Τῆς ἁγίας ἐνδόξου μάρτυρος Χαριτίνης
Αὕτη ἡ ἁγία ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ καί Δομετίου κόμητος ἐν ἔτει 290, δούλη Κλαυδίου τινός. Ἀκούσας δέ ὁ κόμης Δομέτιος περί αὐτῆς, ὅτι εἶναι χριστιανή, γράφει εἰς τόν αὐθέντην της Κλαύδιον νά ἀποστείλῃ τήν Χαριτίνην εἰς αὐτόν διά νά τήν ἐξετάσῃ· ὁ δέ αὐθέντης αὐτῆς λυπηθείς, ἐνεδύθη σάκκον· ἤτοι τρίχινον φόρεμα καί ἐθρήνει. Ἡ δέ Χαριτίνη παρηγοροῦσα αὐτόν, ἔλεγε· μή λυποῦ, αὐθέντα μου, ἀλλά χαῖρε, ἐπειδή ἐγώ ἔχω νά λογισθῶ εἰς τόν Θεόν μία εὐπρόσδεκτος θυσία διά τάς ἰδικάς μου καί ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Ὁ δέ Κλαύδιος ἀπεκρίθη· Δούλη τοῦ Θεοῦ, ἐνθυμοῦ καί ἐμέ πλησίον εἰς τόν ἐπουράνιον Βασιλέα. Φερθεῖσα λοιπόν ἡ ἁγία διά μέσου τοῦ κόμητος ἔμπροσθεν εἰς τόν ὑπατικόν δεδεμένη, ὡμολόγησε τόν Χριστόν· ὅθεν διά καταισχύνην ξυρίζεται τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς· καί ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς πάλιν ἡ κεφαλή της ἐγέμισεν ἀπό μαλλία διά τῆς θείας δυνάμεως. Ἔπειτα βάλλουν εἰς τήν κεφαλήν της ἄνθρακας ἀναμμένους καί ἐπ᾿ αὐτῶν χύνουν καί ὄξος. Ἔπειτα ἐμπήγουν εἰς τούς μαστούς αὐτῆς σουβλία ἀναμμένα καί κατακαίουν τά πλευρά της μέ λαμπάδας. Μετά ταῦτα κρεμάσαντες πέτραν ἀπό τόν τράχηλόν της, ρίπτουν αὐτήν εἰς τήν θάλασσαν.
Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἐλυτρώθη παραδόξως, καί δέν ἐπνίγη, διά τοῦτο ἐδέθη εἰς ἕνα τροχόν. Εἶτα σύρεται πολλάκις ἐπί σωροῦ ἀναμμένων ἀνθράκων. Διαφυλαχθεῖσα δέ ἀβλαβής ὑπό θείων ἀγγέλων, ἐκριζώνεται τά ὀνύχια τῶν χειρῶν καί τῶν ποδῶν της. Ἐπειδή δέ ἐπρόσταξεν ὁ δικαστής νά παραδοθῇ εἰς πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν ἡ ἁγία τόν Θεόν νά φυλαχθῇ ἀμόλυντος, καί οὕτω παρέθετο τήν ψυχήν της εἰς τόν ποθούμενον Θεόν. Τό δέ τίμιον αὐτῆς λείψανον ἐρρίφθη εἰς τόν βυθόν τῆς θαλάσσης· ὑπό δέ τῆς θείας προνοίας ἐκβῆκεν εἰς τό παράλιον· ὁ δέ αὐθέντης της Κλαύδιος λαβών αὐτό, τιμίως καί εὐλαβῶς ἐνεταφίασεν.
Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία μάρτυς Χαριτίνη, πού γιορτάζουμε σήμερα.
Καί τόν βίο τῆς ἁγίας Χαριτίνης καί ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων καί ὅλα τά θεῖα πράγματα δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε, ἐάν ἐμεῖς μένουμε αὐτοί πού εἴμαστε. Τό πολύ-πολύ θά τά εὐλαβούμαστε, ἀλλά θά τά κρατοῦμε μακριά μας· δέν θά περνοῦν δηλαδή οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ στή δική μας ψυχή. Οἱ πολλοί λένε: «Λέγονται αὐτά τά πράγματα γιά τά παλιά ἐκεῖνα χρόνια. Ποιός τά δίνει σήμερα σημασία;»
Καί γενικότερα νά πῶ. Δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά κάνει κανείς κάποιες θρησκευτικές πράξεις: νά ψελλίζει ἁπλῶς κάποια λόγια προσευχῆς ἤ νά κάνει ἁπλῶς τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἤ νά πάει καί νά ξαναπάει στήν Ἐκκλησία ἤ ὅ,τι ἄλλο. Δέν ἀρκοῦν αὐτά. Καμιά φορά μᾶς κάνουν καί κακό· ὅταν δηλαδή τά νιώθουμε ἔτσι, σάν νά λέμε στόν Θεό: «Ὅ,τι σοῦ χρωστοῦσα, Θεέ μου, τό ἔκανα. Ἤθελες νά κάνω μερικούς σταυρούς; Τούς ἔκανα. Ἤθελες νά ἔρθω στήν ἐκκλησία; Ἦρθα». Δέν ἀγγίζει τελικά ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ τήν ψυχή μας. Καί μάλιστα, ἄν χρονίσει κανείς σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, δέν θεραπεύεται· εἶναι ὅπως οἱ χρόνιες ἀσθένειες πού δέν θεραπεύονται. Ἔτσι πάει ὕστερα αὐτός ὁ χριστιανός. Εἶναι σάν μιά χρόνια ἀσθένεια αὐτή ἡ ἀναισθησία. Καί ὅλο αὐτό συμβαίνει, γιατί φυλάγουμε τόν ἑαυτό μας.
Κυριαρχεῖ τό ἐγώ, καί γίνεται ἀναίσθητος κανείς
Νομίζω διάβαζα χθές ἤ ἄκουσα –αὐτό πού τό ἔχουμε πεῖ, τό ξέρουμε, ἀλλά μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πού τό ἔλεγε κάποιος– ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλούς ἀμυντικούς μηχανισμούς. Καί βέβαια αὐτοί οἱ μηχανισμοί ὑπηρετοῦν καί τό αἴσθημα αὐτοσυντηρήσεως, κυρίως ὅμως οἱ μηχανισμοί αὐτοί λειτουργοῦν γιά νά προστατέψουν τό ἐγώ ἔτσι ὅπως τό ξέρει ὁ καθένας μας. Καί αὐτό, τήν προστασία τοῦ ἐγώ, τό βλέπουμε καί στά μικρά παιδιά.
Ὁ καθένας γεννιέται μέ τήν προπατορική ἁμαρτία μέσα του. Καθώς βαπτίζεται, ἀπαλλάσσεται ἀπό αὐτήν, καί ἀπό κάποια πλευρά μπορεῖ νά γίνει ἀληθινός χριστιανός, ἀφοῦ εἶναι βαπτισμένος. Δέν γίνεται ὅμως, καί νά μή μᾶς παραξενεύει αὐτό τό πράγμα. Ἐδῶ οἱ πρωτόπλαστοι, ἐνῶ καί ἡλικία εἶχαν –δέν ἦταν μωρά παιδιά– καί ἐμπειρίες εἶχαν, ἁμάρτησαν. Καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἶχαν αὐτή τήν ἐμπειρία: «Τί ὡραῖα νά εἶναι κανείς μέ τόν Θεό, νά εἶναι ἐκεῖ πού τόν ἔβαλε ὁ Θεός, νά κάνει αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός!» Ἀπόλαυση ἦταν ἡ ὅλη ζωή τους. Παρά ταῦτα ὅμως, παρά ταῦτα ἁμάρτησαν.
Βαπτίζεται κανείς νήπιο, ἀλλά, καθώς μεγαλώνει ἕνα παιδί –εἰδικά μάλιστα ὅπως μεγαλώνει σήμερα ἕνα παιδί– ἕως ὅτου νά ἔρθει σέ ἡλικία πού θά ἀρχίσει νά σκέπτεται, θά ἀρχίσει νά δουλεύει τό λογικό του, ἡ βούλησή του, γενικότερα ὁ νοῦς καί ἡ ψυχή του, ἕως ὅτου νά φθάσει σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία, ἤδη ἔχει γίνει τό κακό. Καί αὐτό συμβαίνει πιό πολύ, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν βοηθάει ἡ κοινωνία. Καί ἡ μητέρα μέσα στό σπίτι, ὅσο καλή κι ἄν εἶναι, σάν ἀβάπτιστη ζεῖ. Δέν ἔχει γίνει τό θαῦμα στήν ψυχή της, ὥστε νά εἶναι ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις της, ὅλες οἱ πράξεις της ἐκδηλώσεις καί πράξεις βαπτισμένου ἀνθρώπου.
Καί στή μητέρα καί στόν πατέρα καί στούς συγγενεῖς κυριαρχεῖ αὐτό, τό ἐγώ, καί ὅλοι οἱ ἀμυντικοί μηχανισμοί ὑπάρχουν καί δουλεύουν ὑπέρ τοῦ ἐγώ. Καί δημιουργεῖται μιά χρόνια ἄρρωστη κατάσταση· καί γίνεται ἀναίσθητος κανείς. Προσεύχεται, ἀλλά δέν ὠφελεῖται. Κάνει θρησκευτικά καθήκοντα, ἔχει θρησκευτικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά δέν ὠφελεῖται. Γιατί; Διότι ὅλος ὁ δυναμισμός πού ἔχει κανείς μέσα του, πού εἶναι ἡ ἐλευθέρα βούληση, ἡ ἐλεύθερη σκέψη, ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὅλα αὐτά εἶναι αἰχμαλωτισμένα, παγιδευμένα ἀπό τούς μηχανισμούς ἀμύνης ὑπέρ τοῦ ἐγώ. Τό βλέπουμε στήν πράξη. Ἄν δέν ἀποφασίσει κανείς νά πάθει, θά μείνει ὅπως εἶναι. Μένει δηλαδή σέ μιά ἀναίσθητη κατάσταση καί χρονίζουσα ἀρρώστια.
Ὁ χριστιανός ἔχει πνεῦμα ἀνδρεῖο καί προσφέρεται θυσία στόν Χριστό
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἐδῶ –ὅπως θά τό προσέξατε κι ἐσεῖς– ὅτι/πώς ὅταν παρήγγειλε ὁ κόμης Δομέτιος στόν Κλαύδιο νά στείλει τήν ἁγία γιά νά τήν ἐξετάσει, καί κατάλαβε ὁ Κλαύδιος τί θά γίνει, λυπήθηκε πάρα πολύ. Τόσο λυπήθηκε πού ντύθηκε τρίχινο σάκκο. Ὅπως λέει τό συναξάρι: ἐνεδύθη σάκκον, ἤτοι τρίχινον φόρεμα καί ἐθρήνει. Ἡ δέ Χαριτίνη παρηγοροῦσα αὐτόν ἔλεγε· μή λυποῦ, αὐθέντα μου, ἀλλά χαῖρε. Καί παρηγορεῖ τώρα ἡ παιδούλα αὐτή, ἡ Χαριτίνη, τόν αὐθέντη της.
Αὐθέντη ἔλεγαν καί τόν ἀρχηγό τῆς οἰκογένειας, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι ἐδῶ καί κάποιος κύριος στόν ὁποῖο εἶναι ἡ ἁγία Χαριτίνη δούλη. Καί συνεχίζει τό συναξάρι: Ἡ δέ Χαριτίνη παρηγοροῦσα αὐτόν ἔλεγε· μή λυποῦ, αὐθέντα μου, ἀλλά χαῖρε, ἐπειδή ἐγώ ἔχω νά λογισθῶ εἰς τόν Θεόν μία εὐπρόσδεκτος θυσία διά τάς ἰδικάς μου καί τάς ἰδικάς σου ἁμαρτίας. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Κλαύδιος ἀπεκρίθη: Δούλη τοῦ Θεοῦ, ἐνθυμοῦ καί ἐμέ πλησίον εἰς τόν ἐπουράνιον Βασιλέα.
Ἡ ἁγία Χαριτίνη λοιπόν σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἐνῶ ὁ Κλαύδιος, καίτοι εἶναι ἄνδρας, ἄρχισε νά λυπᾶται καί ἴσως φοβήθηκε, ἡ ἴδια ἔχει μέσα της γενναῖο φρόνημα. Γιατί ὅμως ἔχει γενναῖο φρόνημα; Διότι ἀκριβῶς εἶναι ὁλοπρόθυμη νά προσφέρει τόν ἑαυτό της θυσία στόν Θεό διά τοῦ μαρτυρίου. Ὄχι δηλαδή ἁπλῶς νά κάνει κάποιες προσευχές, νά κάνει κάποιες πράξεις πού δέν στοιχίζουν, ἀλλά νά προσφέρει τόν ἑαυτό της γιά νά μαρτυρήσει ὅπως καί ἔγινε. Καί θά εἶναι, ὅπως λέει ἡ ἁγία στόν Κλαύδιο, μία εὐπρόσδεκτος θυσία εἰς τόν Θεόν γιά τίς δικές της καί τίς δικές του ἁμαρτίες.
Καί γιά νά μπορέσουμε λίγο νά συνεννοηθοῦμε, νά ἔρθουμε λίγο στά δικά μας. Εἴτε ἕνας νέος σήμερα εἴτε μιά νέα, ἀλλά καί ἕνας ἐνήλικας –ἄνδρας ἤ γυναίκα– σκέπτονται ἔτσι, ἔχουν καθόλου τέτοιο πνεῦμα; Πόσες φορές γιά παράδειγμα, ὅπου κι ἄν εἶναι κανείς –εἴτε εἶναι σέ μοναστήρι ὡς μοναχός εἴτε εἶναι στό σπίτι του, στήν οἰκογένειά του– μέσα στήν καθημερινή ζωή χρειάζεται ἀκριβῶς νά δεχθεῖ νά κάνει μιά θυσία;
Γιά παράδειγμα, σέ ἀδικοῦν. Σέ ἀδικοῦν, καί δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτε· τό μόνο πού μπορεῖς νά κάνεις εἶναι νά τό δεχθεῖς γενναῖα αὐτό. Ὅμως, δέν κάνεις ἔτσι· σέ τρώει. Σέ τρώει, ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι νά, σέ ἀδικοῦν καί χάνεις κάτι, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι τελικά σέ ταπεινώνουν καί δέν τό δέχεσαι αὐτό. Θέλεις νά εἶσαι ἐκεῖνος πού κανένας δέν θά τόν πειράξει. Γιά νά πάρουμε δηλαδή ἕνα ἁπλό παράδειγμα.
Ποιός ἔχει τέτοιο φρόνημα μέσα του, ὥστε νά μπορεῖ νά πεῖ: «Ἄχ, Θεέ μου, κι ἐγώ ἄς στερηθῶ κάτι»· εἴτε μέ τήν ἔννοια ὅτι χάνω κάτι, δηλαδή μέ ὑποτιμοῦν, δέν μέ λογαριάζουν, εἴτε μέ τήν ἔννοια ὅτι ζημιώνομαι ἀκόμη καί ὑλικά. Καί νά τό θεωρήσει κανείς σάν μιά καλή εὐκαιρία νά προσφέρει αὐτή τή μικρούλα θυσία στόν Χριστό γιά τήν ἀγάπη του. Δέν τό κάνει ὅμως· δέν τόν ἀφήνει τό ἐγώ νά τό κάνει.
Ἀμέσως δραστηριοποιοῦνται οἱ μηχανισμοί ἀμύνης πού προστατεύουν τό ἐγώ, τίθενται σέ λειτουργία καί φέρνουν ἐπιχειρήματα, δικαιολογίες, φέρνουν προσκόμματα. Ὁπότε ὀρθώνει κανείς τό ἀνάστημά του, θυμώνει, ἐκνευρίζεται καί λέει: «Θά τούς δείξω ἐγώ». Χριστιανός κατά τά ἄλλα. Τό θέμα δέν εἶναι ὁ χριστιανός νά ἔχει μιά ἡττοπάθεια ἤ νά παίρνει μιά στάση σάν νά κάνει τό θύμα. Ὄχι, ὄχι· δέν ἔχει καμιά σχέση μέ αὐτά ὁ χριστιανός. Ἄλλο εἶναι αὐτό τό πνεῦμα. Ὁ χριστιανός ἔχει πνεῦμα ἀνδρεῖο καί προσφέρεται θυσία στόν Χριστό.
Ἐκεῖνος πού θά τύχει τῆς συγχωρήσεως, νιώθει αὐτή τή συγχώρηση
Λέει λοιπόν ἡ ἁγία Χαριτίνη στόν αὐθέντη της: «Μή στεναχωριέσαι, μήν καταθλίβεσαι. Αὐτή θά εἶναι μιά θυσία εὐπρόσδεκτη στόν Θεό καί θά συγχωρηθοῦν καί οἱ δικές μου καί οἱ δικές σου ἁμαρτίες». Τώρα πῶς θά συγχωρήσει ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες τους; Ὁ Θεός ξέρει πῶς θά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι, ὁ ἄνθρωπος πού θά τύχει τῆς συγχωρήσεως, νιώθει αὐτή τή συγχώρηση μέσα του.
Τί θά πεῖ συγχώρηση; Ὅπως εἴπαμε ἄλλη φορά, συγχώρηση θά πεῖ ὅτι ἔρχεται μέσα μας ὁ Θεός, χωράει μαζί μ᾿ ἐμᾶς, ἑνώνεται μαζί μας, μᾶς ἑνώνει μαζί του. Ὁπότε δέν ἔχει θέση μέσα μας ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἶναι σάν ἀνύπαρκτη, ὅπως ἔρχεται τό φῶς καί ἐξαφανίζεται τό σκοτάδι. Ἔρχεται ἡ χάρη, ἔρχεται τό θεϊκό φῶς, ἡ θεϊκή ἐνέργεια, ἡ θεϊκή ζωή, ἡ οὐράνια πραγματικότητα, καί ἐξαλείφεται ἡ ἁμαρτία.
Ἐξακολουθεῖς νά εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλά εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἔννοια πού συνηθίσαμε νά λέμε: «Νά, αὐτός εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ἀλλά ἄνθρωπος πού σέ δέχθηκε ὁ Θεός, πού εἶναι μαζί σου, πού εἶναι μέσα στήν ὕπαρξή σου ὁ Θεός κι ἐσύ μέσα στόν Θεό καί συγχωροῦν ἄνθρωπος καί Θεός· χωροῦν, βρίσκονται δηλαδή μαζί στόν ἴδιο τόπο. Ἔτσι νά τήν καταλάβουμε τή συγχώρηση.
Τί συγχώρηση ἔχει κάποιος, ὅταν νομίζει ὅτι τόν συγχώρησε ὁ Θεός καί πάει πάλι καί κάνει τά ἴδια πράγματα; Δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτό συγχώρηση· δέν μπορεῖ. Μόλις ὁ γιατρός σοῦ δώσει φάρμακο πού κόβει τόν βήχα, δέν βήχεις μετά. Μόλις ὁ γιατρός σοῦ δώσει φάρμακο πού σταματάει τόν πόνο –τόν ὅποιο πόνο– δέν πονᾶς μετά.
Νά κάνουμε αὐτή τή θυσία: νά βγοῦμε ἀπό τό ἐγώ, νά θυσιάσουμε τό ἐγώ
Νά προσέξουμε αὐτό πού ἔλεγε ἡ ἁγία Χαριτίνη, παρηγορώντας τόν αὐθέντη της: Μή λυποῦ, νά μή λυπᾶσαι, αὐθέντα μου, ἀλλά χαῖρε, νά ἔχεις χαρά, ἐπειδή ἐγώ ἔχω νά λογισθῶ εἰς τόν Θεόν μία εὐπρόσδεκτος θυσία. Λέει δηλαδή ἡ ἁγία Χαριτίνη: «Καθώς θά πάω ἐκεῖ καί θά μοῦ κάνουν ὅ,τι θά μοῦ κάνουν, θά γίνω μιά εὐπρόσδεκτος θυσία· θά μέ δεχθεῖ ὁ Θεός».
Τί δέχεται ὁ Θεός ἐδῶ, τί δέχεται; Δέν δέχεται τό μαρτύριο τῆς ἁγίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι θέλει νά δεῖ τόν ἄνθρωπο νά ματώνει, νά πονάει, νά ὑποφέρει, σάν νά ἀρέσκεται σ᾿ αὐτό, σάν νά εἶναι –μή γένοιτο– σαδιστής. Μή γένοιτο! Ἀλλά τί; Δέχεται τή θυσία. Τόσο νικᾶ κανείς τό ἐγώ του, τόσο νικᾶ τόν παλαιό ἄνθρωπο, ὥστε δέν διστάζει καθόλου νά προσφερθεῖ θυσία στόν Θεό. Καί ὅταν φθάσει κανείς σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, στό σημεῖο τοῦ θανάτου, πού εἶναι δηλαδή ἕτοιμος νά πεθάνει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε τά κάνει ὅλα μέ πολλή εὐκολία, σάν νά εἶναι τά πιό φυσιολογικά πράγματα.
Νά πάρουμε τό παράδειγμα τοῦ καλοῦ ληστῆ. Ὁ ληστής ἐπάνω στόν σταυρό, ὅπου νά ᾿ναι θά πεθάνει. Πάει αὐτό τό θέμα τοῦ θανάτου, δέν τόν ἀπασχολεῖ πιά μήν τυχόν πεθάνει, μήν τυχόν κινδυνεύσει, μήν τυχόν πάθει κάτι.
Αὐτά πᾶνε μαζί. Τήν ὥρα δηλαδή πού φοβᾶσαι μήν πάθεις τίποτε, τό ἐγώ προστατεύεις. Ἄς φαίνεται ὅτι φοβᾶσαι, ἐπειδή τάχα θά πονέσεις, θά πάθεις τοῦτο, θά πάθεις ἐκεῖνο. Τό ἐγώ προστατεύεις. Ὅταν ὅμως πεθάνει τό ἐγώ, δέν σέ ἀπασχολοῦν αὐτά. Τόν ληστή ἔτσι καί ἀλλιῶς τόν ἔπιασαν, τόν σταύρωσαν, τόν κάρφωσαν ἐκεῖ, ἔτσι καί ἀλλιῶς θά τόν ἀφήσουν νά πεθάνει· τέλειωσε αὐτό τό θέμα. Πέθανε ἑπομένως· πέθανε. Ἀπό κεῖ καί πέρα, καθώς ἔχει καλή διάθεση μέσα του, φωτίζεται καί λέει: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Καί τοῦ ἀπαντάει ὁ Κύριος: Ἀμήν ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ.
Αὐτό εἶναι! Μήν περιμένουμε λοιπόν νά γίνει κάτι στήν ψυχή μας, νά ὠφεληθοῦμε, νά ἀρχίσουμε νά ἔχουμε καί ἐμεῖς πείρα τῶν βιωμάτων πού εἶχαν οἱ ἅγιοι, ἐάν δέν ἀποφασίσουμε νά κάνουμε ἀκριβῶς αὐτή τή θυσία: νά βγοῦμε ἀπό τό ἐγώ μας, νά θυσιάσουμε τό ἐγώ μας. Τό ὁποῖο ἐγώ τό θυσιάζεις τήν ὥρα πού, γιά παράδειγμα, δέν σοῦ φέρονται καλά, καί ἐσύ σιωπᾶς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· τήν ὥρα πού δέν ἦρθαν τά πράγματα ὅπως τά περίμενες, καί ἐσύ ἀντί νά βουλιάξεις μέσα στή λύπη καί μέσα στά δικά σου, χαίρεις. Ὅπως λέει ἐδῶ ἡ ἁγία στόν αὐθέντη της: «Χαῖρε».
Μπορεῖ γιά μᾶς νά μήν ἔρθουν ποτέ τέτοιες περιπτώσεις μαρτυρίου. Σ᾿ ἐμᾶς σήμερα θέλει ὁ Θεός αὐτά τά καθημερινά. Ὄντως δηλαδή νά θανατωθεῖ μέσα μας τό πεῖσμα, ἡ αὐτοδικαίωση, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἐγωλατρία, ἡ διάθεση αὐτή μήν τυχόν στενοχωρηθοῦμε, μήν τυχόν στερηθοῦμε, μήν τυχόν δέν εὐχαριστηθοῦμε, μήν τυχόν δέν ἔχουμε τό καλό φαγητό πού θέλουμε. Ἔτσι ἁπλά εἶναι τά πράγματα.
5-10-2001