Αγιολογικα
A+
A
A-

94. Τῶν ἁγίων ἐνδόξων μαρτύρων Εὐλαμπίου καί Εὐλαμπίας τῶν αὐταδέλφων

Τῶν ἁγίων ἐνδόξων μαρτύρων Εὐλαμπίου καί Εὐλαμπίας τῶν αὐταδέλφων

 

Καί προφθάσασα τήν τομήν Εὐλαμπία,

Εὐλαμπίῳ τμηθέντι κοινωνεῖ στέφους.

Οὗτοι οἱ ἅγιοι μάρτυρες ἦσαν κατά τούς χρόνους Μαξιμιανοῦ ἐν ἔτει 296, ἡγεμονεύοντος ἐν Νικομηδείᾳ Μαξίμου. Κατεκρύπτοντο δέ οὗτοι εἰς τό βουνόν μέ ἄλλους πολλούς χριστιανούς διά τόν φόβον τοῦ διωγμοῦ· μίαν φοράν δέ ἐστάλη ὁ ἅγιος Εὐλάμπιος εἰς τήν πόλιν τῆς Νικομηδείας, διά νά ἀγοράσῃ ψωμία, καί βλέπων τά βασιλικά γράμματα τά ὁποῖα ἔστειλεν ὁ Μαξιμιανός ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἀνατεθειμένα εἰς τό μέσον τῆς πόλεως, ἐδιάβασεν αὐτά, καί εὐθύς συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρας. Παρασταθείς δέ εἰς τόν βασιλέα καί ἐρωτηθείς περί τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, ὡμολόγησε φανερά ὅτι εἶναι χριστιανός.

Ἔπειτα ἐμβαίνει μέσα εἰς τόν ναόν τῶν εἰδώλων δῆθεν διά νά θυσιάσῃ· ὅθεν ἐπρόσταξε τό εἴδωλον τοῦ Ἄρεως νά πέσῃ κάτω, καί, ὤ τοῦ θαύματος, εὐθύς ἔπεσε καί συνετρίβη.

Ἄν γινόταν σήμερα κάτι τέτοιο, ἀλίμονό του· θά ἦταν ἐναντίον τοῦ πολιτισμοῦ.

Ἐνῶ δέ ὁ ἅγιος ἐτιμωρεῖτο ἄσπλαγχνα, βλέπουσα αὐτόν ἡ ἀδελφή του Εὐλαμπία, ἐκβῆκεν εἰς τό μέσον καί παρεκάλει τόν ἀδελφόν της νά παρακαλέσῃ τόν Θεόν διά νά ἀξιώσῃ καί αὐτήν νά συμμαρτυρήσῃ μετ᾿ αὐτοῦ, ὅ καί ἐποίησεν ὁ ἅγιος. Τό ὁποῖον καί τό ἔκανε ὁ ἅγιος. Παρακάλεσε δηλαδή τόν Θεό καί ἡ ἀδελφή του νά συμμαρτυρήσει. Ἐνῶ σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις κατά κανόνα θά πεῖ κανείς: «Φύγε ἐσύ, φύγε, φύγε, φύγε νά γλιτώσεις ἐσύ». Αὐτό εἶναι τό χριστιανικό πνεῦμα! Τόν παρακαλεῖ νά παρακαλέσει τόν Θεό, καί αὐτός παρακαλεῖ τόν Θεό νά συμμαρτυρήσει ἡ ἀδελφή του.

Ὅθεν ἐβλήθησαν καί οἱ δύο ὁμοῦ ἐντός λέβητος βράζοντος, καί ἐπειδή ἐφυλάχθησαν ὑπό Θεοῦ καί δέν ἔπαθον καμμίαν βλάβην, ἐκ τοῦ θαύματος τούτου παρεκινήθησαν καί ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν διακόσιοι Ἕλληνες, οἵτινες ὅλοι ὁμοῦ καί ὁ Εὐλάμπιος καί ἡ Εὐλαμπία ἀπεκεφαλίσθησαν, καί ἔλαβον τοῦ μαρτυρίου τούς στεφάνους.

Αὐτά τά λίγα λέει τό συναξάρι γιά τόν ἅγιο Εὐλάμπιο καί τήν ἀδελφή αὐτοῦ Εὐλαμπία, ἀλλά καί γιά τούς διακόσιους ἄλλους πού μαρτύρησαν. Καί καθώς τά διαβάζαμε αὐτά, ἦρθαν κάποιες σκέψεις, καί εἴπαμε δυό λόγια: μέ τί προθυμία πηγαίνει στό μαρτύριο ἡ Εὐλαμπία, καί πῶς προσεύχεται στόν Θεό ὁ ἀδελφός της Εὐλάμπιος νά τήν ἀξιώσει νά τή δεχτοῦν καί αὐτή νά μαρτυρήσει.

Ἀλλά, νομίζω, ὁ Θεός θέλει νά ποῦμε καί τό ἑξῆς: Ἐμεῖς βέβαια δέν τά ξέρουμε αὐτά τά πράγματα. Μᾶς φαίνονται ξένα. Μᾶς φαίνεται, τό νά μαρτυρήσουμε, κάτι τό ὁποῖο, ἄν ἦταν δυνατόν νά λείπει ἀπό τή ζωή μας. Μήν τυχόν μαρτυρήσουμε. Φοβούμαστε ὅτι δέν θά τά βγάλουμε πέρα. Ἑπομένως δέν ξέρουμε, δέν ἔχουμε ἰδέα τί σημαίνει νά δεχθεῖ εὐχαρίστως ὁ Εὐλάμπιος νά μαρτυρήσει καί νά δεχθεῖ ἐπίσης νά μαρτυρήσει καί ἡ ἀδελφή του, καί νά παρακαλέσουν τόν Θεό νά τούς ἀξιώσει νά μαρτυρήσουν. Τί ξέρουμε ἐμεῖς;

Νομίζω ὅτι, ὅση εὐσέβεια, ὅση πίστη καί εὐλάβεια κι ἄν ἔχουμε, ὅσο καλοί χριστιανοί κι ἄν εἴμαστε –δέν εἴμαστε κατά κανόνα· κάποιοι βέβαια θά εἶναι. Ὅμως, ὅταν τυχόν ὁ Θεός ἐπιτρέψει νά παρουσιαστοῦν δύσκολοι καιροί, δέν ξέρουμε τί θά κάνουν μερικοί ἀπό τούς καλούς– δέν ἔχουμε τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα, γενικά ὅπως βλέπουμε τούς χριστιανούς· καί πρέπει νά τό ποῦμε αὐτό.

Οὔτε δηλαδή θά θέλαμε νά ἀξιωθοῦμε νά μαρτυρήσουμε οὔτε νομίζουμε ὅτι θά ἀντέξουμε. Δηλαδή καί δέν θέλει κανείς νά πεθάνει –θέλει νά ζήσει· εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα αὐτό καί ὄχι τό χριστιανικό– ἀλλά καί οὔτε νά διανοηθεῖ κανείς νά μαρτυρήσει. Καί ὅλο αὐτό συμβαίνει –αὐτό νομίζω πρέπει νά ποῦμε ἀπόψε· τό θέλει ὁ Θεός– ἐπειδή ἀκριβῶς, ὅσο χριστιανοί κι ἄν εἴμαστε, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἄγγιξε μέσα μας τό βαθύτερο εἶναι μας. Μέσα διαφεντεύει τό ἐγώ, ἡ φιλαυτία, ἡ ἀγάπη στόν ἑαυτό μας. Δέν ἀγαποῦμε τόν Θεό. Καί ὅσοι ἀγαποῦν, ἔτσι ὅπως νομίζουν, τόν Χριστό, μᾶλλον συναισθηματικά ἀγαποῦν. Ἄλλο αὐτό τό συναισθηματικό, πού μπορεῖ καί νά κλάψεις κτλ., καί ἄλλο μέσα στήν καρδιά σου νά ἔχει φωλιάσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί νά γίνει αὐτό ὅλο φωτιά ἀγάπης πρός τόν Θεό.

 

Ἄν ζήσει κανείς ὡς χριστιανός, μέσα του ἔχει μαρτύριο

 

Γι᾿ αὐτό ἐπείγει, εἶναι ἀνάγκη, δέν γίνεται ἀλλιῶς· πρέπει… Ἐπείγει ὄχι τόσο μέ τήν ἔννοια νά ἑτοιμαστοῦμε, γιά νά μαρτυρήσουμε (δηλαδή νά δώσουμε τό αἷμα μας) –δέν νομίζω ὅτι θά κάνει αὐτή τήν τιμή σ᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός– ἀλλά νά δεχθοῦμε τό ὅποιο προσωπικό μας μαρτύριο. Ὅπως ἔχουμε πεῖ, ὅπως κι ἄν ζήσει κανείς, ἄν ζήσει ὡς χριστιανός, μέσα του βιώνει μαρτύριο. Ἑπομένως, τόν κάθε χριστιανό, νομίζω, ὁ Θεός τόν τιμᾶ ἔτσι,μέ τό νά τόν ἀξιώσει νά μαρτυρήσει μέ ὅποιο μαρτύριο.

Νομίζω λοιπόν ὅτι, ἐφόσον ἐξακολουθεῖ μέσα μας νά ὑπάρχει ἡ φιλαυτία, δέν πρέπει νά ἡσυχάσουμε. Φιλαυτία θά πεῖ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀδυναμία στόν ἑαυτό μας. Καί ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι περιποιούμαστε τόν ἑαυτό μας μή τυχόν πονέσει, μήν τυχόν ζοριστεῖ, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶλλον χρησιμοποιοῦμε τή χριστιανικότητά μας γιά νά τήν τρέφουμε.(Καθώς μάλιστα καί ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ἔχουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο μέσα μας, δέν κάνουμε κανένα βῆμα γιά νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας.) Ὅπότε αὐτό, τό νά τρέφουμε τή φιλαυτία, εἶναι ἡ ζωή τῆς ὑπάρξεώς μας.

Ὅταν λοιπόν δέν καταλάβεις πῶς ἔχουν τά πράγματα, δέν τά πιστέψεις καί δέν τά πάρεις ἔτσι ὅπως ἔχουν, αὐτό, τό νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου –νά τό ποῦμε μιά φορά ἀκόμη– εἶναι αὐτοκτονία. Ποιός αὐτοκτονεῖ στά καλά καθούμενα; Κατά τέτοιο τρόπο ζεῖ καί βασιλεύει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ φιλαυτία, ὥστε ποῦ νά διανοηθεῖ μαρτύριο καί ποῦ νά διανοηθεῖ δυσκολίες γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ; Ἡ σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι θεωρητική. Δέν εἶναι φλόγα, φωτιά μέσα στήν καρδιά, πού τή δημιουργεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά προσέξουμε δέν εἶναι «ἄχ, πῶς θά γίνουμε κι ἐμεῖς σάν τούς μάρτυρες»· αὐτά θά τά κανονίσει ὁ Θεός γιά τόν καθένα μας. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά ἀπαρνούμαστε ἀληθινά τόν ἑαυτό μας. Στό πιό μικρό πραγματάκι· στό πιό μικρό. Ἀπό κεῖ νά ἀρχίσεις. Ὅταν δηλαδή δέν τρῶς κάτι, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν σοῦ ἀρέσει, ἐνῶ, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, πρέπει νά τό φᾶς, καί νά τό φᾶς. Ὅταν δέν παραιτεῖσαι ἀπό ἕνα θεληματάκι σου καί ἐπιμένεις καί φέρνεις ἐπιχειρήματα, νά παραιτηθεῖς.Τί θά πάθεις, ἄν παραιτηθεῖς ἀπό τό θεληματάκι σου; Κι ἄν ἀκόμη ἀδικεῖσαι, τί θά πάθεις; Ἀπαρνεῖσαι ὅμως τόν ἑαυτό σου.

Καί τέτοια πόσα! Πόσες τέτοιες εὐκαιρίες, πόσα τέτοια μικροπεριστατικά ἔχουμε στήν καθημερινή ζωή, πού τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιά νά βοηθηθοῦμε νά ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας! Καί ἔτσι θά ἔρθει ὕστερα ὁ καημός μέσα μας γιά ἀγάπη ἀληθινή στόν Χριστό. Καί τότε/Ὁπότε, δέν θά χορταίνει κανείς τόν Χριστό, δέν θά χορταίνει τά νοήματα τοῦ Χριστοῦ, δέν θά χορταίνει τίς ἀλήθειες τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι θά ἔρθει ἡ εἰδικότερη αὐτή ἀγάπη, πού θά θέλεις εὐχαρίστως νά πάσχειςγιά τόν Χριστό. Πολλές φορές μάλιστα θά θέλεις νά μπαίνεις στή θέση τοῦ ἄλλου γιά νά πάθεις. Δέν κάνει κάτι ὁ ἄλλος; Δέν πειράζει· νά τό κάνεις ἐσύ εὐχαρίστως, γνωρίζοντας ὅτι θά πονέσεις, γνωρίζοντας ὅτι θά στερηθεῖς κάτι. Ἔτσι στήν πράξη ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, «αὐτοκτονεῖς», μέ τήν ἔννοια ὅτι δέχεσαι νά θανατωθεῖ ἡ φιλαυτία σου.

Ἔτσι θά μποῦμε στόν δρόμο τῶν ἁγίων. Δέν γινόταν δηλαδή κάτι μαγικό στούς ἁγίους. Ὄχι. Παραδόθηκαν στόν Χριστό, καί ὁ Χριστός ἄναψε φωτιά γιά μαρτύριο στίς καρδιές τους. Καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, εἶχε ὅλη τήν εὐχέρεια ὁ Κύριος τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου νά κάνει αὐτά τά θαύματα ὅπως ἐδῶ, πού ἔβαλαν τόν ἅγιο Εὐλάμπιο καί τήν ἁγία Εὐλαμπία στόν λέβητα, καί δέν ἔπαθαν τίποτε. Ἐπενέβη ὁ Θεός, καί δέν ἔπαθαν τίποτε. Μή φοβᾶσαι, δέν θά πάθεις τίποτε. Ἀλλά ὅμως, σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο ἡ φιλαυτία θά πεθάνει, τό ἐγώ θά πεθάνει. Θά ἀπαρνηθεῖς ὄντως τόν ἑαυτό σου.

10-10-2001