ὕστερα: «Δύσκολο εἶναι νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δέν γίνεται», καί βγάζουμε καί φταίχτη τόν Θεό πού ἔκανε τάχα βαριές τίς ἐντολές του. Εὐλογημένε μου, μέσα στήν ἁμαρτία εἶσαι, μέσα στό σκοτάδι, μέσα στή φθορά, μέσα σέ ὅλο αὐτό τό μπέρδεμα. Τί λές τώρα ὅτι τάχα εἶναι δύσκολα καί βαριά; Ποιός, ἄς ποῦμε, ἐνῶ εἶναι μπερδεμένος καί ἕτοιμος νά πέσει στό χάος, θά ἀρχίσει νά λέει: «Δύσκολα μοῦ βάζεις», ὅταν πάει κάποιος νά τόν σώσει; Ὅλα τά δέχεται εὐχαρίστως, μόνο νά σωθεῖ.
Πρέπει νά τό καταλάβουμε αὐτό. Ἀλλά πρέπει νά τονίσουμε ὅμως αὐτή τήν ὥρα ὅτι, καθώς φιλοτιμεῖται κανείς νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο, στήν πορεία αὐτή, καθώς, θέλει δέν θέλει, κάθε βῆμα πού κάνει, καί πιό ἁμαρτωλός βλέπει ὅτι εἶναι, κάθε παράξενη προσπάθεια πού κάνει, καί πιό μεγάλη ἀποτυχία ἔχει, μαθαίνει νά ἐμπιστεύεται καί νά ἀφήνεται στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔχει καί αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος: Ἀγωνίζεται, ἀγωνίζεται, ἀλλά γιά νά παρουσιάσει τόν ἑαυτό του ἀσπροπρόσωπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καθαρό, ἄς ποῦμε. Ἐνῶ δέν εἶναι αὐτό ὁ ἀγώνας. Ὁἀγώνας εἶναι νά πάρεις ὡς δεδομένο ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, νά ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, νά σηκώνεις τόν σταυρό σου καί νά τρέχεις πίσω ἀπό τόν Χριστό, νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό. Ὁπότε, μαθαίνεις τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως, τό μάθημα τῆς μετανοίας. Δέν γίνεται ἀλλιῶς· δέν τά βγάζεις πέρα μέ τίποτε.
Ἀπό τό ἕνα μέρος, λοιπόν, καθώς ἐμεῖς δέν θέλουμε νά καταλάβουμε, σάν νά μᾶς λέει ὁ Θεός: «Ἐσεῖς δέν ἔχετε ὄρεξη νά καταλάβετε, δέν ἔχετε ὄρεξη νά ἀνταποκριθεῖτε. Ἔτσι θέλετε; Ἄς εἶναι ἔτσι». Καί σάν νά μᾶς κρύβει τίς ἀλήθειες. Τόσα χρόνια, τόσα χρόνια καί νά μήν καταλαβαίνουμε! Κάνει ἐντύπωση δηλαδή. Κάνει ἐντύπωση μάλιστα μερικές φορές πού, ἐνῶ ἔχεις μπροστά σου καί τόν πιό καλοπροαίρετο, τόν πιό φωτισμένο, θά ἔλεγε κανείς, χριστιανό, καί πιάνεσαι ἀπό κάτι πού λέει καί προσπαθεῖς νά τόν βοηθήσεις νά δεῖ τήν ἀλήθεια, νά δεθεῖ μέ τήν ἀλήθεια, νά παραδοθεῖ στήν ἀλήθεια –στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ– καί νά προκόψει, αὐτός δέν καταλαβαίνει· γυρίζει στά δικά του. Κάνει ἐντύπωση. Ἐνῶ εἶναι ἁπλό πράγμα. Διότι μπροστά του εἶναι τό φῶς, τό ἄπλετο φῶς. Καί ὅμως, δέν τό βλέπει. Μπροστά του εἶναι ἡ πᾶσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί ὅμως, δέν τή βλέπει, δέν τήν αἰσθάνεται. Εἶναι δύσκολος ὁ ἄνθρωπος.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὅποιος ἀποφασίσει ἔτσι (ὅποιος ἀποφασίσει δηλαδή ἔτσι νά καταλάβει καί νά ἀνταποκριθεῖ), αὐτός παγιδεύεται, μέ τήν καλή ἔννοια, μέσα στό ὅλο σχέδιο ὅπως τό ἔχει φτιάξει ὁ Θεός, καί προχωράει, προχωράει. Καί νά θέλεις ὕστερα νά ὑπερηφανευθεῖς, δέν μπορεῖς. Θά σπάσεις τά μοῦτρα σου, θά πέσεις κάτω, θά γελοιοποιηθεῖς στά μάτια σου πρῶτα καί στά μάτια τῶν ἄλλων· θά σέ περιγελάσει καί ὁ διάβολος. Ἄν δέν ἔχεις ταπείνωση, ἄν δέν θέλεις νά ἔχεις ταπείνωση, ἄν δέν ἀγαπήσεις τήν ταπείνωση καί ἄν δέν δεῖς ὅτι αὐτό εἶναι τό μεγάλο ἀγαθό πού σέ βοηθάει νά μένεις στόν Θεό, θά γελοιοποιηθεῖς. Ἔχει νά γελάσει ὁ διάβολος μέ τά καμώματά σου καί μέ τίς προσπάθειές σου καί μέ τούς δῆθεν ἀγῶνες σου!
Ἀπό τό ἕνα μέρος, λοιπόν, καθώς ἐμεῖς δέν θέλουμε νά καταλάβουμε, σάν νά μᾶς λέει ὁ Θεός: «Ἐσεῖς δέν ἔχετε ὄρεξη νά καταλάβετε, δέν ἔχετε ὄρεξη νά ἀνταποκριθεῖτε. Ἔτσι θέλετε; Ἄς εἶναι ἔτσι». Καί σάν νά μᾶς κρύβει τίς ἀλήθειες. Τόσα χρόνια, τόσα χρόνια καί νά μήν καταλαβαίνουμε! Κάνει ἐντύπωση δηλαδή. Κάνει ἐντύπωση μάλιστα μερικές φορές πού, ἐνῶ ἔχεις μπροστά σου καί τόν πιό καλοπροαίρετο, τόν πιό φωτισμένο, θά ἔλεγε κανείς, χριστιανό, καί πιάνεσαι ἀπό κάτι πού λέει καί προσπαθεῖς νά τόν βοηθήσεις νά δεῖ τήν ἀλήθεια, νά δεθεῖ μέ τήν ἀλήθεια, νά παραδοθεῖ στήν ἀλήθεια –στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ– καί νά προκόψει, αὐτός δέν καταλαβαίνει· γυρίζει στά δικά του. Κάνει ἐντύπωση. Ἐνῶ εἶναι ἁπλό πράγμα. Διότι μπροστά του εἶναι τό φῶς, τό ἄπλετο φῶς. Καί ὅμως, δέν τό βλέπει. Μπροστά του εἶναι ἡ πᾶσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί ὅμως, δέν τή βλέπει, δέν τήν αἰσθάνεται. Εἶναι δύσκολος ὁ ἄνθρωποἈπό τό ἄλλο μέρος, ὅποιος ἀποφασίσει ἔτσι (ὅποιος ἀποφασίσει δηλαδή ἔτσι νά καταλάβει καί νά ἀνταποκριθεῖ), αὐτός παγιδεύεται, μέ τήν καλή ἔννοια, μέσα στό ὅλο σχέδιο ὅπως τό ἔχει φτιάξει ὁ Θεός, καί προχωράει, προχωράει. Καί νά θέλεις ὕστερα νά ὑπερηφανευθεῖς, δέν μπορεῖς. Θά σπάσεις τά μοῦτρα σου, θά πέσεις κάτω, θά γελοιοποιηθεῖς στά μάτια σου πρῶτα καί στά μάτια τῶν ἄλλων· θά σέ περιγελάσει καί ὁ διάβολος. Ἄν δέν ἔχεις ταπείνωση, ἄν δέν θέλεις νά ἔχεις ταπείνωση, ἄν δέν ἀγαπήσεις τήν ταπείνωση καί ἄν δέν δεῖς ὅτι αὐτό εἶναι τό μεγάλο ἀγαθό πού σέ βοηθάει νά μένεις στόν Θεό, θά γελοιοποιηθεῖς. Ἔχει νά γελάσει ὁ διάβολος μέ τά καμώματά σου καί μέ τίς προσπάθειές σου καί μέ τούς δῆθεν ἀγῶνες σου!Ὑποθέτω, ὅλοι καταλαβαίνουμε τώρα τί σημαίνει αὐτή ἡ «παγίδευση» –ἐντός εἰσαγωγικῶν ἡ λέξη. Ἀναγκάζεται δηλαδή κανείς, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλότητός του, νά ταπεινωθεῖ, νά μετανοήσει, νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό. Ἔτσι, ὅλο προχωρεῖς καί γεύεσαι τή σωτηρία, καθώς ὅλο καί περισσότερο ἀφήνεσαι στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι στίς ἀρετές σου καί στά κατορθώματά σου. Γεύεσαι ἔτσι τή λύτρωση καί αἰσθάνεσαι αὐτή τήν ἀναστημένη ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, αὐτή τήν οὐράνια ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, αὐτή τήν ἄλλη πραγματικότητα. Καί δέν ἔχεις δυσκολία μετά νά πετάξεις τό ἕνα, νά πετάξεις τό ἄλλο, νά γλιτώσεις ἀπό τό ἕνα, νά ἀπαγκιστρωθεῖς ἀπό τό ἄλλο καί νά μείνεις γυμνός καί μόνος ἐνώπιον τοῦ μόνου Θεοῦ.
Μήπως, σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, νά θελήσουμε νά δοῦμε κάπως ἔτσι τά πράγματα. Νά πάρουμε ἀφορμή δηλαδή ἀπό τό ὅτι δέν καταλαβαίνουμε μερικά πράγματα, γιά νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι σάν νά τά ἔκανε ὁ Θεός ἔτσι πού νά μήν τά καταλαβαίνουμε, διότι δέν τό ἀξίζουμε· δέν τό ἀξίζουμε. Τά περιφρονοῦμε. Μάρτυς ἡ πραγματικότητα, πού τόσα χρόνια ἀκοῦμε, ἀκοῦμε καί δέν προκόπτουμε.
Λίγο νά σκαλίσεις, θά πεταχτεῖ τό φιλότιμο
Νά μήν ποῦμε ἄλλα. Παρακαλῶ ὅμως πάρα πολύ, αὐτά τά ἁπλά λόγια πού εἴπαμε νά τά προσέξουμε –καί νά προσευχηθοῦμε κιόλας– καί νά θελήσουμε, νά κάνουμε δηλαδή τόν κόπο, νά βγοῦμε ἀπό τό ὅτι κανείς συνέχεια θέλει νά εἶναι ἀνεύθυνος, συνέχεια θέλει νά ξεφεύγει: τάχα δέν μπορεῖ, τάχα δέν κατάλαβε, τάχα δέν τοῦ τά εἶπαν, τάχα ἔχει ἀσχολίες, τάχα ἔχει προβλήματα. Ὅλα εἶναι ἕνα «τάχα». Δέν εἴμαστε ἀληθινοί. Φοβόμαστε νά εἴμαστε ἀληθινοί καί νά προχωρήσουμε ἀληθινά, φιλότιμα δηλαδή.
Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει φιλότιμο. Καί θά λέγαμε ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ στήν πατρίδα μας, ὁλαός μας, ἐμεῖς ὅλοι, ἄλλο τίποτε δέν ἔχουμε –σέ τελευταία ἀνάλυση, τά ἄλλα δέν εἶναι τίποτε· δέν μπορεῖ νά ἐλπίζει καί νά στηριχθεῖ κανείς σ᾿ αὐτά– ἀλλά μερικοί ἔχουν φιλότιμο. Ὅλοι θά μπορούσαμε νά ἔχουμε τό φιλότιμο. Αὐτό βέβαια ἔχει χαθεῖ ἀρκετά, ἀλλά ἀκόμη ὅμως ὑπάρχει βαθιά μέσα στήν ψυχή μας σάν πηγή, θά λέγαμε, καί εἶναι κάτι πού τό δίνει ὁ Θεός κατ᾿ ἀρχήν σάν ἕνα φυσικό χάρισμα, σάν μιά φυσική δύναμη. Ναί, ἔχεις φιλότιμο. Δέν εἶναι τόσο ὅτι τό ἔφτιαξες ἐσύ, ἀλλά νά, εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, βαθιά μέσα στήν ψυχή μας. Καί λίγο νά τό σκαλίσεις, λίγο νά τό κεντρίσεις, λίγο νά τό προκαλέσεις, θά πεταχτεῖ τό φιλότιμο.
Νά φιλοτιμηθεῖς λοιπόν νά ἀκολουθήσεις τόν Κύριο καί νά μήν κάνεις πίσω. Μή φοβᾶσαι πού, ἐνῶθά προχωρεῖς, θά νομίζεις ὅτι ὀπισθοχωρεῖς. Ναί, αὐτό θά συμβαίνει, ἕως ὅτου νά βρεῖς τήν ταπείνωση, ἕως ὅτου νά ἀγκαλιάσεις τήν ταπείνωση, ἕως ὅτου νά βρεῖς τόν Χριστό, τόν ταπεινό Χριστό, πού εἶπε: «Εἶμαι ταπεινός, εἶμαι πράος».2 Εἶναι διδάσκαλος ὁ Χριστός, πού μᾶς ἀνέχεται καί μᾶς μαθαίνει τά μαθήματά του. Δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε. Ἄς προσέξουμε λοιπόν, παρακαλῶ, καί ἄς ἐνεργήσουμε ἀνάλογα.
8/9-4-2005 Ἀγρυπνiα