Αγιολογικα
A+
A
A-

58. Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου.

Ἡ εἰς οὐρανόν πυρφόρος ἀνάβασις τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου.

 

Τί μᾶς πειράζει νά γίνουμε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ;

 

Τελοῦμε σήμερα τή μνήμη τοῦ ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, ὅπως λέγεται. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγάλους προφῆτες, ἕνας ἀπό τούς πιό δυνατούς προφῆτες, ἕνας ἀπό τούς πιό εὐλογημένους ἀπό τόν Θεό, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς πού ἔκαναν πολλά θαύματα. Καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔδωσε ὅλο τόν ἑαυτό του στόν Θεό καί ἔγινε δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός.

Ἐνῶ μοιάζει νά εἶναι μιά ξεχωριστή περίπτωση, ὅμως ἔχουμε καί ἄλλα τέτοια παραδείγματα καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Καί ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι τό ὑπόδειγμά μας, καί καλούμαστε νά μιμούμαστε τόν ἴδιο τόν Χριστό, πόσο μᾶλλον μποροῦμε καί πρέπει νά μιμούμαστε τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, τούς προφῆτες, τούς ἁγίους. Ὁ προφήτης εἶναι ἕνα παράδειγμα ζωντανό. Γιατί νά μήν παραδειγματισθεῖ ὁ καθένας, γιατί νά μήν τόν μιμηθεῖ ὁ καθένας καί νά τόν ἀκολουθήσει;

Τί μᾶς πειράζει νά γίνουμε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ; Γιατί θέλουμε ν᾿ ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας; Δέν τό βλέπουμε ὅτι ἡ ζωή τελικά δέν ἔχει καμιά χάρη, εἶναι μιά ταλαιπωρία, μιά περιπέτεια, κάτι τό ἀνούσιο καί τό ἄχαρο, ἐνόσω δέν γίνεται κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Δέν τό βλέπουμε; Βέβαια, ὡς δοῦλος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει κανείς τίποτε. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο εἶναι καί δικά του. Ἀλλά δέν ἔχει τίποτε.

Ὅπως διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ προφήτης Ἠλίας, ἐνῶ τόσα τοῦ χάρισε ὁ Θεός καί τόσα τόν ἀξίωσε ὁ Θεός νά κάνει, τελικά μένει μόνος, μονότατος. Δέν ἔχει νά κερδίσει κανείς ἀπ᾿ αὐτή τήν πλευρά τίποτε. Ὅσο χάνει κανείς, τόσο κερδίζει. Ἐμεῖς καθώς φροντίζουμε νά μή χάσουμε τά διάφορα καλά αὐτῆς τῆς ζωῆς, καί τά ἀθῶα ἀκόμη, χάνουμε τόν Θεό, χάνουμε τά τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτό ἡ ζωή μας, εἴπαμε, εἶναι ἄχαρη. Καί ἀπορεῖ κανείς πῶς ἄνθρωποι πού ἔχουμε νοῦ, πού σκεπτόμαστε καί ἔχουμε τόσα δεδομένα μπροστά μας, τελικά δέν γινόμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί πασχίζουμε ἀλλιῶς νά ζήσουμε. Ἀπορεῖ κανείς. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Τό μόνο πού ὑπάρχει εἶναι ὁ Θεός, τό μόνο πού ὑπάρχει εἶναι ν᾿ ἀφοσιωθεῖς στόν Θεό, καί νά σοῦ ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός.

Νά γίνουμε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ μέχρι σημείου πού νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός καί νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ πλήρως. Ἀλλά νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε ὅ,τι θέλει νά μᾶς τό δίνει καί ὅταν θέλει πάλι νά μᾶς τό παίρνει. Δέν εἶναι ἀληθινή ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, καί ἑπομένως τελικά δέν θά ἐφελκύσουμε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς, ἐάν ἐμπιστευθοῦμε, ἀλλά γιά νά πάρουμε ὅ,τι θά πάρουμε, γιά νά μᾶς δώσει ὅ,τι θά μᾶς δώσει ὁ Θεός, καί ἔτσι νά σιγουρευτοῦμε. Δέν μᾶς ἐμπιστεύεται ἔτσι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἐμπιστεύεται ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παίρνει εὐχαρίστως ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός, ἀλλά καί κάτι πού τοῦ παίρνει πάλι ὁ Θεός, τό δίνει καί δέν γογγύζει, δέν παραπονεῖται οὔτε τό θεωρεῖ ὅτι εἶναι δικό του. Μερίς μας εἶναι ὁ Θεός. Κληρονομιά μας εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι τά τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος μας.

 

Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Θά βροῦμε τόν Θεό, ὅπως τόν βρῆκαν ὅλοι οἱ ἅγιοι

 

Ἀκόμη μιά φορά ὁ προφήτης Ἠλίας μᾶς καλεῖ σ᾿ αὐτό τόν δρόμο. Κοιτάξτε. Δέν ἀλλάζουν τά πράγματα. Νά τό ξέρουμε. Δέν ἀλλάζουν. Ὁ Θεός ὅ,τι εἶναι, εἶναι. Δέν θά τόν ἀλλάξουμε ἐμεῖς τόν Θεό. Καί ὅ,τι εἶναι αὐτή ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μ᾿ ἐμᾶς καί ἡμῶν μετά τοῦ Θεοῦ, εἶναι. Δέν ἀλλάζει αὐτό. Νά τό προσέξουμε καλά. Ἐμεῖς θέλουμε νά τά φτιάξουμε ἀλλιῶς. Δέν ἀλλάζουν αὐτά. Θά βροῦμε κι ἐμεῖς τόν Θεό, ὅπως τόν βρῆκαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, καί θά μᾶς βρεῖ ὁ Θεός κι ἐμᾶς, ὅπως βρῆκε ὅλους τούς ἁγίους. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Καί ὅσο ξεγελιόμαστε _ὅ,τι κι ἄν μᾶς ξεγελάει_ καί ξεφεύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κανόνα, ἀπό αὐτόν τόν νόμο, τόσο φεύγουμε ἀπό τόν Θεό καί χάνουμε.

Ποῦ ὅμως νά ἐνεργήσει ἔτσι ὁ σημερινός ἄνθρωπος, πού τά ἔχει χαμένα, πού εἶναι ἀποπροσανατολισμένος καί μέσα στό σκοτάδι! Τρέμει, φοβᾶται, εἶναι κυριευμένος ἀπό δειλία. Φοβᾶται νά ἐμπιστευθεῖ στόν Θεό, νά δοθεῖ στόν Θεό, νά γίνει δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἐν λευκῷ καί ἄνευ ὅρων. Ὁ σημερινός ἔξυπνος ἄνθρωπος, ὁ σημερινός καυχώμενος ἄνθρωπος, ὁ σημερινός ἄνθρωπος πού νομίζει ποιός ξέρει τί κάνει, εἶναι φοβιτσιάρης καί δειλός. Μιλῶ γιά τούς πιό καλούς, γιά τούς πιό πνευματικούς, γιά τούς πιό θρησκευτικούς, γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται ὅτι δίνουν τόν ἑαυτό τους στόν Θεό.

Ἄν θέλουμε νά γίνουμε χριστιανοί, νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους, νά μιμηθοῦμε τούς προφῆτες, νά μιμηθοῦμε τούς μάρτυρες. Δέν τό κάνουμε; Ἄς ταπεινωθοῦμε τουλάχιστον. Ἄς ταπεινωθοῦμε καί ἄς ἐλεεινολογοῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἄς κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας καί ἄς μεμφόμαστε τόν ἑαυτό μας. Τουλάχιστον αὐτό· νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄσπλαχνα, θά ἔλεγα, χωρίς τόν παραμικρό οἶκτο νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας, καθώς πονηρευόμαστε καί ξεφεύγουμε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Καί μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν καταδίκη, μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν αὐτομεμψία, θά ἔλθει κάποιο φῶς Θεοῦ νά μᾶς ξυπνήσει, ὁπότε θά θελήσουμε νά καταλάβουμε, θά θελήσουμε νά ὑποταχθοῦμε, θά θελήσουμε νά τόν ἀκολουθήσουμε.

Αὐτά γι᾿ ἀπόψε.

 

20-7-1987