Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος
Νά πῶ ἀκόμη μιά φορά: πόσο ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, τήν ψυχή μας, πού δέν διαβάζουμε συνεχῶς τούς βίους τῶν ἁγίων. Καί πόσο ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, πού δέν ἐμπνεόμαστε ἀπό τό ἴδιο Πνεῦμα καί δέν μιμούμαστε τή ζωή τους.
Ἀκόμη μιά φορά τουλάχιστον σ᾿ ἐμένα πολλή ἐντύπωση κάνουν καί οἱ μάρτυρες καί οἱ ὅσιοι· ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὅποιοι ἅγιοι. Βλέπουμε ὅλους σάν νά μήν εἶναι αὐτοί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, τῆς κοινωνίας αὐτῆς, σάν νά μήν εἶναι ἄνθρωποι ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, πού θέλουμε νά βολέψουμε τή ζωή μας, νά τακτοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας, νά ἔχουμε τήν μιά ἐπιτυχία, νά ἔχουμε τήν ἄλλη ἐπιτυχία.
Σήμερα, καθώς εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ὅλο πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ, ἀκόμη καί μοναχός –μοναχή– πάει νά γίνει κανείς, κι ἐκεῖ στό μοναστῆρι τό βόλεμα πάλι ἀναζητάει ὁ καθένας. Καί μπορεῖ νά εἶναι τό βόλεμα τό ἐξωτερικό, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί τό βόλεμα τό ἐσωτερικό. Δέν λέγεται τό πόσο τυραννοῦνται οἱ ψυχές ἀπό αὐτή τήν τακτική.
Καί οἱ μέν ἄνθρωποι οἱ κοσμικοί, οἱ ἄνθρωποι πού δόθηκαν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τά κάνουν ἔτσι, τά κάνουν ἀλλιῶς, καί τακτοποιοῦνται. Ἀλλά ὅσοι εἴμαστε χριστιανοί καί πιστεύουμε στόν Χριστό καί θέλουμε νά σωθεῖ ἡ ψυχή μας, θέλουμε νά κερδίσουμε τόν παράδεισο, πόσο λάθος κάνουμε πού δέν μιμούμαστε τούς ἁγίους, πού δέν ἐμπνεόμαστε ἀπό τό πνεῦμα τους καί ἐπιδιώκουμε τό βόλεμα.
Καί εἶναι ὅλοι ἐπηρεασμένοι ἀπό αὐτό τό πνεῦμα. Ὅπως εἴπαμε, ἀκόμη καί μοναχοί καί ἀφιερωμένοι. Ἄλλο εἶναι νά παραδώσεις τόν ἑαυτό σου στόν Θεό καί ἀπό κεῖ καί πέρα σέ ἀναλαμβάνει καί σέ κυβερνάει αὐτός. Καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη. Αὐτό θά πεῖ ὅτι παρέδωσες τόν ἑαυτό σου στόν Θεό. Νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη πλέον. Μήν παίζεις μέ τήν παράδοση αὐτή καί μιά παραδίνεσαι, μιά δέν παραδίδεσαι, τάχα παραδίδεσαι, ὅμως ἐπηρεάζεσαι ἀπό τό ἕνα καί ἀπό τό ἄλλο.
Καί νά ἔχει ἐμπιστοσύνη κανείς στόν Χριστό, στόν ὁποῖο παραδίδεται, ἀλλά καί νά παραδίδεται, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει αὐτό. Καί τί θά στοιχίσει; Τόν θάνατο θά στοιχίσει· δέν θά στοιχίσει τίποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει κανείς ὁ ὁποῖος θά ἐξαιρεθεῖ. Ὅλοι θά περάσουν ἀπό αὐτή τήν πραγματικότητα, ὅτι θά πεθάνει κανείς γιά τόν ἑαυτό του. Τελείωσε! Κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν προσόντα κι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν, κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἱκανότητες, κι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν. Ὅλοι θά πεθάνουν. Θά πεθάνουν ὡς πρός τίς ἐλπίδες αὐτές, ὡς πρός τό βόλεμα, ὡς πρός τήν ἱκανοποίηση, ὡς πρός τό νά νιώθουν ἔτσι, νά νιώθουν ἀλλιῶς.
Καί ἐμπιστευόμαστε στόν Κύριο, χωρίς νά παίζουμε μαζί του, καί ἐμπιστευόμαστε ἔτσι πού παραδίδουμε τόν ἑαυτό μας σέ θάνατο ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει. Αὐτό κάνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Καί στά χρόνια τῶν διωγμῶν, πού μαρτυροῦν, καί ὕστερα στά χρόνια πού φεύγουν στίς ἐρήμους αὐτό κάνουν. Δέν βλέπουμε κανέναν νά νοιάζεται νά βολέψει τόν ἑαυτό του, νά σώσει τόν ἑαυτό του ἤ νά ὁρίζει, νά κυβερνάει τόν ἑαυτό του. Ὅλοι παραδίδονται στόν Χριστό, καί εἶναι χαρά τους αὐτή. Καί οὔτε νοιάζονται ἐάν θά δυσκολευτοῦν ἤ θά μαρτυρήσουν ἤ θά ὑποφέρουν. Αὐτό δέν τούς ἀπασχολεῖ καθόλου. Ἐκεῖνο πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τούς μεθάει, τούς ἑλκύει, τούς σκλαβώνει.
Δέν εἶναι γιά μᾶς ἔτσι τά πράγματα. Βέβαια, θά γίνει σιγά-σιγά. Τί θά κάνουμε; Βλέπει κανείς ὅτι μερικές ψυχές ἀρχίζουν σιγά-σιγά καί βρίσκουν τόν δρόμο, ἀλλά γενικά δέν εἴμαστε ἐμεῖς ὅπως οἱ ἅγιοι. Ἀκόμη καί ὅταν ἀσχολούμαστε μέ τήν ψυχή μας, μέ τίς ἀδυναμίες μας, μέ τά πάθη, δέν βρίσκουμε τό ἕνα πού εἶναι αὐτό, τό νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Χριστό. Τί θά πεῖ νά ἐμπιστευθοῦμε; Ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, ὅ,τι κι ἄν ἐπιτρέψει. Ἑπομένως, δέν ἔχουν θέση: γιατί ἦρθε τοῦτο, γιατί συμβαίνει ἐκεῖνο, δέν τό βρῆκα τό ἕνα ὅπως τό θέλω, δέν τό ἔχω τό ἄλλο ὅπως τό ἐπιθυμῶ. Δέν ἔχει τέτοια. Αὐτό τό ἕνα εἶναι: νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Χριστό καί νά τόν ἀκολουθήσουμε, ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει. Νά νιώσουμε ὅτι πεθαίνουμε. Εἶναι ὅ,τι καλύτερο.
Καί τό ὅτι ἀσχολεῖται κανείς μέ τίς διάφορες ἀδυναμίες καί τρώγεται μερικές φορές, καί αὐτό ἀπό κάποια πλευρά ἔχει ἐγωισμό μέσα, ἔχει διαφέντεμα δικό σου. Ἄσε τόν Χριστό! Ξέρει πότε θά σέ λυτρώσει ἀπό τήν κάθε ἀδυναμία. Ξέρει πότε θά σέ θεραπεύσει! Ἄστο ἐσύ! Αὐτό, τό ὅτι θέλει κανείς σώνει καί καλά νά ξεγλιτώσει ἀπό τήν κάθε ἀδυναμία, ἔχει ἐγωιστικό χαρακτήρα, μέ τήν ἔννοια ὅτι θέλει νά αἰσθανθεῖ αὐτή τήν ἱκανοποίηση τῆς θεραπείας, θέλει νά ἱκανοποιήσει τήν αὐταρέκειά του. Ἄν δέν ταπεινωθεῖ πρῶτα ἡ ψυχή, ὥστε νά μήν ὑπάρχει κίνδυνος νά νιώθει αὐτάρεσκα κανείς, ὅταν θά γλιτώσει ἀπό τήν μιά, ἀπό τήν ἄλλη ἀδυναμία, δέν θά ἔρθει ἡ θεραπεία. Ἄν ταπεινωθεῖς, καί δέν ὑπάρχει κίνδυνος, θά ἔρθει ἡ θεραπεία. Ἐπίσης, ἐπιθυμοῦμε νά ξεγλιτώσουμε ἀπό τήν κάθε ἀδυναμία –χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε– ἐπειδή θέλουμε νά ξενοιάσουμε, μέ τήν κακή ἔννοια.
Οἱ μάρτυρες δέν διάλεγαν αὐτό τό πράγμα. Ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ πού θά πᾶνε θά ἔχει μαρτύρια, θά ἔχει διωγμούς, θά ἔχει κίνδυνο. Καί ὅμως πήγαιναν. Δέν διάλεγαν αὐτοί τή ζωή τους. Ἀφήνονταν στόν Χριστό. Πολλές φορές μπορεῖ νά θέλεις, π.χ., νά ξεγλιτώσεις ἀπό τόν ἐγωισμό, γιά νά μήν τυραννιέσαι, διότι, ὅταν ἀρχίσει νά τόν νιώθει ἡ ψυχή τόν ἐγωισμό, εἶναι τυραννία. Τόσο καιρό ἔχεις ἐγωισμό καί δέν τό ἔβλεπες. Τώρα πού σέ φώτισε ὁ Θεός καί τό βλέπεις, εἶσαι ἀκαρτέρητος;
Θέλεις νά ξεγλιτώσεις γιά νά μήν τυραννιέσαι, καί ὄχι γιατί, ἄν ἔχεις τόν ἐγωισμό, αὐτό εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν ἀρέσει στόν Θεό. Θά σέ ἀφήσει ὁ Θεός ἐκεῖ νά τυραννιστεῖς. Ὄχι διότι ἀγαπάει νά τυραννιόμαστε, ἀλλά γιατί, ἄν δέν τυραννιστεῖ κανείς, δέν μαθαίνει τό μάθημα τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως, τό μάθημα τό νά ἀγαπᾶ τόν Θεό.
Τί κακό μᾶς κάνει αὐτή ἡ φιλαυτία, καί δέν θέλουμε νά τό καταλάβουμε, καί ἀφηνόμαστε σ᾿ αὐτήν, καί μᾶς πάει καί μᾶς φέρνει. Καί στίς πιό καλές πνευματικές μας καταστάσεις διαφεντεύει αὐτή. Ἀλλά ποῦ θά πάει; Ὁ Κύριος, στόν ὁποῖο θά ἀνανεώσουμε ἀπόψε ἀκόμη μιά φορά τό δόσιμό μας καί τήν ἐμπιστοσύνη μας, θά μᾶς ἀναλάβει καί θά τά τακτοποιήσει ὅλα.
17-2-1994