Ἡ σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης μητρός τῆς ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου
Οὐχ ὥσπερ Εὔα καί σύ τίκτεις ἐν λύπαις,
Χαράν γάρ ἔνδον, Ἄννα, κοιλίας φέρεις.
Ὁ Κύριος ἡμῶν καί Θεός θέλων νά ἑτοιμάσῃ δι᾽ ἑαυτόν ναόν ζωντανόν καί οἶκον ἅγιον διά νά κατοικήσῃ ἀπέστειλε τόν Ἄγγελον αὐτοῦ (ὅστις λέγουσιν ὅτι ἦτον ὁ Γαβριήλ) πρός τούς δικαίους Ἰωακείμ καί Ἄνναν, ἀπό τούς ὁποίους ηὐδόκησε νά γεννηθῇ ἡ κατά σάρκα μήτηρ αὐτοῦ. Καί τοῦτον ἀποστείλας προεμήνυσεν ὅτι θέλει συλλάβει ἡ στεῖρα καί γραῖα Ἄννα, ἵνα μέ τήν σύλληψιν τῆς στείρας βεβαιώσῃ τήν ἐκ τῆς Παρθένου ἄσπορον αὐτοῦ σύλληψιν καί ἄφθορον γέννησιν. Καί λοιπόν συνελήφθη ἡ ἁγία Θεοτόκος καί Παρθένος Μαρία ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς Ἄννης ἐξ σπέρματος τοῦ Ἰωακείμ καί ἐγεννήθη ὄχι καθώς λέγουσί τινες ἑπτά μηνῶν ἤ χωρίς ἀνδρός, ἄπαγε! Ἀλλ᾽ ἐννέα τελείων μηνῶν καί ἐκ συναφείας ἀνδρός, πλήν ἐξ ἐπαγγελίας καί Ἀγγέλου προρρήσεως καί ὑπέρ τούς νόμους τῆς φύσεως, διά τό ἄγονον τῆς Ἄννης καί διά τό γηραλέον αὐτῆς.
Μόνος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός συνελήφθη καί ἐγεννήθη χωρίς συνάφειαν ἀνδρός καί χωρίς σποράν ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου Μαρίας ἀπορρήτως καί ἀνερμηνεύτως, καθώς ἠξεύρει μόνος αὐτός. Καί ἐπειδή ἦτο τέλειος Θεός, διά τοῦτο καί ὅλα τά τῆς κατά σάρκα αὐτοῦ οἰκονομίας προσέλαβε τέλεια, καθώς καί τήν τῶν ἀνθρώπων φύσιν τελείαν αὐτός ἐδημιούργησε καί ἔπλασε κατ᾽ ἀρχάς. Ταύτην λοιπόν τήν ἡμέραν πανηγυρίζομεν σήμερον, εἰς ἐνθύμησιν τῶν θείων χρησμῶν καί χαροποιῶν μηνυμάτων τῶν δοθέντων ὑπό Ἀγγέλου εἰς τούς δικαίους Θεοπροπάτορας, περί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος. Διότι τούτους τούς διά λόγου χρησμούς τοῦ Ἀγγέλου ἔργα καί πράγματα ποιῶν ὁ ἐκ τοῦ μηδενός ὑποστήσας τά πάντα Θεός ἐκίνησε τήν στειρεύουσαν καί γηραλέαν μήτραν τῆς Ἄννης εἰς καρποφορίαν. Καί τήν διανύσασαν τήν ζωήν της μέ ἀπαιδίαν παραδόξως παιδοτόκον μητέρα ἐργάζεται σήμερον καί χαρίζει εἰς τούς δικαίους ἄξιον καρπόν τῆς αὐτῶν αἰτήσεως. Διότι ηὐδόκησεν, ὥστε οἱ σώφρονες γονεῖς νά γεννήσωσι θυγατέρα τήν πρό τῶν αἰώνων προορισθεῖσαν καί ἐκλεχθεῖσαν ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἀπό τήν ὁποίαν αὐτός ἔμελλε νά γεννηθῇ.».
Αὐτά λέει ἐδῶ ὁ Συναξαριστής γιά τήν ἑορτή πού τελοῦμε ἀπόψε, καί πού εἶναι ἡ σύλληψη τῆς ἁγίας Ἄννης. Δηλαδή συνέλαβε ἡ ἁγία Ἄννα φυσιολογικά μέν, ὅπως δηλαδή συλλαμβάνεται καθένας πού ἔρχεται στόν κόσμο αὐτόν–ὁ Κύριος εἶναι ἐξαίρεση– ἀλλά ὅμως, ἐνῶ ἦταν στεῖρα, ὅπως εἶχαν δείξει τά πράγματα, καί σέ ἡλικία πού ἦταν ἀδύνατη ἡ σύλληψη. Ἕνας γιατρός σήμερα θά ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά γεννήσει παιδί. Καί ὅμως γέννησε.
Θά προσέξατε πού ἔλεγε τό συναξάρι: «…πλήν ἐξ ἐπαγγελίας καί Ἀγγέλου προρρήσεως καί ὑπέρ τούς νόμους τῆς φύσεως, διά τό ἄγονον τῆς Ἄννης καί διά τό γηραλέον αὐτῆς».
Συνέλαβε φυσιολογικά, κυοφόρησε ἐννέα μῆνες, πλήν ὅμως ἐξ ἐπαγγελίας. Μοῦ κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση τό θέμα αὐτό, ἄν τό δοῦμε γενικότερα. Ὅλα, καί τά πνευματικά, ὁ Θεός τά πραγματοποιεῖ μέσα ἀπό τά δεδομένα τά ἀνθρώπινα, μέσα ἀπό αὐτά πού συμβαίνουν κατά φυσιολογικό τρόπο πάνω στή γῆ.
Δέν χρειάζεται δηλαδή νά κάνει ὁ Θεός παράξενα καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἀφύσικα πράγματα, ὅπως ἐμεῖς καμιά φορά τό θέλουμε αὐτό, καί νά ἔρθουν κατά μαγικό, κατά παράξενο, κατά ἐντυπωσιακό τρόπο τά πράγματα ὅπως τά περιμένουμε. Ὄχι. Μέσα ἀπό τήν ἑκάστοτε πραγματικότητα.
Ἐδῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὑπάρχει ὄντως ἡ γυναίκα αὐτή ἡ ἁγία Ἄννα, ὑπάρχει ὄντως ὁ Ἰωακείμ ἀπό τήν ἄλλη πλευρά. Εἶναι ζεῦγος, εἶναι ἀνδρόγυνο. Γιά νά γεννηθεῖ ἡ Παναγία δέν χρειάζεται νά γίνει κάτι παράξενο, κάτι ἀπίστευτο. Ἀρέσκονται οἱ ἄνθρωποι νά τά παίρνουν, νά τά φαντάζονται τά πράγματα ἔτσι καί νά μοιάζουν παραμυθένια.
Ὄντως ὑπάρχει τό ἀνδρόγυνο αὐτό, ὁ Ἰωακείμ, ἡ Ἄννα, ἀλλά συγχρόνως δέν μποροῦν νά γεννήσουν παιδί. Τό ἐπιτρέπει, τό οἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός, γιά νά εἶναι ἀκριβῶς, ὅπως εἶπε λίγο πιό πάνω, τρόπον τινά ἕνα προοίμιο, μιά προείδηση, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παναγία, θά εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ὁ ὁποῖος φυσικότατα θά κυοφορηθεῖ, φυσικότατα θά γεννηθεῖ, ὁ ὁποῖος ὅμως ὑπερφυσικότατα συνελήφθη. Καί φυσικότατα καί ὑπερφυσικότατα.
Καί εἶναι ἀπό τήν μία πλευρά ἔξω ἀπό τούς νόμους τούς ἀνθρώπινους ἡ σύλληψή του –ἐκ Πνεύματος Ἁγίου– καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὄντως ἡ Παναγία θά κυοφορήσει τόν Χριστό, ὄντως θά τόν γεννήσει, ὄντως θά τόν θηλάσει, ὄντως θά τόν μεγαλώσει. Ἀλλά ὅμως ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συνελήφθη.
Καί εἶναι ἕνα προμήνυμα αὐτῶν πού θά συμβοῦν μέ τόν Χριστό ἡ περίπτωση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης. Σύμφωνα μέ τήν ὑπάρχουσα κατάσταση δέν μποροῦν νά κάνουν παιδί. Καί τά οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεός.
Δέν ἔχουμε ἐδῶ μιά συμφορά. Τά οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεός. Δέν ἔκανε ὁ Θεός τή ζημιά, ὥστε ἡ Ἄννα νά μήν μπορεῖ νά γεννήσει παιδί. Ὅπως συμβαίνει πολλές γυναῖκες νά μήν μποροῦν νά γεννήσουν, ἔτσι καί αὐτή. Τό οἰκονόμησε ὅμως ἔτσι ὁ Θεός, ἀκριβῶς γιά νά γεννηθεῖ ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς ἡ Παναγία κατά θαυμαστό τρόπο. Φυσικότατα ἀλλά καί ἔξω ἀπό τούς νόμους, τρόπον τινά, τῆς φύσεως.
Καί ἄγονος εἶναι ἡ ἁγία Ἄννα, καί ἡ ἡλικία ἔχει περάσει, καί ὅλα ἔχουν δείξει ὅτι δέν μπορεῖ νά γεννήσει παιδί. Καί ὅμως γέννησε τήν Παναγία ἐξ ἐπαγγελίας, ὅπως λέει τό συναξάρι, καθώς ἐμήνυσε διά τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ὁ Θεός. Ἔχει μεγάλη σημασία νά εἶσαι μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, νά εἶσαι μέσα στό ὅλο, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε, πρόγραμμα πού ἔχει ὁ Θεός, νά συμπεριλαμβάνεσαι μέσα στίς ἐξαγγελίες τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά, καθώς εἶναι δύσκολο νά τά διατυπώσει κανείς, παρακαλῶ νά προσπαθήσουμε νά τά καταλάβουμε. Ὅλα αὐτά κατ᾽ ἀρχήν συμβαίνουν σέ ὅλο τόν κόσμο μετά τήν πτώση. Οἱ ἄνθρωποι κατ᾽ ἀρχήν ἦταν ἀναμάρτητοι, ἦταν στόν παράδεισο. Ἦταν ἀλλιῶς ἐκεῖ ἡ ζωή.
Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος, καί αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι σέ ἀδύνατη θέση, σέ ἀδύνατη κατάσταση. Νά τό δοῦμε κι ἔτσι. Ὄχι μόνο εἶναι ἁμαρτωλός, εἶναι μέσα στήν ἁμαρτία, ἀλλά συγχρόνως ἀρχίζει ἀπό κεῖ καί πέρα ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία: ἀρρωσταίνει, πονάει, πεθαίνει, φθείρεται ὁ ἄνθρωπος. Ποῦ νά σηκώσει κεφάλι! Κατά καιρούς πού βρέθηκαν πολλοί οἱ ὁποῖοι σήκωσαν κεφάλι, τί ἔκαναν; Τίποτε δέν ἔκαναν. Ἦρθε ἡ ὥρα πού πάει, ἄς ποῦμε, καί τό δικό τους τό κεφάλι, ἀφοῦ προηγουμένως ἀφήρεσαν κεφάλια ἄλλων.
Ἑπομένως, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς μέσα στό ἀνθρώπινο γένος, στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ὑποβόσκει ἡ ἀδυναμία. Ἐμεῖς πόσο θέλουμε νά εἴμαστε δυνατοί, νά κάνουμε τέρατα καί σημεῖα, νά τά βγάζουμε πέρα, ἐνῶ τελικά παραμονεύει σέ ὅλους ἡ ἀδυναμία.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος γιά παράδειγμα. Τρόμαξε ὅλη ἡ γῆ, ἀλλά δέν πρόλαβε νά ζήσει καί πολύ, καί σάν νά ἦταν ὁ πιό ἀδύναμος ἄνθρωπος, ὑπέκυψε στήν ἀσθένεια, στόν πόνο, ὑπέκυψε στόν θάνατο.
Ἄν προσέξουμε καλύτερα, θά δοῦμε ὅτι μερικοί, τό θέλουν δέν τό θέλουν, τό καταλαβαίνουν δέν τό καταλαβαίνουν, εἶναι ἀκόμη πιό ἀδύναμοι ἐν σχέσει μέ ἄλλους. Δηλαδή, ποικίλει αὐτή ἡ ἀδυναμία. Καί ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί. Ὅταν εἶμαι ἀδύναμος –αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ ἀσθενῶ· δέν σημαίνει ἁπλῶς ὅταν εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλά ἀδύναμος γενικῶς– τότε εἶμαι δυνατός. Ὅ,τι ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τό ἔκανε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτοῦ. Δέν εἶναι λόγια αὐτά. Ἔκανα τοῦτο, ἔκανα ἐκεῖνο, ὄχι ὅμως ἐγώ, ἀλλά ἡ σύν ἐμοί χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὅπου λοιπόν βλέπουμε ἀκόμη περισσότερη τήν ἀδυναμία –τάοἰκονομεῖ ἔτσι ὁ Θεός– ἐκεῖ ἀπό μιά πλευρά θά ἔλεγε κανείς ὅτιεἶναι ἀκόμη καλύτερα τά πράγματα, διότι τό ὅλο θέμα εἶναι νά δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, νά δεχθεῖ νά τόν ἔχει δικό του ὁ Θεός, νά τόν χρησιμοποιήσει ὡς ὄργανό του, νά τόν ἔχει μέσα στό σχέδιό του, μέσα στήν ὅλη ἐπαγγελία του, στήν ὅλη οἰκονομία του. Στή σωτηρία δηλαδή.
Ὅσο πιό ἀδύναμος εἶναι κανείς, τόσο καλύτερα εἶναι. Ὅλα αὐτά πού, θέλουμε δέν θέλουμε, ὑφιστάμεθα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο –τώρα ἐμεῖς, ἄλλοι πρίν ἀπό μᾶς, ἄλλοι ἀκόμη πιό μπροστά καί ἀπό ἐκείνους– μᾶς κάνουν νά ζοῦμε τήν ὠμή πραγματικότητα: τρέχουμε, προσπαθοῦμε, κτλ. Καί μοιάζει νά ἐπιτύχαμε πολλά πράγματα, μοιάζει νά ἀνεβήκαμε καί νά ἀνεβαίνουμε, ἀλλά τελικά ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος. Ἀδύναμος.
Καί ἁμαρτωλός εἶναι. Καθώς εἶναι ἁμαρτωλός, ἄν δέν σωθεῖ, ἄν δέν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, εἶναι χαμένος. Ἀλλά καί ἀλλιῶς εἶναι χαμένος. Διότι ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία ἔφερε αὐτές τίς συνέπειες: νά εἶναι ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος, ἀσθενής, νά πονάει, νά ἔχει ὅλα αὐτά πού ξέρουμε, καί τελικά νά πεθαίνει. Κι ἐμεῖς τώρα, ἐνῶ εἴμαστε χριστιανοί καί μποροῦμε νά τά μαθαίνουμε αὐτά, νά τά καταλαβαίνουμε, νά τά δεχόμαστε, νά δεχόμαστε δηλαδή τήν ὅλη ἀλήθεια, ζοῦμε σάν νά μήν ξέρουμε τίποτε. Καί οἱ χριστιανοί λοιπόν καί στενοχωροῦνται καί θεωροῦν ἄχαρη τή ζωή τους καί βασανίζονται καί δέν τό σηκώνουν, δέν τό θέλουν πού βασανίζονται καί προσπαθοῦν νά βελτιώσουν τά πράγματα. Ἐνῶ, ὅσο πιό ἀδύναμος εἶσαι, τόσο καλύτερα.
Ὅσο πιό πολύ σοῦ λείπει ἡ ἄλφα, ἡ βῆτα δυνατότητα, τόσο καλύτερα. Τόσο πιό πολύ δηλαδή, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, θά σέ πιάσει ἐσένα ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, τό ὅλο σχέδιό του καί θά μπεῖς μέσα στήν εὐλογία του.
Αὐτό ἰσχύει ἀκόμη καί σέ θέματα τέτοια, ὅπως ἐδῶ στό θέμα τῆς ἁγίας Ἄννης. Δέν μποροῦσε νά κάνει παιδί, καί ὅμως ἔκανε, καί μάλιστα γέννησε τή μητέρα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κάτι τό θαυμαστό. Ἡ γυναίκα πού δέν μποροῦσε νά φέρει οὔτε ἕνα ἁπλῶς παιδάκι στό κόσμο, ἔφερε ἐκείνη πού γέννησε τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ἀλλά ἄν αὐτό ὅλο τό θέμα τώρα τό πάρουμε πνευματικότερα, θά δοῦμε ὅτι ἔχει μεγάλο βάθος. Ὅσο πιό ἄγονη, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, εἶναι μιά ψυχή, ὅσο πιό φτωχή, πιό ἄχαρη εἶναι, ὅσο πιό πολύ δέν διαθέτει κάποια προσόντα καί κάποια χαρίσματα πού θά ἤθελε νά ἔχει –τελικῶς δηλαδή εἶναι μιά πολύ φτωχή ὕπαρξη, σάν νά εἶναι στείρα, σάν νά μή γεννάει– τόσο περισσότερο νά ἐλπίζει ὅτι κάτι θαυμαστό θά κάνει σ᾿ αὐτήν ὁ Θεός.
Ἄν μιά γυναίκα δέν γεννοῦσε, ἦταν καί ὄνειδος τότε στή Παλαιά Διαθήκη. Νά πᾶμε τώρα πνευματικότερα, νά πᾶμε στή ψυχή. Ὑπάρχουν πολλοί πού αἰσθάνονται φτώχεια πνευματική, κάτι τό ἄγονο, κάτι πού εἶναι στεῖρο, κάτι πού δέν γεννάει. Καί θά ἔλεγε κανείς τί μεγάλο κακό συμβαίνει ἐδῶ. Καθώς τό νιώθουν μερικές ὑπάρξεις, καί στενοχωροῦνται καί ταλαιπωροῦνται καί βασανίζονται καί νιώθουν μειονεκτικά καί νιώθουν στενάχωρα καί ἄχαρα. Καί ὅμως αὐτό εἶναι προσόν ἀπό μιά πλευρά. Κατά κάποιον τρόπο ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως τῆς πνευματικῆς εἴμαστε ὅλοι ὅπως ἦταν ἐδῶ ἡ ἁγία Ἄννα. Ἡ ἁγία Ἄννα γέννησε τήν Παναγία. Ἄγονη, στείρα, ἀλλά γέννησε τήν Παναγία. Ἦταν μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ἄν τό δοῦμε τό θέμα, ὅλοι εἴμαστε μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν εἶναι λιγότερο μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄλλο. Ὅπως μᾶς γέννησε ὁ Ἀδάμ –καταγόμαστε ἀπό τόν Ἀδάμ– ἔτσι μᾶς γέννησε ὁ Χριστός ὡς καινούργιους ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτό σταυρώθηκε, πέθανε, ἐτάφη, ἀνέστη. Εἶναι ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος γεννάει τόν καθένα, πού θά πιστέψει σ᾽ αὐτόν καί θά δεχθεῖ νά πεθάνει μαζί του, γιά νά ἀναστηθεῖ καί νά ζήσει μέ αὐτόν. Ὅλο αὐτό τό θαῦμα γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία διά τοῦ βαπτίσματος καί τῶν ἄλλων μυστηρίων. Καί ἔγινε αὐτό σ᾿ ἐμᾶς. Ἔγινε.
Σέ κανέναν δέν ἔγινε λιγότερο ἀπό ἕναν ἅγιο. Νά πάρουμε τήν περίπτωση ἑνός ἁγίου, πού φούντωσε μέσα του ἡ βαπτισματική χάρη. Ὁ καθένας πρῶτα βαπτίστηκε καί ὕστερα ἔκανε ὁτιδήποτε ἄλλο. Στόν ἅγιο λοιπόν φούντωσε τό βάπτισμα, φούντωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, φωτιά μεγάλη ἄναψε μέσα του, καί ἔγινε φῶς, ἔγινε φωτιά Θεοῦ καί ἔγινε φοβερός καί θαυμαστός ὁ ἅγιος. Ὄχι λιγότερο ἀπό τόν ἅγιο ἔχει ὁ καθένας ὅλη αὐτή τή δυνατότητα, ὅλη αὐτή τή χάρη μέσα στή ψυχή του, καθώς διά τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ πεθαίνει ὅλος ὁ παλαιός ἄνθρωπος δυνάμει ἐν τῷ βαπτίσματι. Δέν εἶναι γιά νά ζήσει, δέν εἶναι γιά νά ὑπάρχει ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
Καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο δράμα τῶν βαπτισμένων. Τά μικρά παιδιά δέν καταλαβαίνουν. Οἱ μεγάλοι καταλαβαίνουν, καί θά ἔπρεπε ὁ καθένας νά ἀνησυχήσει καί τό μέλημά του καί ὁ καημός του νά εἶναι νά ἀναγεννηθεῖ ἐν Χριστῷ, νά βεβαιωθεῖ καλά ὅτι πέθανε μέσα του ὁ παλιός ἄνθρωπος καί νά κάνει τό πᾶν πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Ὅμως δέν τό κάνει. Δέν τό κάνει. Οἱ χριστιανοί λοιπόν, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ζοῦν χριστιανικά, ἔχουν αὐτή τή θρησκεία καί ὄχι ἄλλη, μέρα νύκτα μέσα στήν ἐκκλησία μπορεῖ νά εἶναι καί νά ἀσχολοῦνται μέ αὐτά, καί σέ μοναστήρια μπορεῖ νά ζοῦν, καί τελικά δουλεύει κανείς γιά τόν παλιό ἄνθρωπο.
Συμβαίνει κάτι, καί εἶναι μιά καλή εὐκαιρία νά συνειδητοποιήσει κανείς ὅτι ὑπάρχει ὁ παλιός ἄνθρωπος καί νά ἀνησυχήσει καί νά πεῖ: «Ἄχ, Θεέ μου, ἄς πάθω ὅ,τι κι ἄν πάθω, μόνο τό γρηγορότερο νά γλιτώσω ἀπό τόν παλιό ἄνθρωπο». Ὅμως τίποτε. Θά ἀμυνθεῖ, θά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό του, θά προσπαθήσει νά περισώσει τόν παλιό ἄνθρωπο. Κρίμα, κρίμα. Μεγάλο κρίμα.
Κανείς λοιπόν κανείς δέν ἔχει τή δυνατότητα νά χαριτωθεῖ λιγότερο ἀπό ἕναν ἅγιο μέσα στό σχέδιο καί τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ καί μέσα σ᾽ αὐτόν τόν δρόμο πού τόν λέμε σωτηρία. Κανείς. Ὅλοι τό ἴδιο. Σέ ὅλους ὁ Κύριος δίνει τή χάρη του. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπινης εἶναι ἄχαρος, φτωχός, εἶναι ἄγονος, στεῖρος, εἶναι ἕνα χάλι, ἄς ποῦμε, αὐτός εἶναι ἀκόμη πιό κατάλληλος γιά νά ἁπλωθεῖ μέσα του ἡ χάρη, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά πραγματοποιηθεῖ μέσα του τό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, διότι ὅλα αὐτά, καθώς γεννήθηκε ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία καί ὑπάρχει ὁ Χριστός καί ἀπέθανε, ὅπως εἴπαμε, καί ἀνέστη, τά κάνει ὁ Χριστός.
Ποῦ εἶναι τό πρόβλημα λοιπόν; Ποῦ εἶναι ἡ δυσκολία, τή στιγμή πού, ὅσο πιό ἀδύναμος, ὅσο πιό ἄγονος, ὅσο πιό στεῖρος εἶσαι, ὅσο εἶσαι ἕνα τίποτε, εἶσαι ὁ πιό κατάλληλος; Καί αὐτό διότι δέν ὑπάρχουν ἐμπόδια μέσα σου. Σέ βοηθάει αὐτή ἡ κατάσταση, πρέπει ὅμως νά συνειδητοποιήσεις τό ἄγονό σου, τό ἄχαρό σου καί τό στεῖρο, καί νά ταπεινωθεῖς. Καί –ὤ τοῦ θαύματος– ἔρχεται μέσα σου ὁ Χριστός. Ὅπως γεννήθηκε ἡ Παναγία ἀπό τήν ἁγία Ἄννα, ὁ Χριστός ἀπό τήν Παναγία –ἐκ Πνεύματος Ἁγίου βέβαια ὁ Χριστός– ἔτσι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου γεννιέται μέσα σου ὁ Χριστός.
Δέν χρειάζεται ἐδῶ καμιά συνάφεια, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό πῶ ἔτσι. Ἡ κάθε ψυχή εἶναι μοναδική νύμφη τοῦ Χριστοῦ, καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γεννᾶ τόν Χριστό στήν ψυχή τοῦ καθενός, ὅσο ἄγονη κι ἄν εἶναι ἀκριβῶς ὅταν εἶναι ἄγονη, Τό Ἅγιο Πνεῦμα γεννᾶ, μορφώνει μέσα στήν καθεμιά ψυχή τόν Χριστό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ καθένας, τρόπον τινά, κυοφορεῖ καί γεννᾶ τόν Χριστό.
Ὅσο κι ἄν ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά μοιάζει νά μή διαθέτει κανένα προσόν καί καμιά δύναμη. Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα. Ἐπιτρέπεται ἐμεῖς χριστιανοί ὄντες νά μήν τά λαμβάνουμε ὑπ᾽ ὄψιν αὐτά;
Προσέξτε νά δεῖτε. Ἔχουμε αὐτή τήν τάση: δέν ἐρχόμαστε κοντά στήν ἀλήθεια, κοντά στόν Χριστό, κοντά στό θαῦμα αὐτό πού κάνει στήν καθεμιά ψυχή ὁ Χριστός. Θέλουμε νά εἴμαστε ἀπό σέ ἀπόσταση. Νά τά τιμοῦμε βέβαια, νά τά σεβόμαστε, νά τά εὐλαβούμαστε ὅλα τά θεῖα πράγματα, ἀλλά νά εἶναι μακριά ἀπό ἐμᾶς· ὄχι κοντά σ᾿ ἐμᾶς.
Εἶναι τόσο ἁπλό. Ὅσο πιό ἀκατάλληλος νιώθεις, τόσο εἶσαι ὁ πιό κατάλληλος νά γεννηθεῖ μέσα σου ὁ Χριστός, νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό. Εἶσαι ὁ πιό κατάλληλος ἐσύ ὁ ἀδύνατος νά γίνεις δυνατός, ἐσύ ὁ ὁποῖος δέν ἔχεις καθόλου φῶς, νά γεμίσεις φῶς, ἐσύ ὁ ὁποῖος δέν ἔχεις, τρόπον τινά, καθόλου χάρη, νά γεμίσεις χάρη Θεοῦ. Εἶσαι ὁ πιό κατάλληλος καί ὅμως δέν τό κάνεις. ἐνεργεῖς ἀνάλογα. Μή νομίσετε ὅτι δέν γίνεται ἐπειδή εἶναι δύσκολο νά γίνει. Ὄχι. Δέν τό θέλεις. Ἀπό μακριά.
Φοβόμαστε νά νιώσουμε ὅτι μᾶς ἀνέλαβε ὁ Χριστός, ὅτι ἄρχισε νά μᾶς ἁγιάζει, ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός του. Φοβόμαστε. Φοβόμαστε αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος: «Βλέπω τό ὅλο σῶμα μου, τό ὅλο εἶναι μου ἁγιασμένο ἀπό τόν Χριστό, καί ἀμέσως δημιουργεῖται ἡ ἀπορία· Πῶς θά μεταχειριστῶ τό ὅλο σῶμα μου, τά μέλη τοῦ σώματός μου, ἀφοῦ ὅλα αὐτά εἶναι ὁ Χριστός;» Καί ἀνάλογα φυσικά συμπεριφέρεται ὁ ἅγιος.
Νά τό προσέξουμε αὐτό. Θέλει κανείς νά εἶναι χριστιανός, θέλει νά παίρνει χάρη Θεοῦ, ἀλλά δέν θέλει νά ἀφεθεῖ στά χέρια τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν ἀναλάβει καί νά τόν κάνει ὁ Χριστός αὐτό πού θέλει: νά τόν ἁγιάσει, νά τόν χαριτώσει, νά τόν φωτίσει, νά τόν καθαρίσει, νά τόν ἀναστήσει, νά τόν θεώσει. Δέν θέλει. Πάλι λέω ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο. Ὅσο πιό ἀκατάλληλος νομίζεις ὅτι εἶσαι, τόσο πιό κατάλληλος εἶσαι νά δεχθεῖς τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, διότι ἀκριβῶς ἐκεῖνος πού συνειδητοποιεῖ τό τίποτέ του, ταπεινώνεται. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος ἔχει ἰδέα ὅτι κάτι εἶναι, λυπᾶται νά χάσει τά προσόντα του, καί δέν παραδίδεται στόν Χριστό.
Ὅσο πιστεύει καί ὅσο πλησιάζει καί τά μυστήρια ἀκόμη, τό κάνει μόνο καί μόνο νά περισώσει τά προσόντά του, νά περισώσει αὐτό τό ὅτι αὐτός κάτι εἶναι καί ὅτι ξεχωρίζει ἀπό τούς ἄλλους.
Παρακαλῶ λίγο νά προσέξουμε. Γιά σκεφτεῖτε τώρα πού εἴμαστε ἐδῶ μέσα στό ναό αὐτή τήν ὥρα καί γίνεται τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς χαριτώσει. Εἴμαστε μέσα στό ἱερότερο μυστήριο. Δέν θά ἦταν τόλμη νά ποῦμε ὅτι, τρόπον τινά, καί ὁ οὐρανός εἶναι ἐδῶ στή γῆ, καθώς τελεῖται τό μυστήριο. Πῶς γίνονται αὐτά; Ὁ Θεός τό γνωρίζει. Ἀλλά ἐφόσον ὑπάρχει ὁ κόσμος καί ἡ Ἐκκλησία, ἐφόσον ὑπάρχει ἡ ἱερωσύνη, καί ἐφόσον τελεῖται τό μυστήριο, τελεῖται αὐτή ἡ ἀναίμακτη θυσία –ἔχουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ– εἶναι ἐδῶ τά πάντα: ἡ ἀποκάλυψη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα εἶναι ἐδῶ!
Ἐμεῖς τήν ὥρα αὐτή καί τήν ὅποια ὥρα ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας νά τά ψηλαφᾶ αὐτά τά πράγματα; Διότι εἶναι ὁλοζώντανα ὅλα. Ἄν προσέξετε, θά δεῖτε ὅτι κρατοῦμε ἀπόσταση, καί λέμε ὅτι τάχα δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε, ὅτι δέν ἔχουμε ἀκόμη πίστη, ὅτι τάχα μᾶς λείπει ἡ πίστη. Δέν θέλεις. Πίστη θά σοῦ δώσει ὁ Θεός. Ὅ,τι χρειάζεται θά σοῦ τό δώσει ὁ Θεός. Δέν θέλεις.
Γιά μᾶς γίνεται τό μυστήριο. Γιά μᾶς γίνεται ἡ Λειτουργία. Γιά μᾶς εἶναι παρών ὁ Χριστός, τό ἴδιο τό Σῶμα του καί τό Αἷμα του. Αὐτό νά τό προσέξουμε. Τό ὅτι δηλαδή εἴμαστε ἐμεῖς χριστιανοί, καί πῶς τό καταφέρνουμε καί σάν παίζουμε μέ τό ὅλο θέμα. Ἐδῶ δέν ἔχουμε νά κάνουμε ἁπλῶς μέ κάτι σπουδαῖο, ἁπλῶς μέ κάτι ἱερό, μέ κάτι τό ὁποῖο εἶναι πολύ σοβαρό. Ἀποκαλύπτεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔρχεται ὁ ἴδιος, εἶναι παρών ὁ ἴδιος, κάνει ὅ,τι κάνει ὁ ἴδιος, καί οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἔρχεται μέσα στίς καρδιές μας νά μᾶς μεταμορφώσει. Τί κάνουμε ἐμεῖς; Τί εἴδους πίστη εἶναι αὐτή πού ἔχουμε, πού μιά θυμόμαστε, μιά δέν θυμόμαστε, μιά συμμαζεύομαστε λίγο, καί τήν ἄλλη σάν νά μήν συμβαίνει τίποτε;
Δέν εἶναι καθόλου καλό σημάδι αὐτό συμβαίνει. Δέν προλαβαίνουμε, π.χ., νά ποῦμε «Δι᾽ εὐχῶν», καί ἀμέσως ἀρχίζουν συζητήσεις, σάν νά μήν εἴμαστε μέσα στήν ἐκκλησία, σάν νά μήν ἔγινε τίποτε ἐδῶ, σάν νά μήν εἴχαμε καμιά ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ἀμέσως ἀρχίζει τό κουβεντολόϊ γιά διάφορα ἄλλα πράγματα, πέρα ἀπό τό ὅτι, καί τήν ὥρα πού εἶναι κανείς ἐδῶ, ποιός ξέρει ποῦ εἶναι ὁ νοῦς του, ποιός ξέρει ποῦ εἶναι ἡ καρδιά του. Ὅτι εἶναι ἔτσι, εἶναι. Εἶναι μιά πραγματικότητα. Θέλεις δέν θέλεις εἶναι μιά πραγματικότητα. Δέν πρέπει νά ἀνησυχήσεις ὅμως; Δέν πρέπει; Νά ἀνησυχήσεις, νά φοβηθεῖς λίγο μέ τήν καλή ἔννοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Πώ, πώ! Πῶς τό κάνω αὐτό; Πῶς εἶμαι σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση; Πῶς ἀνέχομαι νά εἶμαι σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση; Σέ κάτι θά φταίω ἐγώ. Κάποια ἀφορμή θά δίνω ἐγώ, γιά νά εἶμαι σ᾽ αὐτό τό χάλι».
Νά ἀνησυχήσεις. Τό εἴπαμε καί ἄλλη φορά. Ὅ,τι εἶσαι, εἶσαι. Δέν μπορεῖς οὔτε νά κρυφτεῖς, οὔτε νά βγάλεις τήν ἁμαρτία ἀμέσως. Δέν μπορεῖς νά βγάλεις ἀπό μέσα σου τήν ἁμαρτία, τό κακό, ὅλη αὐτή τήν κοσμικότητα, ὅλο αὐτό τό ὁποῖο δέν εἶναι Θεός. Δέν μπορεῖς νά τό κάνεις. Ταπεινώσου ὅμως. Ταπεινώσου. Φώναξε, δεῖξε ὅτι εἶσαι ἀδύναμος. Γιατί προσπαθεῖς νά περισώσεις τήν ἁμαρτία, τόν παλιό ἄνθρωπο, τήν φιλαυτία καί δέν ἀφήνεσαι στά χέρια τοῦ Κυρίου νά σέ φτιάξει; Αὐτό εἶναι τό θέμα. Καί μοιάζει νά μήν ἔχει δύναμη ὁ Χριστός, νά μήν ἔχει δύναμη τό Εὐαγγέλιο, νά μήν ἔχει δύναμη ἡ Ἐκκλησία. Καί λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί. Ἀπό ποῦ ὥς ποῦ;
Καί εἶναι καθολικό τό φαινόμενο. Νά ἔλεγε κανείς ὅτι ὑπάρχουν καί κάποιες κακές ἐξαιρέσεις, ἀλλά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀφημένο στά χέρια τοῦ Θεοῦ γιά νά τό φτιάξει ὅπως θέλει. Δέν εἶναι ἔτσι. Πρέπει νά τά ποῦμε αὐτά τά πράγματα. Ὅλοι μας ζοῦμε πολύ φτωχικά πνευματικά, ἐνῶ μπορούσαμε νά ἔχουμε χάρη Θεοῦ. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά σώσουμε τόν πλοῦτο τόν ἀνθρώπινο, τά χαρίσματά μας, τά προσόντά μας, τίς ἐξυπνάδες μας, καί φεύγει ἡ χάρη. Ἀπό ἀπόψεως χάριτος λοιπόν τίποτε δέν ἔχουμε, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν.
Ἐπειδή λέτε ὅτι βλέπετε, γι᾽ αὐτό δέν ἔχετε φῶς, εἶπε κάποια φορά ὁ Κύριος. Ἔτσι ἔχουν τά πράγματα. Ἁπλά εἶναι ὅλα, πολύ ἁπλά, πολύ σαφή, πολύ καθαρά. Ἄς ποῦμε ἀκόμη μιά φορά ὅτι εὔκολα εἶναι, γιατί δέν περιμένει ὁ Κύριος ἐμεῖς νά σηκώσουμε κανένα βουνό, δέν περιμένει νά κάνουμε τίποτε ἀκατόρθωτο. Νά ταπεινωθοῦμε ἐνώπιον του, νά θελήσουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔκανε χριστιανούς, νά εἴμαστε χριστιανοί καί νά τόν ἀκολουθοῦμε σιγά-σιγά, ταπεινά-ταπεινά, μετανοημένα, καί –ὤ τοῦ θαύματος– θά μᾶς ἀναλάβει ὁ Κύριος καί θά μᾶς χαριτώσει. Διότι ὅλο τό θέμα εἶναι νά σέ ἀναλάβει ὁ Κύριος, καί νά τό δεῖς αὐτό καί νά ἀνταποκριθεῖς μέ εὐγνωμοσύνη καί χαρά. Ἀλλιῶς, ἄν ὅλη ἡ στάση σου εἶναι ἔτσι ὥστε νά κρατᾶς τόν ἑαυτό σου μακριά, μήν περιμένεις χάρη Θεοῦ. Ὁ Θεός, εἶναι ὁ Θεός, τό ἐγκρίνεις αὐτό, τό ἀναγνωρίζεις· οἱ ἅγιοι, εἶναι οἱ ἅγιοι, ἀλλά μακριά ἀπό σένα, μή τυχόν πλησιάσεις καί μή τυχόν σέ πλησιάσουν.
Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι λογικό πλάσμα, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν. Καί ἄν αὐτό ἴσχυε πρό τῆς πτώσεως, πολύ περισσότερο ἰσχύει τώρα, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ἄν εἶσαι ἔξω ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν πραγματικότητα, ὅτι εἶσαι κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ, καί ἡ συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου στόν Χριστό νά σέ φτιάξει ὅμοιό του, ἄν εἶσαι ἔξω ἀπ᾽ αὐτό τό πνεῦμα εἶσαι ἕνα δυστυχέστατο πλάσμα.
Καί εἶσαι, ὅταν ἔχεις περί πολλοῦ τόν ἑαυτό σου, ὅταν ἔχεις περί πολλοῦ τίς ἀρετές σου, τά προσόντα σου, πού εἶναι ἕνα τίποτε, ὅταν ἔχεις περί πολλοῦ τή φτώχεια σου, τά κουρέλια δηλαδή τοῦ παλιοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά ἔχει καμιά σχέση ὁ Κύριος μαζί σου. Δέν τόν ἀφήνεις νά ἔχει· ὄχι τίποτε ἄλλο. Μέ τό ζόρι δέν θέλει νά ἔρθει μέσα σου.
Παρακαλῶ, νά προσέξουμε καί ἀπόψε, ἐνόσω θά εἴμαστε ἐδῶ, καί σέ ὅλη μας τή ζωή. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό νά εἴμαστε συνεχῶς, καί πολύ-πολύ γρήγορα θά δοῦμε ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἀλήθειες. Καί ὁ Κύριος θά μᾶς χαριτώσει, θά μᾶς γλυκάνει, θά μᾶς παρηγορήσει, θά μᾶς βεβαιώσει ὅτι μᾶς ἀνέλαβε, ὅτι εἴμαστε δικοί του. Θά μᾶς ὁδηγήσει τελικά στήν αἰώνια βασιλεία του.
9-12-2003