Κυριακή μετά τήν Ὕψωσιν
(Μαρκ. 8, 34 – 9, 1)
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του καί θυμᾶται τόν Θεό, ὅταν κινδυνεύει ὁ ἑαυτός του. Τότε κάνει τόν σταυρό του, ψελίζει καί κάποιες προσευχές καί ζητᾶ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅλα αὐτά ἔχουν περισσότερο μαγικό χαρακτήρα παρά πραγματικά χριστιανικό χαρακτήρα.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται διά τοῦ Σταυροῦ, ἐκδηλώνεται διά τῆς συγκαταβάσεως αὐτῆς τοῦ ἑκουσίου πάθους. Καί πρέπει νά ξεσηκώσει καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά ἀγαπήσει τόν Χριστό καί ὅλη ἡ ζωή του νά εἶναι ἀγάπη στόν Χριστό· ὁπότε ἀνάλογες θά εἶναι ἔπειτα καί οἱ ὅλες ἐκδηλώσεις του. Ἀντί νά κάνει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του.
Καί ὅμως, ὁ Χριστός πέθανε, γιά νά πάψουμε νά ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας. Πέθανε, γιά νά πεθάνει καί αὐτό πού εἶναι μέσα μας καί μᾶς κάνει νά στρεφόμαστε πρός τόν ἑαυτό μας, νά ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἑπομένως νά μήν ἀγαποῦμε τόν Θεό. Μπορεῖ βέβαια νά θρησκεύουμε, νά εἴμαστε χριστιανοί, νά κάνουμε κάποια πράγματα καλά, ἀλλά πάνω-πάνω. Μή τυχόν θιγεῖ βαθύτερα τό ἐγώ, ἡ φιλαυτία, ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Καί ἅμα αὐτό ζεῖ καί βασιλεύει μέσα, ὅλα τά ἄλλα τί ἔχουν νά προσφέρουν; Κάποια ὥρα θά ἀνατιναχθοῦν ὅλα στόν ἀέρα, ἐφόσον ζεῖ ὁ δράκος, τό στοιχειό μέσα βαθιά στήν ψυχή.
Καί αὐτό εἶναι τό ἔργο μας: Νά μή λυπηθοῦμε νά κάνουμε μιά βουτιά, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, μέσα μας καί νά ἁρπάξουμε ἀπό τά μαλλιά αὐτόν τόν παλαιό ἄνθρωπο πού εἶναι μέσα μας καί νά τόν ὁδηγήσουμε στόν σταυρό.
Νά συσταυρωθοῦμε ὄντως μέ τόν Χριστό καί νά ἀναστηθοῦμε, καί νά ζήσουμε καί ἐδῶ στή ζωή αὐτή ὡς χριστιανοί καί αἰώνια μέ τόν Χριστό.