«Ἐδῶ καί τώρα τί νά κάνουμε;»
Φεύγει ὁ χρόνος; Καί ἐμεῖς μαζί του
Πάλι μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός νά ἔχουμε τήν πρώτη σύναξή μας ἀπόψε ἐδῶ, μετά τίς γιορτές, καί δέν ξέρω τί κουράγιο ἔχετε. Συνήθως τή Δευτέρα, μετά τό Σαββατοκύριακο, οἱ μαθητές εἶναι ἀδιάβαστοι. Συνήθως λίγο τεμπελιάζουν, λίγο θά ἤθελαν, ἄν ἦταν δυνατόν, νά πάει καί ἡ Δευτέρα μαζί μέ τό Σαββατοκύριακο καί κάτι τέτοια. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, λέω: «Δέν ξέρω τί κουράγιο ἔχετε, τί διάθεση».
Ὡστόσο, βλέπετε, τά χρόνια περνοῦν, ὁ καιρός περνάει, ἡ ζωή τρέχει, δέν περιμένει. Ὁ ἄνθρωπος ποῦ καί ποῦ λέει: «Ἄσ᾿ το γιά ἀργότερα, ἄσ᾿ το γιά αὔριο». Ἤ συχνά, ὄχι ἁπλῶς ποῦ καί ποῦ ἀλλά συχνά, ἀναβάλλει. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ στή ζωή του σάν νά ἦταν κύριος τοῦ χρόνου· σάν νά εἶναι δικές του οἱ ἑπόμενες στιγμές, οἱ ἑπόμενες ὧρες, οἱ ἑπόμενες ἡμέρες, τά ἑπόμενα χρόνια. Ἔτσι ἐνεργεῖ, ἀλλά εἶναι λάθος. Ὁ χρόνος καθόλου δέν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν αὐτή τήν ἀνθρώπινη νοοτροπία. Ὁ χρόνος κυλάει. Ἅμα καθίσει κανείς κοντά σέ ἕνα ρυάκι καί βλέπει σταθερά σέ ἕνα σημεῖο, τήν ἴδια στιγμή διαπιστώνει ὅτι τό νερό του, πού ἦταν στό σημεῖο ἐκεῖνο, ἤδη ἔφυγε πιό κάτω καί πιό κάτω καί πιό κάτω. Μπορεῖ τό μάτι τό δικό του νά μήν ἔχει διάθεση νά προχωρήσει, ἀλλά τό νερό φεύγει, κυλάει. Δέν ἐξαρτᾶται, λοιπόν, ἀπό τή δική μας διάθεση ὁ χρόνος. Τό κύλισμα τοῦ χρόνου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας διάθεση, ἀπό τό δικό μας κουράγιο. Ἐμεῖς μπορεῖ νά ἀναβάλλουμε, ἐμεῖς μπορεῖ νά περιμένουμε, ἐμεῖς μπορεῖ νά ἀφαιρούμαστε, μπορεῖ νά τεμπελιάζουμε, ἀλλά ὁ χρόνος φεύγει.
Καί ἐκεῖνο πού ἔχει νά κάνει κανείς εἶναι, χωρίς νά λαχανιάσει καί νά καταληφθεῖ ἀπό ἄγχος τρέχοντας πίσω ἀπό τόν χρόνο, νά πάει μέ τόν χρόνο. Ὅπως τό τραῖνο φεύγει· ἄς φεύγει. Καί ἐσύ μέσα ἐκεῖ εἶσαι. Πᾶς καί ἐσύ μαζί του. Τρέχει τό αὐτοκίνητο καί ἐσύ μέσα ἐκεῖ εἶσαι, πᾶς μαζί του. Τρέχει τό ἄλογο πάνω στό ὁποῖο εἶσαι, ἄς τρέχει. Ὅπου θά πάει αὐτό, καί ἐσύ ἐκεῖ. Σκεφτεῖτε, τώρα εἶναι 1987 καί ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀκόμη στό 1950. Δέν θά μᾶς περιμένει ὁ χρόνος. Ἐάν ἐμεῖς κοιμηθήκαμε, ἀφαιρεθήκαμε, χουζουρέψαμε, τεμπελιάσαμε, μείναμε ἐκεῖ πού μείναμε, ὁ χρόνος ἔφυγε καί φεύγει.
Ἡ γῆ κινεῖται, ἀλλά καί ἐμεῖς μαζί της, πᾶμε ὅπου κινεῖται αὐτή. Ὅλο τό πλανητικό μας σύστημα κινεῖται, καί ἐμεῖς μαζί του, καί οὔτε καταλαβαίνουμε τίποτε. Ἔτσι πρέπει νά συντονιστεῖ κανείς, θά ἔλεγα, μέ τόν χρόνο. Φεύγει ὁ χρόνος, καί ἐμεῖς μαζί του. Προχωρεῖ ὁ χρόνος, καί ἐμεῖς μαζί του. Ὄχι ἀπό πλευρᾶς χρόνου νά εἴμαστε σήμερα καί ἀπό πλευρᾶς δικῆς μας πραγματικότητος νά εἴμαστε χθές. Τό χθές εἶναι χθές, δέν εἶναι σήμερα καί τό σήμερα εἶναι σήμερα, δέν εἶναι χθές. Ὅπως δείχνουν δέ τά πράγματα, δέν εἶναι καθόλου δύσκολο. Ὅπως δέν εἶναι δύσκολο, πού εἴπαμε: τρέχει τό τραῖνο ἤ τό λεωφορεῖο, ἀλλά ἀφοῦ εἴμαστε μέσα στό τραῖνο, στό λεωφορεῖο, ἄς τρέχει, μαζί καί ἐμεῖς· ἤ κινεῖται ἡ γῆ, μαζί καί ἐμεῖς. Ἔτσι καί μέ τόν χρόνο, δέν φαίνεται νά εἶναι τόσο δύσκολα τά πράγματα. Ἀλλά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά συντονιστεῖ· νά ξεπεράσει αὐτή τήν ἀνασταλτικότητα πού ἔχει μέσα του, αὐτά τά γρανάζια, αὐτή τήν τεμπελιά, τήν ἀκηδία πού ἔχει μέσα του.
Σάν ὄχημα ὁ χρόνος νά σέ κουβαλάει
Τί εἶναι αἰώνιος ζωή, ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως; Τί εἶναι αἰώνιος ζωή γιά τόν σεσωσμένο; Ναί, πολλά εἶναι αἰώνιος ζωή. Αἰώνιος ζωή εἶναι νά γνωρίζεις τόν Θεό. Ἀλλά, ἄν θέλετε, ἔτσι πρακτικά θά λέγαμε, αἰώνιος ζωή εἶναι νά ἔχεις ξεπεράσει ἀπολύτως αὐτή τή ραθυμία, αὐτή τήν ἀνασταλτικότητα, αὐτή τήν ἀναβλητικότητα, αὐτή τήν τεμπελιά καί νά προχωρεῖς μέ τόν Θεό μαζί. Ὅταν πάει κανείς μέ τό τραῖνο, δέν τρέχει γιά νά εἶναι μέ τό τραῖνο. Ὄχι· τό τραῖνο τό ἴδιο τόν κουβαλάει. Μέ τό κάρο· τό κάρο σέ κουβαλάει, τό λεωφορεῖο σέ κουβαλάει. Μέ τή γῆ· ἡ γῆ σέ κουβαλάει. Δέν εἶσαι ἐσύ πού τρέχεις καί γι᾿ αὐτό δέν λαχανιάζεις, δέν ἄγχεσαι.
Καί μέ τόν χρόνο. Εἶναι ὁ χρόνος ἐκεῖνος πού σέ κουβαλάει, ἄν θελήσεις, ἀλλά πρέπει νά εἶσαι μαζί μέ τόν χρόνο. Ὅπως στό τραῖνο· πρέπει νά εἶσαι πάνω στό τραῖνο, ὄχι ἁπλῶς ἀπ᾿ ἔξω νά τό κοιτᾶς. Θά φύγει καί θά σέ ἀφήσει. Νά εἶσαι πάνω στό ζῶο καί ὄχι ἁπλῶς νά ὑποθέτεις ὅτι εἶσαι πάνω του. Ἀλλιῶς, θά φύγει. Νά εἶσαι μαζί μέ τόν χρόνο, ὄχι ἔξω ἀπό τόν χρόνο. Ναί, ὁ χρόνος ἔχει κανονιστεῖ ἔτσι ἀπό τόν Δημιουργό, πού δημιούργησε κι ἐσένα, καί ἔχεις καί ἐσύ κανονιστεῖ ἔτσι, ὥστε νά μπορεῖς νά πηγαίνεις μαζί του, καί σάν ὄχημα νά σέ φέρει ὁ χρόνος, νά σέ κουβαλάει καί νά μήν ὑπάρχει δυσκολία.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο σέ βγάζει ἀπό τόν χρόνο καί σέ κρατάει στό χθές, στό παρελθόν –τίς οἶδε πόσο μακριά– εἶναι αὐτή ἡ ὀκνηρία. Ὄχι ἡ ὀκνηρία ἡ σωματική, ἁπλῶς ἡ ἀνθρώπινη κόπωση· δέν ἔχει αὐτό καμιά σημασία. Τήν ὥρα πού κοιμᾶσαι, πᾶς μέ τόν χρόνο μαζί, δέν καθυστερεῖς. Δέν εἶναι αὐτή ἡ ὀκνηρία. Ἡ ὀκνηρία εἶναι πνευματική, εἶναι ἐσωτερική, βουλητική. Τό νά πηγαίνεις μαζί μέ τόν χρόνο σημαίνει, ἀπό μιά πλευρά, ὅτι εἶσαι συνέχεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ χρόνος εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χρόνος δέν θά τεμπελιάσει. Ναί, δέν ὑπάρχει τίποτε, κανένα κτίσμα πού νά τεμπελιάζει. Βλέπετε, αἰῶνες –τίς οἶδε πόσους αἰῶνες, πόσα ἑκατομμύρια χρόνια– ὁ ἥλιος κάνει αὐτή τήν κίνηση πού κάνει. Δέν ἔχει τεμπελιάσει καθόλου. Ἡ γῆ κάνει τήν κίνηση πού κάνει, τίς κινήσεις πού κάνει. Δέν ἔχει τεμπελιάσει. Καί ἄλλα πράγματα, πού ἔχουμε πεῖ πολλές φορές. Ναί, ὁ χρόνος πάει ὅπως τόν ἔκανε ὁ Θεός, καί τά πάντα, ἄς ποῦμε, ὅλα τά κτίσματα ὅπως τά ἔχει κάνει ὁ Θεός. Ὅταν, λοιπόν, συντονίζεσαι μέ αὐτά, πᾶς ὅπως σέ ἔκανε ὁ Θεός. Ὅταν εἶσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πηγαίνεις μέ αὐτά χωρίς δυσκολία.
Ἅμα μείνεις μέ τόν ἑαυτό σου, θά συναντήσεις τόν Θεό
Ἐκεῖνο πού δέν κάνει ὁ ἄνθρωπος καί τό ἀποφεύγει συνέχεια σάν πικρό ποτήρι καί πού εἶναι ὁ θάνατός του, εἶναι ὅτι δέν ζεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν θέλει νά ζεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τό ἀποφεύγει αὐτό. Νά ποῦμε ὅτι δέν ζεῖ καί ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του; Ποιός ἄνθρωπος…; Βρήκατε πολλούς ἀνθρώπους μέχρι σήμερα πού νά ζοῦν μέ τόν ἑαυτό τους ἔτσι; Νά ζεῖς μέ τόν ἑαυτό σου καί νά εἶσαι τρισευτυχισμένος καί νά μή χρειάζεται νά ξεφύγεις ἀπό τόν ἑαυτό σου. Μπορεῖς νά εἶσαι μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά εἶσαι καί μέ τόν ἑαυτό σου. Μπορεῖς νά εἶσαι μέ ἄλλα πράγματα, ἀλλά νά εἶσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Λάθος μεγάλο, ὅταν εἶσαι μέ τούς ἄλλους γιά νά ξεφύγεις ἀπό τόν ἑαυτό σου. Λάθος μεγάλο ὅταν εἶσαι μέ τά ἄλλα –πᾶς νά δεῖς τά λιβάδια, τά βουνά, τή θάλασσα– ἀλλά γιά νά ξεφύγεις ἀπό τόν ἑαυτό σου. Τί πράγμα εἶναι αὐτό; Αὐτό εἶναι ἄνω ποταμῶν. Εἶναι θάνατος.
Μέ ὅλα μποροῦμε νά εἴμαστε, ἀλλά γιά νά εἴμαστε καλύτερα, κατά καλύτερο τρόπο μέ τόν ἑαυτό μας, ὄχι γιά νά ξεφύγουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι κανένα ἄλλο κτίσμα δέν θέλει νά ξεφύγει ἀπό τόν ἑαυτό του. Μόνο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μείνει μέ τόν ἑαυτό του, δυσκολεύεται νά μείνει μέ τόν ἑαυτό του καί ὅλο θέλει νά ξεφύγει. Γι᾿ αὐτό, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλες φορές, θέλει νά δεῖ, θέλει νά ἀκούσει, θέλει νά συζητήσει· ὄχι ὅμως γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, γιά νά μείνει μέ τόν ἑαυτό του, γιά νά ἀγαπηθεῖ μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά νά ξεχαστεῖ. Καί ἡ τυραννία δουλεύει. Διότι, ὅσο κι ἄν ξεφύγεις ἀπό τόν ἑαυτό σου, πάλι μέ αὐτόν θά εἶσαι. Δέν γίνεται. Καί ἑπομένως, συνέχεια ζεῖς μέ αὐτόν τόν ἐφιάλτη.
Ὅπως κάποιος πού τόν παρακολουθοῦν· φεύγει ἀπό ἐδῶ, φεύγει ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά συνέχεια βλέπει μπροστά του αὐτούς πού τόν παρακολουθοῦν. Καί αὐτό τό πράγμα τοῦ γίνεται ἐφιάλτης. Κάνει τό πᾶν νά ξεφύγει, ἀλλά τίποτε. Πάλι ἐκεῖνοι μπροστά του, πάλι ἐκεῖνοι κοντά του, δίπλα του. Εἶναι ζωή αὐτή; Τελικά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυστυχής, ἀκριβῶς διότι παντοῦ τόν παρακολουθεῖ ὁ ἑαυτός του, τόν παραμονεύει. Καί τό λάθος δέν εἶναι αὐτό, τό ὅτι τόν παρακολουθεῖ ὁ ἑαυτός του. Τό λάθος εἶναι ὅτι δέν μένει κανείς νά γνωριστεῖ μέ τόν ἑαυτό του καί νά ἀποδεχτεῖ τόν ἑαυτό του.
Αὐτό, βέβαια, δέν γίνεται τυχαῖα. Γιατί δέν μένεις μέ τόν ἑαυτό σου; Γιατί ἅμα μείνεις μέ τόν ἑαυτό σου, θά μείνεις καί μέ τόν Θεό, θά συναντήσεις τόν Θεό· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Καί αὐτό σημαίνει σέ τελευταία ἀνάλυση ὅτι μπαίνεις στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μπαίνεις στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θά κάνεις ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Δέν σοῦ ἀρέσει αὐτό τό πράγμα. Ἀλλά τί θά πεῖ δέν σοῦ ἀρέσει; Δέν σέ ἔφτιαξε Θεός γιά νά σοῦ ἀρέσει αὐτό πού θέλει ὁ Θεός; Ναί, ἔτσι σέ ἔφτιαξε Θεός. Ἀλλά, νά, ὅμως πού ὑπάρχουν μέσα σου στοιχεῖα, τά ὁποῖα δέν θέλουν αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, δέν ἀρέσουν αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό. Θέλουν ἄλλα πράγματα.
Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ξεπορτίζει, ξεφεύγει. Ὅπως τά κύτταρα μέσα στόν ὀργανισμό· ἐνῶ κινοῦνται καί λειτουργοῦν κανονικά, βρίσκονται ὁρισμένα πού ξεφεύγουν ἀπό τήν ὅλη αὐτή λειτουργία καί δημιουργοῦν τόν καρκίνο. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ζωή του εἶναι ἕνας καρκίνος. Δέν εἶναι στή λειτουργία πού τόν ἔβαλε ὁ Θεός, δέν εἶναι στήν κίνηση πού τόν ἔβαλε ὁ Θεός, δέν εἶναι στόν ὅλο δρόμο πού τόν ἔβαλε ὁ Θεός· ὅλο εἶναι ἀπ᾿ ἔξω. Καί γίνεται ἡ ζωή του ἕνα καρκίνωμα. Ἄν, δηλαδή, τά κύτταρα πού παθαίνουν, πού εἶναι καρκίνος, εἶχαν μιλιά νά μᾶς μιλήσουν, θά ἔλεγαν: «Δέν ὑπάρχει δυστυχέστερη κατάσταση ἀπό αὐτή τή δική μας».
Δέν ξέρω ἄν ἔχετε δεῖ. Ἐγώ κάποτε πού εἶδα, εἶναι ἕνα πράγμα ἀλλόκοτο· πού δείχνει ὅτι ἀκριβῶς εἶναι ἔξω ἀπό τήν κανονική λειτουργία. Καί παιδεύεται ὁ ἄνθρωπος τώρα. Ὅπως τά κύτταρα αὐτά πού εἶναι καρκίνος, τί νά τά κάνεις; Κόβεις, βέβαια, καί πετᾶς, ἀλλά πάλι αὐτά γίνονται. Δέν ἀλλάζουν αὐτά, οὔτε μποροῦν αὐτά νά γίνουν κανονικό ἀνθρώπινο σῶμα. Εἶναι καρκινώματα. Ἔτσι λοιπόν, ποῦ νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀνάπαυση, ποῦ νά βρεῖ ἡσυχία, ποῦ νά βρεῖ ζωή ἀληθινή, ὥστε νά χαρεῖ τή ζωή του, πού τόσο πολύ τό θέλει!
Καί κάθονται ὅλοι αὐτοί τώρα καί λένε: «Θά βελτιώσουμε τή ζωή, θά κάνουμε καλύτερες συνθῆκες ζωῆς. Θά δώσουμε ποιότητα ζωῆς, θά δημιουργήσουμε ποιότητα ζωῆς» κτλ. Τώρα, ἐν γνώσει τους τά λένε ὅλα αὐτά τά πράγματα πού δέν στέκονται; Ἐν ἀγνοίᾳ τους; Τί νά πεῖ κανείς! Πιό πολύ ἐν ἀγνοίᾳ τους. Μπορεῖς, δηλαδή, τά καρκινώματα νά τά κάνεις νά εἶναι ἀληθινό σῶμα καί νά ζοῦν καί νά λειτουργοῦν σωστά; Εἶναι καρκινώματα. Μόνο ἄν μπορέσεις νά τά βάλεις μέσα στή λειτουργία τοῦ ὅλου σώματος καί νά μποῦν καί αὐτά κανονικά ἐκεῖ. Ἄν ποτέ βρεῖ ἡ ἐπιστήμη τόν τρόπο νά σταματήσει αὐτή τήν πηγή, τό νά βγαίνουν δηλαδή ἀπό τήν κανονική λειτουργία, ἔ, τότε θά γιατρευτεῖ ἡ ἀρρώστια αὐτή, θά γιατρεύεται, ἀλλιῶς δέν γιατρεύεται.
Ξύπνησες τό πρωί; Πετάξου ἐπάνω
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται, λοιπόν, εἶναι νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, νά ἐπιστρέψει στόν Θεό. Ἐδῶ μπορεῖ νά γίνει. Στά καρκινώματα μπορεῖ νά μή γίνεται, ἀλλά ἐδῶ γίνεται. Γίνεται. Αὐτά εἶναι τά θαύματα. Αὐτά εἶναι τά θαύματα τά μεγάλα. Ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι καρκίνωμα γιά τόν ἑαυτό σου καί καρκίνωμα γιά τούς ἄλλους καί καρκίνωμα γιά τήν κτίση, γιά ὅλη τήν κτίση… Ἡ ὅλη κτίσις, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, διεσαλεύθη, διεταράχθη, ἀκριβῶς διότι, θά λέγαμε ἐμεῖς τώρα, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἕνας καρκίνος γιά τήν κτίση τοῦ Θεοῦ, γιά τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, καί διασαλεύθηκε ὅλη ἡ κτίση μαζί του.
Ἀλλά ὅμως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος Χριστός εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ αὐτές τίς καρκινώδεις καταστάσεις. Καί ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό, ὅποιος ἐπιστρέφει στόν Χριστό… Ἀληθινά ὅμως, ὄχι ψευτιές. Μήν παίζουμε, μήν κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε. Ὅποιος κι ἄν εἶσαι, μήν κάνεις ὅτι δέν καταλαβαίνεις καί ὅτι δέν ξέρεις. Ἤ πιστεύεις ἤ δέν πιστεύεις. Ὅποιος πιστέψει ἀληθινά στόν Χριστό, περνάει μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, περνάει μέσα σέ αὐτή τήν κανονική λειτουργία καί γίνεται κανονικός ἄνθρωπος. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἔπειτα πάει καλά καί μέ τόν χρόνο, συντονίζεται, δέν ὑπάρχει τό ἄγχος. Ἀλλά ἐξαφανίζεται ἡ ὀκνηρία, ἡ τεμπελιά.
Αὐτό τό πράγμα πολύ νά τό προσέξουμε. Δέν λέμε τυχαῖα: «Ξύπνησες τό πρωί; Μή χουζουρεύεις, μήν κάνεις τό χατίρι αὐτό στόν ἑαυτό σου, μήν τό κάνεις αὐτό. Πετάξου ἐπάνω. Εἶναι μιά πράξη αὐτή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο ἡ κόπωση. Εἶσαι κουρασμένος; Κάθισε, ἄν εἶσαι κουρασμένος. Ἀλλά ἄν εἶσαι τεμπέλης, πρόσεξέ το. Καί τίς 99,9 φορές στίς 100 εἶσαι τεμπέλης καί κάτι μένει ἐκεῖ λίγο ἀπό τήν κόπωση τήν ἀληθινή. Καί ὅσες φορές πιάσεις τόν ἑαυτό σου ἔτσι νά τεμπελιάζει, νά εἶναι ὀκνηρός, ράθυμος, νά θέλει νά ξεφύγει, χτύπησέ τον ἀλύπητα τόν ἑαυτό σου, τόν κακό ἑαυτό σου, αὐτόν πού θέλει νά σέ ξεγελάσει, νά σέ βγάλει στήν πλάνη, νά σέ βγάλει δηλαδή στόν θάνατο, στήν καταστροφή.
Δέν ὑπάρχει πιό ξεκούραστη ζωή ἀπό τό νά συντονιστεῖς μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
Τώρα τά εἶπα ἔτσι αὐτά· πιαστήκαμε ἀπό τόν χρόνο καί εἴπαμε αὐτά. Ὅπως θέλετε πάρτε τα· πάρτε τα σάν εἰσαγωγή, πάρτε τα σάν σχόλιο ἐπάνω στόν χρόνο. Ἴσως ἦταν χρειαζούμενα νά τά ποῦμε. Ἀλλά ὅμως πρέπει νά γυρίσουμε ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἀρχίσαμε: ὅτι ὁ χρόνος φεύγει καί δέν ἔχουμε καιρό γιά χάσιμο· δέν ἔχουμε καιρό γιά νά τεμπελιάζουμε, δέν ἔχουμε καιρό νά τά παίρνουμε ἀψήφιστα τά πράγματα καί ἀνεύθυνα. Ὅλοι μας, ὅλοι μας χωρίς ἐξαίρεση, κι ἐγώ μαζί σας.
Θά ἔλεγα ὅτι δέν ὑπάρχει πιό ξεκούραστη ζωή ἀπό τό νά συντονιστεῖς μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι καί ὁ χρόνος καί πού εἶναι τά πάντα. Νά συντονιστεῖς μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά πηγαίνεις μαζί μέ τόν Θεό, νά ζεῖς κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, νά ἔχεις τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, νά κύπτεις τόν αὐχένα ἐκεῖ. Ποῦ νά ἀκούσει τέτοια ὁ σημερινός ἄνθρωπος; Τά ἀκούει καί νομίζει, ποιός ξέρει τί εἶναι. Ταλαίπωρέ μου ἄνθρωπε! Πού νομίζεις ὅτι ἔχεις ἐλευθερία καί νομίζεις ὅτι κάνεις τάχα ὅ,τι θέλεις, καί δέν βλέπεις ὅτι εἶσαι δυστυχής καί ὅτι εἶσαι δοῦλος καί σκλάβος.
Τήν ὥρα ἀκριβῶς πού κύπτεις τόν αὐχένα καί δηλώνεις ὑπακοή στόν Θεό μετά χαρᾶς, μέ πίστη, μέ ἀγάπη, ἐκείνη τήν ὥρα εἶσαι ἐλεύθερος, λυτρωμένος, ἐκείνη τήν ὥρα εἶσαι ἀληθινός ἄνθρωπος, χαρούμενος καί ξεκούραστος. Δέν ὑπάρχει κόπωση αὐτοῦ τοῦ εἴδους –αὐτή ἡ ὀκνηρία, ἡ τεμπελιά, αὐτή ἡ τάση πού ὑπάρχει νά ξεφύγεις ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ– δέν ὑπάρχει στόν χριστιανό αὐτό. Καί ἄν ἔρθει, ἔρχεται ὡς πειρασμός· τό ξέρει κανείς καί τό χτυπάει ἀλύπητα. Καθόλου δέν δυσκολεύεται νά τό χτυπήσει, γιατί τό βλέπει σάν ἐχθρό του.
Μήν τρομάζετε, λοιπόν. Μπορεῖ νά φαίνεται ἔτσι, ὅτι δέν ὑπάρχει δυσκολότερο πράγμα ἀπό τό νά εἶσαι χριστιανός. Ναί, ἔτσι φαίνεται· γιά σένα ὁ ὁποῖος συνήθισες ἀλλιῶς, γιά σένα ὁ ὁποῖος τά νομίζεις ἀλλιῶς τά πράγματα. Ὅπως δέν ὑπάρχει δυσκολότερο πράγμα ἀπό τό νά εἶναι μερικά κύτταρα-καρκίνος ἀληθινά, ὅπως εἶναι τά ὑγιή κύτταρα. Εἶναι ἀδύνατον, ὄχι ἁπλῶς δύσκολο· ἀδύνατον. Ἅμα εἶσαι ἐκτός Χριστοῦ, βέβαια, εἶναι ὄχι δύσκολο, ἀλλά ἀδύνατο νά κάνεις τά τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὅμως θελήσεις –αὐτό μένει ὅμως στή διάθεσή σου, τό νά θελήσεις τόν Θεό, νά πιστέψεις σ᾿ αὐτόν, νά ἀποφασίσεις νά ἐπιστρέψεις στόν Θεό μέ μετάνοια– μετά εἶναι δουλειά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναλαμβάνει καί κάνει τά ἀδύνατα δυνατά. Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι. (Μάρκ. 9, 23) Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν. (Λουκ. 18, 27) Αὐτά εἶναι τά θαύματα, ὅπως εἶπα. Ἀλλά νά μήν ἀνοίγεις πορτάκια καί παραθυράκια ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ ἤ βάζεις μέσα στήν ψυχή σου ἄλλα πράγματα ἤ φεύγεις ἐσύ. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὑποτίθεται ὅτι μπαίνεις στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὑπακοῦς στόν Θεό καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ξεφεύγεις ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ.
«Ἀποφάσισα νά ἐπιστρέψω στήν Ἐκκλησία»
Τί νά πῶ; Ἐγώ δέν δυσκολεύομαι νά πῶ ὅτι εἶναι καιρός νά πάρουμε τά πράγματα λίγο πιό σοβαρά, λίγο πιό ζεστά, λίγο πιό ἀληθινά, μέ περισσότερη εἰλικρίνεια καί τιμιότητα καί νά προχωρήσουμε. Νά ξεπεράσουμε αὐτή τή ραθυμία καί αὐτό τό χουζούρεμα τό θανατηφόρο. Λίγοι; Λίγοι. Θά προχωρήσουμε. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε φέτος, πέρα ἀπό τό γενικό θέμα πού ἔχουμε, νά εἶναι αὐτό τό θέμα μας: «Ἐδῶ καί τώρα τί νά κάνουμε; Τί ἔχουμε μπροστά μας νά κάνουμε;» Καί νά, σήμερα εἶναι αὐτό.
Μοῦ κάνει ἐντύπωση πού ὁρισμένοι νέοι λένε: «Ἀποφάσισα νά ἐπιστρέψω στήν Ἐκκλησία»· μολονότι εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, βαπτισμένοι· δέν ἔχασαν κανένα δικαίωμα. Καί ὅμως λένε αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια. Ἔτσι τό ζοῦν, ἔτσι τό αἰσθάνονται: «Ἀποφάσισα νά ἐπιστρέψω στήν Ἐκκλησία». Συνειδητοποιεῖ, δηλαδή, κανείς ὅτι δέν ἦταν στήν Ἐκκλησία. Καί ἀποφασίζει τώρα νά ἐπιστρέψει καί νά ζήσει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί νά ζήσει κατά Θεόν. Εἶναι πολύ σπουδαῖο αὐτό. Αὐτό εἶναι τό «ἐδῶ καί τώρα», ἄν θέλετε, γιά σήμερα. Τίμια, εἰλικρινά, ὑπεύθυνα, ἀντρίκια, ἄν θέλετε νά ποῦμε ἔτσι –καί ὄχι νά ξεφεύγουμε ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ– νά βάλουμε κάτω τόν ἑαυτό μας καί νά ποῦμε: «Εἶμαι χριστιανός; Ἄν εἶμαι –ἄν πάρω τήν ἀπάντηση αὐτή– ἔπρεπε νά ἔχω αὐτά καί αὐτά καί αὐτά τά ἀποτελέσματα στή ζωή μου. Τά ἔχω; Δέν τά ἔχω· ἀφοῦ δέν τά ἔχω, μᾶλλον ψέματα εἶπα ὅτι εἶμαι χριστιανός». Καί νά ἔχει τό θάρρος κανείς νά ἐπιστρέψει, νά γίνει χριστιανός. Τά ἄλλα τί νά τά κάνουμε; Μαζευόμαστε καί λέμε ὁρισμένα πράγματα. Κάτι θά βγεῖ βέβαια, ἀλλά ξεφεύγουμε ὅμως καί ἀποφεύγουμε τό πικρό ποτήρι. Εἶσαι χριστιανός ἤ δέν εἶσαι;
Μέσα σέ ἕνα σπίτι πού ἔχει ζεστασιά, ἐάν εἶσαι κι ἐσύ ἐκεῖ, θά εἶσαι ζεστός. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ζεστό τό σπίτι, καί ἐσύ νά μήν εἶσαι ζεστός. Δέν μπορεῖ νά εἶναι φωτισμένο τό σπίτι, καί ἐσύ νά μή φωτίζεσαι. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ζωή, ὑπάρχει φῶς, ὑπάρχει χαρά, μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεσαι ἀληθινός ἄνθρωπος, λυτρώνεσαι. Μέσα στήν Ἐκκλησία εἶσαι ὄντως μέ τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ζεῖ ἐν σοί ὁ Χριστός καί ἐσύ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἄν εἶσαι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι δυνατόν νά κερδίζουν ἄλλα πράγματα τήν ψυχή σου, τήν καρδιά σου. Δέν εἶναι δυνατόν. Ἄν κερδίζουν ἄλλα πράγματα τήν καρδιά σου, ἄς λές ὅτι εἶσαι στήν Ἐκκλησία, δέν εἶσαι. Κάπου ἀλλοῦ εἶσαι· ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία· σάν νά ἔχεις ἀφορίσει τόν ἑαυτό σου. Καί νά ἐπιστρέψεις τό συντομότερο στήν Ἐκκλησία. Ὅσο ἀργεῖς, τόσο χειρότερα.
Ἀπό τό ἕνα μέρος, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅσο μένει κανείς μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόσο φθείρεται ἀπό τό κακό, καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά μετανοήσει καί ἡ μετάνοιά του νά εἶναι ριζική καί ἀληθινή. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο αὐτό. Ὅσο μένει κανείς στό κακό, τόσο ριζώνει ἐκεῖ. Τό κακό γίνεται σάν δευτέρα φύση στόν ἄνθρωπο. Ναί, τόσο πολύ εἶναι ἡ ἁμαρτία ζυμωμένη μέ τόν ἄνθρωπο, πού δέν μπορεῖ –μόνο ὁ Θεός τό κάνει αὐτό, λέει ὁ ἅγιος Μακάριος– δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ: «Ξεχωρίζω τόν ἑαυτό μου ἀπό ἐδῶ, τήν ἁμαρτία ἀπό ἐκεῖ». Δέν γίνεται. Ὅπως, ὅταν φυσάει ὁ ἀέρας, μπορεῖς νά πεῖς ὅτι θά ξεχωρίσεις τήν ἀτμόσφαιρα ἀπό τόν ἀέρα; Δέν γίνεται· μόνο ἄν σταματήσει ὁ ἀέρας. Μόνο ἄν ὁ Θεός, λέει, σταματήσει τήν ἁμαρτία, μόνο ἄν κάνει ὁ Θεός τήν ψυχή νά σταματήσει νά πυορροεῖ, νά βγάζει ἁμαρτία, ὥστε νά μή βγαίνει ἀπό τήν πηγή τήν ἁμαρτωλή ἡ ἁμαρτία, μόνο ἄν ὁ Θεός σέ συγχωρήσει καί σέ καθαρίσει, θά καθαρισθεῖς.
Θάνατος τῆς ψυχῆς ἡ ἀναβολή, ἡ ραθυμία
Ἐδῶ καί τώρα, λοιπόν. Πόσοι ἀπό μᾶς πού εἴμαστε ἐδῶ, καθώς θά τελειώσουμε τώρα καί θά φύγουμε, πόσοι ἀπό μᾶς θά τό τακτοποιήσουμε αὐτό τό θέμα ἤ ἔτσι ἤ ἔτσι; Πόσοι; Πόσοι, δηλαδή, εἰλικρινά καί τίμια θά μιλήσουν μέ τόν ἑαυτό τους· κάτι πού πρέπει νά γίνει αὐτή τή στιγμή, καθώς μιλᾶμε. Φοβοῦμαι ὅτι οἱ περισσότεροι μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο ἁπλῶς θά ἀναβάλουν πάλι, θά ἀναβάλουν· πού εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς αὐτή ἡ ἀναβολή, αὐτή ἡ ραθυμία. Διότι ἀναβάλλει κανείς ἀπό ραθυμία, ἀπό μιά ὀκνηρία· δέν ἔχει διάθεση νά ὑποταχθεῖ στόν Θεό.
Τίμια νά στρωθεῖς κάτω καί νά πεῖς: «Ὄχι, Θεέ μου, δέν θέλω ἐσένα. Τελείωσε. Ἐγώ θά ἀκολουθήσω τόν δρόμο τόν δικό μου». Κάν᾿ το! Θά σοῦ πεῖ καί μπράβο ὁ Θεός, μέ τήν ἔννοια, ὄχι ὅτι θά κάνεις καλά, ἀλλά τουλάχιστον εἶσαι τίμιος μέ τόν ἑαυτό σου καί ἀποφασίζεις νά κάνεις αὐτό τό πράγμα. «Σέ θέλω –λέει ὁ Χριστός– ἤ ζεστό ἤ ψυχρό, ὄχι χλιαρό, ἀλλιῶς μέλλω σε ἐμέσαι». (Ἀποκ. 3, 16) Ὅλοι οἱ χριστιανοί εἶναι χλιαροί. Σπάνιο νά βρεῖ κανείς χριστιανό ζεστό. Πολύ σπάνιο. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, πάλι σπάνιο, θά ἔλεγα, μεταξύ αὐτῶν πού θέλουν νά εἶναι χριστιανοί, νά βρεῖ κανείς κάποιον πού νά πεῖ: «Ἐγώ, τελείωσε, δέν θέλω. Παίρνω τήν ἀπόφαση νά ζήσω μακριά ἀπό τόν Θεό». Ναί, δέν φτάνει καί ὥς ἐκεῖνο τό σημεῖο νά πεῖ ἔτσι, καί μένει σέ μιά χλιαρότητα. Ἔ, αὐτό εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς καί εἶναι κάτι πού –πῶς νά τό ποῦμε;– τό βλέπει ὁ Θεός καί «ἀηδιάζει». Δέν ταιριάζει αὐτή ἡ λέξη, ἀλλά λέει στήν Ἀποκάλυψη μέλλω σε ἐμέσαι, μέ αὐτή τήν ἔννοια: θά σέ πετάξει πέρα, δέν σέ ἀνέχεται, δέν σέ δέχεται. Ὄχι γιατί δέν σέ ἀγαπᾶ, ἀλλά τά καμώματά σου αὐτά καί τίς πονηριές σου αὐτές δέν τίς δέχεται ὁ Θεός.
Πόσοι, λοιπόν, καθώς θά φεύγουμε ἀπό ἐδῶ τώρα –διότι δέν χωράει ἀναβολή γιά αὔριο– πόσοι τίμια καί εἰλικρινά θά ποῦμε τό ναί ἤ τό ὄχι στόν Θεό καί δέν θά τό ἀφήσουμε νά τό σκεφτοῦμε λίγο, νά τό μελετήσουμε λιγάκι, «ἄς τό ἀναβάλουμε λίγο καί θά δοῦμε αὔριο» κτλ.;
Ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, τί γίνεται μετά; Πῶς μετά ὁ Θεός νά σκύψει ἐπάνω μας καί νά μᾶς δεχτεῖ ἔτσι μέ χαρά, μέ ἀγάπη πολλή, νά μᾶς περιβάλει, νά μᾶς γεμίσει μέ τό ἔλεός του, νά μᾶς δώσει τό φῶς του, τή χάρη του, τή δύναμή του, τή ζεστασιά του, νά ὑπολογίσει σέ μᾶς καί νά μᾶς κάνει μάρτυρες, μάρτυρές του στόν κόσμο; Ἐδῶ ὁ Θεός, ἐδῶ ὁ Χριστός. Ἐδῶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ τό Εὐαγγέλιο, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, ἐδῶ ἡ σωτηρία. Ἐδῶ το φῶς τό οὐράνιο. Νά γίνουμε μάρτυρες. Ποῦ νά γίνουμε μάρτυρες; Ἐμεῖς θά γίνουμε ἁπλῶς μέ τό νά τό θελήσουμε; Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά γίνουμε μάρτυρες τοῦ Θεοῦ, νά μαρτυρήσουμε δηλαδή γιά τόν Θεό, ἁπλῶς ἐπειδή τό θέλουμε. Πρέπει νά σέ δεχθεῖ ὁ Θεός, νά σέ ἐγκρίνει ὁ Θεός, νά σοῦ ἀναθέσει ὁ Θεός. Καί αὐτό εἶναι γιά κάθε χριστιανό. Τόν κάθε χριστιανό τόν θέλει ὁ Χριστός δικό του, σεσωσμένο, ἁγιασμένο καί συγχρόνως μάρτυρά του. Τόν κάθε χριστιανό· δέν ἐξαιρεῖ κανέναν. Καθένας, ὅπου κι ἄν εἶναι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ.
11.1.1987
Κυριακή ἀπόγευμα,
2η ὁμιλία