Μυστηριο Ευχελαιου
A+
A
A-

156. Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ

«Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»

 

Κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο μᾶς φανερώνει ὁ Θεός ὅτι ἡ ὅλη στάση μας ἐνώπιον του δέν εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη. Καί αὐτό εἶναι τό μεγάλο θέμα. Καί τό ζητούμενο εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος πολύ κατηγορηματικά: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα –δέν ἐξαιρεῖται τίποτε– καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Βλέπετε, ἔτσι ὅπως τά ζοῦμε ἐμεῖς τά πράγματα, συνέχεια εἴμαστε μέ τήν ἀγωνία, μέ τόν προβληματισμό, μέ τήν προσμονή, μέ τήν ἔγνοια νά γίνουν τά ἄλφα, τά βῆτα, ὅ,τι ἔχει ὁ καθένας μας, ἐνῶ δέν εἶναι αὐτό τό ζητούμενο. Γιά τόν Θεό δέν εἶναι αὐτό τό πρόβλημα. Ὁ Θεός παρέδωκε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του εἰς θάνατον. Γιά νά ρθεῖ ἀληθινά μέσα μας, ἔπρεπε νά θανατωθεῖ. Ἔπρεπε νά πονέσει, ὅπως πονάει ἕνας ἄνθρωπος, νά ματώσει ὅπως ματώνει ἕνας ἄνθρωπος.

Ἔζησε ὁ Κύριος τό ὅλο πάθος, καί τόν θάνατο καί τή σταύρωση, ἀληθινά. Ἔδωσε τόν ἑαυτό του καί τόν ἔδωσε ὁλοκληρωτικά· ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε τόν ἑαυτό του, ἀλλά σταυρώθηκε, κι ὅλο αὐτό γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ ἀληθινά τόν Χριστό. Ὁ ὁποῖος ἄνθρωπος ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας καί ἕνεκα τῆς πτώσεως ἦταν στήν κατάσταση πού ἦταν καί εἶναι.

Καί μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νά μάθουμε, νά διδαχθοῦμε αὐτό: ποιός εἶναι ὁ Χριστός; Τί ἔκανε ὁ Χριστός; Τί εἶναι ὁ Χριστός; Μᾶς καλεῖ νά πιστεύσουμε. Ὄχι μέ τήν ἔννοια –πού τό λέμε καί τό ξαναλέμε καί θά τό λέμε πολλές φορές– ὅτι ἔχουμε αὐτή τήν ἀνάγκη, ἔχουμε ἐκείνη τήν ἀνάγκη, ἔχουμε αὐτό τό πρόβλημα, ἔχουμε ἐκεῖνο τό πρόβλημα, καί ἐξαντλεῖται ἐκεῖ ἡ πίστη μας, δηλαδή στό νά πᾶμε στόν Χριστό νά μᾶς κάνει αὐτό πού θέλουμε καί τόν παρακαλοῦμε ἐπιπλέον.

Δέν ἔκανε ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός γι᾿ αὐτό. Ἐξυπακούεται ὅτι νοιάζεται ὁ Χριστός γιά ὅλα μας, δέν νοιάζεται γιά μερικά μόνο, ἀλλά τό θέμα εἶναι πῶς θά ξυπνήσει ἡ ψυχή, πῶς θά ζωντανέψει ἡ ψυχή, πῶς θά ἀκούσει καί θά καταλάβει ἡ καθεμιά ψυχή ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε καί ἄνοιξε τήν κλειστή πόρτα τοῦ παραδείσου, τήν κλειστή πόρτα τῆς βασιλείας του, ἄνοιξε τόν δρόμο αὐτό, καί μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός γίνεται δρόμος: ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Καί μᾶς προστάζει: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ. Ζητεῖτε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τοπικά κάπου, ἀλλά εἶναι αὐτή ἡ χάρη πού δίνει ὁ Θεός καί τήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ στόν κόσμο αὐτό. Ζοῦμε τή βασιλεία ὡς χάρη Θεοῦ. Τό ἄλλο, τό αἰώνιο, ὁ Θεός τό ξέρει. Ἐκεῖ, ὅταν θά πᾶμε, θά δοῦμε πῶς ἀκριβῶς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 

Συμμόρφωση πρός τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ

 

Προσέξτε το αὐτό: δέν μπορεῖς νά ζήσεις ὡς χριστιανός ὅπως, ὅπως. Ἄν πιστεύεις στόν Χριστό, συμμορφώνεσαι πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, συμμορφώνεσαι πρός τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως ἡ ζωή σου ἀρχίζει νά εἶναι ἐνάρετη, νά εἶναι ἁγία ζωή. Δέν εἶναι θέμα μόνον νά ζητᾶς. Τί μᾶς πειράζει νά ζητοῦμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Αὐτό ὅμως ἔχει συνέπειες. Ζοῦμε ἁγία ζωή;

Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν, καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ. Νά ζήσεις ἁγία ζωή. Ὅση καλή πίστη, ὅση ὀρθή πίστη, ὅση ἀληθινή πίστη κι ἄν ἔχει ἕνας –ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, καί θαύματα ἀκόμη νά κάνει– ἄν δέν ἔχει ἁγία ζωή, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Καθόλου, καθόλου. Πηγαίνουν μαζί αὐτά.

Αὐτό ζητάει ὁ Κύριος, καί γιά ὅλα ἐκεῖνα πού ζητοῦμε ἐμεῖς σάν νά λέει: τσιμουδιά, τσιμουδιά, δέν χρειάζονται. Ἀφῆστε τα· ἐκεῖνα εἶναι δική μου δουλειά. Ὅλα θά ρθοῦνε, ὅ,τι κι ἄν εἶναι αὐτά τά ἄλλα. Καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται. Τώρα λέμε αὐτά τά λόγια. Δέν ξέρω πῶς τ᾿ ἀκοῦτε, πῶς τά καταλαβαίνετε, ἀλλά ἄν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος ἔτσι νά πιστεύει, δέν θέλει τίποτε ἄλλο. Ὄχι ὅμως θεωρητική πίστη, ἀλλά πίστη πού εἶναι ἀποκάλυψη, πού εἶναι φανέρωση Θεοῦ. Δέ θέλει τίποτε ἄλλο ὁ ἄνθρωπος νά ἀκούσει παρά αὐτό πού λέει ὁ Χριστός ὁ ἴδιος, πού εἶναι ἀληθινός Θεός, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Δέν ξέρω πόσο μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, διότι τό πᾶν εἶναι αὐτό, ἀφοῦ ἔχεις κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ ἀκοῦς τόν Χριστό, ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, καταλαβαίνεις τόν Χριστό, σοῦ μιλάει ὁ Χριστός. Δέν μπορεῖ ὅμως κανείς νά τό καταλάβει, ὅταν ἡ ὅλη φροντίδα του εἶναι: ἔχω αὐτό τό πρόβλημα, ἔχω ἐκεῖνο τό πρόβλημα, ἔχω τήν ἄλλη δυσκολία. Καί σέ νοιάζει αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι καλό αὐτό.

Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ· Εἶσαι ἄρρωστος καί βογγᾶς. Πόσο ὡραῖα εἶναι καί στή δυσκολότερη περίπτωση πού μπορεῖ νά ρθεῖ ὁ πόνος, καί τότε πού ἡ ὅλη ἀσθένεια φωλιάζει μέσα σου κατά τέτοιο τρόπο πού σέ ἐξουδενώνει, ἐσύ νά τό πάρεις αὐτό ὄχι μέ τήν ἔννοια, «ἄχ, Κύριε μου, ἔλα νά μέ θεραπεύσεις, πονῶ πολύ, δέν ἀντέχω ἄλλο», ἀλλά ἀκριβῶς μέσα ἀπ᾿ αὐτό τόν πόνο, μέσα ἀπ᾿ αὐτό τό μακελειό, μέσα ἀπ᾿ αὐτή τή διάλυση, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, πού γίνεται κανείς φύλλο καί φτερό, μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐξουθένωση, ἐσύ νά μείνεις πιστός στόν Χριστό καί μέσα ἀπό κεῖ νά βρεῖς ἀληθινά τόν Χριστό. Νά σκεφτεῖς ὅτι παρών εἶναι ὁ Χριστός, ὅτι τό ξέρει καί τό ἐπιτρέπει αὐτό ὁ Χριστός. Τό μέλημά μας, ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Χριστός δέν εἶναι νά τοῦ ζητήσουμε τή θεραπεία. Αὐτός πού ἐπέτρεψε νά ρθεῖ ἡ ἀρρώστια, αὐτός ξέρει πότε θά τήν πάρει. Ἐκεῖνο πού θέλει εἶναι μέσα ἀπό κεῖ νά μάθεις αὐτό τό μάθημα πού δέν τό κατάλαβες ποτέ, δέν τό ᾿μαθες ποτέ: ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Νά ἡ ἀλήθεια, νά, ἡ σωστή στάση, νά, ἡ σωτηρία, νά, ἡ λύτρωση, νά, ἄν θέλετε, ἡ λύση ὅλων τῶν θεμάτων, ὅλων τῶν προβλημάτων, ὅλων τῶν δυσκολιῶν. Δέν πειράζει πού θά πονέσεις. Τό πολύ-πολύ νά πεθάνεις, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι. Ὁ Χριστός θά σέ ἀναστήσει, δέν θά σέ ἀφήσει νά πεθάνεις· θά σέ ἀναστήσει. Ἀλλά ὁ Χριστός μέσα ἀπό τόν πόνο καί μέσα ἀπ᾿ τό ὅποιο πρόβλημα καί ἀπ᾿ τό ὅποιο μπέρδεμα πού γίνεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, θέλει κάτι νά μᾶς πεῖ. Στά καλά καθούμενα δημιουργοῦνται θέματα. Ἐξουθενώνονται ἄνθρωποι, ἄκρη δέν βρίσκουν. Καί μοῦ κάνει ἐντύπωση πού ἐμεῖς, χριστιανοί ὄντες, δέν λέμε: «γιά στάσου. Αὐτό τώρα γιά νά τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά γίνεται, κάτι θέλει νά μᾶς πεῖ». Δέν λέμε ἔτσι. Θά τρέξουμε, θά κάνουμε τά πάντα, κι αὐτά, ὅσο κι ἄν θέλουμε νά τά τακτοποιήσουμε, μπερδεύονται πιό πολύ· καί γίνεται φαῦλος κύκλος καί εἶναι κρίμα.

Χριστιανοί εἴμαστε, δέν εἴμαστε οὔτε μουσουλμάνοι, οὔτε ἀπ᾿ τό Θιβέτ, πού ἔχουν τίς μαγεῖες τους, καί ἔχουν τά δικά τους, πού δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτά. Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, καί αὐτός εἶπε, ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. Πουθενά δέν ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι νά, ἔχω κι ἐγώ τήν ἀλήθεια, εἶναι κι ἄλλοι πού ἔχουν τήν ἀλήθεια. Νά διαβάσουμε καλά τό εὐαγγέλιο. Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια, ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου, ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ἐγώ εἰμί τό ὕδωρ τό ζῶν, εἶπε ὁ Κύριος.

Αὐτή τήν ὥρα τώρα, ὁ καθένας ἔχει τόν πόνο του, ἔχει τή δυσκολία του. Ἀλλά εἶναι σάν ἀνύπαρκτο αὐτό, διότι, ὅταν προσέξεις, θά δεῖς, ὅτι τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ἡ ὅποια ἀρρώστια σου, τό ὅποιο πρόβλημά σου, τό ὅποιο θέμα σου γίνεται ὅλο καί χειρότερο, ἐκείνη τήν ὥρα φανερώνεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καθώς λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καί ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί δέν κάνεις βέβαια τόν σπουδαῖο, ἀλλά ταπεινώνεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καί, καθώς σέ φωτίζει ὁ Θεός καί σέ ὁδηγεῖ, σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού λέει ὁ Κύριος, πιάνεις πάλι τά λόγια του: καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Ἔρχονται αὐτά καί προστίθενται. Θά ρθεῖ καί ἡ θεραπεία, θά ρθεῖ καί ἡ λύση, θά ρθεῖ καί ἡ τακτοποίηση τοῦ ἄλλου προβλήματος. Δέν τό κάνουμε λοιπόν τό εὐχέλαιο χωρίς λόγο.

Ὀφείλουμε ὅλοι μας νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, νά τόν δοξάσουμε, καθώς μᾶς ἀξιώνει νά κάνουμε κι αὐτό τό μυστήριο. Καί κάθε τόσο μέσα ἀπ᾿ τό μυστήριο αὐτό, μᾶς φανερώνει τή βασιλεία του ἀληθινά· ὄχι ψεύτικα. Τό εὐχέλαιο εἶναι τό μυστήριο ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος μᾶς πληροφορεῖ: «Γιά ὅλα ἐγώ φροντίζω. Μήν ἀνησυχεῖτε. Ἀλλά θέλω ὅμως νά μάθετε ἐσεῖς νά ζητᾶτε πρῶτα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι καί νά θεραπευτεῖτε, ὅσο καί θαυμαστό κι ἄν εἶναι αὐτό, δέν θά ὠφεληθεῖτε, ἄν δέν μάθετε νά ζητεῖτε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Κι ἐγώ σᾶς πληροφορῶ, θά ἔλεγε ὁ Κύριος, ὅτι χρειάζεται νά πονέσει κανείς, χρειάζεται νά ζοριστεῖ, χρειάζεται νά προβληματιστεῖ, χρειάζεται νά ρθοῦν ἔτσι τά πράγματα, σάν νά μήν ὑπάρχει καθόλου ἐλπίδα. Ἀπό κεῖ μέσα, ἐφόσον κανείς ἐξακολουθεῖ νά πιστεύει –δέν σέ ἐμποδίζει τίποτε νά πιστεύεις στόν Χριστό καί νά ἐλπίζεις καί νά ἀκοῦς τά λόγια του– ὤ τοῦ θαύματος ἀνοίγει ὁ δρόμος, ἀνοίγουν τά μάτια σου, ἀνοίγει ἡ ὅλη διάθεσή σου νά ζητᾶς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἔχεις μιά πεποίθηση ὅτι καί τά ἄλλα θά προστεθοῦν. Καί τό βλέπεις, ὅταν θά ἐνεργήσεις ἔτσι, ὅταν θά ἀνταποκριθεῖς ἔτσι. Θά ρθεῖ ὠφέλεια ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ρθεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή ἄρχισες νά καταλαβαίνεις πώς ὅλο τό θέμα εἶναι αὐτό: νά ζητᾶς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη αὐτοῦ. Τότε δέν ἔχει πιά ἄλλο σκοπό τό πρόβλημα καί βγαίνει ἀπό τή μέση. Δέν ἔχει ἄλλο σκοπό πιά ἡ ἀσθένεια, καί φεύγει ἀπ᾿ τή μέση.

Νά τά προσέξουμε, παρακαλῶ, αὐτά. Μέ τόν Θεό ἔχουμε νά κάνουμε.

3-4-2006