Κοίμηση τῆς Θεοτόκου
Α’
Σκεπτόμουν ἄλλα πράγματα νά ποῦμε ἀπόψε, ἀλλά θεωρῶ ὅτι εἶναι καλύτερο νά προσπαθήσουμε μαζί νά μυηθοῦμε στό ὅλο πνεῦμα τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας μας, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἑρμηνεύοντας τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, πού ἀκούσαμε πρό ὀλίγου. Εἶναι ἀρκετά μεγάλο καί, θά ἔλεγε κανείς, ὅτι περιέχει ἐν περιλήψει τό ὅλο πνεῦμα καί τήν οὐσία τῆς ἑορτῆς.
Τό ἀπόκρυφο ῾῾πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου᾿᾿
Λέει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος· «Ὅτε ἐξεδήμησας, Θεοτόκε Παρθένε, πρός τόν ἐκ σοῦ τεχθέντα ἀφράστως, παρῆν Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί πρῶτος ἱεράρχης, Πέτρος τε ἡ τιμιωτάτη κορυφαία τῶν θεολόγων ἀκρότης καί σύμπας ὁ θεῖος τῶν Ἀποστόλων χορός» κλπ. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα _ἀπευθύνεται στήν Παναγία ὁ ὑμνογράφος_ Παναγία, Θεοτόκε Παρθένε, νά φύγεις ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί νά πᾶς σ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό σένα ἀφράστως, δηλαδή κατά τρόπο πού δέν μποροῦμε νά ἐκφράσουμε καί δέν μποροῦμε νά τό ἑρμηνεύσουμε, τότε λοιπόν πού ἔλαβε χώρα αὐτό τό γεγονός τῆς ἐκδημίας σου, «παρῆν Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος», ἦταν παρών ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πρῶτος ἱεράρχης στήν πόλη Ἰερουσαλήμ, «καί Πέτρος, ἡ τιμιωτάτη κορυφαία τῶν θεολόγων ἀκρότης», ἡ ἀκρότης τῶν θεολόγων ἡ κορυφαία καί τιμιωτάτη, «καί σύμπας ὁ θεῖος τῶν Ἀποστόλων χορός», καί ἐπίσης ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι.
Νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία παίρνει ἀρκετές πληροφορίες πού ἦταν ὡς παράδοση στήν Ἐκκλησία, ἀπό τό λεγόμενο ῾῾πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου᾿᾿, ὅπου κατεγράφησαν. Αὐτό βέβαια εἶναι ἕνα ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο καί λέγεται πρωτευαγγέλιο, ἐπειδή εἶναι τό ἀρχαιότερο ἀπό τά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια. Γράφτηκε τόν 2ο ἤ τόν 3ο αἰώνα, στό ὁποῖο ὁ συγγραφεύς ἔβαλε _δέν τό ἔγραψε ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ἀλλά γιά νά ἔχει, ἄς ποῦμε, κύρος τό εὐαγγέλιο πού ἔγραψε_ ἔβαλε τό ὄνομα τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει ἐδῶ καί τό δοξαστικό, ἦταν πρῶτος ἱεράρχης τῆς ἁγίας πόλεως Ἰερουσαλήμ.
Δηλαδή ὁρισμένα ἱστορικά σχετικά μέ τήν Παναγία, ποιοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς Παναγίας, πῶς ἐγεννήθη ἡ Παναγία, πῶς ἀφιερώθηκε ἡ Παναγία καί αὐτά πού λέγονται γιά τήν κοίμησή της, δέν γράφτηκαν στά τέσσερα Εὐαγγέλια, ἀλλά ἦταν ζωντανή παράδοση στήν Ἐκκλησία, καί θεώρησε καλό κάποιος ἀργότερα, νά τά καταγράψει αὐτά καί νόμισε ὅτι εἶναι καλό νά τά παρουσιάσει ὡς Εὐαγγέλιο καί νά βάλει τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Ὅμως εἶναι ἀληθινά, καί ἀπόδειξη ὅτι στηρίχθηκε ἡ Ἐκκλησία σ᾿ αὐτές τίς πληροφορίες, καί ἔχουμε τήν ἑορτή τῆς Συλλήψεως στίς 9 Δεκεμβρίου _κατά θαυμαστό τρόπο συνελήφθη ἡ Παναγία, καθώς ἡ μητέρα της ἡ Ἄννα ἦταν στείρα_ ἔχουμε τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, τήν Εἴσοδό της στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ὅλα ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στήν Κοίμησή της.
Ἡ ἀλήθεια καί ἡ μή ἀλήθεια περί τήν Θεοτόκον
Νομίζω εἴχαμε πεῖ καί ἄλλη φορά, καί εἶναι κατάλληλη μέρα σήμερα νά τό τονίσουμε, ὅτι γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους τά σχετικά μέ τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας, τά σχετικά μέ τόν τάφο τῆς Παναγίας εἶναι αὐτά τά ὁποῖα ἔχει ἀποδεχθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί καθόλου-καθόλου δέν δέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία αὐτά τά ὁποῖα εἶπαν κάποιοι ἄλλοι, καί τά ὁποῖα κατά κάποιο τρόπο τά ἀσπάσθηκαν οἱ καθολικοί καί λένε τά δικά τους. Ὅπως λέγαμε κάποια φορά καί τό ξέρετε, φρονοῦν _ὑπάρχει δηλαδή μιά τέτοια παράδοση, ἀλλά εἶναι ἀναληθής_ ὅτι ἡ Παναγία ἐτάφη στήν Ἔφεσο, ὅπου δείχνουν ἐκεῖ κάποιο μέρος ὅτι εἶναι ὁ τάφος τῆς Παναγίας. Αὐτό τό πιστεύουν οἱ καθολικοί καί πηγαίνουν ἐκεῖ καί προσκυνοῦν. Ὅμως ἑωσότου κοιμηθεῖ ἡ Παναγία, ἑωσότου φύγει ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος δέν εἶχε φύγει ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ.
Λένε γιά τήν Ἔφεσο, ἐπειδή τό συνδέουν τό ὅλο θέμα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο. Ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, ἐνόσω ζοῦσε ἡ Παναγία, σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε στήν Παναγία, «ἴδε ὁ υἱός σου» καί στόν Ἰωάννη «ἰδού ἡ μήτηρ σου», πράγματι τήν παρέλαβε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί Εὐαγγελιστής τήν Παναγία καί ἔμενε κάπου ἐκεῖ στόν λόφο Σιών, ὅπου ἔλαβε χώρα καί ἡ κοίμησή της. Μετά τόν θάνατο τῆς Παναγίας, ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης πῆγε στά μέρη τῆς Ἐφέσου καί ἀπό κεῖ βρέθηκε ἔπειτα καί στήν Πάτμο.
Ἴσως στό νά ὑπάρχει μιά τέτοια παράδοση ὅτι ἡ Παναγία ἐτάφη στήν Ἔφεσο, συνετέλεσε τό ὅτι ἀργότερα, τόν 3ο αἰώνα, κτίσθηκε ναός στήν Ἔφεσο εἰς τιμήν τῆς Παναγίας, μᾶλλον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νομίζω εἴχαμε πεῖ μιά ἄλλη φορά ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν ναό ἔλαβε χώρα ἡ 3η Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία ὀνόμασε τήν Παναγία ῾῾Θεοτόκο᾿᾿, καθώς ἔλαβε ἀποφάσεις καί ὅρισε τά τῆς πίστεως ἐν σχέσει πρός τήν πλάνη τοῦ Νεστορίου. Στόν ναό αὐτόν τώρα φαίνονται μόνο τά θεμέλια, καί μάλιστα ὑπάρχουν δύο ναοί, ἕνας ναός μεγάλος καί ἕνας μικρότερος στό ἐσωτερικό τοῦ μεγάλου ναοῦ.
Ἐκεῖ λοιπόν στήν Ἔφεσο ἀπό τήν 3η Οἰκουμενική Σύνοδο διακηρύχθηκε τό ἀειπάρθενο τῆς Παναγίας. Τίς προηγούμενες ἡμέρες στίς ὁμιλίες πού κάναμε μέ τήν εὐκαιρία τῶν Παρακλήσεων καί ἀναφερόμενοι στήν ἀρετή τῆς ἁγνότητος τῆς Παναγίας, εἴπαμε πώς εἶναι δόγμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι ἡ Παναγία εἶναι πρό τόκου παρθένος, ἐν τόκῳ παρθένος καί μετά τόκον παρθένος, καί ὅτι εἶναι Θεοτόκος. Γέννησε δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου εὐθύς ἐξαρχῆς εἶναι ἑνωμένη ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα, καί ἑπομένως ἡ Παναγία δέν εἶναι Χριστοτόκος ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος, ἀλλά εἶναι Θεοτόκος, ἀφοῦ γέννησε τόν Χριστό, ὡς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἦταν καί Θεός.
Ἡ Παναγία λοιπόν δέν πέθανε στήν Ἔφεσο οὔτε ἐτάφη στήν Ἔφεσο, ἀλλά κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία παράδοση ἡ Ἐκκλησία τήν εἶχε, καί ἔπειτα κατεγράφη στό πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου _ὄχι ὅτι ἐγράφη ἐκεῖ καί τήν πῆρε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ὑπῆρχε ἡ παράδοση αὐτή στήν Ἐκκλησία καί κατεγράφη στό εὐαγγέλιο αὐτό_ ἡ Παναγία ἐκοιμήθη στήν Ἰερουσαλήμ καί ἐτάφη στήν Γεθσημανῆ.
Θά ἐνθυμεῖσθε ὅσοι ἔχετε πάει στούς Ἁγίους Τόπους, ὅτι στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὑπάρχει ναός. Λέγεται ὅτι ἀπό τόν λόφο Σιών ἡ Παναγία ἔπαιρνε τόν δρόμο, κατέβαινε στόν χείμαρρο πού εἶναι μεταξύ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν καί τῆς Ἰερουσαλήμ καί ἀνέβαινε στόν λόφο ὅπου προσευχόταν, ἐκεῖ πού τώρα ὑπάρχει παρεκκλήσι. Κάποια φορά λοιπόν ἔλαβε ἐκεῖ τήν πληροφορία ἀπό τόν ἄγγελο _ὅπως τόσες φορές τήν εἶχε πληροφορήσει ὁ ἄγγελος τί ἀκριβῶς θά γίνει γιά ὅλα τά γεγονότα_ ὅτι μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά κοιμηθεῖ, θά φύγει ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Γεγονός πού ἔλαβε χώρα, ὅπως εἴπαμε, στή Σιών, στό σπίτι ὅπου ἔμενε. Ἀπό κεῖ τήν μετέφεραν στό χωρίο Γεθσημανῆ, ὅπως λέγεται, στήν κοιλάδα πού βρίσκουμε σήμερα· ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ ναός της, στόν ὁποῖο ναό γιά νά φθάσουμε, κατεβαίνουμε πολλά σκαλοπάτια.
Τά ῾῾ἀρεοπαγιτικά᾿᾿ συγγράμματα καί ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου
Καί πάλι κατά τήν παράδοση, ὅταν ἐκοιμήθη ἡ Παναγία, νεφέλες ἥρπασαν τούς Ἀποστόλους, ἀκόμη καί τόν ἀπόστολο Παῦλο, στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, ὅπου βρισκόταν ὁ καθένας καί κήρυττε τό Εὐαγγέλιο, καί τούς ἔφεραν στή Γεθσημανῆ γιά νά παρευρεθοῦν στήν ταφή τῆς Παναγίας. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἦταν καί ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἴσως καί ὁ ἅγιος Ἱερόθεος. Μπορεῖ νά μήν ἦταν, πάντως ἔτσι λέει ἡ παράδοση. Ἡ παράδοση αὐτή εἶναι καταγεγραμμένη σέ συγγράμματα πού γράφτηκαν μᾶλλον τόν 5ο, ἴσως καί τόν 4ο αἰώνα, καί ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Δέν εἶναι γραμμένα βέβαια ἀπό κεῖνον, γι᾿ αὐτό οἱ εἰδικοί ὀνομάζουν τόν συγγραφέα ψευδο-Διονύσιο. Τό περιεχόμενο τῶν συγγραμμάτων ἡ Ἐκκλησία τό δέχεται, καί μεταξύ τῶν ἄλλων οἰκοδομεῖ σ᾿ αὐτά ἡ Ἐκκλησία τήν μυστική θεολογία, ἄσχετα ἄν τό ὄνομα, ἄς ποῦμε, δέν εἶναι ἀκριβές.
Μεταξύ τῶν ἄλλων συγγραμμάτων πού ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο, εἶναι καί τό σύγγραμμα ῾῾Περί θείων ὀνομάτων᾿᾿. Ἐκεῖ γίνεται λόγος καί γιά ὅλα αὐτά πού ἀφοροῦν τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας. Ὅπως γνωρίζουμε, κατά τήν παράδοση, στήν ταφή τῆς Παναγίας ἔλειπε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἦρθε μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες καί ἤθελε κι αὐτός νά δεῖ τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἄνοιξαν τόν τάφο καί εἶδαν ὅτι ἦταν κενός, γιατί εἶχε γίνει ἡ Μετάστασή της στόν οὐρανό. Γι᾿ αὐτό δέν ὑπάρχουν λείψανα τῆς Παναγίας, ὅπως ὑπάρχουν ἄλλων ἁγίων. Αὐτήν τήν παράδοση γιά τήν Μετάσταση τῆς Παναγίας ἰδιαίτερα τήν τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ὁ ἀληθινός θεολόγος
Ἐκοιμήθη λοιπόν ἡ Παναγία στόν λόφο Σιών, στό σπίτι τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου ὅπου ἔμενε, καί τήν ἔθαψαν στή Γεθσημανῆ. Συνήθιζαν νά κάνουν τότε τούς τάφους μέσα σέ βράχο. Ὅλοι οἱ πιστοί, προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων _ἄπειρες εἶναι οἱ ψυχές_ ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα πηγαίνουν νά προσκυνήσουν ὄχι μόνο στόν τάφο τοῦ Κυρίου καί στόν Γολγοθᾶ, ἀλλά καί στόν τάφο τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ λοιπόν κατά τήν παράδοση _λέει καί τό δοξαστικό_ «παρῆν Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί πρῶτος ἱεράρχης» καί ὁ Πέτρος ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος καί τῶν θεολόγων ἡ ἀκρότης. Κάνει ἐντύπωση ὅτι οἱ ὑμνογράφοι δέν διστάζουν νά λένε πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι ἔτσι ἐκ πρώτης ὄψεως. Ὁ Πέτρος ἦταν ἕνας ψαράς, κι ὅμως ἐδῶ χαρακτηρίζεται «ἡ ἀκρότης τῶν θεολόγων». Διότι τό θέμα δέν εἶναι νά σπουδάσεις θεολογία. Λέει ἀργότερα ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, «ἐάν προσεύχεσαι ἀληθινά, θεολόγος εἶσαι· καί ἄν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά», καί ὄχι ὅτι εἶσαι θεολόγος, ἁπλῶς μέ τό νά σπουδάσεις _ὅσο ὀξύ μυαλό καί ἄν εἶσαι_ καί μέ τό νά ἔχεις πολλές θεολογικές γνώσεις. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐδῶ χαρακτηρίζεται ἡ ἀκρότης τῶν θεολόγων.
Ὅπως ἐνθυμεῖσθε, ἀκόμη καί γιά τόν ληστή πού εἶναι πάνω στόν σταυρό, λέει ἕνα τροπάριο «πρός γνῶσιν θεολογίας». Ἔμαθε θεολογία ἐκεῖ ὁ ληστής, αὐτός ὁ ἐντελῶς ἀνίδεος, ἐπειδή ταπεινώθηκε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ἐκείνη τήν ὥρα, καθώς εἶχε καλή διάθεση, δέν τόν ἐμπόδισε τίποτε νά πιστεύσει. Οὔτε φοβᾶται μήν πεθάνει· ἤδη εἶναι γιά θάνατο. Νά ρθεῖ αὐτή ἡ ὥρα, πού θά ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού θά πιστεύσει κανείς, κι αὐτό νά τό ἀποδεχθεῖ ὁ Θεός. Προσέξτε· τό θέμα δέν εἶναι τί κάνεις ἐσύ, τί νομίζεις ὅτι κάνεις, ἀλλά νά ἀποδεχθεῖ ὁ Θεός ὅ,τι κάνεις.
Νά τό ᾿χουμε καημό στή ζωή μας, πρίν φύγουμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, νά νιώσουμε ὅτι δέχθηκε ὁ Θεός τή μετάνοιά μας, δέχθηκε ὁ Θεός τήν πίστη μας, δέχθηκε ὁ Θεός ὅλο τόν κόπο μας, ὅλη τήν ταπείνωσή μας, ὅλο αὐτό πού προσπαθοῦμε νά κάνουμε. Ἀλλά τά δέχεται ὁ Θεός; Πιστεύουμε. Ὅμως στά πράγματα δείχνει ὁ Θεός, ἄν δέχεται ἤ δέν δέχεται τόν κόπο μας, τήν μετάνοιά μας. Ἄν δέν τά δέχεται, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἀληθινά. Προσέφερε ὁ Ἄβελ θυσία, καί ἀνέβηκε ὁ καπνός κατευθείαν στόν οὐρανό. Προσέφερε καί ὁ Κάϊν καί δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τόν Θεό. Καί ἔτσι εἶναι. Δέν εἶναι ἁπλῶς μόνον, ἄς ποῦμε, νά προσεύχεσαι, ἁπλῶς νά εἶσαι χριστιανός, ἁπλῶς νά νομίζεις ὅτι τά κάνεις καλά. Τόν τελευταῖο λόγο τόν ἔχει ὁ Θεός.
Ἀπεδέχθη λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος αὐτήν τήν ταπείνωση, αὐτήν τή μετάνοια, αὐτήν τήν προσευχή, αὐτό τό ὅλο δόσιμο τοῦ ληστοῦ ἐκεῖ στόν σταυρό, καί ὁ ληστής ἔγινε θεολόγος. Δηλαδή ἔνιωσε μέσα του τόν Θεό, γνώρισε τόν Θεό, εἶναι ἀκριβῶς ὁ Θεός μέσα του. Εἶναι θεολόγος, γνωρίζει θεολογία. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἶναι βέβαια ἕνας ψαράς, ἀλλά ὅμως προπαντός μέ τήν μετάνοιά του μετά τήν ἄρνηση, καθώς ὁ Κύριος καί τόν κάλεσε, ἀλλά καί τόν ἀνεκάλεσε καί τόν ἀποκατέστησε καί τοῦ ᾿δωκε ὅλη τήν Χάρι, γίνεται ἡ ἀκρότης τῶν θεολόγων.
Ὅλοι λοιπόν παρίστανται, ὅταν ἡ Παναγία ἐξεδήμησε. Λέει ὁ ὑμνογράφος, ὅταν, Παρθένε Θεοτόκε, ἐξεδήμησες καί πῆγες _ποῦ ἀλλοῦ_ σ᾿ αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπό σένα ἀφράστως, τότε ἦταν παρών ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί πρῶτος ἱεράρχης, ὁ Πέτρος ἡ τιμιωτάτη κορυφαία τῶν θεολόγων ἀκρότης καί ὅλος ὁ χορός, ὅλος ὁ σύλλογος τῶν Ἀποστόλων. Καί ὅπως εἴπαμε, κατά τήν παράδοση ἀκόμη καί αὐτός ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἔρθει, βέβαια ἐν νεφέλαις.
Πόσο ὑπερέχει ὁ λόγος, πού βγαίνει ἀπό ψυχή ζέουσα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ!
«Ἐκφαντορικαῖς θεολογίαις ὑμνολογοῦντες τό θεῖον καί ἐξαίσιον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον». Συνῆλθαν ὅλοι ἐκεῖ, παρίσταντο ὅλοι ἐκεῖ καί ὑμνοῦσαν καί δοξολογοῦσαν μέ ἐκφαντορικές θεολογίες. Αὐτές εἶναι λέξεις πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας τῶν συγγραμμάτων πού ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Συχνά-πυκνά τό κάνουν αὐτό οἱ ὑμνογράφοι, καί προπαντός ὅταν ἀσχολοῦνται μέ θέματα, μέ τά ὁποῖα εἶχε ἀσχοληθεῖ καί ὁ συγγραφέας αὐτός. «Ἐκφαντορικαῖς θεολογίαις». Ὄχι ἁπλῶς μέ θεολογίες, ἀλλά…
Βλέπετε, καμιά φορά, ἐνῶ μιά λέξη τά λέει ὅλα, αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη νά βάλει καί κάποιο ἐπίθετο. Δέν ὑπάρχουν τυχαῖα τά ἐπίθετα στή γλώσσα μας· εἶναι χρειαζούμενα. Τό οὐσιαστικό τά λέει ὅλα, ἀλλά ἔρχεται τό ἐπίθετο καί ἀκόμη περισσότερο ἀναδεικνύει τό περιεχόμενο, τήν ἔννοια τοῦ οὐσιαστικοῦ. Οἱ ὑμνογράφοι τό κάνουν πολύ συχνά, ἀλλά καί γενικότερα στίς καρδιές πού ἔχουν πλοῦτο, δέν ἀρκοῦν ὁρισμένες λέξεις νά ἐκφράσουν ὅλο ἐκεῖνο πού θέλουν νά ἐκφράσουν καί προσθέτουν καί ἄλλες λέξεις, ἐπιθετικούς, ἄς ποῦμε, προσδιορισμούς κλπ.
Μέ θεολογίες λοιπόν ἐκφαντορικές. Ἄλλο εἶναι νά ὁμιλεῖς, καί ἄλλο εἶναι νά ἔχει ζεστασιά ὁ λόγος σου. Ἄλλο εἶναι νά χρησιμοποιεῖς κάποιες λέξεις καλές, καί ἄλλο εἶναι νά βγαίνουν ἀπό μέσα σου· ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι βίωμα μέσα σου αὐτές οἱ λέξεις, εἶναι πιό ζεστές, εἶναι πιό ἀληθινές, εἶναι πιό γεμάτες, εἶναι πιό πλούσιες. Εἶναι βέβαια μερικοί πού θά ἔλεγε κανείς ὅτι ψάχνουν νά βροῦν στά λεξικά καλές λέξεις ἤ στούς Πατέρες καί στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας καλές ἐκφράσεις, γιά νά τίς χρησιμοποιήσουν. Ὅμως φαίνεται ὅτι εἶναι φτιαχτός ὁ λόγος, γιατί δέν φθάνει ἁπλῶς νά χρησιμοποιήσεις λέξεις ἤ φράσεις πού βγῆκαν ἀπό πλούσιες καρδιές. Οἱ Πατέρες ἤ οἱ ὑμνογράφοι πού ἔγραψαν τίς καλές λέξεις, τίς καλές φράσεις, εἶχαν μέσα τους τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί ἐξέφρασαν μέ τίς λέξεις, μέ τίς φράσεις, ἀκριβῶς αὐτήν τή ζέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶχαν μέσα τους. Ἔρχεται ὁ ἄλλος καί τά χρησιμοποιεῖ αὐτά καί προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι κι αὐτός. Ὅμως δέν εἶναι. Οὔτε τόν Θεό μπορεῖ νά ξεγελάσει κανείς οὔτε καί τή συνείδησή του μπορεῖ νά ξεγελάσει οὔτε τούς ἄλλους μπορεῖ νά ξεγελάσει, ἁπλῶς μέ τό νά χρησιμοποιεῖ λέξεις, φράσεις, νοήματα, ἄν θέλετε, σπουδαῖα καί καλά.
Ὁ ὑμνογράφος λοιπόν ὅταν γράφει γιά θεολογίες καί βάζει τό ἐπίθετο ἐκφαντορικές, τά ζεῖ, τά νιώθει αὐτά τά νοήματα. Βέβαια παίρνει τή λέξη ἴσως ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά ὅμως τή νιώθει καί ὁ ἴδιος. Ἄλλο εἶναι νά λές τήν λέξη θεολογία, καί, ὅπως τή συνηθίσαμε, σάν νά μή λέει τίποτε, καί ἄλλο εἶναι, βάζοντας ἕναν ἐπιθετικό προσδιορισμό, νά ἀναδεικνύεται ἡ ἴδια ἡ λέξη, καί φυσικά ἀναδεικνύεται τό νόημα τῆς λέξεως, ἀλλά καί νά γίνεται πιό πλούσιο αὐτό τό νόημα τῆς λέξεως μέ τό ἐπίθετο πού χρησιμοποιεῖται. Ὄχι λοιπόν ἁπλῶς μέ θεολογίες, ἀλλά μέ θεολογίες πού, ἄς ποῦμε, ἀστράφτουν, λάμπουν, μαρτυροῦν καί προδίδουν τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τήν παρουσία τῆς θείας ἐνεργείας, τῆς θείας δυνάμεως.
«Τό θεῖον καί ἐξαίσιον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον»
Οἱ Ἀπόστολοι λοιπόν πού συγκεντρώθησαν ἐκεῖ, ὅταν ἐσύ ἐξεδήμησες, Θεοτόκε Παρθένε, μέ ἐκφαντορικές θεολογίες ὑμνολογοῦσαν «τό θεῖον καί ἐξαίσιον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον». Κάνει ἐντύπωση ὅτι οἱ ὑμνογράφοι εἶναι πολύ προσεκτικοί. Ἐμεῖς δέν τά καταφέρνουμε πάντοτε· διότι ἅμα δέν εἶσαι μέσα στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἄν δέν εἶναι μέσα στήν ψυχή σου ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί προσπαθεῖς νά τά φτιάξεις τά πράγματα, θά ξεφύγεις. Οἱ ὑμνογράφοι λένε τολμηρά λόγια, τά ὁποῖα ὅμως ζοῦν. Ὁ ὑμνογράφος ἀναφέρεται στήν Παναγία, ἐπαινεῖ τήν Παναγία καί μέ ὅλους τούς τρόπους θέλει νά παρουσιάσει τά τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας καί τό ὅλο πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ὁ ὑμνογράφος ἔχει συνείδηση, ἔχει γνώση _ἔτσι τό ζεῖ ὁ ἴδιος καί ἔτσι τό ζεῖ μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, διότι αὐτά εἶναι βιώματα τῆς Ἐκκλησίας_ ὅτι ὅλα αὐτά, δηλαδή καί τό ὅτι ὑπῆρξε ἡ Παναγία καί τό ὅτι ἐκοιμήθη ἡ Παναγία καί ἦρθαν οἱ Ἀπόστολοι νά τήν κηδεύσουν καί νά τήν ἀποστείλουν στόν ἄλλο κόσμο, ὅλα αὐτά, εἶναι γιά τό ἐξαίσιον καί θεῖον μυστήριον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας.
Ἐνθυμεῖσθε, λέγαμε κάποια φορά, ὅτι κατά κανόνα στήν εἰκονογραφία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ Παναγία εἶναι πάντα μέ τόν Χριστό. Ἐλάχιστες εἶναι οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες πού εἶναι μόνη της ἡ Παναγία. Ὄχι βέβαια γιατί καί αὐτή καθεαυτήν ἡ Παναγία δέν ἔχει τήν ἀρετή της καί δέν ἔχει τή λαμπρότητά της. Τά εἴπαμε αὐτά. Ἦταν τό μοναδικό πλάσμα πού βρῆκε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά μπορέσει νά τήν κάνει μητέρα του καί νά ἐμφανισθεῖ ὡς ἄνθρωπος. Ὅμως ὅλα αὐτά ἔγιναν ἀκριβῶς γιά νά συντελεσθεῖ αὐτό τό μέγα μυστήριο, δηλαδή ὁ Θεός νά γίνει ἄνθρωπος, πού εἶναι μέγα μυστήριο, θεῖο μυστήριο, τῆς τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας μυστήριο.
Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, ἐάν ὁ Θεός ἔμενε στήν ἀκρίβεια μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἐφόσον τούς εἶχε πεῖ, «ᾖ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», ἔπρεπε νά τούς πεῖ· «Ἐγώ σᾶς ἔκανα γιά νά ζήσετε, ὅμως ἐσεῖς δέν μ᾿ ἀκούσατε καί προτιμήσατε τόν θάνατο. Νά πεθάνετε». Καί ἔτσι νά εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν ἀρχή του κιόλας τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅμως ὄχι. Ὁ Θεός κάνει συγκατάβαση, χωρίς βέβαια νά παραβλέπεται τό ὅλο θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ δικαιοσύνη του καί χωρίς νά παραθεωροῦνται οἱ λόγοι καί οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ. Ναί, «ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Ἀλλά νά, ὅμως πού ὁ Θεός, ὡς Θεός πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὡς πάνσοφος Θεός, θά οἰκονομήσει τά πράγματα. Δηλαδή κάνει συγκατάβαση ὁ Θεός, δείχνει τήν ἀγάπη του ὁ Θεός, δίνει ἀφορμές, ἄς ποῦμε, καί εὐκαιρίες στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτό πού δέν ἔκανε τότε, νά τό κάνει τώρα. Δηλαδή νά μετανοήσει, νά συντριβεῖ, νά συνέλθει, νά καταφύγει στόν Θεό, νά παρακαλέσει καί τελικά ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ.
Ὅλο αὐτό τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ λέγεται «τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας». Δηλαδή ἄν ὁ Θεός ἐνεργήσει γιά μᾶς, χωρίς νά οἰκονομήσει τά πράγματα, εἴμαστε ὅλοι χαμένοι. Τελείωσε· εἴμαστε ὅλοι χαμένοι. Ἀλλά μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός καί κάνει συγκατάβαση. Γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «γέγονα τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω». Ἤ «τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μή ὤν ἄνομος Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔννομος Χριστῷ». Καί σέ κείνους ἀκόμη οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν τόν Μωσαϊκό Νόμο, ἐγώ πῆγα κοντά τους, ἄς ποῦμε, πῆγα μέ τά νερά τους, τούς πλησίασα καί τρόπον τινά ἔγινα κι ἐγώ σάν κι αὐτούς πού δέν εἶχαν νόμο, ὅμως μή ὤν ἄνομος Θεῷ. Αὐτό πάντοτε μένει, γι᾿ αὐτό λέμε σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, κάνει οἰκονομία ὁ Θεός.
Σώζει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά χρειάζεται νά θελήσει, νά δεχθεῖ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, νά μπεῖ μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά νά σωθεῖ. Γι᾿ αὐτό τελικά δέν σώζονται ὅλοι. Ὁ Θεός ὅλους θέλει νά τούς σώσει, ἀλλά δέν σώζονται ὅλοι. Ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα, συγκαταβαίνει, δείχνει τήν ἀγάπη του, δίνει τόν ἴδιο τόν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι σώζονται ὅλοι. Θά σωθοῦν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά συγκινηθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά φιλοτιμηθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θά φιλοτιμηθοῦν ἀπό τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ καί θά συντριβοῦν, θά ταπεινωθοῦν, θά μετανοήσουν, θά προστρέξουν στόν Χριστό, θά παύσουν νά πιστεύουν στόν ἑαυτό τους καί θά πιστεύσουν στόν Χριστό. Ἔτσι θά σωθοῦν. Ἀλλιῶς δέν σώζονται.
Μέ τήν εὐκαιρία λοιπόν πού ἐσύ φεύγεις πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπό σένα, συγκεντρώθηκαν τώρα ὅλοι ἐδῶ καί ὑμνολογοῦν «τό θεῖον καί ἐξαίσιον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον». Αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο, ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, παίρνοντας τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν Παναγία καί ἔσωσε τόν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἐπανέλθουμε πάλι, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε τήν Παναγία τήν ἔχει μαζί μέ τόν Χριστό. Ἀκόμη καί στή δέηση, ὅπως ξέρουμε, εἶναι ἀπό τό ἕνα μέρος ἡ Παναγία καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ Πρόδρομος. Ἀλλά ἰδιαίτερα τήν ξέρουμε τήν Παναγία πάντοτε μέ τό νά ἔχει στήν ἀγκάλη της τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι καί Υἱός δικός της.
Οἱ καθολικοί ἔχουν καί ἐδῶ ὑπερβολές καί τρόπον τινά ξεκόβουν τήν Παναγία ἀπό τόν Χριστό. Γιά μᾶς ἡ Παναγία εἶναι αὐτή πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, εἶναι αὐτή πού γέννησε τόν Χριστό, εἶναι αὐτή πού εἶναι τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ, ἀλλά ὅμως πάντοτε μέ τόν Χριστό. Καί ἑπομένως καταφεύγοντας στήν Παναγία, καταφεύγουμε στό μυστήριο αὐτό τῆς σωτηρίας μας. Καταφεύγοντας στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνθυμούμεθα τήν Παναγία καί παρακαλοῦμε τήν Παναγία καί πηγαίνουμε μ᾿ αὐτήν ἐκεῖ. Διότι αὐτή ὑπηρέτησε ὄχι ἁπλῶς τόσο ὅσο οὐδείς ἄλλος, ἀλλά εἶναι ἡ μοναδική πού ὑπηρέτησε ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά τό μυστήριο αὐτό τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ὅτι δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά σώσει τόν κόσμο.
Ἡ χαρά τῶν χριστιανῶν
«Ὑμνολογοῦντες λοιπόν τό θεῖον καί ἐξαίσιον τῆς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας μυστήριον καί τό ζωαρχικόν καί θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, Πανύμνητε». Ὑμνολόγησαν δηλαδή τό ἐξαίσιο μυστήριο καί κήδευσαν τό ζωαρχικό καί θεοδόχο σου σῶμα. Νομίζω ὅτι τά καταλαβαίνουμε αὐτά. Ζωαρχικό, δηλαδή πού μᾶς ἔδωκε τή ζωή. Ὅπως λέμε, «ἡ ζωή ἐν τάφῳ». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή καί ἡ ζωή εἶναι ἐν τάφῳ. «Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή» λέει ὁ Κύριος. Αὐτήν τή ζωή μᾶς τήν ἔδωκε ἡ Παναγία, δηλαδή τόν Χριστό. Ἀλλά ἐδῶ τρόπον τινά τό σῶμα της δέν εἶναι νεκρό, ἀλλά ἔχει ζωή, καθότι γέννησε τή ζωή. Θεοδόχο σῶμα, δηλαδή πού δέχθηκε τόν Θεό, πού κυοφόρησε ἐννέα μῆνες τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος, πού τόν κράτησε στήν ἀγκάλη της καί τόν θήλασε κλπ. Κηδεύουν λοιπόν τό ζωαρχικό καί θεοδόχο σου σῶμα καί, καθώς ἔκαναν αὐτά, «ἔχαιρον, Πανύμνητε». Εἶχαν μεγάλη χαρά πού ἀξιώνονται νά εἶναι τώρα στήν κηδεία σου, νά ὑμνολογοῦν μέ θεολογίες ἐκφαντορικές τό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί νά κηδεύουν τό ζωαρχικό καί θεοδόχο σῶμα. Αὐτά τούς κάνουν νά ἔχουν μεγάλη χαρά.
Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι τελικά κάπου ἐκεῖ πρέπει νά εἴμαστε κι ἐμεῖς. Παντοῦ καί πάντοτε νά χαιρόμαστε, ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά νά χαιρόμαστε γιά τόν Χριστό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός μας πού ἔγινε ἄνθρωπος, νά χαιρόμαστε γιά τήν Παναγία πού γέννησε τόν Χριστό καί νά μή φοβόμαστε τίποτε. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ καημένοι, πού εἶναι μόνοι μέ μόνο τόν ἑαυτό τους καί μέ τά ἐπιτεύγματά τους στά ὁποῖα στηρίζονται. Ὁ χριστιανός στηρίζεται στόν Θεό πού εἶναι τό πᾶν, καί δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε. Νά χαιρόμαστε λοιπόν παντοῦ καί πάντοτε, καί ἰδιαίτερα, θά ἔλεγε κανείς, αὐτήν τήν ἡμέρα πού ἑορτάζουμε τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
Νά χαίρουμε, διότι θά μπορούσαμε νά ζοῦμε στήν ἄγνοια, θά μπορούσαμε νά μήν ὑπάρχουμε καθόλου, θά μπορούσαμε νά εἴμαστε στήν πλάνη, στό σκοτάδι, ὅμως ὁ Θεός βρῆκε τρόπο καί μᾶς ἔφερε κοντά του, βρῆκε τρόπο καί μᾶς ἔφερε στόν δρόμο του, βρῆκε τρόπο καί τά ξέρουμε ὅλα αὐτά καί τά πιστεύουμε ὅλα αὐτά, καί ἤδη ἡ Παναγία μας πού ἦταν μητέρα του γίνεται καί δική μας μητέρα. Καί σήμερα λοιπόν πού τελοῦμε τήν μνήμη τῆς Κοιμήσεώς της, μαζί μέ τούς Ἀποστόλους κι ἐμεῖς χαίρουμε. Τελικά ἐκεῖ νά καταλήγουμε· Νά ᾿χουμε χαρά μέσα στήν ψυχή μας, πού ἀξιωνόμεθα νά γιορτάσουμε, πού ἀξιωνόμεθα νά ἀκούσουμε ὅλα αὐτά, πού ἀξιωνόμεθα νά ζήσουμε ὅλα αὐτά, πού θά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά χαιρόμεθα. Θά ἔλεγε λοιπόν κανείς, ὅτι θά ἦταν καλό νά περάσουμε αὐτήν τήν νύχτα μ᾿ αὐτήν τή χαρά, καθώς θά ὑμνοῦμε, καθώς θά δοξολογοῦμε καί θά εὐφραινόμεθα.
Τά ἀγγελικά τάγματα καί ἡ Παναγία
Κάνει λόγο, τώρα βέβαια δέν προλαβαίνουμε νά τά μελετήσουμε, καί γιά τίς ἀγγελικές, τίς οὐράνιες δυνάμεις. «Ὕπερθεν δέ αἱ πανάγιαι καί πρεσβύταται τῶν ἀγγέλων δυνάμεις τό θαῦμα ἐκπληττόμεναι κεκυφυῖαι ἀλλήλαις ἔλεγον». Ὁ ὑμνογράφος ἐκφράζεται μέ ὅσο καλύτερες λέξεις μπορεῖ, λέξεις πού ἔχουν πλούσιο καί ἔντονο περιεχόμενο. Εἶναι πανάγιες οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, εἶναι πρεσβύτατες οἱ ἀγγελικές δυνάμεις. Γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους εἶναι σεβαστές οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, εἶναι πολύ πιό μπροστά ἀπό μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν ἐννέα τάγματα ἀγγέλων, μέ μιά κλιμάκωση· εἶναι οἱ ἀνώτεροι, οἱ κάπως πιό κάτω καί οἱ ἀκόμη πιό κάτω. Αὐτές λοιπόν οἱ οὐράνιες δυνάμεις, οἱ πανάγιες ἀγγελικές δυνάμεις, «τό θαῦμα ἐκπληττόμεναι κεκυφυῖαι ἀλλήλαις ἔλεγον». Βλέποντας αὐτό τό φοβερό θαῦμα οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἄγγελοι καί ἀρχάγγελοι σκυφτοί ἀπό ἔκπληξη, θαυμασμό καί δέος ἔρχονται νά ὑποδεχθοῦν καί νά προσκυνήσουν τήν Παναγία, ἡ ὁποία ὑπηρέτησε στό μυστήριο αὐτό τῆς σωτηρίας.
Εἶδαν οἱ ἄγγελοι ὅτι ὁ Θεός τίμησε τήν Παναγία περισσότερο καί ἀπ᾿ αὐτούς, ἁγίασε τήν Παναγία περισσότερο καί ἀπ᾿ αὐτούς, καί γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἄνετα λέει ὅτι εἶναι ἡ Παναγία τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ. Ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Κύριος ὄχι ἁπλῶς ἔσωσε τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἁγίασε ἔτι περισσότερο τόν ἀγγελικό κόσμο καί τόν ἁγιάζει συνεχῶς. Ἀκόμη καί ὅταν γίνεται Θεία Λειτουργία _καί θά γίνεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων_ ὄχι μόνο οἱ ψυχές πού εἶναι στόν οὐρανό, ὄχι μόνο οἱ ψυχές πού εἶναι ἐδῶ στή γῆ ἁγιάζονται, ἀλλά καί οἱ ἄγγελοι ἁγιάζονται καί φωτίζονται ἔτι περισσότερο.
Οἱ οὐράνιες λοιπόν δυνάμεις, οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, μέ ἔκπληξη καί μέ θαυμασμό στέκονται μπροστά σ᾿ αὐτό τό φοβερό γεγονός, σ᾿ αὐτό τό θαῦμα, καί «κεκυφυῖαι ἀλλήλαις ἔλεγον». Ὑποθέτω θέλει νά πεῖ ἐδῶ ἀκριβῶς αὐτό πού παρατηροῦμε νά λέγεται πάντοτε γιά τούς ἀγγέλους, ἀναφέρεται καί στό ὅραμα πού βλέπει ὁ Ἡσαΐας, τό ὁποῖο περιγράφεται στό ἕκτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του. Βλέπει ὁ Ἡσαΐας στόν οὐρανό τόν θρόνο, βλέπει τό οὐράνιο θυσιαστήριο, βλέπει καί τούς ἀγγέλους μέ ἕξι φτερά. Μέ δυό σκεπάζουν τά πόδια, μέ δυό σκεπάζουν τό πρόσωπό τους καί μέ δύο πετοῦν πέριξ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀγγελικές δυνάμεις ἔχουν εὐλάβεια καί ἀπό εὐλάβεια σκεπάζουν τό πρόσωπό τους. Πῶς νά ἀτενίσουν τόν Θεό, τή λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ! Οἱ ἁγιογράφοι ὅταν γνωρίζουν ἀπό αὐτά, στήν παράσταση τῆς Θείας Κοινωνίας στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ, πάντοτε ἁγιογραφοῦν τούς ἀποστόλους νά εἶναι κεκλιμένοι μπροστά στόν Χριστό, καθώς πηγαίνουν νά πάρουν ἀπό τά χέρια του τό σῶμα του ἤ νά πιοῦν τό αἷμα του.
Ὁ Χριστός γιά χάρη μας ἐσαεί ὑπόχρεος στήν Παναγία
Ἔτσι λοιπόν οἱ οὐράνιες, οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, θαυμάζουν τόν Θεό, εἶναι κεκυφυῖαι καί λένε μεταξύ τους· «Ἄρατε ὑμῶν τάς πύλας καί ὑποδέξασθε τήν τεκοῦσαν τῶν οὐρανῶν καί γῆς ποιητήν». Πάλι, βλέπετε, μέ τόν Χριστό ἡ Παναγία καί ὄχι μόνη της. Δίνουν ἐντολή λοιπόν ν᾿ ἀνοίξουν οἱ πόρτες τοῦ οὐρανοῦ, νά μαζευτοῦν ὅλοι καί νά ὑποδεχθοῦν αὐτήν πού γέννησε αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Δηλαδή ἡ Παναγία ἐξυψώθη, ἀκριβῶς διότι ἔγινε μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Τρόπον τινά ὁ Θεός καταδέχθηκε νά κατεβεῖ καί ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀνάγκη ἀπό τήν Παναγία μέ τό νά χρεωθεῖ. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός καί ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης _ἐνθυμεῖσθε πού τό λέγαμε ἄλλη φορά_ «σάρκα δανείσασα», ἡ Παναγία δάνεισε στόν Υἱό της τή σάρκα, δηλαδή τήν ἀνθρώπινη φύση. Δέν δημιούργησε ὁ Θεός καινούργια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά τήν πῆρε ἀπ᾿ τήν Παναγία.
Ἡ Παναγία ἔκανε δάνειο καί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἑρμηνεύοντας τή λέξη τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός σέ κάποια καταβασία, ὅταν δανείζει, λέει, κανείς καί δέν παίρνει πίσω τό δάνειο, ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἔκανε τό δάνειο _μάλιστα ὅσο πιό πολύτιμο εἶναι τό δάνειο, τόσο, ἄς ποῦμε, μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ ὑποχρέωση_ ἐκεῖνος λοιπόν πού πῆρε τό δάνειο καί τρόπον τινά δέν μπορεῖ νά τό ἐπιστρέψει, μένει ἐσαεί ὑπόχρεος. Δηλαδή ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά πεῖ· «Τέλειωσε τό ἔργο, σοῦ ἐπιστρέφω πάλι αὐτό πού μοῦ δάνεισες, τήν ἀνθρώπινη φύση». Δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό, γιατί ἔτσι καταργεῖται τό ἔργο του, ἡ ὅλη οἰκονομία του. Ξέρουμε ὅτι αἰωνίως ὁ Χριστός θά εἶναι Θεάνθρωπος. Λέει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος· «Πῶς μπορεῖ ὁ Χριστός νά ἀρνηθεῖ κάτι στήν μητέρα του στήν ὁποία εἶναι χρεώστης;» Ἡ ὁποία φυσικά τί θά τοῦ ζητήσει; Θά τοῦ ζητήσει αὐτό πού εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημά του. Ἔχει μεγάλη σημασία καθώς ζητᾶς αὐτό πού εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά βάλεις τή μητέρα τοῦ Θεοῦ νά τό ζητήσει. Τό ζητᾶς καί σύ, ἀλλά νά παρακαλέσεις τήν Παναγία νά πρεσβεύσει.
Στόν δρόμο τῆς σωτηρίας
Ὁ ὑμνογράφος λέει ἀρκετά ἀκόμη, στή συνέχεια αὐτοῦ τοῦ δοξαστικοῦ. Δέν ἔχουμε τώρα χρόνο νά συνεχίσουμε περισσότερο, ἀλλά ὅμως ἔχουμε στή διάθεσή μας τήν ὑπόλοιπη νύχτα, καί καθώς θά μποῦμε τώρα στόν Ὄρθρο καί στή συνέχεια στή Θεία Λειτουργία, ἔχουμε τή μεγάλη αὐτή εὐκαιρία, ὅλα αὐτά νά τά βάλουμε μέσα στήν ψυχή μας, νά τά βάλουμε μέσα στήν καρδιά μας, νά τά πιστεύσουμε μ᾿ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Ὅμως καί νά δείξουμε διάθεση ὅτι τά χαιρόμαστε ὅλα αὐτά, νά δείξουμε ὅτι χαιρόμαστε τή γιορτή τῆς Παναγίας, ὅτι τήν ἀγαποῦμε τήν Παναγία, τήν τιμοῦμε τήν Παναγία, ἀλλά καί νά τήν παρακαλέσουμε νά πρεσβεύει γιά μᾶς τώρα πού γιορτάζουμε τή γιορτή της μέ ὅλη μας τήν ψυχή, νά μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὄχι μόνο, ἄς ποῦμε, νά θαυμάζουμε ὅλα αὐτά καί νά τιμοῦμε ὅλα αὐτά, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἀλλά ν᾿ ἀνοίξει ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας καί γιά μᾶς. Γιατί ὁ ἀπώτερος σκοπός πού ἔγιναν ὅλα, εἶναι νά λειτουργήσει τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας, δηλαδή νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.
Ὅσο κι ἄν κάνεις πολλά πράγματα, ἄν δέν εἶσαι στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἄν δέν εἶσαι στόν δρόμο αὐτόν τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας πού εἶναι ἡ σωτηρία, δέν κάνεις τίποτε. Νά παρακαλέσουμε τήν Παναγία νά μᾶς βοηθήσει νά εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο συνεχῶς καί νά φθάσουμε στό τέλος, γιά νά ζήσουμε αἰώνια μέ τήν Ἁγία Τριάδα, μέ τήν Παναγία μας, μέ ὅλους τούς ἁγίους καί νά εὐφραινόμεθα αἰωνίως.
Β’
Πρό τῆς Θείας Κοινωνίας
Ἡ Παναγία ἀπόψε ἐξεδήλωσε τήν ἀγάπη της, τή μητρική της ἀγάπη. Ἄρχισε ἀπ᾿ ἔξω ὅταν ἤμασταν στό κιόσκι γιά τό ἀπόδειπνο καί συνέχισε ὥς τώρα. Πιστεύω καί ἐλπίζω τίς ἑπόμενες ἡμέρες, ὅλοι λίγο-πολύ νά καταλάβουμε αὐτήν τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη τῆς Παναγίας, πού μᾶς ἔδειξε ἀπόψε.
Νουθεσίες γιά τή Θεία Κοινωνία
Παρακαλῶ πολύ, λέω ἀκόμη μιά φορά σέ ὅσους θά ρθοῦν νά κοινωνήσουν ὅτι ὁ καθένας πρέπει νά διερωτᾶται, ἄν εἶναι ἕτοιμος νά κοινωνήσει. Τό λέει ρητῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν», γιά νά μήν κοινωνεῖ κανείς εἰς κατάκριμα. Δέν κάνει καλά κάποιος, ὅταν πάει νά κοινωνήσει ἁπλῶς γιά νά κοινωνήσει καί δέν σκέπτεται τί πάει νά κάνει καί πῶς πρέπει νά πάει. Γράφει πρός τούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος _τό ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά καί τό ξέρετε_ «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου». Ἁμαρτάνει ὁ μή σκεπτόμενος ὅτι πάει νά πάρει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως πρέπει ἀνάλογη νά εἶναι ἡ ὅλη στάση του καί ἀνάλογη νά εἶναι ἡ ὅλη ἑτοιμασία του καί κυρίως νά εἶναι μετανοημένος καί νά ἔχει καθαρή καρδιά. Δέχεται ὁ Θεός τούς πάντας, καί ἐάν μετανοήσουν, θά τούς συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες.
Ὅπως γενικά δέν εἶναι μόνο τί κάνεις ἐσύ, ἀλλά πρέπει νά τό δεχθεῖ αὐτό ὁ Θεός, ἔτσι καί ἐδῶ, ἐσύ μπορεῖ νά νομίζεις ὅτι μετανοεῖς, ἀλλά θά δείξει ὁ Θεός, ἄν ἡ μετάνοιά σου εἶναι σωστή καί ἄν τήν ἀποδέχεται. Ἀμέσως μετά τήν Ἀνάσταση ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητάς του· «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ὁ Κύριος τήν ἐξουσία αὐτήν ἔδωκε στούς μαθητάς του καί στούς διαδόχους των. Δέν μπορεῖ νά πεῖ μόνος του κανείς, ῾῾συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες μου᾿᾿, οὔτε νά τακτοποιήσει κανείς μόνος του τόν ἑαυτό του. Ἡ Ἐκκλησία θά τόν τακτοποιήσει, ἡ Ἐκκλησία θά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του. Σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ κανείς νά πεῖ, ῾῾ἐγώ μετενόησα, καί ὁ Θεός μέ συγχώρησε᾿᾿. Ἐάν δέν σέ συγχωρήσει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς ἀόριστα, ἀλλά κατά συγκεκριμένο τρόπο στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, δέν συγχωρεῖσαι.
Τά πρῶτα χρόνια ἦταν ἀδιανόητο νά προχωρήσουν στή Θεία Λειτουργία, νά κάνουν δηλαδή τή Θεία Λειτουργία _τότε ὅλοι σχεδόν κοινωνοῦσαν_ χωρίς πρῶτα νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες καί φυσικά νά λάβουν τήν ἄφεση ἀπό ἐκεῖνον πού προΐστατο στή Θεία Λειτουργία, πού κατά κανόνα ἦταν ὁ ἐπίσκοπος.
Σήμερα συνηθίσαμε νά τά ἰσοπεδώνουμε ὅλα. Ἀλλά ὄχι· γιά τό θέμα αὐτό, ὅταν τό ἰσοπεδώνει κανείς, ὅταν δέν διακρίνει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλά πάει ἀπό συνήθεια κλπ., λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «αὐτός πού κοινωνεῖ ἀναξίως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει». Καί συμπληρώνει, «ἐπειδή κοινωνεῖτε ἀναξίως, γι᾿ αὐτό παθαίνετε αὐτά κι αὐτά». Ἀπ᾿ τό ἕνα μέρος μᾶς προσφέρεται ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τί ἄλλο θέλει ὁ ἄνθρωπος; Ἀπ᾿ τό ἄλλο μέρος ὅμως πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πλησιάζει μετά φόβου, πίστεως, ἀγάπης καί μετανοίας καί νά εἶναι συγχωρημένος.
Παρακαλῶ, ἔχετε καί αὐτά ὑπόψιν καί νά ρθεῖτε μέ τάξη καί μέ εὐλάβεια. Θά κοινωνήσουμε γιά νά πάρουμε μέσα μας τόν Κύριο καί νά ἀναχωρήσουμε ἐν εὐφροσύνῃ καί ἀγαλλιάσει.
15-8-1996