Τῶν ἁγίων μαρτύρων καί αὐταδέλφων Πευσίππου, Ἐλασίππου καί Μεσίππου καί Νεονίλλης τῆς μάμμης αὐτῶν
Οὗτοι οἱ ἅγιοι κατήγοντο ἀπό τήν Καππαδοκίαν, μονόκοιλοι ὄντες καί οἱ τρεῖς, πολλά δέ ἐπιτήδειοι εἰς τό νά ἱππεύωσι καί νά ἡμερώνωσι τούς νέους καί ἀγρίους ἵππους καί εἰς τό νά τρέχωσι μέ αὐτούς εἰς τήν πεδιάδα. Ἐν ὧ καιρῷ δέ εἶχον μίαν ἑορτήν εἰς τήν πατρίδα των, καλουμένην τοῦ Νεμεσίου Διός, ἐκάλεσαν καί τήν μάμμην των Νεονίλλαν διά νά τήν φιλεύσωσιν, ἡ δέ γερόντισσα διδαγμένη οὖσα τήν εἰς Χριστόν πίστιν διηγήθη εἰς τούς τρεῖς ἐγγόνους της τήν περί ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν καί ἐνέπαιζε τά εἴδωλα. Ἡ διήγησις δέ αὕτη ἔγινεν εἰς τούς νέους ἀφορμή πίστεως καί σωτηρίας, διότι ταῦτα διηγουμένης τῆς μάμμης αὐτῶν ἐνθυμήθη ὁ καθ᾿ εἷς ἀπό αὐτούς ὅ,τι εἶδε εἰς τόν ὕπνον του. Ταῦτα δέ ὡδήγουν αὐτούς εἰς τό νά πιστεύσωσι τῷ Χριστῷ. Εὐθύς λοιπόν καί οἱ τρεῖς ἅγιοι ἐκρήμνισαν τά εἴδωλα καί τόν Χριστόν παρρησίᾳ ὁμολογήσαντες ἐβλήθησαν ἀπό τούς αὐθέντας αὐτῶν Ἕλληνας εἰς τήν πυράν. Καί ἐκεῖ τελειωθέντες οἱ μακάριοι ἐκομίσαντο τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Θά ἔλεγε κανείς ὅτι οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι πολύ εὔκολα ἔγιναν ἅγιοι, χωρίς νά χρειαστεῖ γιά πολύ καιρό νά κουραστοῦν, νά κοπιάσουν. Ἔγιναν ὅμως διά τοῦ μαρτυρίου ἅγιοι. Ὁ ἅγιος ὑφίσταται μαρτύριο. Δηλαδή ἀπό κάποια πλευρά εἶναι ἤδη ἅγιος κανείς, ἤδη ἔχει μέσα του τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί πηγαίνει μέ πολύ καλή διάθεση στό μαρτύριο καί τό ὑφίσταται καί ἔτσι τελειοῦται.
Ἁπλά εἶναι τά πράγματα. Ἄκουσαν οἱ τρεῖς αὐτοί νέοι ἀπό τή γιαγιά τους τίς διηγήσεις πού τούς εἶπε, καί καθώς, ὅπως λέει ὁ Συναξαριστής, εἶχαν δεῖ κάτι σχετικό κι ἐκεῖνοι στόν ὕπνο τους, ἀμέσως πίστεψαν, καί μάλιστα τόσο-τόσο πολύ, πού ἦταν ἕτοιμοι καί νά μαρτυρήσουν, ὅπως καί μαρτύρησαν: τούς ἔριξαν στή φωτιά.
Ὄχι μόνο μέσα ἀπό τά διάφορα σημειώματα πού διαβάζω, ἀλλά καί πάνω στήν πράξη ἐπανειλημμένως διαπίστωσα τό ἑξῆς: Καθώς στά χρόνια μας δέν ἔχουμε μαρτύρια, καί κατά κάποιον τρόπο τό μαρτύριο στά χρόνια μας εἶναι ἡ ὑπακοή, ὅποια ψυχή ὑπακούει, ἀλλά ὑπακούει ὅμως καθαρά, χωρίς διψυχία, μέ ἀγαθότητα, ὑπακούει σάν μέσα στήν ὑπακοή νά βρῆκε μέλι καί δέν θέλει μέ τίποτε νά τό ἀφήσει, καί ἔτσι πορεύεται τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, ὅποια λοιπόν ψυχή ἔτσι ὑπακούει, γίνεται θαῦμα.
Βέβαια, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τά κανόνισε σήμερα νά εἶναι ἀλλιῶς: νά μήν ἔχουμε μαρτύρια, πού ἀμέσως τελειώνει κανείς, ἀμέσως ἀποθνήσκει. Ὁ Θεός ξέρει πόσο θά διαρκέσει ἡ ζωή, ἀλλά ὅποιος κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὄχι ἀπλῶς ὠφελεῖται, ὄχι ἁπλῶς προκόπτει, ἀλλά βλέπει, νιώθει, βιώνει θαύματα· θαύματα πνευματικῆς προκοπῆς. Ἀλλαγή πνευματική πού δέν γίνεται ἀλλιῶς, γίνεται μόνο μέ τήν ὑπακοή.
Γνωριζόμαστε τόσο πολύ καί τά λέμε τόσο συχνά, καί μοιάζει νά ἔχουμε καλή διάθεση. Ὅμως νά μή μᾶς πέσει βαρύ ἄν θά πῶ ὅτι δέν ἔχουμε ὑπακοή. Ὑπακοή τέτοια πού θαυματουργεῖ δέν ἔχουμε. Καί ὅλοι μας –κι ἐγώ κι ἐσεῖς– νά κανονίσουμε, νά δοῦμε τί θά κάνουμε. Χωρίς ἀμφιβολία ἡ ψυχή πού κάνει ἀληθινή ὑπακοή περνάει ἀπό χάρη σέ χάρη, ἀπό βίωμα ἁγίας ζωῆς πρός βίωμα ἁγίας ζωῆς, ἀπό χαρά σέ χαρά. Χωρίς ἀμφιβολία.
Εἶναι μυστήριο πῶς, ἐνῶ ἔχουμε καλή διάθεση, τελικά μένουμε ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή. Εἶναι μυστήριο καί αὐτό. Ὁ Θεός νά μᾶς λυπηθεῖ καί νά πάρει τό ἐμπόδιο πού ὑπάρχει, ὥστε νά θελήσουμε νά μποῦμε στό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς, πού ὁδηγεῖ στό μυστήριο τῆς θαυμαστῆς πορείας τῆς ψυχῆς.
16-1-1995