Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ
Πόσο καλό εἶναι πού μᾶς δίνει ὁ Θεός καί σήμερα καί ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν τήν εὐκαιρία νά κάνουμε ἀγρυπνία! Μόλις προηγουμένως σκεπτόμουν πόσο καλά ἦταν ἀκόμη ἀπό παλιά, ὅταν πρωτοήλθαμε στό Πανόραμα, τό ᾿74. Τότε εἴχαμε καθιερώσει ἔτσι τό πρόγραμμα: Κάθε βράδυ εἴχαμε ἀγρυπνία. Καί κράτησε αὐτό μῆνες καί χρόνια.
Καί βέβαια, δέν φτάνει ἁπλῶς νά προσέξουμε τή λέξη «ἀγρυπνία», πού κάπως μᾶς ἐπηρεάζει. Κάποια ψυχή πού ἔφυγε πρίν ἀπό ἕναν χρόνο, νομίζω, ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἔκανε κατά κάποιον τρόπο τήν ἐμφάνισή της (σέ ὄνειρο) σέ φίλη της καί τῆς εἶπε: «Ἐδῶ πάνω ἔχει πολλές Λειτουργίες!». Δέν εἶπε τίποτε ἄλλο· αὐτό φαίνεται ἦταν ἀρκετό. Ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία λοιπόν νά εἴμαστε, εἰ δυνατόν πολύ-πολύ συχνά, μέσα στόν ναό, μέσα στίς ἀκολουθίες, καί μάλιστα μέσα στό κατεξοχήν μυστήριο, στή θεία Λειτουργία, στή θεία Εὐχαριστία. Καί ἄν ἀκόμη κάποιος δέν πολυέχει διάθεση νά βρεθεῖ μέσα στό μυστήριο, νά πιέσει τόν ἑαυτό του νά τό κάνει.
Εἶναι μυστήριο ὁ ἄνθρωπος, πολύ μεγάλο μυστήριο. Ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς. Μπορεῖ δηλαδή κάποιες ψυχές νά ἀγάλλονται μέσα στόν ναό –σέ ὅποιο ναό βρίσκονται– τήν ὥρα πού τελεῖται ἡ ὅλη ἀκολουθία καί τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά εὐφραίνονται πού ἀνοίγει ὁ οὐρανός, καί ἔχουν μιά κοινωνία ἀληθινή μέ τά οὐράνια. Καί μπορεῖ ἄλλες ψυχές νά μήν τό νιώθουν αὐτό καί νά εἶναι στεγνές, ξηρές καί ἄχαρες. Μυστήριο ὁ καθένας.
Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει μεγάλη σημασία στά πνευματικά θέματα εἶναι τό νά μήν ἐπηρεάζεται κανείς ἀπό τό τί νιώθει, ἀλλά νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀπό τό πῶς εἶναι ἀληθινά τά πράγματα, ἀπό τό πῶς εἶναι τά τοῦ Θεοῦ, τά τῆς Ἐκκλησίας. Ἄσχετα ἄν τά νιώθει ὁ ἴδιος ἤ ὄχι, νά τά πιστεύει ὅμως καί νά ἔχει ἀνοιχτή τήν ψυχή του. Θά ἔλθει καί γι᾿ αὐτόν ἡ ὥρα πού θά τά νιώθει θερμά, εὐφρόσυνα, οὐράνια. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά προσέξουμε ἄσχετα ἀπό τήν κατάστασή μας, ὅπως εἶπα. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι τά τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ καθεμιά ψυχή κάποια ὥρα φτάνει σ᾿ αὐτά τά πνευματικά καί εὐφρόσυνα πράγματα. Χρειάζεται ὅμως νά κάνει κανείς ὑπομονή.
Ἑπομένως, εἶναι πολύ σημαντικό πού ἀπόψε πάλι εἴμαστε στήν ἀγρυπνία καί πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν νά κάνουμε αὐτές τίς νυκτερινές ἀκολουθίες, τίς ἀγρυπνίες. Αὐτές μᾶς θυμίζουν καί τίς παλαιότερες πού ἦταν πιό συχνές καί πιό θερμές καί ἀληθινές.
Διαβάσαμε κάπου κάτι πού εἶναι πολύ σωστό: «Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀρέσκονται στά τοῦ Θεοῦ, εὐφραίνονται καί χαίρονται στά τοῦ Θεοῦ: Νά προσευχηθοῦν, νά ψάλλουν, νά τρέξουν στόν ναό, νά τρέξουν στίς ἀκολουθίες· καί νιώθουν σάν νά εἶναι μέσα στόν παράδεισο. Στούς ἄλλους δέν κάνουν καμιά αἴσθηση αὐτά τά πράγματα καί πηγαίνουν στά δικά τους».
Αὐτό νά τό προσέξουμε, παρακαλῶ πολύ. Μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο νά ἀγαπήσουμε τά οὐράνια, νά ἀγαπήσουμε ἐκεῖνα ἀκριβῶς πού μᾶς περιμένουν, ἐκεῖνα πού μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός. Νά τά ἀγαπήσουμε. Νά μήν ἐπηρεαστοῦμε ἀπό τό πῶς τά αἰσθανόμαστε. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτωχός, φτωχότατος. Καί ὅταν ἔχει συνηθίσει, ἄς ποῦμε, κανείς στό σκοτάδι, στήν ἁμαρτία, στήν ἀκεφιά, δύσκολα βγαίνει ἀπό κεῖ. Ὅσο κι ἄν ἔρχονται οἱ ἀκτίνες καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ, σάν νά μήν τά βλέπει, σάν νά μήν τά καταλαβαίνει. Ἀλλά, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές, νοῦν ἔχουμε. Καί μέ βάση λοιπόν αὐτά πού ξέρουμε, καθώς εἴμαστε λογικά πλάσματα, νά ποῦμε: «Ἄσχετα τί αἰσθάνομαι, τί νιώθω, ἄσχετα ἄν ἔχω διάθεση ἤ δέν ἔχω ὄρεξη, σημασία ἔχει πῶς εἶναι ἡ ἀλήθεια, πῶς εἶναι τά ἀληθινά πράγματα». Τά ἄνω ζητεῖτε, λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς.
Χαρά μεγάλη καί ἀπόψε λοιπόν, πού, καθώς ἔχουμε τή γιορτή τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, κάνουμε αὐτή τήν ἀγρυπνία, καί βρισκόμαστε πάλι μέσα στόν ναό, μέσα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καί λίγο πολύ ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς, ἄλλος λιγότερο, ἄλλος περισσότερο –ὅπως λέει τό τροπάριο: Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν– νιώθουμε ὅτι σάν νά βρισκόμαστε στόν οὐρανό καί γινόμαστε κοινωνοί τῶν οὐρανίων πραγμάτων.
Νά διαβάσουμε τώρα τό συναξάρι.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ –λέει ὁ Συναξαριστής– μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ρωμανοῦ τοῦ ποιητοῦ τῶν Κοντακίων.
Οὗτος ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Ρωμανός κατήγετο ἀπό τήν Συρίαν, πατρίδα ἔχων τήν πόλιν Ἔμεσαν, ἡ ὁποία τώρα λέγεται τουρκιστί Ἔμς. Ἐχρημάτισε δέ καί διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βηρυτοῦ, ἐκεῖθεν δέ ἀνέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν κατά τούς χρόνους Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ἐν ἔτει 496, καί διέτριβεν εἰς τόν ναόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης Κύρου μέ πᾶσαν εὐλάβειαν καί σεμνότητα.
Μέ πᾶσαν εὐλάβειαν καί σεμνότητα. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό: Νά ἔχεις καημό, νά ἔχεις πόθο καί νά εἶσαι πάντοτε μέσα στό πνεῦμα αὐτό· δηλαδή ὅτι ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου καί συμμορφώνεσαι πρός τόν Χριστό· ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου καί ἀκολουθεῖς τόν Χριστό.
Πόσοι ἀπό μᾶς, ἄς ποῦμε, τό κάνουμε αὐτό; Μπορεῖ ὧρες-ὧρες κάπως νά ἀνοίγει ἡ ψυχή μας, κάπως νά λαχταροῦμε μερικά πράγματα, ἀλλά δέν μένουμε σταθεροί, μέ τό νά ἔχουμε ἀνάλογη ὑπομονή, ἀνάλογη εὐλάβεια, εὐσέβεια, μέ τό νά ἀφήνουμε τά χούγια μας, μέ τό νά ἀφήνουμε ὅλα ἐκεῖνα τά προσωπικά στοιχεῖα πού ἔχουμε περί πολλοῦ καί νά τρέχουμε στά τοῦ Θεοῦ.
Πόσο θά ὠφελούμασταν ὅλοι μας, ἐάν ἀποφασίζαμε νά ἐνεργήσουμε ἔτσι, ὅσο βέβαια καταλαβαίνουμε καί ὅσο ξέρουμε, καθώς μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός νά μελετοῦμε, νά ἀκοῦμε διδασκαλία, νά πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, στίς ἀγρυπνίες· ἀλλά χρειάζεται καί νά συμμορφώνουμε ἀνάλογα τόν ἑαυτό μας. Λέει ἐδῶ τό συναξάρι δύο λέξεις, ἀλλά τά λένε ὅλα αὐτές οἱ λέξεις. Διέτριβε εἰς τόν ναόν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἐπιλεγομένης Κύρου, μέ πᾶσαν εὐλάβειαν καί σεμνότητα. Τό λέει αὐτό ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἐνόσῳ ἦταν στόν ναό, εἶχε εὐλάβεια, εἶχε σεμνότητα, καί μετά ξανάβρισκε τά χούγια καί τά παρόμοια.
Ἔχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία –σᾶς παρακαλῶ πολύ νά προσέξουμε– ὄχι ἁπλῶς νά περιμένουμε νά γίνει μόνο του κάτι. Ὁ Κύριος δέν λέει ἁπλῶς: «νά μέ ἀκολουθεῖτε». Λέει νά ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί νά τόν ἀκολουθοῦμε. Ἑπομένως, θέλει δέν θέλει ὁ ἑαυτός μας θά τόν πᾶμε στήν ἐκκλησία, στόν ναό, θά τόν πᾶμε στίς ἀκολουθίες, θά τόν πᾶμε ἐκεῖ πού θά ἀκούσει καί θά ὠφεληθεῖ πνευματικά· θέλει, δέν θέλει. Τό καταλαβαίνουμε λογικά ὅτι καλό εἶναι αὐτό, ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνουμε καί ἁπλῶς σπρώχνουμε τόν ἑαυτό μας πρός τά κεῖ.
Ἐπίσης ὅποτε μᾶς βοηθάει ὁ Θεός λίγο νά καταλάβουμε, καί σάν νά ἔρχεται μιά εὐλάβεια, μιά σεμνότητα μέσα μας, σάν νά ἔρχεται μιά διάθεση καλή νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό καί νά τόν ἀκοῦμε, ἐμεῖς νά συμμορφωνόμαστε πρός αὐτό, καί μετά ἔρχονται καί τά ἄλλα τά οὐράνια.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός πού γιορτάζουμε σήμερα, ἦταν κοινοί ἄνθρωποι. Ἀλλά ὅμως ἄνοιξε αὐτός ὁ δρόμος πρός τόν Θεό, αὐτός ὁ δρόμος πρός τά οὐράνια, τά πνευματικά, καί ἐκεῖνοι μέ ὅλη τή βούλησή τους, μέ ὅλη τή θέλησή τους, μέ ὅλη τή διάθεση πού εἶχαν, ἔδωσαν τόν ἑαυτό τους, μέ πᾶσαν εὐσέβειαν καί μέ πᾶσαν εὐλάβειαν –λέει– καί σεμνότητα.
Συνεχίζουμε τήν ἀνάγνωση τοῦ συναξαρίου. Οὗτος λοιπόν κάμνων πολλάκις ἀγρυπνίαν εἰς τόν ναόν τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης τῶν Βλαχερνῶν, πάλιν ἐγύριζεν εἰς τόν ναόν τῆς αὐτῆς Θεοτόκου τόν ἐν τοῖς Κύρου. Ὅθεν καί ἐκεῖ, εἰς τόν ἐν τοῖς Κύρου δηλαδή ναόν, διατρίβων ὁ ὅσιος, ἔλαβε τό χάρισμα τοῦ νά συντάξῃ καί νά μελουργήσῃ τά τοῦ χρόνου ὅλου κοντάκια· ἐφάνη δηλαδή εἰς αὐτόν κατ᾿ ὄναρ ἡ Κυρία Θεοτόκος, καί δοῦσα εἰς αὐτόν ἕνα τόμον χάρτου, τόν ἐπρόσταξε νά τόν φάγῃ. Ἀνοίξας δέ τό στόμα του ὁ ὅσιος, ἐφάνη ὅτι τόν κατέπιε. Καί λοιπόν ἔξυπνος γενόμενος –ξύπνησε δηλαδή– ἀνέβη ἐπάνω εἰς τόν ἄμβωνα καί ἤρχισε νά ψάλλῃ τό «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει», διότι ἔτυχε τότε νά εἶναι ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ποιήσας λοιπόν καί εἰς τά λοιπάς ἑορτάς, ἀλλά δή καί εἰς ἁγίους, κοντάκια ὑπέρ τά χίλια…
Ὑπέρ τά χίλια. Καί ὅταν λέμε κοντάκια ἐδῶ δέν ἐννοοῦμε μόνο τό τροπάριο πού ξέρουμε σήμερα ὡς κοντάκιο, ἀλλά ἐκεῖνα τά χρόνια κάθε κοντάκιο περιλάμβανε ἐκτός ἀπό τό γνωστό σ᾿ ἐμᾶς τροπάριο, καί πολλά ἄλλα πού ἀκολουθοῦσαν. Τέτοια κοντάκια συνέθεσε ὁ ἅγιος πάνω ἀπό χίλια.
…καί εὐλαβῶς καί ὁσίως διανύσας τήν ζωήν του, πρός Κύριον ἐξεδήμησε.
Ἄν θέλετε, τό νά εἶσαι μέ τόν Θεό, τό νά σέ ἀγαπήσει, νά σέ χαριτώσει ὁ Θεός καί νά σέ κάνει ἅγιο, δέν εἶναι θέμα τόσο τό νά σοῦ συμβοῦν μεγάλα καί φοβερά –ὅ,τι ἐπιτρέψει βέβαια γιά τόν καθένα ὁ Θεός– ὅσο τό νά δοθεῖς στόν Θεό.
Καί νά, ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ: Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι. Τό πίστεψε αὐτό ὁ ὅσιος Ρωμανός ὁ Μελωδός καί γι᾿ αὐτό διέτριβε στούς ναούς, πήγαινε στίς ἀγρυπνίες καί ἀξιώθηκε αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος, καθώς τοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ἴδια ἡ Παναγία καί τοῦ ἔδωσε ὁλόκληρο τόμο νά τόν φάει, ὅπως λέει τό συναξάρι.
Διαβάζοντας ὅτι ἡ Παναγία τοῦ ἔδωσε νά φάει ὁλόκληρο τόμο, καί ὅτι ὁ ἅγιος τόν κατάπιε, θυμήθηκα αὐτό πού λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, καί τό λέγαμε κάποια φορά: «Νά προσεύχεσαι στόν Χριστό, νά ἐπικαλεῖσαι τόν Χριστό, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐπίμονα, μέ διάθεση, μέ προθυμία». Εἶναι αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως: νά συμμορφώνεις τόν ἑαυτό σου πρός τόν Χριστό. Καί συνεχίζει: Νά προσεύχεσαι, νά παρακαλεῖς τόν Χριστό, καί νά ἐπιμένεις, ἕως ὅτου –ἀναφέρει τήν παρακάτω χαρακτηριστική φράση– ἡ καρδία σου καταπίῃ –καταπιεῖ– τόν Κύριο καί ὁ Κύριος καταπίῃ τήν καρδίαν σου». Τό διατυπώνει ἔτσι πολύ χαρακτηριστικά.
Τό θυμήθηκα αὐτό καί τό λέω, ἐπειδή ἀκριβῶς στόν ἅγιο Ρωμανό συνέβη αὐτό πού διαβάσαμε. Καθώς εἶχε τήν εὐλάβειά του, τόν πόθο του, τόν καημό του, καθώς δέν εἶχε περί πολλοῦ τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του –ὅ,τι ἦταν αὐτός– στόν Χριστό, στήν Παναγία, ἡ Παναγία τοῦ ἔδωσε στό ὄνειρό του, κάποια στιγμή πού ἀποκοιμήθηκε, νά καταφάει ἕνα τόμον χάρτου. Καί φωτίστηκε ἀπό κεῖ καί πέρα καί συνέταξε, ὅπως εἴπαμε, τόσα κοντάκια.
Ὅλοι ἐμεῖς τώρα ἔχουμε λίγο πολύ καλή διάθεση καί ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς κάνουμε ἀρκετά πράγματα. Καί στόν ναό θά πᾶμε καί στίς ἀκολουθίες θά πᾶμε καί θά διαβάσουμε καί θά ἀκούσουμε καί θά προσέξουμε, ἀλλά ὅμως τό κακό εἶναι ὅτι γυρίζουμε πάλι στά χούγια μας. Τό κακό εἶναι ὅτι γυρίζουμε πάλι στίς ἁμαρτίες, στούς ἐγωισμούς, καί γενικά σέ ἄλλα πράγματα τά ὁποῖα μᾶς ἀρέσουν.
Ἀπόψε λοιπόν, καθώς γιορτάζουμε τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, πού εἶναι, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, μοναδικός, τρόπον τινά, στό εἶδος του καθώς ἐπίσης γίνεται λόγος γιά ἀγρυπνίες καί καθώς ὅλοι κάτι ξέρουμε, κάτι ἀκούσαμε καί λίγο πολύ ζεστάθηκε κάπως ἡ καρδία μας, παρακαλῶ πάρα πολύ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Νά τόν ἀγαπήσουμε. Νά τόν ἐπικαλούμαστε καί πάλι νά τόν ἐπικαλούμαστε, νά τόν ἀγαποῦμε καί πάλι νά τόν ἀγαποῦμε, νά τόν θέλουμε καί πάλι νά τόν θέλουμε. Ξέρετε, ἄν εἴμαστε λίγο εἰλικρινεῖς, ἀληθινοί καί ἀγαποῦμε τήν ἀλήθεια, πάρα πολύ καλό θά κάνουμε στόν ἑαυτό μας, ἄν ἀπαγκιστρωνόμαστε ἀπό τά δικά μας, καθώς, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ξέρουμε ὅτι τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός.
Τό πᾶν. Δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει αὐτό τό πράγμα, ὅπως εἴπαμε. Αὐτός ἐποίησε καί τόν κόσμο καί τό σύμπαν ὅλο καί τούς ἀνθρώπους. Αὐτός ἔχει τήν οὐράνια βασιλεία καί μᾶς ἑτοιμάζει γιά ἐκεῖ. Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος καί κατέβηκε χαμηλά μέχρι τοῦ σημείου νά πεθάνει καί μάλιστα ἐδέχθη θάνατον σταυρικόν, γιά νά μᾶς σώσει. Ὅλα τά καλά, ὅλα τά ἀγαθά αὐτός τά ἔκανε. Καί ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλάσματα πού δέν ἔχουμε νοῦν. Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικό πλάσμα. Ἔχουμε νοῦν λοιπόν, μποροῦμε νά σκεφτοῦμε καί νά ποῦμε: «Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, αὐτά εἶναι τά τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι τά ἔκανε ὁ Χριστός, ἔτσι τά θέλει, ἔτσι θά γίνουν», ὥστε λίγο-λίγο, λίγο-λίγο νά ἀρχίσουμε νά ἀπαγκιστρωνόμαστε ἀπό αὐτά τά διάφορα, δηλαδή τά δικά μας, πού τά θεωροῦμε ὡραῖα, σπουδαῖα, πού μᾶς τραβοῦν καί μᾶς δένουν ἐκεῖ. Καί ἐνῶ εἴμαστε ἄνθρωποι πού ξέρουμε καί τά καλά, παρασυρόμαστε ἀπό τά ἀρνητικά, ἀπό τά γήινα, ἀπό αὐτά τά ὑλικά· δηλαδή ἀγαποῦμε τήν ἐγκόσμια ζωή.
Λαμβάνοντας λοιπόν ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα αὐτά τά δεδομένα, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ἀξίζει νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ἀξίζει νά πάθουμε ὅ,τι κι ἄν ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, μά, ὅ,τι κι ἄν ἐπιτρέψει, ἀξίζει νά πάθουμε καί νά κάνουμε ὑπομονή προσπαθώντας ἀκριβῶς νά καταπίωμεν τόν Κύριον· ἡ καρδία μας νά καταπιεῖ τόν Κύριο, καί ὁ Κύριος νά καταπιεῖ τήν καρδιά μας. Καί ἐφόσον τά πάντα καί ἐν πᾶσι εἶναι Χριστός καί ὁ Χριστός αὐτός εἶναι μέσα μας, ὅλα τά ἔχουμε καί δέν μᾶς λείπει τίποτε καί ὁδεύουμε ὁλοταχῶς, εὐφροσύνως καί χαρούμενα πρός τήν αἰώνια ζωή.
1-10-2009