Αγιολογικα
A+
A
A-

84. Τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εὐφροσύνης καί τοῦ πατρός αὐτῆς Παφνουτίου

Τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εὐφροσύνης καί τοῦ πατρός αὐτῆς Παφνουτίου

 

Τό θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς Εὐφροσύνη,

(καταφέρνεις δηλαδή νά κρύψεις τή γυναικεία σου φύση μέ τό νά ἐμφανισθεῖς ὡς ἄνδρας)

Καί κρυπτά τόν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.

Παίζει ὁ συγγραφέας μέ τή λέξη κρύπτεις.

 

Ὑποκλεπτόμαστε ἀπό τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς

 

Αὕτη ἡ ἁγία Εὐφροσύνη ἦτο κατά τούς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει 410· ἀφήσασα δέ τά χαροποιά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί τήν φαντασίαν καί δόξαν τῆς παρούσης ζωῆς…

Βλέπετε τώρα, διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀλλά τά νιώθουμε ὡς κάτι μακρινό, καί δέν μᾶς ὠφελοῦν τελικά. Πέρα ἀπό μιά συγκίνηση, πέρα ἀπό ἕναν θαυμασμό, δέν μᾶς ὠφελοῦν.

Ποιός χριστιανός ἔχει τή βούληση, καί στήν πράξη ὕστερα ἀποφεύγει νά χαρεῖ τό ἕνα καί τό ἄλλο, τά ὁποῖα κλέπτουν τήν ψυχή; Καί εἶναι δικαιολογίες αὐτό πού συνήθως λέμε: Ὁ Θεός τά ἔκανε ὅλα αὐτά, γιά νά τά ἀπολαμβάνουμε καί νά τά χαιρόμαστε. Δέν εἶναι ἔτσι· δέν εἶναι. Ἄλλο, π.χ., νά εἶναι καθαρός ὁ οὐρανός, καί νά τό χαίρεσαι αὐτό ὡς ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ καί νά θαυμάζεις τόν δημιουργό Θεό καί νά λές ἀπό μέσα σου: «Πόσο καθαρός θά εἶναι ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ οὐρανός εἶναι τόσο καθαρός! Καί πόσο καθαρή μπορεῖ νά κάνει τήν ψυχή μου ὁ Θεός, ἀφοῦ τόν οὐρανό, πού οὔτε ζωντανός εἶναι οὔτε ψυχή ἔχει, τόν κάνει ὁ Θεός τόσο καθαρό!» Ἄλλο εἶναι δηλαδή νά σέ ὁδηγοῦν ὅλα στόν Θεό, καί ἄλλο εἶναι νά κάνεις κέντρο τόν ἑαυτό σου καί μήν τυχόν χάσεις τίποτε. Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο.

Καί ὅπως συχνά λέμε, τώρα αὐτή τή στιγμή ἄν μᾶς πάρει ὁ Θεός καί βρεθοῦμε στόν οὐρανό, καθώς προδίδουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας καί καθώς ὑποκλεπτόμαστε ἀπό τά διάφορα εὐχάριστα τῆς ζωῆς, ὅλοι χωρίς ἐξαίρεση θά ποῦμε: «Πῶς τό κάναμε αὐτό καί δέν καταλάβαμε τί ἤθελε ὁ Θεός, καί ἀφεθήκαμε στίς ὀρέξεις μας, στίς ἐπιθυμίες μας καί σέ ὅλα ἐκεῖνα πού θέλαμε νά μᾶς εὐχαριστοῦν; Πῶς τό κάναμε;» Δηλαδή τό πρῶτο πού θά διαπιστώσει κανείς εἶναι τό πόσο ἀνόητα πέρασε ἐδῶ κάτω, πόσο ἀνόητα ἀντιμετώπισε τή ζωή, πόσο ἔζησε σάν νά ἦταν ἄμυαλος.

  

Ἡ γυναίκα, ὅταν ξεπεράσει τή γυναικεία ἐπιπολαιότητα, δέν ἀστειεύεται μετά

 

Ἀφήσασα δέ τά χαροποιά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί τήν φαντασίαν καί δόξαν τῆς παρούσης ζωῆς, καί φυγοῦσα κρυφίως ἀπό τόν οἶκον τοῦ πατρός της…

Πάρα πολλές φορές σήμερα –ἄλλο τί γινόταν τότε– δέν χρειάζεται νά φύγει κανείς κρυφά γιά νά γίνει μοναχός, γιατί τότε πέφτουμε στό ἄλλο ἄκρο. Προβαίνεις γενικότερα στήν ἄλφα πράξη, ἐνέργεια, γιατί ὑπάρχει λόγος. Ὅταν αὐτό τό ἴδιο τό κάνεις στά καλά καθούμενα, σφάλλεις.

…μετεσχημάτισε τόν ἑαυτόν της φορέσασα ἀνδρικά φορέματα, καί ἀντί Εὐφροσύνης μετωνομάσθη Σμάραγδος. Καί ἐπειδή ἠγάπησε τῶν μοναχῶν τήν πολιτείαν, ἐπῆγεν εἰς ἕν μοναστήριον ἀνδρῶν, φαινομένη ὡς εὐνοῦχος βασιλικός, καί κουρεύσασα τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς της, ἐσπούδαζε, μέ κάθε τρόπον, πῶς νά κρυφθῇ καί νά μή τήν μάθῃ ὁ πατήρ της Παφνούτιος.

Τί ὡραία συνέχεια ἔχει!

Ἀφ᾿ οὗ λοιπόν ἔτυχε τοῦ ποθουμένου, ἠγωνίζετο μέ ἀγῶνας καί κόπους πολλούς, καί μέ προσευχάς ἐκτενεῖς καί ἀδιακόπους, ἕως οὗ κατεξήρανε μέ ὑπερβολήν τό ἁπαλόν καί γυναικεῖόν της σῶμα, εἰς τρόπον ὥστε ἐξεπλήττοντο καί ἐθαύμαζον ὅλοι οἱ ἐν τῷ μοναστηρίῳ ἀδελφοί, βλέποντες τήν ἄκραν κακοπάθειαν, ἥν ἐμεταχειρίζετο ἡ ἀοίδιμος.

Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε αὐτό πού καί ἄλλη φορά εἴπαμε, ὅτι ἡ γυναίκα –εἶναι ἡ φύση της ἔτσι– πάει ὥς ἕνα σημεῖο μέ πολλή προθυμία, μέ πολύ ζῆλο, μέ πολλή ζέση, μέ πολλή φλόγα, ἀλλά φρακάρει κάπου καί δέν πάει πιό πέρα. Ἄν πάει ὅμως πιό πέρα, δέν τή φθάνεις. Διότι, ὅταν ξεπεράσει τή γυναικεία ἐπιπολαιότητα, τή γυναικεία προχειρότητα, τούς γυναικείους συναισθηματισμούς, δέν ἀστειεύεται μετά· ἐπιμένει ἐκεῖ. Βλέπουμε τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Κατεξήρανε τό εἶναι της καί κέρδισε τόν Χριστό. Δέν φοβήθηκε καθόλου. Ὁλομόναχη μέσα στήν ἐρημιά. Μακαρία ἡ γυναίκα πού θά ξεπεράσει ὅλα αὐτά πού ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά συναντήσει καί ἔχει νά τά παλέψει λόγῳ τῆς φύσεώς της. Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι, γιά νά φανεῖ ποιά θά ἔχει τόλμη νά πηδήξει πιό πέρα· νά ὁρμήσει δηλαδή καί νά μή λογαριάσει τίποτε, κανένα ἐμπόδιο καί νά φθάσει ἐκεῖ πού, ἄν θελήσουμε νά δοῦμε τήν ἀναλογία, μπορεῖ ἕνας ἄνδρας νά μήν μπορεῖ νά φθάσει, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο.

 

Σμάραγδος ἡ μακαρία μεταξύ τῶν ἀνδρῶν

 

Καί τῇ ἀληθείᾳ ἦτο πρᾶγμα παράδοξον, ὅπερ ἀδυνατεῖ νά παραστήσῃ λόγος· δηλαδή, νά βλέπῃ τις μίαν ὡραίαν γυναῖκα νά συγκατοικῇ ἀναμέσον εἰς ἄνδρας μοναχούς· ἡ ὁποία ἐδυνήθη νά κρύψῃ τόν ἑαυτόν της καί ἀπό τόν πατέρα της, ὅστις τήν ἐζήτει ἐπιπόνως εἰς τά ὄρη καί τά λαγκάδια καί εἰς πάντα τόπον, καί ἔτρεχεν ἐδῶ καί ἐκεῖ ἀναστενάζων διά τόν μακρόν καί πολυχρόνιον χωρισμόν της, καί ἀπό τούς μοναχούς, μέ τούς ὁποίους συγκατῴκει.

Καί ἀκολούθως ἐδυνήθη νά ἀστράψῃ μεταξύ τῶν ἀνδρῶν μέ τάς ἀρετάς, καθώς καί ὁ πολύτιμος λίθος σμάραγδος ἀστράπτει ἀνάμεσα εἰς τούς ἄλλους λίθους. Ὄντως σμάραγδος ἐφάνη ἡ μακαρία αὕτη Εὐφροσύνη, μείνασα ἀγνώριστος, ὄχι εἰς ἕνα χρόνον ἤ δύο ἤ τρεῖς, ἀλλ᾿ εἰς διάστημα χρόνων ὁλοκλήρων τριανταοκτώ, μέχρι τέλους δηλαδή τῆς ζωῆς της. Μόνον δέ εἰς τό τέλος αὐτῆς ἐφανέρωσεν ὅτι ἦτο γυνή καί ὄχι ἀνήρ. Ἐπειδή δηλαδή ὁ πατήρ της Παφνούτιος ἐπῆγε μίαν φοράν εἰς τό μοναστήριον, καθ᾿ ὅν καιρόν ἔμελλεν ἡ ὁσία νά ἀποθάνῃ, τοῦτον αὐτή βλέπουσα, εἶπε πρός αὐτόν τοῦτον μόνον τόν ὁλοϋστερινόν λόγον· «ὦ πάτερ». Καί οὕτω παρέδωκε τό πνεῦμά της εἰς χεῖρας Θεοῦ, χαίρουσα καί εὐφραινομένη διά τά ἀγαθά, ὅσα ἔμελλε νά ἀπολαύσῃ διά τούς ἀγῶνας καί κόπους της.

 

Διάδοχος καί κληρονόμος  τοῦ τόπου καί τοῦ τρόπου

 

Ὁ δέ πατήρ αὐτῆς ἀκούσας τόν λόγον τοῦτον, ἐξεπλάγη. Ὅθεν ἀπό τήν ὑπερβολικήν χαράν, ὅτι ἠξιώθη νά ἰδῇ τήν θυγατέρα του, ἔπεσε κατά γῆς ὡς νεκρός· καί τί ἄλλο ἔπρεπε νά πάθῃ, ἀκούσας τοιοῦτον χαροποιόν λόγον καί ἀξιωθείς νά ἰδῇ τήν εἰς τριάκοντα καί ὀκτώ χρόνους ζητουμένην καί ποθουμένην του θυγατέρα; Καί λοιπόν ἐπειδή καί ἠξιώθη νά ἰδῇ τό παρ᾿ αὐτοῦ ποθούμενον γέννημα, ἀφῆκε πατρίδα καί κόσμον καί τά ἐν κόσμῳ. Καί ὁμοῦ ζῆλον καί πόθον λαβών εἰς τήν ψυχήν του τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τῆς θυγατρός του, ἔγινε καί αὐτός μοναχός. Ὅθεν φανείς διάδοχος καί κληρονόμος τόσον τοῦ τόπου, ὅσον καί τοῦ τρόπου, ἤγουν τοῦ μοναστηρίου καί τῶν ἀρετῶν τῆς θυγατρός του, ὡς πατήρ τοιούτου εὐλογημένου τέκνου, χαίρων καί εὐφραινόμενος ἀπῆλθε πρός Κύριον.

Καί μνημονεύουμε τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εὐφροσύνης καί τοῦ πατρός αὐτῆς Παφνουτίου. Νά μήν ποῦμε περισσότερα. Αὐτά πού διαβάσαμε, καθώς τονίσαμε μία-μία τίς λέξεις, καί ὅ,τι ἔδωσε ὁ Θεός καί εἴπαμε, νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετά.

 

25-9-2001