17 Ἰουλίου
Τῆς ἁγίας καί καλλινίκου
μάρτυρος Μαρίνης
ἀπό τό βιβλίo Προσκαρτεροῦντες (σσ. 259-270)
Σήμερα, πού τελοῦμε τή μνήμη τῆς ἁγίας Μαρίνας, νά διαβάσουμε ἀπό τόν Συναξαριστή τόν βίο της, καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτόν νά ποῦμε ὅ,τι ποῦμε.
Αὕτη κατήγετο μέν ἀπό χωρίον τῆς Πισιδίας, ἦτο δέ θυγάτηρ μονογενής Αἰδεσίου τινός ἱερέως τῶν εἰδώλων, κατά τούς χρόνους Κλαυδίου Καίσαρος, ἐν ἔτει σο´ (270). Ὅτε δέ ἔγινε δώδεκα χρόνων, ἀπέθανεν ἡ μήτηρ της. Ὅθεν παρεδόθη ἡ ἁγία ἀπό τόν πατέρα της εἰς μίαν γυναῖκα καί παρεκάλει τόν Θεόν νά τήν ἀξιώσῃ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως, τήν ὁποίαν ἐδιδάσκετο ἀπό τινας Χριστιανούς εὑρισκομένους εἰς τό εἰρημένον χωρίον· ὅτε δέ ἔγινε δεκαπέντε χρόνων, ἐπόθησεν ἡ ἁγία νά μαρτυρήσῃ διά τήν τοῦ Χριστοῦ ἀγάπην. Ὅθεν μαθών περί αὐτῆς ὁ ἡγεμών Ὀλύμβριος ἔστειλε καί τήν συνέλαβε καί τήν ἔβαλεν εἰς φυλακήν· ἀφ᾿ οὗ δέ παρῆλθον τινές ἡμέραι ἐξέβαλεν αὐτήν ἀπό τήν φυλακήν καί παρέστησεν εἰς τό κριτήριόν του. Βλέπων δέ αὐτήν, ὅλος ἔμεινεν ἐκστατικός διά τήν ὡραιότητά της· ἐρωτηθεῖσα δέ ἀπό αὐτόν πῶς ὀνομάζεται καί ποίαν τύχην καί κατάστασιν ἔχει, ἀπεκρίθη ἡ ἁγία· Μαρίνα ὀνομάζομαι, τῆς Πισιδίας εἶμαι γέννημα καί θρέμμα καί τό τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικαλοῦμαι ὄνομα. Ὅθεν, ἐπειδή δέν ἔστερξε νά ἀρνηθῇ τόν Χριστόν, ἐπρόσταξεν ὁ ἡγεμών νά ἐξαπλωθῇ κατά γῆς καί νά καταξεσχισθῇ ἀσπλάγχνως μέ ραβδία· τούτου δέ γενομένου ἡ γῆ ἐκοκκίνισεν ἀπό τό πολύ αἷμα τό ὁποῖον ἔτρεξεν. Ἔπειτα ἐπρόσταξε νά κρεμασθῇ καί νά ξεσχίζεται τό σῶμά της εἰς πολλήν ὥραν· μετά ταῦτα ἔβαλεν αὐτήν εἰς τήν φυλακήν.
Ἔγινε δέ ἐκεῖ σεισμός μέγας, ὥστε ἐσαλεύθη ἡ φυλακή, καί ἰδού ἐκβῆκεν ἀπό ἕν μέρος τῆς φυλακῆς εἷς δράκων, ὁ ὁποῖος ἕρπων κατά γῆς ἔκαμνε φοβερόν συρισμόν καί ἐφάνη ὅτι ἔχυσε φωτίαν πέριξ τῆς ἁγίας. Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἐφοβήθη πολλά καί ἔγινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εἰς τόν Θεόν· ὅθεν ὁ φοβερός ἐκεῖνος δράκων μεταβληθείς ἐφαίνετο ὡς μαῦρός τις σκύλος. Ἡ δέ μάρτυς ἁρπάσασα τοῦτον ἀπό τάς τρίχας καί εὑροῦσα ἐκεῖ ἕν σφυρίον ἐρριμμένον ἐκτύπησεν αὐτόν εἰς τήν κεφαλήν καί εἰς τήν ράχιν καί τελείως αὐτόν ἐταπείνωσε. Μετά ταῦτα ἐφέρθη ἡ ἁγία εἰς δευτέραν ἐξέτασιν καί μένουσα στερεά εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ πίστιν καίεται μέ ἀνημμένας λαμπάδας καί βάλλεται κατακέφαλα ἐντός ἀγγείου γεμάτου ἀπό νερόν. Ἀβλαβής δέ φυλαχθεῖσα εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ πολλούς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι ἀπεκεφαλίσθησαν καί ἔλαβον τούς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως· ὅθεν θυμωθείς ὁ ἡγεμών ἀπέκοψε τήν ἁγίαν αὐτῆς κεφαλήν.
Πῶς νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός;
Αὐτά κάπως περιληπτικά ἀναγράφονται στόν Συναξαριστή γιά τόν βίο τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, ἡ ὁποία ἦταν ὀρφανή ἀπό μητέρα καί κατά κάποιον τρόπο καί ἀπό πατέρα. Δέν ἐμποδίσθηκε ὅμως ἀπό αὐτό τό συμβάν. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἀντιθέτως συνέβαλε καί αὐτό, δηλαδή ἡ ὀρφάνια της, νά γνωρίσει τόν Χριστό, νά τόν ἀγαπήσει καί μάλιστα νά κυριευθεῖ ἀπό τόν πόθο νά μαρτυρήσει διά τήν τοῦ Χριστοῦ ἀγάπην.
Ὀνομαζόμαστε βέβαια ἐμεῖς χριστιανοί, ἀλλά λίγο προβληματιζόμαστε μήπως εἴμαστε ψευτοχριστιανοί. Ἔχουμε συνηθίσει νά ἀκοῦμε ὅλα αὐτά πού διηγοῦνται τά συναξάρια γιά τόν βίο τοῦ κάθε ἁγίου, εἴτε εἶναι ὅσιος εἴτε εἶναι μάρτυς, σάν ἱστορίες. Καί ἄν δέν πεῖ κανείς: «Ἄραγε ἔγιναν ἔτσι;» καί ἄν δέν φθάσει στό σημεῖο νά ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτά, κάπως τακτοποιεῖ τό θέμα μέ τό νά πεῖ: «Κάποτε γίνονταν αὐτά. Ἐκεῖνοι ἦταν ἄλλοι ἄνθρωποι». Ἀλλά αὐτό, τό «ἦταν ἄλλοι ἄνθρωποι», πιό πολύ τό λέμε μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτούς τούς ἀγαποῦσε ὁ Θεός, τούς στήριζε, τούς βοηθοῦσε, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα δέν ἔχουμε αὐτή τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι τά νομίζουμε, ἔτσι τά λέμε, ἔτσι συνηθίζουμε νά τά παίρνουμε οἱ χριστιανοί, καί αὐτό εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἕνα λάθος, ἀλλά δείχνει ὅτι δέν ἔχουμε σχέση μέ τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα. Καί ὅταν δέν ἔχουμε τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα ἤ, ἄν θέλετε καλύτερα, ὅταν δέν θέλουμε νά ἔχουμε τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα, πῶς –πρῶτα ἀπό τή δική μας πλευρά– θά ἔχουμε κουράγιο νά ὑποστοῦμε ὅ,τι κι ἄν χρειαστεῖ;
Ξέρουμε ὅλοι μας ὅτι καί ὁ πιό ἀδύναμος ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει νά ὑποστηρίξει κάτι πού τό θέλει πάρα πολύ, γίνεται λιοντάρι. Ἐδῶ, στήν περίπτωση αὐτή σχετικά μέ τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά θυσιάσουμε τό ἐγώ μας, δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ἔχουμε αὐτό τό κουράγιο· ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει, ἐμεῖς νά θέλουμε νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει αὐτό ἀπό τή δική μας πλευρά. Ἑπομένως, μηδενίζεται, τρόπον τινά, κάθε δυνατότητα ἀπό μέρους μας νά ἀνταποκριθοῦμε, νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος πάλι, ὅταν ὁ Κύριος, πού ξέρει τόν καθένα πολύ καλά, μᾶς βλέπει συμφεροντολόγους, φίλαυτους, ἐγωιστές, χριστιανούς τοῦ γλυκοῦ νεροῦ, χριστιανούς πού δέν ἔχουμε σχέση μέ τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα, πῶς νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ, πῶς νά μᾶς δείξει ἐμπιστοσύνη καί νά βάλει μέσα μας πόθο, νά βάλει μέσα μας καημό καί λαχτάρα νά τόν ἀκολουθήσουμε, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει;
Δέν βλέπουμε σ᾿ ἐμᾶς αὐτό πού λέει ἐδῶ γιά τήν ἁγία Μαρίνα: Ὅτε δέ ἔγινε δεκαπέντε χρόνων, ἐπόθησεν ἡ ἁγία νά μαρτυρήσει διά τήν τοῦ Χριστοῦ ἀγάπην. Καί τόν πόθο αὐτό μέσα της τόν ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἔχει τέτοιον πόθο. Θά κάνει τό ἀνθρώπινο, καί ὁ Θεός περιμένει ἀπό τόν καθένα τό ἀνθρώπινο, ἀλλά ὅμως ἄν δέν σέ δεχθεῖ ὁ Θεός, ἄν δέν σέ ἀναλάβει καί δέν σοῦ δώσει ὁ Θεός τόν πόθο καί τή λαχτάρα, ἀνθρωπίνως τί θά κάνεις; Πῶς ὅμως θά μᾶς δώσει, τή στιγμή πού δέν ἔχουμε τέτοιο πνεῦμα, πού δέν ἔχουμε διάθεση γιά τέτοιο πνεῦμα; Δέν θέλουμε νά παραδοθοῦμε κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο στόν Κύριο, νά μᾶς ἀναλάβει κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καί νά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Κύριος. Δέν τό θέλουμε. Ὄχι τάχα ὅτι δέν μποροῦμε ἤ ὅτι τώρα εἶναι ἀλλιῶς τά χρόνια. Ὄχι. Δέν θέλουμε. Ἑπομένως, μέ τό δίκιο μας λέμε: «Δέν ἔχω αὐτόν τόν πόθο, δέν ἔχω αὐτόν τόν καημό». Μέ τό δίκιο μας, μέ τήν ἔννοια ὅτι λέμε τήν ἀλήθεια πώς δέν ἔχουμε. Ἀλλά δέν ἔχουμε, γιατί δέν μᾶς ἔχει ἐμπιστοσύνη ὁ Θεός νά μᾶς δώσει τέτοιον πόθο. Δέν γίνονται αὐτά ἁπλῶς ἐπειδή θά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός.
Ὅ,τι ἔκανε ὁ Κύριος τό ἔκανε γιά ὅλους μας καί ὅ,τι κάνει τό κάνει γιά ὅλους μας. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἄς πῶ ἔτσι, ἕτοιμη νά πλημμυρίσει τίς ψυχές μας, νά μᾶς ἐνδυναμώσει, νά μᾶς πυρπολήσει, νά μᾶς δώσει φλόγα, ζῆλο, πόθο. Εἶναι ἕτοιμη ἡ χάρη. Δέν δίδεται ἡ χάρη, σάν νά γίνεται διάκριση, στόν ἄλφα, στόν βῆτα ἤ στόν γάμα. Εἶναι γιά τόν καθένα, ἀλλά δέν τή θέλουμε. Ὅσα κι ἄν λέμε, δέν τή θέλουμε.
Ὁ Θεός μᾶς γνωρίζει καλύτερα ἀπό ὅ,τι γνωρίζουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Λές ὅτι ποθεῖς νά ἔχεις αὐτή τή φλόγα μέσα σου, ὅμως δέν σοῦ τή δίνει ὁ Θεός. Ὄχι βέβαια γιατί τσιγγουνεύεται ἤ γιατί ἐσένα σέ ξεχωρίζει. Ὡς Θεός γνωρίζει ὅτι δέν θά ἀνταποκριθεῖς, ὡς Θεός γνωρίζει ὅτι θά τό βάλεις στά πόδια. Διότι, ὅσο κι ἄν ἔχεις φλόγα μέσα σου, ἡ πραγματικότητα εἶναι πραγματικότητα.
Ποθεῖ ἡ ἁγία Μαρίνα νά μαρτυρήσει καί ξέρει ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή πού ἀκολούθησε μετά. Ἤξερε ὅτι καί τό ἕνα μπορεῖ νά συμβεῖ, καί τό ἄλλο μπορεῖ νά συμβεῖ, καί τό ἕνα μπορεῖ νά τῆς κάνουν, καί τό ἄλλο νά τῆς κάνουν. Τά λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν της αὐτά, ὅμως δέν τό βάζει στά πόδια, ἀλλά ὁρμᾶ καί πηγαίνει πρός τό μαρτύριο στηριζόμενη στόν Κύριο. Καί ὁ Κύριος εἶναι μαζί της καί τή στηρίζει, τήν ἐνδυναμώνει, καί ἀρκετά ἀπό αὐτά πού γίνονται δέν τήν πιάνουν καθόλου. Φυλάχθηκε, λέει τό συναξάρι, ἀβλαβής.
Ἄλλο εἶναι νά φανεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία,
καί ἄλλο νά βουλιάξεις μέσα σ᾿ αὐτή
Ἔγινε δέ ἐκεῖ σεισμός μέγας, ὥστε ἐσαλεύθη ἡ φυλακή, καί ἰδού ἐκβῆκεν ἀπό ἕν μέρος τῆς φυλακῆς εἷς δράκων, ὁ ὁποῖος ἕρπων κατά γῆς ἔκαμνε φοβερόν συρισμόν καί ἐφάνη ὅτι ἔχυσε φωτίαν πέριξ τῆς ἁγίας. Ἔβγαλε ἀπό τό στόμα του φωτιά καί τήν ἔριξε γύρω ἀπό τήν ἁγία. Καί στή συνέχεια ἔχει ἐδῶ μιά λέξη, μιά φράση, πού, θά ἔλεγε κανείς, εἶναι κλειδί: Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἐφοβήθη πολλά –φοβήθηκε πάρα πολύ– καί ἔγινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην –φοβήθηκε πάρα πολύ καί ἄρχισε νά τρέμει γι᾿ αὐτό πού ἔβλεπε– προσηύχετο εἰς τόν Θεόν. Προσευχόταν στόν Θεό.
Βλέπετε, τό δικό μας τό μυαλό πηγαίνει στό ὅτι ἡ ἁγία Μαρίνα ἦταν ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, ὅτι τά κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε νά μή φοβᾶται, νά ἀντέχει, νά ἔχει τή δύναμη νά ὁρμήσει. Ὄχι. Εἶναι μιά ἀδύνατη γυναίκα. Ἕνας κατ᾿ ἀρχήν ἀδύνατος ἄνθρωπος, ὅποιος κι ἄν ἦταν, θά φοβόταν, καί αὐτή ὡς γυναίκα ἀκόμη πιό πολύ φοβήθηκε. Καί τό λέει: Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἐφοβήθη πολλά καί ἔγινε σύντρομος διά τήν θεωρίαν ταύτην, προσηύχετο εἰς τόν Θεόν. Φοβήθηκε. Δηλαδή, πέρα γιά πέρα φάνηκε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, φάνηκε ὅτι ἔχει ὅλη αὐτή τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, τήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, πού ἔχει ὁ καθένας, καί γι᾿ αὐτό φοβᾶται σέ τέτοιες περιπτώσεις. Φοβήθηκε μέχρι σημείου πού νά τρέμει σύγκορμη.
Ἀλλά, παρακαλῶ νά προσέξουμε. Δέν καταλαμβάνεται ἀπό ὑστερία καί ἀπό ἀνάλογες καταστάσεις, πού παρατηροῦνται σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος, κι ἄν ἀκόμη ποθήσει κι ἄν ἐπιθυμήσει τάχα νά μαρτυρήσει κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἕτοιμος νά ὑποστεῖ τίς ὅποιες δυσκολίες ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ἀμέσως τά χάνει. Ἄλλο εἶναι νά πονέσεις, ἄλλο εἶναι νά φοβηθεῖς, ἄλλο εἶναι νά φανεῖ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἄλλο εἶναι νά βουλιάξεις. Ἴσα-ἴσα, τήν ὥρα ἐκείνη τήν κρίσιμη προσεύχεται κανείς περισσότερο, προσεύχεται θερμότερα, τήν ὥρα ἐκείνη γίνεται πολύ πιστός, τήν ὥρα ἐκείνη, καθώς ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δείχνει ἐμπιστοσύνη, γίνεται ὁ ἄνθρωπος, τρόπον τινά, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί τόν γεμίζει μέ τή χάρη του, καί τά ἀντέχει ὅλα.
Νά τό προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο. Ἄνθρωπος εἶναι καί ἡ ἁγία Μαρίνα. Ὅπως ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἀφήνει νά φανεῖ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καί λέει: Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο· ὅμως δέν τά χάνει, δέν πελαγώνει, ἀλλά συνεχίζει τήν προσευχή: Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾿ ὡς σύ. Ἔτσι ἔκαναν καί οἱ μάρτυρες. Ἄνθρωποι ἦταν καί πονοῦσαν, ἀλλά ὅμως δέν βούλιαζαν μέσα στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί σάν νά μήν ἤξεραν τί ἔλεγαν καί σάν νά μήν ἤξεραν τί κάνουν. Ἐδῶ εἶναι τό μυστικό.
Μερικοί ἀπό μᾶς –βέβαια δέν καταλαβαίνουν ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα ἐκθέτουν φοβερά τόν ἑαυτό τους– τό λένε κιόλας: «Ἔχω πάθει κάτι, μοῦ συμβαίνει κάτι, καί τόσο στενοχωρήθηκα, τόσο λυπήθηκα, τόσο μοῦ στοίχισε, ὥστε δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ». Δέν ξέρω ἄν τό πρόσεξε ὁ καθένας στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ἤ ἄν τό ἄκουσε ἀπό ἄλλους. Εἶναι πολλοί οἱ ὁποῖοι λένε: «Δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ». Λές, π.χ., σέ κάποιον νά προσεύχεται. «Μά αὐτό, ἀπαντᾶ, εἶναι τό θέμα, ὅτι δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ». Καί δέν καταλαβαίνει ὅτι αὐτό σημαίνει πώς δέν εἶχε καί δέν ἔχει ἀληθινή σχέση μέ τόν Χριστό, δέν ἔχει ἀληθινή πίστη στόν Χριστό. Καθώς ἔρχονταν τά πράγματα ὅπως τά ἤθελε, ἦταν μιά χαρά χριστιανός, ἦταν πολύ καλός χριστιανός. Μόλις ἦλθαν τά πράγματα ἔτσι πού δέν τά περίμενε, βούλιαξε καί δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ.
Φοβᾶται ὡς ἄνθρωπος ἡ ἁγία Μαρίνα, τρέμει ὡς ἄνθρωπος ἀδύναμος, ἀλλά προσεύχεται στόν Θεό καί στηρίζεται στόν Θεό. Τήν ὥρα ἐκείνη πού θά κάνει κανείς κουράγιο, ὄχι μόνο θά φανεῖ ἄν πιστεύει, ἀλλά κάνοντας κουράγιο θά ἐνδυναμωθεῖ ἡ πίστη του, θά ἐνδυναμωθεῖ ἡ ὅλη σχέση του μέ τόν Χριστό. Τέτοιες ὧρες γίνεται κανείς πιστός, τέτοιες ὧρες βρίσκει κανείς πραγματικά τόν Θεό, τέτοιες ὧρες πιστεύει στόν Χριστό καί ἔχει κοινωνία ἀληθινή μέ τόν Χριστό, καί ἔρχεται ἀρωγός ὁ Κύριος.
Σ᾿ ἐμᾶς δέν θά ἔλθουν μαρτύρια, ὅπως ἦλθαν στήν ἁγία Μαρίνα, ἀλλά διάφορα ἄλλα πράγματα. Μερικές φορές ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ξεπηδάει ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας ἀπό μέσα ὄχι σάν τόν δράκοντα αὐτό, ἀλλά, θά τολμοῦσα νά πῶ, χειρότερος, σάν νά ὑπάρχει διάβολος μέσα μας. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος δέν παραδίδεται εὔκολα, ὁπότε τά χάνεις. Τά χάνεις, γιατί ἐκείνη τήν ὥρα διαπιστώνεις πώς δέν εἶσαι αὐτό πού νόμιζες ὅτι εἶσαι. Νόμιζες ὅτι εἶσαι καί ὑπομονετικός ἄνθρωπος, ὅτι εἶσαι καί πιστός ἄνθρωπος, ὅτι εἶσαι καλός καί ἐνάρετος χριστιανός. Ἐκείνη τήν ὥρα ὅλα αὐτά ἐξαφανίζονται. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχεις περί πολλοῦ τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀντέχεις νά δεῖς ὅτι δέν εἶσαι τίποτε καί νά ἐμπιστευθεῖς τόν ἑαυτό σου στόν Χριστό, βουλιάζεις καί ἀχρηστεύεσαι. Καί ὡς ἄνθρωπος δέν ἔχεις δύναμη νά κάνεις τίποτε, οὔτε προσευχή.
Ὅπως ἔχουμε πεῖ πολλές φορές, ὧρες-ὧρες ἀντιμετωπίζεις τήν ὅλη ξηρότητα τοῦ ἑαυτοῦ σου καί δέν μπορεῖς νά τό σηκώσεις μέ τίποτε. Βέβαια, μιά τέτοια κατάσταση αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν εἶναι ἄχαρη, ἀλλά δέν εἶναι αὐτός ὁ λόγος πού δέν μπορεῖς νά τό σηκώσεις. Λόγῳ τοῦ ἐγωισμοῦ δέν τό ἀντέχεις νά εἶσαι ἐσύ ἕνα τίποτε. Γίνεται νά εἶσαι τίποτε ἐσύ, πού καλλιέργησες μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου; Καί ὅμως τέτοιες ὧρες, πού ἔχεις ξηρότητα, πού εἶσαι στεγνός καί δέν ἔχεις τίποτε, πέρα γιά πέρα βεβαιώνεσαι καί ὁμολογεῖς: «Θεέ μου, νόμιζα ὅτι εἶμαι κάτι καί τώρα βλέπω τί ἄχρηστο πλάσμα εἶμαι, τί ἄχαρο πλάσμα εἶμαι». Καί χρειάζεται νά σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς ὅπως τό χόρτο πού τό βγάζεις, εἴτε μέ τά χέρια εἴτε μέ ἕνα σκαλιστήρι, καί τό ἀφήνεις στόν ἥλιο. Τί θά κάνει τό χόρτο; Θά στεγνώσει. Ὅλα τά χόρτα στεγνώνουν, καθώς τά ξεριζώνεις καί τά ἀφήνεις στόν ἥλιο.
Καθώς λοιπόν ὁ Θεός παρουσιάζει στά μάτια σου αὐτό πού εἶσαι, κι ἐσύ θά τό δεχθεῖς καί θά πεῖς: «Ἄχ Θεέ μου, καί χειρότερα φαίνεται εἶμαι καί δέν τό καταλαβαίνω ἀκόμη» καί θά κάνεις ὑπομονή καί θά σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ ἡλίου πού εἶναι ὁ Θεός, τοῦ ἡλίου πού εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁπότε θά τήν ξηράνει ὁ Θεός τήν ἁμαρτία, θά ξηράνει τά πάθη. Ἀλλά χρειάζεται κουράγιο, χρειάζεται πίστη, καί ὄχι κατά ὑστερικό τρόπο νά τό βάζεις στά πόδια, ὄχι κατά ὑστερικό τρόπο νά βουλιάζεις μέσα στόν ἑαυτό σου, νά παθαίνεις καί νά ἀχρηστεύεσαι ὡς ἄνθρωπος.
Θά νικήσουμε τά πάθη μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ
Ὅθεν ὁ φοβερός ἐκεῖνος δράκων μεταβληθείς ἐφαίνετο ὡς μαῦρός τις σκύλος. Μπροστά της μετά ἐμφανίσθηκε ὡς σκύλος μαῦρος, κατάμαυρος.
Πῶς ἐνδυναμώθηκε αὐτή ἡ ὁποία φοβήθηκε, αὐτή ἡ ὁποία ἔτρεμε; Τέτοιες ὧρες ἔρχεται ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὅμως κάνεις κουράγιο, ὅταν προσεύχεσαι καί ἐμπιστεύεσαι τόν ἑαυτό σου καί τά πάντα στόν Θεό. Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου τελειοῦται, ὅταν ἀκριβῶς βλέπεις τήν ὅλη ἀδυναμία σου καί ταυτόχρονα ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο, ἔχεις πίστη στόν Κύριο καί δέν ἀμφιβάλλεις γιά τό ὅτι θά ἐπέμβει. Καί αὐτό γίνεται, ὅταν ἀκριβῶς ἔχεις διάθεση νά ταπεινωθεῖς. Ὅταν ἔχεις περί πολλοῦ τόν ἑαυτό σου, καί μήν τυχόν στενοχωρηθεῖ ὁ ἑαυτός σου, μήν τυχόν χάσει τίποτε ὁ ἑαυτός σου, βουλιάζεις. Ὅταν ὅμως τό θεωρεῖς μιά καλή εὐκαιρία ἐκείνη τήν ὥρα νά ταπεινωθεῖς, νά στερηθεῖς καί νά μήν ἔχεις τίποτε, ἀλλά νά ἔχεις τόν Χριστό, ἔρχεται ἡ δύναμη τῆς χάριτος, ἡ ὁποία σέ στερεώνει, ὁπότε παίρνει κανείς μετά καί ἐπιθετική στάση, ὅπως ἡ ἁγία Μαρίνα, καί δέν εἶναι ὅπως πρῶτα, πού ἁπλῶς ὑπέμενε καί ἄντεχε παθητικά.
Ἡ δέ μάρτυς ἁρπάσασα τοῦτον ἀπό τάς τρίχας καί εὑροῦσα ἐκεῖ ἕν σφυρίον ἐρριμμένον ἐκτύπησεν αὐτόν εἰς τήν κεφαλήν καί εἰς τήν ράχιν καί τελείως αὐτόν ἐταπείνωσε.
Τόν ἅρπαξε τόν διάβολο καί τόν κτύπησε κιόλας. Ὁ διάβολος ἐμφανίσθηκε στήν ἀρχή ὡς δράκοντας –δέν ἦταν κανένας ἄλλος δράκοντας– καί μετά ὡς σκύλος μέ μαῦρες τρίχες.
Ἐνθυμεῖσθε, πρίν ἀπό χρόνια εἴχαμε πεῖ γιά ἕναν γέροντα, μεγάλο γέροντα, στό Ἅγιον Ὄρος, τόν ὁποῖο, ὅπως τά λέει ὁ ἴδιος, τόν πλησίασε κάπως ἔτσι ὁ διάβολος, καί ἐκεῖνος ψηλάφησε, κατά κάποιον τρόπο, τό τριχωτό ἄγριο σῶμα του. Καί στήν περίπτωση τοῦ γέροντος βλέπουμε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι δέν τά χάνει ὁ ἄνθρωπος πού ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στόν Χριστό.
Προσέξτε· ἐνόσῳ νιώθουμε ὅτι ἔχουμε δική μας δύναμη, ἐνόσῳ νιώθουμε ὅτι στηριζόμαστε στόν ἑαυτό μας καί ὅτι εἴμαστε παλικάρια, δέν ὠφελεῖται ἡ ψυχή μας. Τό θέμα εἶναι νά κάνεις τό ἀνθρώπινο –καί τό ἀνθρώπινο εἶναι νά συνειδητοποιήσεις τήν ἀδυναμία σου– καί συγχρόνως, ὅσο κι ἄν φοβηθεῖς, ὅσο κι ἄν νιώσεις τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, νά τρέξεις στόν Χριστό, ὅσο γίνεται περισσότερο, ὅσο γίνεται καλύτερα. Ἔτσι θά νικήσεις τόν ἐχθρό κατά κράτος. Καί ἀπό κάποια πλευρά θά λέγαμε ὅτι ἔχει ἔτσι μιά καλή ἐμπειρία ἡ ψυχή καί τήν ἑπόμενη φορά ἔχει κουράγιο νά ἀντέξει. Πάντως, ἐπαναλαμβάνω, δέν εἶναι θέμα ἁπλῶς πείρας ἀνθρώπινης, δέν εἶναι θέμα ἁπλῶς ἐξυπνάδας ἀνθρώπινης, δέν εἶναι θέμα ἀνθρώπινης δυνάμεως.
Πνευματικά μήν περιμένεις νά προκόψεις, ἄν στηρίζεσαι στά ὅποια ἀνθρώπινα δεδομένα, εἴτε εἶσαι ἔξυπνος εἴτε εἶσαι σοφός εἴτε εἶσαι σπουδαῖος εἴτε εἶσαι ἄφοβος. Πραγματικά θά προκόψεις, ὅταν, ἐνῶ αἰσθάνεσαι πέρα γιά πέρα τήν ὅλη ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἐνῶ νιώθεις ὅτι εἶσαι ἕνα τίποτε, θά ἀντέξεις μέ τό νά θυμηθεῖς τί λέει ὁ Κύριος, μέ τό νά θυμηθεῖς τί κάνει ὁ Θεός, μέ τό νά θυμηθεῖς ὅτι αὐτό περιμένει ἀπό μᾶς ὁ Θεός καί ὅτι περιμένει νά δεῖ τήν πίστη μας. Ὅταν ἀντέξεις καί κάνεις ὑπομονή καί δείξεις πίστη, ξέρει ὁ Κύριος πῶς θά σέ ὁδηγήσει.
Ἐμεῖς, ἐπαναλαμβάνω, δέν ἔχουμε τέτοια μαρτύρια, πού εἶχε ἡ ἁγία Μαρίνα, ἀλλά ἄλλου εἴδους, πού ποιοτικά δέν εἶναι λιγότερο μαρτύρια. Ἅμα ἀρχίσει κανείς νά κάνει ἐσωτερικό ἀγώνα, θά δεῖ ὅτι ὅλα αὐτά ἔχουν μιά συγγένεια. Εἴτε κατά ὠμό τρόπο ἔρχεται ὁ διάβολος σάν τριχωτός σκύλος εἴτε μέσα σου χρησιμοποιεῖ τά πάθη καί τόν παλαιό ἄνθρωπο πού ἔχεις καί ὁρμᾶ πάνω σου νά σέ καταφάγει, τό ἴδιο εἶναι, ἀλλά δέν ἔχεις νά φοβηθεῖς τίποτε.
Ὡστόσο ὅμως, ὅπως στήν Ἀποκάλυψη ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο –ὁ ὁποῖος ὑπαγορεύει τίς ἐπιστολές πρός τούς ἑπτά ἐπισκόπους τῆς Μικρᾶς Ἀσίας– γίνεται λόγος γιά νίκη, μέ τό νά λέει στό τέλος τῆς κάθε ἐπιστολῆς: Τῷ νικῶντι δώσω… ὁ νικῶν…, ἔτσι κι ἐμεῖς χρειάζεται νά νικήσουμε. Δέν γίνεται ἀλλιῶς.
Ὁ λόγος πού δέν νικοῦμε τά πάθη, ὁ λόγος πού τελικά κάνουν ὅ,τι θέλουν τά πάθη, δέν εἶναι ὅτι δέν μποροῦμε νά τά νικήσουμε, ἀλλά δέν θέλουμε. Καί γιατί δέν θέλεις; Διότι, ἅμα πάρεις τήν ἀπόφαση νά ἀποδοκιμάσεις τόν ἑαυτό σου, νά ἀπορρίψεις τόν ἑαυτό σου, νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, ἔτσι ὅπως λέει ὁ Κύριος, τελείωσε· λές ἀντίο στόν παλαιό ἄνθρωπο, στό ἐγώ σου, πού τό εἶχες σέ τιμή μιά ὁλόκληρη ζωή, καί μπαίνεις πλέον σέ ἄλλο δρόμο, στόν δρόμο πού σέ βάζει ὁ Κύριος. Ἔτσι θά νικήσεις. Θά νικήσεις ἐσύ πού βάζεις τό ἀνθρώπινο, πού συναισθάνεσαι πλήρως τήν ἀδυναμία σου καί τό παραδέχεσαι αὐτό, ἐσύ πού δέν φοβᾶσαι, δέν τρομάζεις, δέν ἀρχίζεις νά κλαῖς πού ἔχασες τάχα τό εἴδωλό σου, ἀλλά ὑπομένεις καί προσεύχεσαι. Ἔτσι, γίνεσαι κοινωνός τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καί νικᾶς μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.
17-7-2001