Μεγάλη Δευτέρα ἑσπέρας
Σύντομη ἀναφορά στό τυπικό τῶν ἀκολουθιῶν
Ἤδη εἰσήλθαμε στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί προχωροῦμε. Τήν Μ. Δευτέρα τό βράδυ γίνεται ὁ ὄρθρος τῆς Μ. Τρίτης. Καί τά τροπάρια πού ψάλλονται τήν Μ. Δευτέρα τό βράδυ ἀναφέρονται στά γεγονότα τῆς Μ. Τρίτης. Ὅπως καί τά τροπάρια τῆς Μ. Τρίτης τό βράδυ ἀναφέρονται στά τῆς Μ. Τετάρτης.
Καί εἰδικότερα θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ἐνῶ ἀναγινώσκεται Εὐαγγέλιο τήν Μ. Δευτέρα τό βράδυ _πού εἶναι ἀκολουθία ὄρθρου τῆς Μ. Τρίτης_ τά τροπάρια ὅμως ἀναφέρονται στήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀναγινώσκεται τήν Τρίτη στήν Προηγιασμένη καί πού κανονικά ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων τῆς Μ. Τρίτης γίνεται τό ἀπόγευμα τῆς Μ. Τρίτης στόν ἑσπερινό.
Καί ὅπως στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Δευτέρας, ἔτσι καί στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Τρίτης ἀναγινώσκεται Εὐαγγέλιο. Καί ἀκριβῶς· τά τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Τρίτης, πού ψάλλονται τήν Μ. Δευτέρα τό βράδυ, ἐμπνέονται ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Μ. Τρίτης πρός τήν Μ. Τετάρτη. Ἐμπνέονται τά τροπάρια ἀπό κεῖ καί ἀναφέρονται στήν εὐαγγελική αὐτή περικοπή. Ὅπως καί τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, τό περίφημο αὐτό δοξαστικό, πού ψάλλεται τήν Μ. Τρίτη τό βράδυ, ὅπως ὅρισε ἡ Ἐκκλησία, ἐμπνέεται καί ἀναφέρεται στήν περικοπή τήν εὐαγγελική πού ἀναγινώσκεται στήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων τήν Μ. Τετάρτη, πού κανονικά γίνεται τό ἀπόγευμα τῆς Μ. Τετάρτης.
Καί φαίνεται αὐτό ἰδιαίτερα σ᾿ αὐτές τίς δύο ἡμέρες, ὅπως καί στήν ἡμέρα τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων (9 Μαρτίου), πού γίνεται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων ὅποια μέρα κι ἄν πέσει, ἐκτός ἄν εἶναι Σάββατο ἤ Κυριακή. Ἐνῶ δηλαδή ἡ ἑορτή τῶν Τεσσαράκοντα μαρτύρων εἶναι τό πρωί, στίς 9 Μαρτίου, ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων γίνεται στόν ἑσπερινό, καί τρόπον τινά γίνεται στόν ἑσπερινό τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ὅμως φαίνεται καθαρά ἐκεῖ ὅτι, καίτοι ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γίνεται μέ τόν ἑσπερινό τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ὅμως εἶναι Λειτουργία πού γίνεται γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη, καί γι᾿ αὐτό στίς 9 Μαρτίου, καίτοι εἴμαστε στόν ἑσπερινό τῆς ἑπομένης ἡμερας, ψάλλονται πάλι τά τροπάρια τῶν Τεσσαράκοντα μαρτύρων.
Ἔτσι λοιπόν καί στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Δευτέρας· ἐνῶ ψάλλονται τά τροπάρια πού ἐψάλησαν στόν ὄρθρο, τό πρωί, ἡ Προηγιασμένη γίνεται τό ἀπόγευμα. Στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Τρίτης, πού εἶναι ὁ ἑσπερινός, ἄς ποῦμε, τῆς ἑπομένης, ὅμως ψάλλονται τά τροπάρια πού ἐψάλησαν τό πρωί στόν ὄρθρο. Τό ἴδιο καί στήν Προηγιασμένη τῆς Μ. Τετάρτης, ψάλλονται τά τροπάρια πού ἐψάλησαν τό πρωί στόν ὄρθρο.
Καίτοι ἡ Προηγιασμένη λοιπόν κανονικά γίνεται μέ ἑσπερινό πού εἶναι τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ὅμως αὐτές τίς ἡμέρες φαίνεται καθαρά, καί ἑπομένως καί σ᾿ ὅλες τίς ἡμέρες, ἡ Προηγιασμένη εἶναι τῆς ἡμέρας ἐκείνης πού γίνεται. Αὐτό βέβαια, λέγαμε ἄλλη φορά, ἔχει σημασία καί γιά τήν ἐγκράτεια πού πρέπει κανείς νά τηρήσει ἕως τήν ὥρα πού θά γίνει ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιά νά κοινωνήσει. Γιά τό πανήμερον τῆς νηστείας τελεῖται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τό ἀπόγευμα.
Στόν ὄρθρο τῆς Μ. Τρίτης, πού ψάλλεται τήν Μ. Δευτέρα τό βράδυ, τό συναξάρι λέει· «Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Τρίτῃ τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα». Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων καί ὅρισε ἡ Ἐκκλησία, ὅρισαν οἱ Πατέρες, νά ποιούμεθα μνείαν τῆς παραβολῆς τῶν δέκα παρθένων τήν Μ. Τρίτη, πού ὁ ὄρθρος της ψάλλεται τή Μ. Δευτέρα τό βράδυ. Καί τήν Μ. Τρίτη τό ἀπόγευμα πού θά γίνει ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ἔχει εὐαγγελική περικοπή καί ἐκεῖ άναφέρεται ἡ παραβολή αὐτή τῶν δέκα παρθένων, ὅπως καί ἄλλες παραβολές πού ἔχουν ἀκριβῶς σχέση μέ τό ἴδιο θέμα.
Εὐαγγελικές περικοπές Μ. Τρίτης ἀπό τίς ὁποῖες ἐνεπνεύσθη ὁ ὑμνογράφος τῶν τροπαρίων τῆς Μ. Δευτέρας
Τήν Μ. Τρίτη λοιπόν τό ἀπόγευμα στήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, μετά ἀπό τό «Κατευθυνθήτω», θά ἀναγνωσθεῖ μεγάλη εὐαγγελική περικοπή πού εἶναι ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, καί ἀναφέρονται ἐκεῖ παραβολές πού ἔχουν σχέση μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου. Ἔχουν σχέση μέ τήν Δευτέρα Παρουσία.
Λέει λοιπόν στό πρῶτο μέρος τῆς εὐαγγελικῆς αὐτῆς περικοπῆς· «Ὥσπερ γάρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρό τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καί πίνοντες… ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τήν κιβωτόν καί οὐκ ἔγνωσαν, ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμός καί ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καί ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου»1. Ὅπως τότε τίς ἡμέρες τοῦ Νῶε, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι οὔτε ἔδιναν σημασία τί ἔκαμνε ὁ Νῶε, ζοῦσαν τή ζωή τους, καί δέν κατάλαβαν ὅτι ἦλθε ὁ κατακλυσμός, ἔτσι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι καί σχετικά μέ τήν Δευτέρα δηλαδή Παρουσία θά εἶναι ἀπασχολημένοι καί δέν θά καταλάβουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
«Τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καί ὁ εἷς ἀφίεται· δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καί μία ἀφίεται». Καί λέγει ὁ Κύριος· «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. Ἐκεῖνο δέ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἄν καί οὐκ ἄν εἴασε διορυγῆναι τήν οἰκίαν αὐτοῦ. Διά τοῦτο καί ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται»2. Ἀναφέρονται ὅλα λοιπόν στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.
Γίνεται λόγος μετά γιά τόν πιστό οἰκονόμο. «Τίς ἄρα ἐστίν ὁ πιστός δοῦλος καί φρόνιμος, ὅν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπί τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τήν τροφήν ἐν καιρῷ; Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὅν ἐλθών ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπί πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. Ἐάν δέ εἴπῃ ὁ κακός δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καί ἄρξηται τύπτειν τούς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δέ καί πίνῃ μετά τῶν μεθυόντων, ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καί ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καί διχοτομήσει αὐτόν, καί τό μέρος αὐτοῦ μετά τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων»3.
Ὅλα ἀναφέρονται στήν Δευτέρα Παρουσία, στό ὅτι δέν γνωρίζουμε ποιά ὥρα θά γίνει αὐτό καί θά εὑρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου. Καί θά εἴμαστε ἕτοιμοι;
«Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις». Καί παρατίθεται ἐδῶ καί ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων, πού σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού λέγει ὁ Κύριος οἱ πέντε ἀπό αὐτές ἦταν φρόνιμες καί ἦταν ἕτοιμες, οἱ ἄλλες πέντε ὅμως δέν ἦταν φρόνιμες, ἦταν μωρές. Καί μολονότι περίμεναν καί αὐτές τόν Νυμφίο, ὅμως ἐπειδή δέν φρόντισαν νά εἶναι ἕτοιμες, ἦλθε ὁ Νυμφίος τήν ὥρα πού δέν περίμεναν, εἰσῆλθε εἰς τήν οἰκίαν καί ἔκλεισε ἡ θύρα· καί ὅσο κι ἄν κτυποῦσαν δέν ἄνοιγε γι᾿ αὐτές ἡ θύρα4.
Στήν συνέχεια παρατίθεται ἡ ἄλλη παραβολή τῶν ταλάντων· «Ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα», σ᾿ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα, σ᾿ ἄλλον ἔδωσε δύο τάλαντα, σ᾿ ἄλλον ἔδωσε ἕνα τάλαντο καί ἔσπευσαν νά τά αὐξήσουν. Αὐτός πού εἶχε τά πέντε τά ἔκανε δέκα, αὐτός πού εἶχε τά δύο τά ἔκανε τέσσερα, ὁ ἄλλος ὅμως πού εἶχε τό ἕνα χολώθηκε, γι᾿ αὐτό πῆγε καί τό ἔκρυψε καί δέν προσπάθησε νά τό αὐξήσει τό τάλαντο.
Καί ὅταν ἦρθε ὁ Κύριος καί ζήτησε λογαριασμό, ἔδωσε, ἄς ποῦμε, τήν ἀνάλογη ἀμοιβή σ᾿ αὐτόν πού τά πέντε τά ἔκανε δέκα καί σ᾿ ἐκεῖνον πού τά δύο τά ἔκανε τέσσερα, εἶπε καί στόν ἕνα καί στόν ἄλλο «Εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου». Ἀλλά ὁ ἄλλος πού ἔκρυψε τό τάλαντο, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν πῆγε ἔστω νά τό βάλει στήν Τράπεζα, ὥστε ὅταν ἔρθει ὁ κύριος νά πάρει τουλάχιστον τούς τόκους, κατεκρίθη.
«Ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τό τάλαντον καί δότε τῷ ἔχοντι τά δέκα τάλαντα. Τῷ γάρ ἔχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται, ἀπό δέ τοῦ μή ἔχοντος καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καί τόν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων»5. Καί λέγεται ἐδῶ αὐτό τό φοβερό· στόν καθένα πού ἔχει θά δοθεῖ κι ἄλλο· καί σ᾿ αὐτόν πού δέν ἔχει, κι αὐτό πού ἔχει θά τοῦ τό πάρουν. Δέν μπορεῖ κανείς, δέν πρέπει κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά καταληφθεῖ ἀπό παράπονο, ἀπό ἀπογοήτευση καί νά ἀδρανήσει. Τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀδράνεια. Τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ὀκνηρία, ἡ ἀκηδία.
Θυμηθεῖτε αὐτό πού λέει τό Γεροντικό καί τό εἴχαμε πεῖ κάποτε, ὅτι ὅταν δεῖς κάποιον νά κάνει κάτι, ἔστω μέ ἐγωισμό, λέει, μέ ὑπερηφάνεια, ἄσ᾿ τον, ἄσ᾿ τον. Εἶναι προτιμότερο νά κάνει κάτι· καί κάποτε θά τό καταλάβει ὅτι εἶναι ἄχρηστο, ἐφόσον τό κάνει μέ ὑπερηφάνεια· θά καταλάβει καί θά συνέλθει. Θά ταπεινωθεῖ, θά μετανοήσει. Ἄν ὅμως τόν σταματήσεις καί τόν καταστήσεις ἀδρανή ἐντελῶς, τότε τόν καταστρέφεις.
Ἡ ὀκνηρία, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, δηλαδή τό νά μένει κανείς ἀνενέργητος ἐντελῶς, εἶναι τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα.
Μ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἐδῶ· «παντί τῷ ἔχοντι δοθήσεται». «Καί τῷ μή ἔχοντι», καί ἀπ᾿ αὐτόν πού δέν ἔχει, κι αὐτό πού ἔχει, θά τοῦ τό πάρουν. Ἤ ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ὁ Κύριος ἔδωσε στόν καθένα κάποια τάλαντα. Καί χρειάζεται νά κάνει μιά προσπάθεια μέ βάση τά τάλαντα πού ἔχει, αὐξάνοντας τά τάλαντα, νά σωθεῖ, νά εἰσέλθει στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἅμα τόν βρεῖ ὁ Κύριος νά κάνει κάτι, θά τοῦ δώσει κι ἄλλα. Ἄν τόν βρεῖ νά ἀδρανεῖ, δέν θά τοῦ δώσει τίποτε καί ὅ,τι ἔχει θά τοῦ τό πάρει.
Καί στήν συνέχεια στήν ἴδια εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται ἐπίσης ἡ ἄλλη μεγάλη παραβολή, αὐτή πού ξέρουμε καί πού ἀναγινώσκεται ξεχωριστά τήν Κυριακή τῆς Κρίσεως, τῶν Ἀπόκρεω, πού γίνεται εἰδικός λόγος γιά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Αὐτό εἶναι τό ὅλο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Τρίτης. Καί ἀπό αὐτές τίς παραβολές καί ἀπ᾿ αὐτήν γενικότερα τήν εὐαγγελική περικοπή, ὅπως εἴπαμε, ἐμπνέονται τά τροπάρια τῆς Μεγάλης Δευτέρας τό βράδυ, δηλαδή τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης, καί ἀναφέρονται σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα περιέχονται στήν εὐαγγελική περικοπή.
Καί γίνεται λόγος λοιπόν γιά τίς δέκα παρθένες, γίνεται λόγος γιά τό τάλαντο, γίνεται λόγος γιά τόν Νυμφίο, γίνεται λόγος γιά τήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχουμε στόν Νυμφίο· «Τόν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν», ἀρχίζει τό πρῶτο κάθισμα, καί προτρέπονται οἱ ψυχές, προτρέπονται οἱ χριστιανοί, τήν δεύτερη αὐτή ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος νά ἀγαπήσουν τόν Νυμφίο, νά λάβουν ὑπόψιν ὅτι ἔρχεται ὅπου νά ᾿ναι ἡ Δευτέρα Παρουσία. Διότι γιά νά ζήσει κανείς ἐδῶ σωστά, γιά νά ἀγαπήσει τόν Κύριο, γιά νά συμπορευθεῖ μέ τόν Κύριο, νά τό ἀποφασίσει τελικά γιά νά συναναστηθεῖ μέ τόν Κύριο, νά σωθεῖ, πρέπει νά ᾿χει κατά νοῦν ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν τελειώνουν ὅλα ἐδῶ· ἀλλοῦ τερματίζει ἡ ζωή, κι ἐκεῖ θά ᾿χουμε νά δώσουμε λόγο· καί ἑπομένως πρέπει νά σκεφθοῦμε σοβαρά, νά προβληματισθοῦμε καί νά κάνουμε ἐκεῖνο ἀκριβῶς τό ὁποῖο πρέπει νά κάνουμε.
Ἑκάστη νύμφη ψυχή μαζί μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία ψάλλει στόν Νυμφίο καί παρακαλεῖ
Καί ἐδῶ στό τέλος τῶν ἀποστίχων, πρίν ἀπό τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τρίτης, στό τελευταῖο τροπάριο, λέει· «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστίασιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου, τήν δυσείμονά μου μορφήν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου καί στολήν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαγχνος». Θά λέγαμε ὅτι κατά κάποιον τρόπο συγκεντρώνονται ὅλα πάλι σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό τροπάριο.
Ἡ κάθε μιά ψυχή, ἡ χριστιανή ὀρθόδοξος ψυχή, τίς ἡμέρες αὐτές τίς ἅγιες, τώρα τήν δεύτερη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔτσι ὅπως ἀπό τό ἕνα μέρος συγκινεῖται, κατανύσσεται, συντρίβεται, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος βλέπει πόσο ἁμαρτωλή εἶναι ἡ ψυχή, πόσο ἀκάθαρτη· ἀπό τό ἕνα μέρος πόσο ὁ Νυμφίος ὁ οὐράνιος εἶναι ὡραῖος Νυμφίος καί ἀπό τό ἄλλο μέρος πόσο αὐτή ἡ ψυχή ὡς νύμφη τοῦ Χριστοῦ εἶναι δύσμορφη, βρώμικη καί καθόλου-καθόλου δέν εἶναι ἕτοιμη νά ὑπαντήσει τόν Κύριο, νά καταφύγει στόν Κύριο, νά συναντηθεῖ μέ τόν Κύριο, τόν οὐράνιο Νυμφίο καί παρακαλεῖ λοιπόν ἡ ὅλη Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά παρακαλεῖ καί ἡ κάθε μιά ψυχή, πού εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ· «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους». Σύ, ὁ Νυμφίος, πού εἶσαι ὡς πρός τό κάλλος ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους _πρέπει νά ᾿χουμε κι αὐτό ὑπόψιν μας· ἅγιες ψυχές πού ἦλθαν σέ μιά κάποια ἄμεση κοινωνία μέ τόν Χριστό, μέ τόν Νυμφίο, ἔνιωσαν πόσο ὡραῖος εἶναι, πόσο καλός εἶναι, πόσο ἅγιος εἶναι. Ὄχι ἁπλῶς τ᾿ ἄκουσαν αὐτά, ὄχι ἁπλῶς τά διδάχθηκαν, ὄχι ἁπλῶς τά πίστεψαν, ἀλλά τά ἔνιωσαν μέ τήν ψυχή τους· καί ὁρισμένες ἀπ᾿ αὐτές τίς ἅγιες ψυχές, πού πλησίασαν τόν οὐράνιο Νυμφίο, ἔνιωσαν νά περνάει κιόλας αὐτή ἡ ὡραιότης τοῦ Κυρίου, ἡ ἁγιότης τοῦ Κυρίου, ἡ θεϊκή αὐτή ὀμορφιά, νά περνάει καί στή δική τους ψυχή. Καί ἐδῶ ὁ ὑμνογράφος ἔχει ὑπόψιν του ἀσφαλῶς καί τήν ὅλη πείρα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πείρα τῶν ἁγίων, καί ἔτσι μαζί μέ τόν ὑμνογράφο ἀπευθύνεται ἡ ὅλη Ἐκκλησία καί ὅλοι ἐμεῖς ἀπευθυνόμεθα στόν οὐράνιο Νυμφίο.
Ὁ Νυμφίος, λοιπόν, σύ, πού εἶσαι ὡς πρός τό κάλλος ὡραῖος πιό πολύ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους «ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστίασιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου»· Σύ, πού μᾶς κάλεσες «εἰς ἑστίασιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου»· μᾶς κάλεσες, ἄς ποῦμε, στούς γάμους σου. Ἀπό κάποια πλευρά κάθε ἀκολουθία, ἡ ὅλη λατρεία ἰδιαίτερα αὐτές τίς μέρες, εἶναι οἱ γάμοι τοῦ Κυρίου. Τί θά πεῖ κάνουμε τήν ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου; Τί θά πεῖ εἶναι Νυμφίος ὁ Κύριος; Ναί, εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι νύμφη καί τήν περιμένει τήν νύμφη, καί ἡ νύμφη περιμένει πότε θά τήν καλέσει ὁ Νυμφίος. Ἀλλά καί κάθε μιά ψυχή εἶναι ἡ νύμφη καί μέσα στά μυστήρια μᾶς καλεῖ ὁ οὐράνιος Νυμφίος καί ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Κοινωνοί τῶν παθημάτων Του ἀλλά καί τῆς δόξης Του
Βλέπετε δέν εἶναι μόνον παθήματα, ὅπως λέγαμε καί χθές, εἶναι γλυκασμός· ὅπως θά μᾶς ποῦν ἄλλα τροπάρια αὔριο τήν Μεγάλη Τρίτη τό βράδυ, ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων.
«Σύ, ὁ Νυμφίος, πού εἶσαι ὡς πρός τό κάλλος ὡραῖος πιό πολύ ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού μᾶς κάλεσες σ᾿ αὐτήν τήν ἑστίαση τήν πνευματική τοῦ νυμφῶνος σου, πού μᾶς κάλεσες σ᾿ αὐτό τό πνευματικό τραπέζι τῶν γάμων σου, τήν δυσείμονά μου μορφήν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου». Ναί, ὅλα καλά, ἀλλά ὅμως ἐγώ, λέει ἡ ψυχή, εἶμαι δύσμορφος, εἶμαι βρώμικη, ἔχει καθίσει ἐπάνω μου ἡ ἁμαρτία καί εἶμαι ἐντελῶς ἀνέτοιμη καί σέ ἀκατάλληλη κατάσταση γιά νά ἔρθω στούς πνευματικούς αὐτούς γάμους, στήν πνευματική ἑστίαση, στό πνευματικό αὐτό συμπόσιο.
Βλέπετε πῶς ἔρχεται τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου; Ἀπό τό ἕνα μέρος, δηλαδή, βλέπει ἡ ψυχή τήν ὡραιότητα, τό κάλλος τοῦ Κυρίου, τοῦ Νυμφίου τοῦ οὐρανίου· ἀπό τό ἄλλο μέρος βλέπει τό δύσμορφο τῆς δικῆς της καταστάσεως. Αὐτό ὅμως δέν ἀπωθεῖ τήν ψυχή, αὐτό δέν ἀπομακρύνει τήν ψυχή, δέν τήν ἀπογοητεύει ἀλλά καταφεύγει σ᾿ Αὐτόν, καθώς πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος, ὁ οὐράνιος Νυμφίος, περιμένει τήν καθεμιά ψυχή πού εἶναι νύμφη του, τήν περιμένει νά πάει στούς γάμους. Καί γι᾿ αὐτό ἡ ψυχή ἐδῶ παίρνει θάρρος καί παρακαλεῖ νά βγάλει ἀπό πάνω της ὁ Κύριος, αὐτός ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας ἀνθρώπους, νά βγάλει ἀπό πάνω της, «ἀπαμφίασον», σάν νά ᾿ναι ἐνδύματα δηλαδή πάνω της τά πταίσματα, τήν ὅλη ἁμαρτία. Καί ἔτσι ἀπό κεῖ πού ἡ ὅλη μορφή μου, λέει ἡ ψυχή, ἡ ὅλη ὕπαρξή μου εἶναι σκεπασμένη καί γίνεται δύσμορφος ἀπό τά πταίσματα, ἀπ᾿ αὐτά τά κουρέλια, ἀπ᾿ αὐτά τά βρώμικα ἐνδύματα, νά μοῦ τά βγάλεις «τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου». Βλέπετε τό καταλαβαίνει καλά ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά μαζί μέ τόν ὑμνογράφο τό καταλαβαίνει καί ἡ κάθε μιά ψυχή.
Τό ὅλο θέμα, σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού λέγαμε καί χθές, δέν εἶναι νά δοῦμε ἀπό μακριά, δέν εἶναι ἀπλῶς νά προσευχηθοῦμε, δέν εἶναι ἁπλῶς νά παρακαλέσουμε· ἐδῶ πρέπει νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Κύριο, νά γίνουμε κοινωνοί τῶν παθημάτων του, πού λέει καί ξαναλέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος6. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖ μιά λέξη ἀκόμη, πιό ἐκφραστική, «τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου». Καθώς θά μ᾿ ἀξιώσεις νά γίνω κοινωνός τῶν παθημάτων, νά μπῶ κι ἐγώ μέσα στά παθήματά σου, νά ἑνωθοῦν τά παθήματά μου μέ τά παθήματά σου, καθώς θά γίνεται αὐτό τό πράγμα, βγάλε ἀπό πάνω μου τά λερωμένα, τά κουρελιασμένα ἐνδύματα, πού καθιστοῦν τήν μορφή μου, τήν ὅλη ψυχή μου, τήν ὅλη κατάστασή μου δύσμορφη.
«Καί στολήν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος», καί ἀφοῦ μέ κοσμήσεις μέ στολήν ἔνδοξον, μέ λαμπρά στολή, μέ οὐράνια στολή, μέ στολή τῆς σῆς ὡραιότητος _εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέγαμε πιό μπροστά· ὁρισμένοι ἅγιοι ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, προχώρησαν τόσο πολύ, πού ὄχι ἁπλῶς εἶδαν ὅτι εἶναι ὡραῖος ὁ Κύριος, πανάγιος ὁ Κύριος, ἀλλά ἔνιωσαν νά περνάει αὐτή ἡ ὡραιότητα σ᾿ αὐτούς, νά περνάει αὐτή ἡ ἁγιότητα σ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ περνάει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτούς. Θά μέ κοσμήσεις λοιπόν μέ στολήν ἔνδοξον, μέ στολή λαμπρά «τῆς σῆς ὡραιότητος», στολή τέτοια πού ἔχεις ἐσύ _μέ ἄλλα λόγια, ἀφοῦ μοῦ βγάλεις τά κουρέλια, μοῦ πετάξεις ἀπό πάνω τήν ἁμαρτία, θά μέ συγχωρήσεις, θά μέ καθαρίσεις καί θά μέ στολίσεις μέ τήν δική σου ὡραιότητα, μέ τά δικά σου στολίδια, μέ τήν θεϊκή ζωή.
Ἀνάδειξον ἡμᾶς συνδαιτυμόνας τῆς βασιλείας Σου
«Δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαγχνος». Ἀφοῦ γίνουν ὅλα αὐτά, τελικά νά μέ ἀναδείξεις συνδαιτυμόνα, ἕναν ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν σ᾿ αὐτήν τήν ἑστίαση τήν πνευματική, σ᾿ αὐτό τό συμπόσιο, στούς γάμους σου, νά μ᾿ ἀξιώσεις νά εἶμαι κι ἐγώ συνδαιτημόνας φαιδρός, εὔχαρις.
Δέν χρειάζεται βέβαια νά τό πεῖ αὐτό, καί μόνο του ὑπονοεῖται, ἀλλά, νά, τό λέει· διότι ἅμα καθίσει κανείς στό τραπέζι τοῦ Θεοῦ, ἅμα καθίσει κανείς στούς γάμους τοῦ οὐρανίου Νυμφίου καί μάλιστα ὡς νύμφη, διότι ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι νύμφη τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κάθε μιά ψυχή εἶναι νύμφη τοῦ Χριστοῦ, δέν χρειάζεται νά τῆς ποῦν ὅτι θά εἶναι χαρούμενη· θά εἶναι ὁπωσδήποτε συνδαιτημόνας φαιδρός. «Καί δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαγχνος». Νά μέ ἀναδείξεις τῆς βασιλείας αὐτῆς συνδαιτυμόνα φαιδρόν, χαρούμενο συνδαιτυμόνα, πλήρη χαρᾶς, συνδαιτυμόνα τῆς βασιλείας σου, σύ, ὁ εὔσπλαγχνος.
Διότι ὅλα στηρίζονται στήν εὐσπλαγχνία. Δέν δικαιοῦται κανείς τίποτε καί ἀλίμονο σ᾿ αὐτόν ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι τά δικαιοῦται. Μόνον ὁ ταπεινός γίνεται κοινωνός ὅλων αὐτῶν. Μόνον ἄν συντριβεῖ κανείς μέσα του, ἐάν κανείς συναισθανθεῖ ὅλην τήν δυσμορφία αὐτή καί καθόλου-καθόλου δέν ἔχει ἰδέα καλή γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐλπίζει στόν εὔσπλαγχνο Κύριο, καί καταφεύγει στήν εὐσπλαχνία αὐτήν τοῦ Κυρίου, καί ὁ Κύριος τόν δέχεται καί τελικά ὄντως _αὐτά δέν εἶναι μόνο κάποιοι πόθοι, κάποιες ἐπιθυμίες, μιά κάποια ἐλπίδα_ εἶναι γεγονός.
Καί ὁ ὑμνογράφος τό παρουσιάζει ἔτσι αὐτό τό γεγονός, καί ἡ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ψάλλει μέ τόν ὑμνογράφο, καί ἡ κάθε μιά ψυχή ψάλλει μέ τόν ὑμνογράφο. Εἶναι γεγονός, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐλπίδα, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐπιθυμία ῾῾ἄ, μήπως γίνουν ἔτσι τά πράγματα᾿᾿. Ὄντως τελικά ἐφόσον κανείς θά πάρει μιά τέτοια στάση καί ἐφόσον θά καταφύγει στόν Κύριο, στόν εὔσπλαγχνο Κύριο, μέ ταπείνωση, μέ μετάνοια καί μέ ἱκετευτικό ἄς ποῦμε πνεῦμα, ὄντως κανείς θ᾿ ἀξιωθεῖ νά γίνει συνδαιτυμόνας φαιδρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε ὅλοι ν᾿ ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς χαρᾶς καί αὐτῆς τῆς εὐτυχίας.
8-4-1996