Αγιολογικα
A+
A
A-

96. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἡ συνηθισμένη καί ἡ οὐράνια κατάσταση

Ὅλοι, ὑποθέτω, ἔχουμε μιά προσωπική πείρα –ἄλλος λιγότερο, ἄλλος περισσότερο– ὅτι, ὅταν μέσα στήν ψυχή μας ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑπάρχει μιά καλή κατάσταση, τότε τά βλέπουμε καί τά ἐκτιμοῦμε ἀλλιῶς τά πράγματα, τά ζυγίζουμε καί τά καταλαβαίνουμε ἀλλιῶς. Καί μάλιστα, αὐτές τίς ὧρες ἀπορεῖ κανείς μέ τόν ἑαυτό του, πῶς ἄλλες ὧρες αἰσθάνεται ὅτι εἶναι σέ ἕνα σκοτάδι, σέ μιά ἀναισθησία, καί σάν νά μήν καταλαβαίνει τά τοῦ Θεοῦ, ὅπως τά καταλαβαίνει τίς ὧρες αὐτές, πού ἔχει ἕνα κάποιο φῶς μέσα του.
Ὅσο ἀνάξιοι κι ἄν εἴμαστε, ὁ Θεός, ἀκριβῶς γιά νά μᾶς φιλοτιμήσει, γιά νά μᾶς παρακινήσει νά ξεπεράσουμε –ἀλλά νά τό κάνουμε μέ τή θέλησή μας, μέ τό φιλότιμό μας, ἐνσυνείδητα– αὐτή τή συνηθισμένη κατάσταση, πού εἴμαστε μέν χριστιανοί καί κάνουμε κάποια πράγματα, ἀλλά δέν εἶναι εὐαισθητοποιημένη ἡ ψυχή μας, δέν εἶναι μέσα στήν ψυχή μας αὐτό τό φῶς, αὐτή ἡ χάρη, ὁ Θεός ποῦ καί ποῦ βρίσκει ἕναν τρόπο καί ἀφήνει νά ἔρθει μιά ἀκτίνα χάριτος μέσα μας, μιά ἀκτίνα φωτός, μιά ἀκτίνα αὐτῆς τῆς ἄλλης καταστάσεως, τῆς οὐράνιας καταστάσεως. Τό κάνει αὐτό, ἀκριβῶς γιά νά λάβουμε μιά γεύση, νά ἔχουμε καί μιά προσωπική πείρα ὅτι κάπως ἀλλιῶς εἶναι τά πράγματα· ὑπάρχει αὐτό τό κάτι ἄλλο πού δέν τό γνωρίζουμε, δέν τό ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας.
Δέν εἶναι ἡ χριστιανική ζωή μιά ρουτίνα, καί ἁπλῶς κάνουμε τά καθήκοντά μας. Καί κληρικός μπορεῖ νά εἶναι κανείς καί νά μπαινοβγαίνει στήν ἐκκλησία, νά κάνει τίς ἀκολουθίες, καί μάλιστα, ἄν θέλετε, νά τίς κάνει τέλεια ἀπό πλευρᾶς τυπικῆς, ἀπό πλευρᾶς ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, ἀλλά ὁ ἴδιος νά εἶναι μέσα στή συνηθισμένη αὐτή κατάσταση, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα του. Καί ἄν στούς κληρικούς συμβαίνει αὐτό, πολύ περισσότερο συμβαίνει στούς χριστιανούς· νά μπαινοβγαίνουν στόν ναό, νά ἀσχολοῦνται μέ τό ἕνα, μέ τό ἄλλο, νά τρέχουν, νά κάνουν δουλειές πολλές μέσα στήν Ἐκκλησία –δουλειές πού ὑπαγορεύει τό Εὐαγγέλιο– ἀλλά ἡ ζωή τους νά εἶναι αὐτή ἡ συνηθισμένη κατάσταση.
Καί εἶναι σάν νά κοιμᾶται κανείς, καθώς συνηθίζει σ᾿ αὐτή τήν κρύα κατάσταση, σ᾿ αὐτή τήν ἀναισθησία, καί κυλοῦν ἔτσι οἱ μέρες τῆς ζωῆς του. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός ἀγαπᾶ τό πλάσμα του καί δέν εἶναι καθόλου εὐχαριστημένος μέ αὐτή τήν κατάσταση, ποῦ καί ποῦ, ὅπως εἴπαμε, καί ἀνάξιοι νά εἴμαστε, μᾶς στέλνει ἕνα κάτι, γιά νά μᾶς φιλοτιμήσει, νά μᾶς ξυπνήσει, καί νά ποῦμε: «Ἄ, χριστιανική ζωή δέν εἶναι αὐτό πού ζῶ κάθε μέρα καί νομίζω ἐγώ πώς αὐτό εἶναι, ἀλλά αὐτό τό κάτι ἄλλο».
Καί ἐπανέρχομαι σ᾿ αὐτό πού εἶπα, ὅτι, ὅταν αὐτό τό κάτι ἄλλο ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή μας, ὅλα τά βλέπουμε ἀλλιῶς, ὅλα τά ἐκτιμοῦμε ἀλλιῶς· ἀκόμη καί αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τήν ἡμέρα κανείς τή βλέπει διαφορετικά. Γιά παράδειγμα, εἴτε ἔχει ὁμίχλη ἡ ἡμέρα εἴτε ἔχει συννεφιά εἴτε εἶναι ἥλιος, ἐφόσον μέσα στήν ψυχή ὑπάρχει ὁ Κύριος, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὅλα εἶναι φωτεινά, ὅλα εἶναι ὡραῖα καί καλά· τά πάντα. Αἰσθάνεται κανείς νά ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς, νά συγχωρεῖ ὅλους, αἰσθάνεται ὅτι ἀξίζει μόνο τόν Θεό νά ζητάει, μόνο τόν Θεό νά ἔχει μέσα του, καί ὅτι ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἕνα τίποτε. Φεύγει ὅμως αὐτό τό βίωμα. Φεύγει καί πάλι βουλιάζει κανείς, πάλι πέφτει στή συνηθισμένη κατάσταση. Καί ἀποδεικνύεται μωρός ὁ ἄνθρωπος, ἀνόητος, καθώς, ἐνῶ ἔχει αὐτή τήν κάποια πείρα, δέν τή θυμᾶται, δέν τή σκέπτεται, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό αὐτήν.
Τό ἀντίθετο ἔκανε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος λέει: Εἰ δώσω ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου, καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν, καί ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. Ἔτσι κάνουν οἱ ἅγιες ψυχές: συνεπαίρνονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Πάντως, λίγες ψυχές παθαίνουν μιά μέθη, καί σάν νά τίς κεντρίζει κάτι καί δέν ἡσυχάζουν, μέ τήν καλή ἔννοια, ἕως ὅτου νά εὐδοκήσει ὁ Θεός νά τίς ἐπισκεφθεῖ, καί μάλιστα νά τίς ἐπισκεφθεῖ κατά μόνιμο τρόπο· λίγες ψυχές. Οἱ ἄλλες, καί πού ἔχουν αὐτές τίς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, γιά νά ξυπνήσει τό φιλότιμο τους, ξεχνιοῦνται πάλι, καί ἔτσι πάει ἡ ζωή.

Χριστιανοί χωρίς γλυκάδα χάριτος

Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα τί εἶναι καί τί ἔχει νά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Πόσο χρειάζεται νά προσέξουμε αὐτά τά ὁποῖα λέει, καί πόσο, ἐάν διατεθοῦμε ἀνάλογα, μποροῦν αὐτά νά μᾶς ἀγγίξουν, διότι ὁ ἅγιος ζεῖ μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, ζεῖ μέσα στή χάρη, μέσα σ᾿ αὐτή τήν οὐράνια κατάσταση. Τό λέει, τό ξαναλέει, καί μέ τόν ἕναν τρόπο καί μέ τόν ἄλλο, ὅτι εἶναι πλημμυρισμένος ἀπό τό φῶς καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος τό αἰσθάνεται ὅτι αὐτή ἡ κατάσταση περνάει, ξεχύνεται ἀπό τήν ψυχή στό σῶμα καί αἰσθάνεται τό ὅλο σῶμα νά τό διαπερνᾶ καί νά τό ἁγιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καθώς εἶναι μέσα στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί κυρίως μέσα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί μεταλαμβάνει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί αἰσθάνεται νά μεταμορφώνεται ἡ ὅλη ὕπαρξή του, βλέπει τά χέρια του καί λέει: «ἰδού χείρ Κυρίου», βλέπει τά πόδια του καί λέει: «ἰδού ποῦς Κυρίου». Τό ἴδιο λέει γιά ὅλο του τό σῶμα.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι διαβάζουμε κάτι τέτοια στόν ἅγιο Συμεών ἤ σέ ἄλλους ἁγίους καί τά προσπερνοῦμε, σάν νά μή συμβαίνει τίποτε. Φωτιά θεϊκή βλέπει κανείς καί στά λόγια τῶν ἁγίων καί στήν ὅλη ὕπαρξή τους, καί ὅμως τά προσπερνοῦμε ἔτσι. Καί εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι, ἐάν δέν γίνει αὐτή ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καί ἐάν δέν γλυκάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τήν ψυχή, δέν καταλαβαίνει κανείς· δέν καταλαβαίνει.
Ἔτσι, καί νά τά βλέπει κανείς μέ τά μάτια του καί νά φτάνουν στά αὐτιά του κάποιες ἀλήθειες, δέν καταλαβαίνει· μένει ἐκεῖ συνηθισμένος ἄνθρωπος, συνηθισμένος χριστιανός. Ἀρκεῖται σέ κάποια ἀνώδυνα πράγματα: νά κάνει κάποιες ἀρετές, κάποιες καλές πράξεις, κάποιες δουλειές. Εἶναι καί γενικότερα ἡ ζωή τέτοια, ἡ ὅλη κοινωνία, πού εὐνοεῖ μιά τέτοια στάση ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.
Πῶς τά καταφέραμε νά γίνει καί ἡ χριστιανική ζωή ἕνα κατεστημένο. Καί προχωράει ἡ ζωή, κυλάει, καί δέν ἔχουμε καμιά σχέση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος εἶναι μεθυσμένος, συνεπαρμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖ νά ζήσει οὔτε λεπτό χωρίς αὐτή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του. Κι ἐμεῖς, πῶς συνηθίσαμε νά εἴμαστε αὐτό πού εἴμαστε, χωρίς αὐτό τό φῶς, χωρίς αὐτή τήν αἴσθηση, χωρίς αὐτή τή ζεστασιά καί τή γλυκάδα τῆς χάριτος.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος τά εἶδε αὐτά ἔτσι, τά μελέτησε, τά σκέφτηκε καί, ὅπως λέει καί τό ἀπολυτίκιο, αὐτός ἦταν ὁ καημός του, αὐτή ἦταν ἡ διδαχή του: μέ ὅλους τούς τρόπους προσπαθοῦσε νά πείσει τόν καθένα νά ξαναβρεῖ, νά ξαναπάρει τή χάρη αὐτή πού ἔχασε· τή χάρη πού πῆρε μέ τό βάπτισμα, μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος, καί τήν ἔχασε.

Τό δεύτερο βάπτισμα

Καί γι᾿ αὐτόν ἐκεῖνο πού εἶναι σημαντικό, τό ὁποῖο τονίζει καί στό ὁποῖο ἐπανέρχεται καί ὅλο σ᾿ αὐτό ἀναφέρεται, εἶναι ὅτι πρέπει νά γίνει στόν καθένα τό δεύτερο βάπτισμα. Ὅπως γιά νά γίνει κανείς χριστιανός πρέπει νά βαπτιστεῖ καί νά χρισθεῖ –δέν γίνεται ἀλλιῶς– καί φυσικά ὄχι ἁπλῶς νά γίνουν αὐτές οἱ πράξεις, ἀλλά νά ἀποδεχθεῖ ὁ Θεός τόν βαπτιζόμενο καί χριόμενο δίνοντάς του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἔτσι τώρα, γιά νά ξαναγίνει κανείς χριστιανός, διότι γιά τόν ἅγιο καθένας μας εἶναι σάν νά ἔχασε τή χριστιανικότητά του, χρειάζεται νά συντελεστεῖ τό δεύτερο βάπτισμα.
Νά τονίσουμε ὅτι γιά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο νέο βάπτισμα δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐξομολόγηση. Ὅπως μπορεῖ νά κάνει κανείς ἁπλῶς τήν πράξη τοῦ βαπτίσματος, καί νά μή συμβεῖ τίποτε περισσότερο ἤ ἄνετα νά πάει κανείς νά ἀνοίξει τό στόμα του νά κοινωνήσει, χωρίς νά τόν ἐπηρεάσει ἡ θεία Κοινωνία, ἔτσι λοιπόν μπορεῖ νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ κανείς ἤ νά μπαινοβγαίνει στήν ἐκκλησία, ὅλο ἐκεῖ νά εἶναι καί νά ζεῖ ἁπλῶς μιά συνηθισμένη κατάσταση, μιά ρουτίνα, ἕνα κατεστημένο καί νά μήν ἔχει καμία σχέση ἡ ψυχή του μέ αὐτό τό κάτι ἄλλο πού δίνει ὁ Θεός, καί τό ἔχει γιά νά τό δώσει στούς ἀνθρώπους· δέν εἶναι καμιά πολυτέλεια.
Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ μέν γιά δεύτερο βάπτισμα, ἀλλά ἐννοεῖ τή μετάνοια γενικῶς καί ὄχι ἁπλῶς τό νά πάει κανείς νά ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἐξομολόγηση οὔτε λόγος ὅτι πρέπει νά γίνεται.
Στά πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά γίνει σωστά τό βάπτισμα, χρειαζόταν νά εἶναι μετανοημένος αὐτός πού θά πάει νά βαπτιστεῖ, καί ἐπιπλέον νά ἔχει δείξει στήν πράξη ὅτι θέλει νά ζήσει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί μετά ἀποφάσιζε ἡ Ἐκκλησία νά τόν βαπτίσει. Δέν κρατοῦσε τόν καθένα κατηχούμενο ἐπί τρία χρόνια ἔτσι τυχαίως, γιά νά γίνει ἁπλῶς τό τυπικό· ὄχι. Εἶχε τόν λόγο της πού τό ἔκανε αὐτό.
Καί σύμφωνα μέ αὐτά πού ἔχουμε πεῖ ὅταν διαβάζαμε τίς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, οἱ ἱερεῖς στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἔκαναν διάλογο χωριστά μέ τόν καθένα κατηχούμενο πού εἶχε συμπληρώσει τρία χρόνια ὡς κατηχούμενος καί ἦταν ὑποψήφιος γιά νά βαπτιστεῖ τό Πάσχα. Καί καθώς ἕνας ἱερέας δέν προλάβαινε νά τά κάνει ὅλα αὐτά, ἦταν ἀρκετοί ἱερεῖς πού ἔκαναν τό ἔργο αὐτό –φωτισμένοι βέβαια ἱερεῖς, ἅγιοι ἱερεῖς– καί πιθανόν κάποιους νά τούς ἀπέρριπταν: «Δέν εἶσαι ἀκόμη ἕτοιμος νά βαπτιστεῖς. Νά τό ἀναβάλουμε γιά τοῦ χρόνου».
Ἐνῶ τούς ἄλλους τούς περνοῦσαν στήν καινούργια τάξη, πού ἦταν οἱ κατηχούμενοι οἱ ὁποῖοι προετοιμάζονταν γιά τό βάπτισμα, καί ὀνομάζονταν «οἱ πρός τό φώτισμα».
Γινόταν δηλαδή ἔλεγχος. Ὅ,τι χρειαζόταν, ὅ,τι ἔπρεπε νά γίνει ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, γινόταν, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ στή συνέχεια ὁ Θεός αὐτόν πού ἐπρόκειτο νά βαπτιστεῖ, καί ὄντως νά τόν βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί ὄχι ἁπλῶς μέσα στό νερό· μέσα στό νερό βέβαια, ἀλλά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Καί ὁ ἅγιος Συμεών δέν ἀρκεῖται σέ κάποια ἐξωτερικά, ὅπως ἔκαναν πολλοί τότε, ὅπως κάνουμε κι ἐμεῖς σήμερα· ἁπλῶς πιστεύουμε κάποια πράγματα καί κάνουμε τό τυπικό μέρος καί νομίζουμε ὅτι τελείωσε. Δέν μποροῦσε αὐτό τό πράγμα νά τό σηκώσει καί γι᾿ αὐτό τά ἔβαζε μ᾿ ἐκείνους πού τά ἔβαζαν μαζί του. Ἐπειδή δέν ἀρκεῖτο στό νά πιστεύει ἁπλῶς θεωρητικά. «Ὄχι», ἔλεγε, «δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς τό νά πιστεύουμε. Ἡ ψυχή πρέπει νά ἀναστηθεῖ, ἡ ψυχή πρέπει νά ζεῖ, ἡ ψυχή πρέπει νά αἰσθάνεται αὐτό πού δίνει ὁ Θεός». Καί γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὅταν ὁμιλεῖ γιά δεύτερο βάπτισμα, δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τό νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ κανείς, ἀλλά ἐννοεῖ τή μετάνοια πού πρέπει νά ἔχουμε.

Ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὄντως μετανοήσαμε

Ἐάν τά δοῦμε σήμερα καλά τά πράγματα, δέν ξέρω πόσοι ἔχουμε μετάνοια. Ἄλλο εἶναι νά κάνεις ἁπλῶς κάποιες πράξεις πού γίνονται εὔκολα, καί ἄλλο εἶναι μέσα βαθιά στήν ψυχή νά ἔρθει ἡ μετάνοια. Ἅμα ἔρθει ἡ μετάνοια –προσέξτε– δέν ἁμαρτάνει μετά ὁ ἄνθρωπος. Ἐάν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, σημαίνει ὅτι δέν ἔχει μετανοήσει, καί ἔτσι θέλει νά τά κουκουλώσει τά πράγματα. Ὅταν ἔρθει μετάνοια στήν ψυχή, σταματάει μετά ἡ ἁμαρτία.
Ὁμιλεῖ, λοιπόν, γιά τή μετάνοια καί ἐπανέρχεται σ᾿ αὐτό τό θέμα, ἀλλά καί πάλι δέν σταματᾶ σ᾿ αὐτό. Ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὄντως κανείς μετανόησε, ὅτι ὄντως ἔκλαψε, ὅτι ὄντως ἔγινε αὐτό τό μακελειό –μέ τήν καλή ἔννοια– μέσα στήν ψυχή του, εἶναι ὅτι πάλι λαμβάνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχασε μέ τίς ἁμαρτίες του ἀπό τότε πού βαπτίστηκε. Αὐτό εἶναι πού τονίζει ὁ ἅγιος, καί δέν μπορεῖ ὁ ἑαυτός του νά ἡσυχάσει. Αὐτό βλέπουμε στούς ἁγίους.
Ἐμεῖς εὔκολα βολευόμαστε, εὔκολα αἰσθανόμαστε τακτοποιημένοι. Μπορεῖ νά ἔχουμε ἀναισθησία, πάθη στήν ψυχή μας καί νά τά ἀφήνουμε ἔτσι. Μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀμετανοησία, ὄγκος ὑπερηφανίας στήν ψυχή μας, καί νά τά ἀφήνουμε ἔτσι. Μπορεῖ καθόλου νά μήν ἔχουμε αἴσθηση τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, τῆς χάριτός του, καί νά τά ἀφήνουμε ἔτσι.
Ὁ ἅγιος Συμεών –ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀλλά ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Συμεών– δέν μπορεῖ νά τό ἀφήσει ἔτσι αὐτό τό πράγμα. Δέν ἀναπαύεται. Καί ὅπως παραστατικά ἀναφέρει ὁ ἴδιος, καμιά φορά ἔνιωθε νά τόν χάνει τόν Χριστό –αὐτό τό ἐπέτρεπε ὁ Χριστός, ἀκριβῶς γιά νά τόν κάνει νά ζωντανέψει πιό πολύ, νά ἐνεργοποιηθεῖ, νά τρέξει πιό πολύ– καί λέει: «Ὅπως ὁ σκύλος κυνηγάει τόν λαγό, καί μιά κρύβεται ὁ λαγός καί μιά φαίνεται, ἔτσι κι ἐγώ τρέχω πίσω σου, καί ὀδύρεται καί κλαίει ἡ ψυχή μου, καθώς σέ χάνω ἀπό τά μάτια μου καί δέν σέ βλέπω. Καί ξανά φαίνεσαι λίγο καί πάλι χάνεσαι».
Ὁ ἅγιος ὅμως δέν ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό: «Τί νά κυνηγῶ καί τί νά ψάχνω καί τί νά τρέχω», καί νά σταματήσει, ὅπως θά κάναμε ἐμεῖς, πού δέν μᾶς πολυνοιάζει. Ὄχι· τρέχει. Τά λέει παραστατικά, ἀλλά γιά νά δείξει αὐτό τό τρέξιμο τῆς ψυχῆς του, αὐτή τήν ἀγωνία, αὐτόν τόν καημό τῆς ψυχῆς του, τόν πόθο του. Ὅπως εἶπα, κάτι κεντρίζει τήν ψυχή τῶν ἁγίων καί δέν τούς ἀφήνει νά ἡσυχάσουν. Μιά μέθη μέσα στήν ψυχή, πού δέν τούς ἀφήνει νά ξενοιάσουν, μιά γλυκάδα, πού τούς κάνει σάν νά εἶναι –πῶς νά ποῦμε;– ἔξω ἀπό τίς συνηθισμένες καταστάσεις τοῦ βολέματος καί τῆς τακτοποιήσεως, πού ζοῦμε ἐμεῖς.
Ὁ ἅγιος Συμεών, λοιπόν, αὐτό κηρύσσει, αὐτό διδάσκει, γι᾿ αὐτό φωνάζει. Ὁ ἴδιος τό ζεῖ αὐτό τό πράγμα, τήν παρουσία μέσα του τῆς χάριτος, καί φωνάζει καί ἄλλοι νά κάνουν ὅ,τι χρειάζεται γιά νά τό ἀποκτήσουν. Βαπτιστήκαμε, ἀλλά ἐφόσον ἁμαρτήσαμε, πάει· χάθηκε ἐκείνη ἡ χάρη. Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε. Τώρα χρειάζεται δεύτερο βάπτισμα. Καί δέν μιλάει γιά ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο δεύτερο βάπτισμα, ἀλλά γιά τό ὅτι χρειάζεται νά ἔρθει καί νά παραμείνει ἡ μετάνοια, νά μείνει αὐτή ἡ κατάσταση καί νά μή φύγει ξανά ἀπό τήν ψυχή. Δηλαδή, συναισθάνθηκε τήν κατάστασή του κανείς, συνετρίβη, μετανόησε, ἐπέστρεψε στόν Θεό μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, καί ἔλαβε ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὄντως μετανόησε, ὅτι ὄντως ἔγινε τό δεύτερο βάπτισμα, ὅτι τόν δέχθηκε ὁ Θεός, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐνῶ αὐτά τά διαβάζουμε, τά ἀκοῦμε, τά ξέρουμε, ἔχουμε καί μιά κάποια προσωπική πείρα –ὁ Θεός, δηλαδή, ὅλο καί βρίσκει ἕναν τρόπο, ὅπως εἴπαμε, ὅσο ἀνάξιοι κι ἄν εἴμαστε, κάτι νά δώσει γιά νά μᾶς γλυκάνει– εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς ἡσυχάζουμε καί οὔτε μᾶς νοιάζει ἄν πράγματι μετανόησε ἡ ψυχή μας, ἄν πράγματι βαπτίστηκε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἄν βρῆκε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄν ζεῖ ἡ ψυχή μας, ἄν ὑπάρχει μέσα της ἡ ζωή καί τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Νά ἀποκτήσουμε τή χάρη πού χάσαμε

Ὑποθέτω –δέν χρειάζεται πολύ νά βασανίσουμε τό μυαλό μας γιά νά τό σκεφθοῦμε– ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών, καθώς τόν γνωρίζουμε μέσα ἀπό τά γραπτά του, ἀπόψε, πού γιορτάζουμε τή γιορτή του καί αὔριο ὅλη τήν ἡμέρα, ἀλλά καί κάθε μέρα, αὐτά θά ἤθελε νά μᾶς πεῖ: «Τί σᾶς ὠφελεῖ πού πᾶτε κι ἔρχεστε στόν ναό, στίς ἀκολουθίες; Τί σᾶς ὠφελεῖ πού ἔχετε ἐξωτερικά ἕνα σχῆμα χριστιανικό; Τί σᾶς ὠφελοῦν ὅλα αὐτά, ἄν μέσα σας βράζουν τά πάθη, ἄν μέσα βαθιά στήν ψυχή δέν ἔφθασε ἀκόμη ἡ μετάνοια καί δέν “βαπτίστηκε” ἡ ψυχή βαθιά μέσα διά τῆς μετανοίας, ἀλλά καί διά τῆς ἐλεύσεως τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;»
Καί νά πεῖ κανείς ὅτι νά, ἤρθαμε ἐδῶ τώρα ἐμεῖς κατά λάθος· ὄχι. Ἔχουμε ἔρθει ἐνσυνείδητα. Ξέρουμε ποῦ πήγαμε, ξέρουμε γιατί ἤρθαμε, γιατί εἴμαστε ἐδῶ. Ἀπό ἀπόψεως διαθέσως δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο. Καί ὅμως, μπορεῖ νά τελειώσει καί ἡ ἀποψινή βραδιά, καί νά ἐπιστρέψουμε εἰς τά ἴδια, καί τελικά πάλι νά μήν ἔρθει καημός μέσα στήν ψυχή μας· καημός νά ἀποκτήσουμε τή χάρη πού χάσαμε. Μπορεῖ νά μή γίνει τίποτε ἄλλο, ἀλλά τουλάχιστον νά ἔρθει ὁ καημός αὐτός. Διότι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ τή χάρη γιά δεύτερη φορά –τήν πρώτη φορά ἤμασταν νήπια, ὅταν τήν πήραμε, ἀλλά τή χάσαμε– χωρίς νά εἶναι σίγουρος, νά εἶναι βέβαιος ὅτι θά τή δεχτοῦμε, θά τήν ἐκτιμήσουμε, θά τήν κρατήσουμε, θά τή φυλάξουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, καί δέν θά χαθοῦμε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ προτιμώντας, ἀγαπώντας καί κυνηγώντας ἄλλα πράγματα. Ὁ Θεός θέλει νά εἶναι βέβαιος ὅτι θά τήν κλείσουμε μέσα μας καί θά ποῦμε: «Αὐτό ἤθελα, Θεέ μου. Δέν θέλω τίποτε ἄλλο». Καί ὅλη ἡ ψυχή μας θά ἔχει αὐτή τή φροντίδα, ἀκριβῶς νά φυλάξει τή χάρη καί νά τήν αὐξήσει.
Νομίζω, ὅπως τό βλέπουμε στή ζωή τῶν ἁγίων, ὁ Θεός ἀπό κανέναν δέν στερεῖ τή χάρη. Ἴσα-ἴσα, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, ὁ Θεός πολύ περισσότερο θέλει νά γεννήσει τή χάρη του στόν καθένα μας, ἀπό ὅ,τι θέλει νά γεννήσει ἡ γυναίκα πού ἔφτασε ἡ ὥρα της καί θέλει νά γεννήσει τό συντομότερο. Τί ἀναποδιά, τί ἀντίσταση, τί κρυάδα, τί ἀναισθησία πρέπει νά ὑπάρχει στόν καθένα μας σ᾿ ἐμᾶς τούς καλούς χριστιανούς, –πού τάχα εἴμαστε καλοί– τί πρέπει νά συμβαίνει, γιά νά μή δίνει ὁ Θεός τή χάρη ὡς δεύτερο βάπτισμα, ἐνῶ τόσο πολύ θέλει νά τή δώσει.
Λίγο νά ἀνησυχήσουμε, λίγο νά ταρακουνηθοῦμε, λίγο νά ἔρθει καημός μέσα μας καί νά μήν ἡσυχάζουμε, ἕως ὅτου νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό τό βάπτισμα, δηλαδή ἡ πλήρης καί τέλεια μετάνοια μέσα στήν ψυχή μας καί ὁ ἐρχομός τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν πρέπει νά ἡσυχάσουμε. Τελείωσε· νά μή φύγουμε ἔτσι ἀπό τόν κόσμο αὐτόν.

12-10-1993