Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ.
Οὗτος ὁ ἅγιος ἦτο κατά τούς χρόνους Κώνσταντος, τοῦ πατρός μέν Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου, ἐγγόνου δέ ὄντος Ἡρακλείου, ἐν ἔτει χογ’ (673). Ἐπειδή δέ ἐτιμήθη ἀπό τούς βασιλεῖς μέ μεγάλας τιμάς καί ἐφάνη ἱκανός εἰς τάς πολιτικάς διοικήσεις, διά τήν σοφίαν τῶν λόγων του καί διά τόν τρόπον καί τήν ἀγαθήν του προαίρεσιν, μάλιστα δέ διά τήν σύνεσιν, ἥν εἶχεν ἐκ τῆς πολυκαιρίας εἰς τό νά συμβουλεύῃ καλῶς τά πρακτέα. Διά ταῦτα, λέγω, πάντα ἀνεβιβάσθη εἰς τό ἀξίωμα τοῦ Πρωτοασηκρήτου καί ἔγινε συγκοινωνός εἰς τάς βουλάς τῶν βασιλέων. Ἐπειδή δέ ἀνοήτως καί δυσσεβῶς τῷ τότε καιρῷ ἐπεκράτει ἡ πονηρά καί αἱρετική δόξα τῶν μίαν θέλησιν ἐπί Χριστοῦ φρονούντων, οἱ ὁποῖοι διά τῆς αἱρέσεως ταύτης ἀνῄρουν τάς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦτο ἐπροτίθεντο εἰς τάς ἀγοράς καί εἰς τάς ἐκκλησίας διατάγματα καί ὁρισμοί βασιλικοί ὑπερασπίζοντες καί στερεώνοντες τήν αἵρεσιν ταύτην. Τότε λοιπόν ὁ φερωνύμως μέγιστος οὗτος Μάξιμος (Μάξιμος λατινιστί σημαίνει μέγιστος) δέν ὑπέφερε νά συγκοινωνῇ μέ τήν δυσσέβειαν τῶν δυσσεβῶν. Ὅθεν ἀφήσας τάς βασιλικάς τιμάς καί τάς κοσμικάς ἐξουσίας ἐπροτίμησε καλλίτερον νά εἶναι παρερριμένος εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, παρά νά κατοικῇ εἰς τά σκηνώματα τῶν ἁμαρτωλῶν, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ. Καί ἐλθών εἰς τό μοναστήριον τό εὑρισκόμενον εἰς τήν Χρυσόπολιν (τό νῦν Σκούταρι) ἐκούρευσε τά μαλλία τῆς κεφαλῆς καί ἔγινε μοναχός· ὕστερον δέ ἔγινε καί ἡγούμενος τοῦ ἰδίου μοναστηρίου.
Δύο θέματα ἄξια προσοχῆς
Θά ἤθελα νά σημειώσουμε δύο μικρά θέματα. Τό ἕνα εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ἦταν τυχαῖο πρόσωπο. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἦταν μεγάλη διάνοια καί σοφός καί γι᾿ αὐτό ἦταν σύμβουλος τῶν βασιλέων. Ἀλλά ἦταν ἅγιος. Ἐκεῖνο πού βαρύνει ἐδῶ εἶναι ὅτι ἦταν ἅγιος καί ὄχι ὅτι ἦταν σοφός. Διότι κάποιος μπορεῖ νά μήν εἶναι σοφός, ὅσο ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀλλά ἄν εἶναι ἅγιος, εἶναι ἅγιος. Ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ ὄχι γιατί ἦταν σοφός ἤ γιατί εἶχε κάτι τό ἰδιαίτερο, ἀλλά γιατί ἦταν ἅγιος. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἅγιος _ἔρχομαι στό δεύτερο θέμα_ ὅταν δυσκόλεψαν τά πράγματα, ὅταν ἦλθαν ἔτσι τά πράγματα πού δέν μποροῦσε νά γίνει διαφορετικά, ἐγκαταλείπει τή θέση, τό ἀξίωμα καί τήν ὁποιαδήποτε ἐπικοινωνία καί ἀναστροφή μέ τό προηγούμενο περιβάλλον του, τά ἐγκαταλείπει ὅλα καί φεύγει. Πηγαίνει στό μοναστήρι καί γίνεται μοναχός.
Θά ἤθελα λοιπόν νά προσέξουμε, παρακαλῶ, καταρχήν αὐτό τό πρῶτο θέμα, ὅτι δέν ἔχει σημασία, ἐάν ἔχεις τό ἕνα τάλαντο ἤ τό ἄλλο τάλαντο, τή μιά ἀξία ἤ τήν ἄλλη ἀξία, τήν μιά ἤ τήν ἄλλη ἱκανότητα. Κάτι θά ἔχεις. Ἤ κάτι μεγάλο ἤ κάτι μικρό ἤ κάποια πολλά ἤ κάποια λίγα. Ὅμως δέν εἶναι αὐτό πού μετράει. Ἐκεῖνο πού μετράει εἶναι, ἐάν ζεῖς ἁγία ζωή. Καί μάλιστα ὅταν ἔχεις καί κάποιες τέτοιες ἀξίες καί ζεῖς ἁγία ζωή, θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἡ ἁγία ζωή εἶναι ἀκόμη πιό καλή. Ὄχι ἐπειδή οἱ ὁποιεσδήποτε ἱκανότητές σου τήν κάνουν πιό καλή, ἀλλά ἐνῶ ἔχεις αὐτά καί εἶναι ἕνας πειρασμός _στίς ἡμέρες μας εἶναι πολύ σπάνιο νά ἔχει κανείς κάποιες ἱκανότητες καί νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπ᾿ αὐτές καί νά κοιτάει νά ζήσει ἁγία ζωή_ ἐνῶ λοιπόν εἶναι ἕνας πειρασμός αὐτά, ἐπειδή τά περιφρονεῖ κανείς καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπ᾿ αὐτά καί ζεῖ τήν ἁγία ζωή, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἁγία ζωή, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, εἶναι καλύτερη. Ὄχι ὅτι οἱ ἱκανότητες αὐτές ἤ τά τάλαντα αὐτά προσδίδουν στήν ἁγιότητα περισσότερη αἴγλη.
Καί τό δεύτερο εἶναι, ὅταν ἔλθουν ἔτσι τά πράγματα πού κινδυνεύει ἡ σωτηρία σου, βλάπτεται ἡ ζωή σου, δηλαδή ἡ ἁγία ζωή, ἡ πνευματική ζωή, νά μή διστάσεις καθόλου νά ἀπορρίψεις ὅ,τι χρειάζεται νά ἀπορρίψεις, καί νά φύγεις ἀπ᾿ ὅπου πρέπει νά φύγεις. Μή διστάσεις καθόλου νά κόψεις μέ τό μαχαίρι, ἄν γίνεται, ὅ,τι σ᾿ ἐμποδίζει στήν ἁγία ζωή. Ὄχι ἁπλῶς στήν κάποια χριστιανική ζωή ἀλλά στήν ἁγία ζωή.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι δέν ἔγινε ἀπό μικρός μοναχός. Ἦλθαν ἔτσι τά πράγματα καί τόν κάλεσαν στά ἀνάκτορα νά βοηθήσει καί πῆγε εὐχαρίστως νά δώσει συμβουλές. Καθώς ἦταν ἁγνός καί ἁπλός ἄνθρωπος, δέν πονηρεύτηκε ὅτι ἐκεῖ θά δυσκολευόταν καί μάλιστα λόγω τῆς αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει τίποτε ἄλλο καί τό καλύτερο πού ἔχει νά κάνει εἶναι νά πάει στό μοναστήρι, σηκώθηκε καί πῆγε.
Ἔπειτα πυρποληθείς ἀπό θεϊκόν ζῆλον μεταβαίνει εἰς τήν παλαιάν Ρώμην καί πείθει τόν μακαριώτατον Πάπαν Μαρτῖνον νά ἀθροίσῃ τοπικήν σύνοδον καί νά ἀναθεματίσῃ τούς ἀρχηγούς τῶν Μονοθελητῶν. Οὐ μόνον δέ τοῦτο τό γενναῖον ἔργον ἐποίησεν ὁ τρισόλβιος, ἀλλά καί λόγους καί ἐπιστολάς συνέγραψεν ἐλέγχων τούς οὕτω φρονοῦντας αἱρετικούς καί βεβαιώνων μέ συλλογιστικάς ἀποδείξεις καί μέ Γραφικάς μαρτυρίας τήν ἀκρίβειαν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, τά ὁποῖα ἔστειλεν εἰς διάφορα μέρη καί Ἐκκλησίας τῆς οἰκουμένης.
Ὅτε δέ ἐπέστρεψεν ἀπό τήν Ρώμην εἰς Κωνσταντινούπολιν κατακρίνεται ὡς ὑπεύθυνος ὁμοῦ μέ τούς δύο μαθητάς του Ἀναστασίους καλουμένους ἀπό τήν βασιλικήν Σύγκλητον τῶν ἀρχόντων, ἡ ὁποία ἐσυμφώνει εἰς τήν αἵρεσιν τοῦ βασιλέως. Ὁ δέ ἅγιος βλέπων ὅτι ὅλοι ἐπείθοντο εἰς τό φρόνημα τοῦ βασιλέως, ὄχι μόνον αὐτός ἀντεστάθη εἰς αὐτούς, ἀλλά καί τούς ἄλλους ὑπεκίνησε νά ἐναντιωθῶσι, πείθων αὐτούς νά φρονῶσι τά ἐναντία τῶν Μονοθελητῶν, διά μέσου τῶν σοφῶν του ἐπιστολῶν.
Σέ θέματα πίστεως ἀξίζει νά ὑποστεῖ κανείς τά πάντα
Ὅταν εἶναι θέμα πίστεως, τότε δέν ὑπάρχει τίποτε νά σ᾿ ἐμποδίζει. Τά παίζεις ὅλα γιά ὅλα. Ὅταν εἶναι θέμα πίστεως. Καί τήν ἡσυχία ἀφήνει κανείς καί τήν ὁποιαδήποτε ἄλλη πνευματική βόλεψη καί ξεπερνάει τήν ὅποια δυσκολία, γιά ν᾿ ἀγωνισθεῖ ὑπέρ τῆς πίστεως. Γιατί ἡ ἀληθινή πίστη εἶναι ἡ σωτηρία. Δέν εἶναι ἡ πίστη, ἄς ποῦμε, ἁπλῶς κωδικοποίηση κάποιων νόμων, πού πρέπει νά τούς μάθει κανείς καί νά τούς γνωρίζει, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή.
Κάποια φορά, ἀφοῦ δίδαξε ὁ Χριστός, πολλοί ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν του, ἐπειδή δέν δέχονταν τόν λόγο του, ἔφυγαν καί δέν πήγαιναν πιά μαζί του, καί ὁ Κύριος εἶπε στούς δώδεκα· «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» Καί οἱ μαθηταί μέ τό στόμα τοῦ Πέτρου εἶπαν· «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις».1 Τά λόγια δηλαδή τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν μιά διδασκαλία, μιά κάποια διδασκαλία, μιά κάποια φιλοσοφία. Ἦταν λόγια ζωῆς. Τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τῆς θείας ζωῆς. Καί ὅταν κανείς ἔχει τή ζωή, τή θεία ζωή, ἔχει σωτηρία, εἶναι στή σωτηρία, εἶναι σεσωσμένος. Ὅταν δέν ἔχει θεία ζωή καί εἶναι μέσα του ἡ ἁμαρτία, δέν εἶναι σεσωσμένος.
Ἡ πίστη λοιπόν, ἡ ἀληθινή πίστη, εἶναι σωτηρία, καί γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀξίζει κανείς νά μαρτυρήσει, γιά νά ζήσει κατά Θεόν, ἔτσι ἀξίζει νά μαρτυρήσει, ἀξίζει νά πάθει τά πάντα καί νά ὑποστεῖ τά πάντα, γιά τήν ἀληθινή πίστη. Ὅπως ὁ ἅγιος ἐγκατέλειψε τήν ὁποιαδήποτε βόλεψή του ὑπέρ τῆς πίστεως, γιατί αὐτό ἦταν ἡ σωτηρία γι᾿ αὐτόν καί ἡ σωτηρία γιά ὅλο τόν λαό, αὐτή ἡ ἀληθινή πίστη.
Διά ταῦτα λοιπόν πέμπεται ἐξόριστος εἰς μίαν φυλακήν κατά τό μέρος τῆς Θράκης. Ἐπειδή δέ ἐπέμενεν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν τῆς πίστεως, τούτου χάριν ἔκοψαν τήν χεῖρα καί τήν γλῶσσαν του καί ἀπό ἐκεῖ τόν ἔπεμψαν ἐξόριστον εἰς τήν τῶν Λαζῶν χώραν. Καί ἐκεῖ μένων τρεῖς χρόνους καί μόνος του ὑπηρετῶν εἰς τάς ἰδίας του χρείας ἔγινε πλήρης ἡμερῶν. Ὀλίγον δέ ἀσθενήσας ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ καί ἐνεταφιάσθη εἰς τό ἐκεῖ μοναστήριον τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου ἐνεργῶν καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν πολλά θαυμάσια.
Λέγουσι δέ ὅτι, καί ἀφ᾿ οὗ ἔκοψαν τήν ἱεράν γλῶσσάν του, ἀποκατέστη πάλιν αὐτή παρά Θεοῦ ὑγιής ὡς τό πρότερον, ὅθεν καί ἐλάλει τρανῶς καί καθαρῶς μέ αὐτήν, ἐνόσῳ ἦτο εἰς τήν παροῦσαν ζωήν. Ἀπό τούς δύο δέ μαθητάς του, τούς ὀνομαζομένους Ἀναστασίους, τοῦ μέν μεγαλυτέρου κατά τήν ἡλικίαν Ἀναστασίου ἔκοψαν τήν γλῶσσαν καί τήν χεῖρα παρομοίως, ὡς καί τοῦ διδασκάλου του, καί ἐξώρισαν αὐτόν εἰς μακρινόν τόπον, ὁ δέ νεώτερος Ἀναστάσιος ἐπέμφθη καί αὐτός ἐξόριστος εἰς ἕν φρούριον τῆς Θράκης καί ἐκεῖ τελειώσας τήν ζωήν ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ.
Νά κάνουμε τό πᾶν γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας
Ἀπόψε πού κάνουμε ὅπως κάθε χρόνο μνημόσυνο γιά τήν ψυχή τοῦ πατρός Τιμοθέου, θά ἤθελα σάν συνέχεια αὐτῶν νά προσθέσω, ἤ ἀναφερόμενος στόν πατέρα Τιμόθεο νά πῶ ὅτι εἶχε αὐτό τό πνεῦμα ὁ πατήρ Τιμόθεος. Ἐκεῖνο δηλαδή πού τόν ἔνοιαζε, πού τόν ἐνδιέφερε, ἦταν νά κάνει ὅ,τι χρειάζεται γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί ὅ,τι χρειάζεται γιά τή σωτηρία τῶν γύρω του καί ὄχι νά κερδίσει μιά κάποια θέση, νά ἔχει ἕνα κάποιο ἀξίωμα ἤ νά χαθεῖ μέσα σέ διάφορα θέματα.
Εἶναι ἐνδεχόμενο νά τό πάθει ἕνας ἄνθρωπος σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Δηλαδή νά μπερδευτεῖ μέ διάφορα θέματα, μέ διάφορα ζητήματα, πού φαίνονται ὥς ἕνα σημεῖο ὅτι εἶναι χρήσιμα, ὅτι ἀξίζει ν᾿ ἀσχοληθεῖ κανείς μ᾿ αὐτά, ὅτι ἀξίζει νά δώσει κάποιον χρόνο σ᾿ αὐτά, ἀλλά συγχρόνως ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο να παγιδευθεῖ κανείς. Ὅπως ἐπίσης εἶναι ἐνδεχόμενο νά παγιδευθεῖ κανείς σέ κάποια πλάνη.
Σήμερα δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κηρύσσονται ἀναφανδόν αἱρέσεις. Οἱ αἱρέσεις εἶναι γνωστές ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κηρύσσονται ἀναφανδόν αἱρέσεις καί αἱρετικά πράγματα. Ὅμως πολλά πού λέγονται, ἔτσι ὅπως λέγονται, ἔχουν δόση πλάνης. Ὅπως ἐπίσης πολλά, ἔτσι ὅπως βιοῦνται, ἔχουν δόση πλάνης. Καί εἶναι ἐνδεχόμενο, ἄν δέν προσέξει κανείς, νά παρασυρθεῖ, νά μπλέξει, νά παγιδευθεῖ σέ κάτι τέτοια, καί νά φαίνεται ὅτι κάνει κανείς σπουδαῖα πράγματα, ἐνῶ δέν εἶναι στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Νά μήν εἶναι δηλαδή ἡ σωτηρία τό οὐσιαστικό ἀλλά ἄλλα πράγματα.
Νά τονίσουμε ἐπίσης αὐτό· Ὁ πατήρ Τιμόθεος θά μποροῦσε νά ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό ἄλφα ἤ βήτα πνεῦμα, ἀπό τή μιά ἤ τήν ἄλλη κατάσταση. Ὅμως δέν ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ἐπηρεασθεῖ, ἄσχετα ἄν αὐτό εἶχε κάποιες συνέπειες. Συνέπειες ἐξωτερικές. Δηλαδή φαινόταν σάν νά μήν εὕρισκε ὁ λόγος του μεγάλη ἀπήχηση, σάν νά μήν εὕρισκε ὁ λόγος του τήν ἀπήχηση πού θά εὕρισκε, ἄν εἶχε ἄλλου εἴδους πνεῦμα. Δέν εἶχε αὐτό σημασία. Σημασία εἶχε νά ἔχει μέσα στήν ψυχή του τό ἀληθινό πνεῦμα καί ὄχι πνεῦμα πλάνης καί σ᾿ αὐτό νά δώσει τή ζωή του καί σ᾿ αὐτό νά δώσει ὅλους τούς κόπους του. Πράγμα πού ἔκανε, χωρίς νά ἐπηρεασθεῖ, ὅπως εἴπαμε, ἀπό ἐξωτερικά πράγματα· μήπως κάποιος στενοχωρεθεῖ ἤ δυσαρεστηθεῖ, μήπως κάποιος τόν παρεξηγήσει, μήπως κάποιος θά σχηματίσει τήν ἄλφα ἤ τή βήτα γνώμη. Δέν εἶχε αὐτό καμιά σημασία. Ἐκεῖνο πού εἶχε σημασία εἶναι νά σκέπτεται τή σωτηρία, νά κάνει τό πᾶν γιά τή σωτηρία τῆς δικῆς του ψυχῆς καί τή σωτηρία ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θά ἤθελαν, ἄς ποῦμε, νά ἐπηρεασθοῦν ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶναι κάτι πού σέ κάθε ἐποχή, καί στή δική μας, πρέπει νά τό προσέχουμε.
Ὅπως λέγαμε, νομίζω, τελευταῖα, ὅταν κανείς βαθιά μέσα στήν ψυχή του ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια, ζητᾶ τήν ἀλήθεια, δέν εἶναι πολύ δύσκολο νά δεῖ ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί νά τήν ἀσπασθεῖ καί μέ ὅλη του τήν ψυχή, μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, νά ἐγκολπωθεῖ τήν ἀλήθεια, νά ζήσει τήν ἀλήθεια καί νά διαλαλήσει αὐτή τήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι πολύ δύσκολο. Μπερδεύεται κανείς, ὅταν δέν εἶναι πολύ εἰλικρινής ἡ διάθεσή του, ὅταν ἀπό μέσα του χαρίζεται στά πάθη του, στίς ἀδυναμίες του, χαρίζεται στή φιλαυτία του, χαρίζεται στή βόλεψή του. Τότε θολώνουν τά πράγματα, καί δέν βλέπει κανείς ποιό εἶναι τό ἀληθινό, ποιό εἶναι τό σωστό.
Τελειώνοντας _γιατί δέν θέλω νά σᾶς κουράσω_ θά παρακαλοῦσα νά τό προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν πολλά πράγματα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο πού μᾶς ἀποσποῦν, πού μᾶς αἰχμαλωτίζουν, πού λάμπουν, πού μᾶς ἐπηρεάζουν. Καί κυρίως θά ἔλεγα ὅτι μέσα μας ὑπάρχουν κάποιες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες μᾶς παρασέρνουν πρός τά ἐδῶ ἤ πρός τά ἐκεῖ. Ὅμως μία ζωή ἔχουμε. Δέν ἔχουμε πολλές ζωές καί μάλιστα δέν ἔχουμε ἐξασφαλισμένη τή χρονική διάρκεια τῆς ζωῆς μας. Δέν ξέρουμε πόσο θά διαρκέσει αὐτή ἡ μία ζωή πού ἔχουμε. Μπορεῖ νά διαρκέσει πολύ, μπορεῖ νά διαρκέσει λίγο, μπορεῖ νά διαρκέσει γιά χρόνια ἀκόμη ἤ νά ἔλθει πολύ σύντομα τό τέλος. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουμε αὐτό τό πνεῦμα τῆς πολυτελείας καί νά χάνουμε τόν καιρό μας, ἐπειδή μᾶς χρειάζονται κάποια πράγματα, ἐπειδή ξεγελιόμαστε ἀπό κάποια πράγματα. Δέν ἐπιτρέπεται ν᾿ ἀφηνόμαστε σέ μιά τέτοια πολυτέλεια.
Ὁ ἄνθρωπος κάθε φορά πού ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν»,2 κάθε φορά πού σκέπτεται τίμια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρίς καθόλου χρονοτριβή, τήν ἴδια στιγμή, νά βάζει κάτω τόν ἑαυτό του καί ἄν, ὅσο μπορεῖ νά δεῖ, βλέπει ὅτι δέν εἶναι σωστά στήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί κάποια ἄλλα πράγματα τόν ξεγελοῦν, κάποια ἄλλα πιό πολύ τόν παρασέρνουν, νά μή διστάζει καθόλου νά κόψει τά νήματα πού τόν δένουν μ᾿ αὐτά τά πράγματα. Καί δέν πρέπει νά ἐπηρεάζεται, ἔστω κι ἄν χάσει, κι ἄν ζημιωθεῖ, ἔστω κι ἄν δέν δώσει καλή ἐντύπωση σέ κάποιους, ἔστω κι ἄν φαίνεται ὅτι σάν νά χάνει τή ζωή του.
Κανένας ἅγιος δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τέτοια δολώματα καί δελεάσματα. Κανένας ἅγιος. Μέ εὐθύτητα, μέ εἰλικρίνεια καί μέ τιμιότητα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἦταν στήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ὅσο κι ἄν τούς στοίχιζε. Ἄλλοτε τούς στοίχιζε νά χάσουν τοῦτο κι ἐκεῖνο, ἄλλοτε τούς στοίχιζε νά χάσουν κάποια μέλη τοῦ σώματός τους, ὅπως στοίχισε στόν ἅγιο Μάξιμο, καί ἄλλοτε τούς στοίχιζε τήν ἴδια τή ζωή. Ἀλλά αὐτό καθόλου δέν τό σκέπτονταν.
Αὐτό τό πνεῦμα λείπει. Θ᾿ ἀναφερθῶ πάλι στόν ληστή. Ὁ ληστής, ὁ καλός ληστής, ἐπάνω στόν σταυρό του δίπλα στόν Χριστό δέν σκέπτεται ὅτι πάει ἡ ζωή του, ὅτι πονάει, καί νά γινόταν κάτι νά γλιτώσει, ἀλλά καταδικάζοντας πλήρως τόν ἑαυτό του, λέει στόν Κύριο· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».3
Κι ἐσύ, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, ἄν αὐτό ἔχεις στή σκέψη σου, ἄν αὐτό ἔχεις στήν ψυχή σου, νά σέ θυμηθεῖ ὁ Κύριος στήν Βασιλεία του, νά ζητᾶς τή Βασιλεία του, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»,4 νά ζητᾶς τή σωτηρία σου, νά ζητᾶς τόν Χριστό καί ὄχι ἄλλα πράγματα, ἄν λοιπόν κι ἐσύ αὐτά ἔχεις στήν ψυχή σου, τότε κι ἐσύ θ᾿ ἀκολουθήσεις τήν ὁδό τῶν ἁγίων.
Καί ὁ Θεός θά σ᾿ ἀξιώσει νά πάθεις, ὅπως ἔπαθαν καί οἱ ἅγιοι, ὥστε ἔτσι νά ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή σου καί νά ζήσεις ἁγία ζωή, ὅσο ζήσεις σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί νά εἶσαι μιά μαρτυρία γιά τούς ἄλλους καί ὅταν φύγεις ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο, νά ζήσεις αἰώνια.
21-1-1988