Ἡ Σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου
Στόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων μεταξύ τοῦ δευτέρου καί τοῦ τρίτου ἀναγνώσματος ψάλαμε τόν στίχο· «Ἁμαρτωλοῖς καί τελώναις διά πλῆθος ἐλέους σου ἐπεφάνης Σωτήρ ἡμῶν· ποῦ γάρ εἶχε τό φῶς σου λάμψαι, εἰ μή τοῖς ἐν σκότει καθημένοις; Δόξα σοι». Ποῦ ἀλλοῦ θά ἔλαμπε τό φῶς τοῦ Κυρίου παρά σ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάθονταν καί κάθονται στό σκότος; Ὁ Κύριος ἐπεφάνη στούς ἁμαρτωλούς καί στούς τελῶνες διά πλῆθος ἐλέους· ἐπειδή εἶναι ἐλεήμων, εὔσπλαγχνος Θεός.
Γιατί κτίζουμε τοῖχο ἀνάμεσα στήν ψυχή μας καί στόν Κύριο;
Ὅταν τά ἀκούει κανείς αὐτά, ἀπό τό ἕνα μέρος χαίρεται, διότι πληροφορεῖται ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται ἀκριβῶς στούς ἁμαρτωλούς. Ἔρχεται σ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι στό σκότος· σ᾿ αὐτούς ἔρχεται τό φῶς, ὁ Κύριος. Χαίρει κανείς λοιπόν, καθώς ἀκούει αὐτά. Ἀλλά δυστυχῶς τίς πιό πολλές φορές ἀμέσως παρεμβάλλεται μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ ἐρχομένου Κυρίου ἕνας τοῖχος. Ἐνῶ κανείς ἀπό μιά πλευρά εἶναι ὁ πιό κατάλληλος, γιά νά δεχθεῖ τόν ἐλεήμονα Κύριο, εἶναι ὁ πιό κατάλληλος, γιά νά δεχθεῖ αὐτό τό φῶς, ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτωλός, ἀφοῦ κάθεται ἐν τῷ σκότει, βλέπει ἐπίσης ὅτι εἶναι ἀκατάλληλος, διότι λέει ὅτι ναί μέν ἔρχεται ὁ Κύριος γιά τούς ἁμαρτωλούς, ἔρχεται σ᾿ αὐτούς πού εἶναι στό σκότος, ὅμως ἐγώ δέν ἔκανα τίς ἐντολές του, δέν κάνω τίς ἐντολές του, δέν ζῶ σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Ἔτσι κανείς ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του, ἔτσι κανείς μόνος του κτίζει ἕναν τοῖχο ἀνάμεσα στήν ψυχή του καί στόν ἐρχόμενο Κύριο. Ἄς λένε τά τροπάρια, ἄς ψάλλουμε ὅλοι πάλι καί πάλι ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος ἔρχεται στούς ἁμαρτωλούς. Κτίζει κανείς ἕναν τοῖχο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στόν Θεό.
Καί ὅλο αὐτό γίνεται, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ. Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε. Ὄχι γιατί δέν μετετενόησε. Ἄν εἶχε μετανοήσει, δέν θά ἦταν ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι στό σκοτάδι, δέν θά ἦταν ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἁμαρτωλοί καί δέν θά ἐρχόταν γι᾿ αὐτόν ὁ Κύριος. Τώρα καλεῖται κανείς νά μετανοήσει. Ὄχι βέβαια ὅτι καλά ἔκανε πού δέν μετενόησε χθές, καλά ἔκανε πού δέν μετενόησε τόν προηγούμενο καιρό. Ἔκανε πολύ ἄσχημα, ἀλλά ἀφοῦ ὅμως ζεῖ κι ἀφοῦ τώρα ἀκούει ὅλα αὐτά, τώρα γι᾿ αὐτόν εἶναι ἡ ὥρα νά δεχθεῖ τόν Σωτήρα Χριστό, νά δεχθεῖ αὐτό τό φῶς. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς μετανοίας του.
Ἀνά πᾶσα στιγμή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει
Ἀντί λοιπόν νά σκέπτεται κανείς τί δέν ἔκανε, τί ἔπρεπε νά εἶχε κάνει καί δέν τό ἔκανε καί ἔτσι νά ὀρθώνει ἕναν τοῖχο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στόν Θεό, καλύτερα εἶναι νά σκέπτεται κανείς τί καλεῖται νά κάνει τώρα. Τώρα, τήν ὅποια στιγμή, τήν ὅποια ὥρα ἀκούει κανείς αὐτά τά μηνύματα, νά μετανοήσει. Ἑπομένως, ἐκεῖνος πού θέλει πραγματικά νά σωθεῖ δέν πιάνεται ἀπό αὐτό πού δέν ἔκανε καί δέν κλαψουρίζει. Αὐτό πού χρειάζεται εἶναι τώρα νά μετανοήσεις. Αὐτό θέλει ὁ Θεός. Νά νιώσεις ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, νά νιώσεις ὅτι εἶσαι στό σκοτάδι, νά νιώσεις ὅτι ἔχεις ἀνάγκη τοῦ φωτός, ὅτι ἔχεις ἀνάγκη τῆς σωτηρίας, νά νιώσεις ὅτι ἔρχεται εἰδικά γιά σένα καί νά μετανοήσεις.
Δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά μετανοήσει καί γι᾿ αὐτό πιάνεται ἀπό τό παρελθόν καί προσπαθεῖ κλαψουρίζοντας νά δικαιολογηθεῖ μέ τό τί δέν ἔγινε στό παρελθόν καί ἑπομένως κατά τή γνώμη του καί τώρα δέν μπορεῖ νά γίνει τίποτε. Αὐτό συμβαίνει, γιατί ἡ μετάνοια στοιχίζει. Ἡ μετάνοια τώρα, αὐτή τή στιγμή. Ὄχι χθές, προχθές, ἀλλά αὐτή τή στιγμή. Ἀνά πᾶσα στιγμή ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ καί ἔχει ἀνοικτά τά μάτια του καί δέχεται τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά συναντᾶται πρώτη φορά μέ τόν Χριστό, σάν ν᾿ ἀκούει πρώτη φορά τό μήνυμα ὅτι καλεῖται νά μετανοήσει καί μπορεῖ νά μετανοήσει.
Αὐτό σημαίνει ὄρεξη νά ἔχει κανείς νά μετανοήσει, ὄρεξη νά ἔχει νά δώσει τόν ἑαυτό του στή μετάνοια. Αὐτό στοιχίζει. Τά ἄλλα, οἱ διάφορες δικαιολογίες ὅτι δέν ἔγινε τίποτε, δέν θά γίνει, δέν γίνεται μ᾿ ἐμένα κλπ., εἶναι ὑπεκφυγές, εἶναι προφάσεις. Καί τοῦτο, γιατί κατά βάθος ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά ταπεινωθεῖ καί νά μετανοήσει, δέν θέλει νά ἀρχίσει, γιατί αὐτό θέλει κόπο, θέλει προσπάθεια, θέλει ἐγρήγορση, θέλει νά εἶναι ξύπνιος κανείς. Κατά βάθος δέν θέλει καί τάχα δικαιολογούμενος ἀφήνει τόν ἑαυτό του σέ μιά ἀκηδία, σέ μιά ἀδράνεια.
Ὅσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, θά ἔλεγα, ἀδελφοί μου, καθώς τέλειωσαν οἱ γιορτές καί ἀκοῦμε αὐτά τά λόγια τώρα, σήμερα, νά τελειώσουν ὅλες αὐτές οἱ ὑπεκφυγές καί νά φύγει ὅλη αὐτή ἡ ἀκηδία καί ἡ νωθρότητα καί ἡ ἀπροθυμία, γιά νά μετανοήσει κανείς καί νά μετανοήσει κανείς ἔστω τώρα. Φεύγουν οἱ γιορτές; Μαζί μ᾿ αὐτές ἄς φύγει καί ὅλη ἡ ἀπροθυμία, ἡ ἀκηδία, ἡ ἀδράνεια καί ἡ ἀμετανοησία.
Ἄς μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου. Ἀληθινά νά μετανοήσουμε, καί ὁ Κύριος θά δεχθεῖ τή μετάνοιά μας καί θά γίνει γιά μᾶς Σωτήρ, θά γίνει γιά μᾶς φῶς, ἁγιασμός, σωτηρία. Σωτηρία στόν κόσμο αὐτό καί σωτηρία αἰώνια.
7-1-1986