Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

03. «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν;»

ΙΑ’ Λουκᾶ. Ε’ ἐωθινό εὐαγγέλιο

{Ὁ Κύριος εἶναι πλάι μας, ἀλλά κατά ἕναν τρόπο πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε}

Σήμερα τό πρωί στόν Ὄρθρο διαβάστηκε τό Ε´ ἑωθινό εὐαγγέλιο, πού εἶναι ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο (Βλ. Λουκ. 24, 12-35). Εἶναι ἡ μεγάλη αὐτή εὐαγγελική περικοπή, πού εἶναι συγκλονιστική, καί τήν ἀκοῦμε κάθε ἕνδεκα Κυριακές. Κάτι μοῦ ἔκανε πολλή ἐντύπωση σήμερα. Καί θέλω, παρακαλῶ, μαζί νά προσέξουμε αὐτό πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.

Δύο ἀπό τούς ἀποστόλους τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας, ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου –ἀφοῦ εἶχαν προηγηθεῖ ὅλα τά γεγονότα τοῦ πάθους– σηκώθηκαν πρωί-πρωί καί ἔφυγαν ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ, γιά νά πᾶνε στήν πόλη Ἐμμαούς. Ἐμεῖς σχεδόν πάντοτε τήν ἐπισκεπτόμαστε τήν πόλη αὐτή, ὅταν πηγαίνουμε στούς Ἁγίους Τόπους, στήν Ἰερουσαλήμ.

Στόν δρόμο, καθώς πήγαιναν καί συζητοῦσαν γιά τά γεγονότα πού εἶχαν λάβει χώρα τίς προηγούμενες ἡμέρες –ἦταν, εἴπαμε, ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως πού βάδιζαν αὐτόν τόν δρόμο– τούς πλησίασε ὁ Κύριος, χωρίς ὅμως νά φανερωθεῖ. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Πολλές φορές ὁ Κύριος εἶναι πλάι μας, κοντά μας, ἀλλά κατά ἕναν τρόπο πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε· εἶναι ἀνεπαίσθητη ἡ παρουσία του. Μόλις καί μετά βίας ἐκ τῶν ὑστέρων κανείς κάτι νά καταλάβει· ὅπως θά δοῦμε κι ἐδῶ.

Καί τούς ρώτησε: «Τί συζητᾶτε καί εἶστε σκυθρωποί;» Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Καλά, ἐσύ δέν ξέρεις; Μόνος σου εἶσαι ἐδῶ στήν Ἰερουσαλήμ καί δέν ξέρεις τί ἔγινε αὐτές τίς ἡμέρες;» Καί τοῦ ἀνέφεραν ὅλα ἐκεῖνα πού συνέβησαν. Καί ὁ Χριστός μετά, χωρίς νά φανερωθεῖ ἀκόμη, τούς μίλησε μέ κάπως σκληρά λόγια: «Ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!» Τόσο ἀνόητοι εἶστε, λοιπόν, καί τόσο ἡ καρδιά σας εἶναι κοιμισμένη καί ἀναίσθητη, πού δέν μπορεῖτε νά καταλάβετε τά πράγματα καί νά τά ἐξηγήσετε; Νά καταλάβουν δηλαδή τί ἀκριβῶς σήμαιναν ὅλα αὐτά πού ἔγιναν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Οἱ προφῆτες τά εἶχαν πεῖ αὐτά, καί ὅποιος πίστευε σ᾿ αὐτά πού ἔλεγαν οἱ προφῆτες, θά μποροῦσε νά καταλάβει περί τίνος ἐπρόκειτο καί τί θά γίνει. Ὄχι ὅτι δέν πίστευαν ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας. Πίστευαν, ἀλλά δέν ἔφθανε ἡ ὅση πίστη εἶχαν –καί ἡ ὅση πίστη ἔχουμε κι ἐμεῖς συνήθως. Ὑπάρχουν πάντοτε περιθώρια μεγαλύτερης πίστεως, περισσότερης πίστεως. Καί ὁ Θεός δέν μᾶς τό συγχωρεῖ αὐτό, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι. Ὁ Θεός μιλάει, καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀκούει, πρέπει νά μελετάει καί νά πιστεύει. Καί ὅταν πιστεύει, ἀνοίγει ὁ δρόμος· ὅταν πιστεύει, φωτίζονται τά πράγματα· ὅταν πιστεύει, καταλαβαίνει.

Ἄρχισε λοιπόν ὁ Κύριος νά τούς ἐξηγεῖ, ἀπό τούς προφῆτες καί ἀπό τόν Νόμο τοῦ Μωυσέως, ὅτι ὅλα αὐτά ἔπρεπε νά γίνουν· καί ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού θά σταυρώσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐν τῷ μεταξύ, συζητώντας συζητώντας ἔφτασαν στό σπίτι, στήν κωμόπολη Ἐμμαούς, καί αὐτός, λέει, «προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι». Ἔκανε δηλαδή πώς πηγαίνει πιό μακριά. «Προσεποιεῖτο»: προσποιήθηκε. Βλέπετε, συγχωρεῖται κάτι τέτοιο· ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τό κάνει, συγχωρεῖται νά τό κάνουμε κι ἐμεῖς. Βέβαια, ὅταν αὐτό δικαιολογεῖται καί χρειάζεται. Προσποιόταν λοιπόν ὅτι ἤθελε νά προχωρήσει σέ ἄλλο χωριό πιό πέρα. Καί αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Ποῦ θά πᾶς τώρα; Βράδυ εἶναι. Τέλειωσε ἡ μέρα, ἔδυσε ὁ ἥλιος. Ποῦ θά πᾶς;» «Καί παρεβιάσαντο αὐτόν… τοῦ μεῖναι σύν αὐτοῖς». Καί κάπως, ἄς ποῦμε, ἐπέμειναν καί τόν ἔπεισαν νά μείνει μαζί τους, ἐκεῖ στό σπίτι πού μᾶλλον ἦταν τοῦ Κλεόπα.

Τώρα, ὅταν πηγαίνουμε, ὅπως εἴπαμε, στήν Ἰερουσαλήμ, στούς Ἁγίους Τόπους, πηγαίνουμε καί στήν πόλη Ἐμμαούς, καί μάλιστα πηγαίνουμε ἐκεῖ πού, κατά τήν παράδοση, ἦταν τό σπίτι τοῦ Κλεόπα. Καί φαίνονται κάποια κτίσματα ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη, πού πρέπει νά εἶναι κάποια ἀπομεινάρια ἀπό τό σπίτι τοῦ Κλεόπα. Ὅπως ἐπίσης ὑπάρχει καί ἕνα πλακόστρωτο, πού πρέπει νά ἦταν ὁ δρόμος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί σώζεται ἕνα κομμάτι μέσα στήν αὐλή τοῦ ὅλου οἰκήματος, πού τό ἔχουν σήμερα οἱ καθολικοί.

{Μιά γλυκιά τυραννία τῆς ψυχῆς}

«Καί εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σύν αὐτοῖς. Καί ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτόν μετ᾿ αὐτῶν, λαβών τόν ἄρτον εὐλόγησε, καί κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς». Ἀποφάσισε λοιπόν νά μείνει μαζί τους. Μπῆκαν μέσα στό σπίτι, καί τήν ὥρα πού κατεκλίθησαν, πλάγιασαν γιά νά φᾶνε –διότι τότε οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν πλαγιαστοί– «λαβών τόν ἄρτον εὐλόγησε». Πῆρε τό ψωμί ὁ Χριστός, τό εὐλόγησε καί τό ἔσπασε, ὅπως περίπου εἶχε κάνει στόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἀλλά ἡ ὅλη κίνηση αὐτή, ἔτσι ὅπως ἐνήργησε ὁ Χριστός, τούς βοήθησε νά καταλάβουν, νά ἀρχίσουν, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, νά ὑποψιάζονται, ὅτι εἶναι αὐτός· εἶναι αὐτός. Διότι εἶχαν πεῖ καί οἱ γυναῖκες πού πῆγαν πρωί-πρωί στόν τάφο, ὅτι εἶδαν ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι τούς εἶπαν ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος.

«Αὐτῶν δέ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐπέγνωσαν αὐτόν». Καί τότε ἄνοιξαν τά μάτια τους καί τόν γνώρισαν. Καί τήν πιό γλυκιά ὥρα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, τήν πιό κρίσιμη ὥρα, «αὐτός ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν». Αὐτό εἶναι πού, ὅπως εἶπα στήν ἀρχή, μοῦ ἔκανε πολλή ἐντύπωση σήμερα καί θά ἤθελα νά τό προσέξουμε τώρα μαζί· καί ἄλλες φορές πού τό διαβάζουμε, ἀλλά ἰδιαίτερα σήμερα, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. «Καί αὐτός ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν». Τί ἄλλο ἤθελαν αὐτοί; Αὐτό ἤθελαν. Νά δοῦν τόν Κύριο. Νά τόν δοῦν καί νά τόν χορτάσουν, νά τόν δοῦν καί νά μιλήσουν μαζί του. Αὐτός ὅμως ἔγινε ἄφαντος. Ὅπως καί γενικότερα, μετά τήν Ἀνάσταση δέν μένει μαζί μέ τούς μαθητάς συνέχεια. Ἐμφανίζεται, ἐξαφανίζεται, παρουσιάζεται πάλι…

Ὅμως πρέπει νά ποῦμε δυό λόγια ἐδῶ, πάνω σ᾿ αὐτή τή φράση. Ἀπ᾿ ὅ,τι πληροφορούμαστε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, κι ἐκεῖνοι ζοῦσαν τέτοιες καταστάσεις. Λέει εἰδικότερα κάποια πράγματα ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά αὐτή τήν ὥρα, γιατί εἶχε τέτοια βιώματα ὁ ἅγιος Συμεών. Ἀγαποῦσε πολύ τόν Χριστό, πολύ τόν ἀγαποῦσε καί ἔτρεχε πίσω ἀπό τόν Χριστό. Καί λέει στούς «Ὕμνους» του ὅτι, ὅπως ὁ σκύλος πού τρέχει πίσω ἀπό τόν λαγό, καί τώρα τόν βλέπει καί ὕστερα τόν χάνει, καί τώρα τόν βρίσκει καί ὕστερα πάλι ἐξαφανίζεται ὁ λαγός –καθώς ὁ λαγός τρέχει πιό γρήγορα ἀπό τό σκυλί– ἔτσι, λέει ὁ ἅγιος Συμεών, κι ἐγώ τρέχω πίσω σου, Κύριε· κι ἐκεῖ πού νά, πρόλαβα καί σέ εἶδα λίγο, ἐξαφανίστηκες πάλι· κι ἐκεῖ πού πρόλαβα λίγο καί εἶδα τή μορφή σου, πάλι ἄφαντος ἔγινες. Καί λέει ἀρκετά ὁ ἅγιος μέ ἕνα γλυκό καί δραματικό τρόπο. Εἶναι μιά γλυκιά τυραννία τῆς ψυχῆς αὐτή, ἄν μποροῦμε νά τήν ποῦμε ἔτσι, καθώς ἡ ψυχή θέλει τόν ἀγαπημένο της, θέλει νά τόν πιάσει τόν Κύριο, ἄν εἶναι δυνατόν, νά τόν κρατήσει, νά μήν τῆς φύγει, κι ἐκεῖνος γίνεται ἄφαντος.

Θά παρακαλέσω νά προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο. Βέβαια, δέν ξέρω τώρα πόσοι ἀπό μᾶς μποροῦμε νά καταλάβουμε, ἀλλά ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅσοι καταλάβουμε, καί οἱ ἄλλοι θά φροντίσουν κι ἐκεῖνοι σιγά-σιγά νά μυηθοῦν σ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια. Νά προσέξουμε αὐτό τό «ἄφαντος ἐγένετο». Ἐξαφανίστηκε. Καί ἐξαφανίστηκε τήν ὥρα ἀκριβῶς πού τόσο θά ἤθελαν νά μήν ἐξαφανιστεῖ, τόσο θά ἤθελαν νά μείνει ἐκεῖ, νά περάσουν ὅλη τή νύχτα μαζί· νά μιλοῦν, νά τόν βλέπουν, νά τόν ἀκοῦν. Τότε θυμήθηκαν βέβαια ὅτι καί στόν δρόμο καιγόταν ἡ καρδιά τους. Ἐκείνη τήν ὥρα δέν τό πολυπρόσεξαν. Τώρα ὅμως πού ἀπεκαλύφθη ὁ Κύριος –φανερώθηκε τήν ὥρα τοῦ δείπνου– θυμήθηκαν καί λένε μεταξύ τους: «Δέν καιγόταν ἡ καρδιά μας τήν ὥρα πού μᾶς μιλοῦσε ἐκεῖ στόν δρόμο;»

{«Καί παρεβιάσαντο αὐτόν». «Πέστε τό μου, καί θά περάσω» }

Ναί, ἔτσι εἶναι τά πνευματικά πράγματα. Καί θά παρακαλέσω αὐτή τήν ὥρα νά μή μείνουμε ἁπλῶς στό ὅτι εἴμαστε χριστιανοί. Ναί, εἴμαστε χριστιανοί, γενικά-γενικά ἀκοῦμε περί Θεοῦ, περί Χριστοῦ, περί Ἐκκλησίας, ἀλλά ὅμως δέν ἔχουμε καμιά μύηση πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, καμιά μύηση σ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια. Καί γιατί αὐτό; Διότι, ὅπως ξέρουμε, ὅλοι μας μέσα στήν καρδιά μας κάτι ἔχουμε· ἔχουμε ὁ καθένας τόν καημό μας, ἔχουμε τήν ἀγάπη μας, ἄς ποῦμε ἔτσι. Κάπου εἶναι κολλημένη ἡ καρδιά τοῦ καθενός. Καί φυσικά, ἐπειδή εἶναι κάπου ἀλλοῦ κολλημένη, δέν βρίσκει τόν Χριστό. Δέν ξέρει ἀπό τέτοια ἡ καρδιά δυστυχῶς, καίτοι μπορεῖ νά εἶναι κανείς χριστιανός.

Ὁ Κύριος μᾶς πλησιάζει ἀπό τήν ὥρα πού ὑπάρχουμε, καθώς μάλιστα ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Καί αὐτό συνεχίζεται ὅσο μεγαλώνει κανείς. Νά, καί αὐτή τήν ὥρα πού εἴμαστε ἐδῶ, πού ἀκοῦμε, πού διαβάζουμε –ὅπως καί χθές, προχθές– καθώς ἔχουμε ἀνησυχίες πνευματικές, μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος καί θέλει Ἐκεῖνος νά μᾶς διδάξει. Καί ἄν προσέξει κανείς, καθώς ὁ Κύριος τά ξέρει καλά καί τά λέει καλά καί φτάνουν μέχρι τό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ὅλο καί κάτι, κάτι διαισθάνεται κανείς. Εἶναι αὐτό πού ἔχουμε πεῖ μερικές φορές, ὅτι κι ἐμεῖς ἐδῶ ὅλο καί κάτι διαισθανόμαστε· ἀλλιῶς, δέν θά μαζευόμασταν κάθε τόσο καί κάθε τόσο καί κάθε τόσο. Κάτι, κάτι φτάνει ἀπό τή ζεστασιά τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας, στήν καρδιά μας. «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν;»

Ἀλλά τό θέμα εἶναι ὅμως ὅτι, καθώς ὁ Κύριος μᾶς πλησιάζει, μᾶς ζεσταίνει, μᾶς διδάσκει καί μᾶς μυεῖ στήν ἀλήθεια, ἐμεῖς πρέπει νά βροῦμε τρόπο, ὅπως λέει ἐδῶ, νά τόν «παραβιάσουμε», νά τόν ἀναγκάσουμε δηλαδή νά μείνει, καθώς Αὐτός κάνει πώς φεύγει. «Καί παρεβιάσαντο αὐτόν». Ἔχει σημασία αὐτό. Ἔχει σημασία. Ἄν δέν ποῦμε «ὁρίστε», δέν περνάει ὁ Κύριος. Ἄν δέν ποῦμε «ἔλα», δέν περνάει. Ναί, μᾶς ἀφήνει νά ἐννοήσουμε ὅτι θά ἤθελε νά τοῦ ποῦμε «πέρνα». Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει τώρα ἐδῶ μέ αὐτούς τούς δύο. Προσποιεῖται ὅτι θέλει νά πάει πιό πέρα, καί αὐτοί «παρεβιάσαντο αὐτόν».

Περιμένει λοιπόν ὁ Κύριος νά τοῦ ποῦμε «ὁρίστε». Κι ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε σέ θέση νά τό πιάσουμε αὐτό. Πρέπει, ὅσο κι ἄν εἴμαστε ἀνόητοι, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Κύριος γι᾿ αὐτούς: «ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ». Διότι, ἅμα δέν ἔρθει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἔρθει αὐτή ἡ ἀναγέννηση, ἄν δέν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά κάνει καινούργιο τόν ἄνθρωπο, νά τόν κάνει οὐράνιο, καί ἀνόητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τά θεῖα πράγματα καί βραδύς εἶναι καί ἀναίσθητος· δέν καταλαβαίνει τίποτε. Μήν παραξενευόμαστε γι᾿ αὐτό. Ἀλλά χρειάζεται ὅμως νά κάνουμε ἕνα κάτι ἀπό τή μεριά μας. Αὐτό πού μποροῦσαν νά κάνουν αὐτοί οἱ δύο τό ἔκαναν· νά ἐπιμείνουν δηλαδή νά περάσει μέσα στό σπίτι. Ὅπως καί ἔγινε, διότι τό ἤθελε ὁ Κύριος. «Πέστε τό μου, σάν νά ἔλεγε, καί θά περάσω». Γι᾿ αὐτό προσεκολλήθη, γι᾿ αὐτό τούς ἔκανε συντροφιά, γι᾿ αὐτό περπάτησε μαζί τους: γιά νά φτάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο πού ἔφτασε.

{…γι᾿ αὐτό περπάτησε μαζί τους}

Καί ἐκεῖ εἶναι τό μέγα θέμα. Νομίζω πώς ἡ κάθε χριστιανή ψυχή, ὁ κάθε χριστιανός ἔχει –πρέπει νά ἔχει– τέτοια βιώματα, τέτοιες ἐμπειρίες, πού κάπως φανερώνεται ὁ Χριστός, κάπως ἀποκαλύπτεται, κάπως ἕνα φῶς, ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς σάν ἀστραπή ἐμφανίζεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἐξαφανίζεται μετά πάλι. «Ἄφαντος ἐγένετο». Αὐτό εἶναι τό θέμα. «Ἄφαντος». Καί χρειάζεται νά τόν κυνηγήσουμε. Δέν τό κάνει βέβαια τυχαῖα αὐτό ὁ Κύριος. Προσέξτε. Ἔτσι ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς συνηθισμένοι μέ τά βιώματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου –πού θέλουμε νά ἔχουμε, νά ἀπολαύσουμε, νά εὐχαριστηθοῦμε, καί μήν τά χάσουμε αὐτά, καί, ἄν εἶναι δυνατόν, νά βροῦμε μιά καί καλή τά πάντα καί νά καθίσουμε νά ἀπολαμβάνουμε– νομίζουμε ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι καί μέ τά θεῖα πράγματα. Δέν εἶναι ἔτσι. Αὐτά ἐδῶ εἶναι βιώματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.

Καί τήν ὥρα πού ἐμφανίζεται ὁ Κύριος, πού σοῦ κάνει τή χάρη καί ἐμφανίζεται, φανερώνεται καί καίει τήν ψυχή σου –ὅπως ἐδῶ– ἔτσι, γιά δευτερόλεπτα, τό κάνει αὐτό ὁ Κύριος γιά νά σέ ξυπνήσει, γιά νά σέ κινητοποιήσει, γιά νά σοῦ ἀνοίξει τήν ὄρεξη, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Ἀλλά δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος λυπεῖται ὄχι καλή λύπη, ὅταν ἐξαφανίζεται ὁ Κύριος. Λυπεῖται, ἀκριβῶς διότι κινεῖται ὡς παλαιός ἄνθρωπος καί θέλει, ἄν ἦταν δυνατόν, νά τόν κρατήσει τόν Χριστό, νά μήν τόν χάσει· ἄν ἦταν δυνατόν, νά μή χάσει αὐτή τήν καλή ἐμπειρία, αὐτό τό βίωμα. Ἀλλά κινεῖται ὅμως κατά μή σωστό τρόπο. Ἔχουμε πεῖ ἕνα σχετικό παράδειγμα: Βλέπεις ἕνα τριαντάφυλλο ὡραιό­­­τατο, εὐωδέστατο· βγάζει εὐωδία καί εἶναι καί ὡραῖο ὡς πρός τήν ὄψη. Ἐκεῖνος πού ξέρει, θά κάθεται καί θά τό βλέπει καί θά τό ὀσφραίνεται. Ἕνας ἄλλος θά χυμήξει ἐπάνω νά τό κατακτήσει, νά τό κάνει δικό του. Θά τό πιάσει μέ τά χέρια του, θά ἀρχίσει νά τό μαδάει, καί πάει τό τριαντάφυλλο· πᾶνε ὅλα.

Δέν φανερώνεται ὁ Χριστός σέ ψυχές, σέ καρδιές πού ἔτσι σκέπτονται καί ἔτσι ἐνεργοῦν. Ὀφείλουμε ὑπομονετικά νά τρέχουμε πίσω ἀπό τόν Κύριο. Νά λυπόμαστε βέβαια ὅταν ἐξαφανίζεται· τήν καλή λύπη ὅμως, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν θά μᾶς πιάσει τό παράπονο, δέν θά μᾶς πιάσει τό πεῖσμα, δέν θά στραφοῦμε πρός τά πίσω, ἀλλά θά συνεχίσουμε νά τρέχουμε καί νά τρέχουμε. Καί συνεχῶς, ἀνάλογα μέ τή διάθεσή μας, ἀνάλογα μέ τό πῶς πιστεύουμε καί πῶς εἴμαστε μέσα μας διατεθειμένοι, θά ἔχουμε κάθε τόσο ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί κάθε τόσο ὁ Κύριος θά γίνεται ἄφαντος.

{Ἄν ὄντως ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος, θά γίνει ἄφαντος}

Λένε οἱ Πατέρες: «Ὅταν ἔρθει ἕνα νόημα, κράτησέ το ὅσο μπορεῖς». Καί ἐννοοῦν κάτι τέτοια: ἔρχεται μιά ἐμπειρία· νιώθεις τόν Κύριο νά σέ ἀγγίζει. Εἶναι κάτι οὐράνιο αὐτό· δέν συγκρίνεται μέ τίποτε ἀνθρώπινο καί γήινο. Ναί, κράτησέ το ὅσο μπορεῖς. Βέβαια, αὐτό φεύγει πάλι· ὅπως ἔρχεται, φεύγει. Ὅσο καί νά θέλεις νά τό κρατήσεις, δέν μένει. Ὅταν ὅμως ἀρχίζει κανείς νά συμμορφώνει τή ζωή του πρός τίς ἐμπειρίες αὐτές, καί γίνεται ὅλο καί πιό πολύ χριστιανός, ὅλο καί πιό πολύ πιστός, καί κάνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀρχίζουν καί πληθαίνουν αὐτά τά νοήματα, δηλαδή αὐτές οἱ ἐμπειρίες, αὐτές οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά αὐτό γίνεται μιά μόνιμη κατάσταση μέσα του.

Λέγαμε παλιά κάποτε· ἴσως ἐνθυμεῖσθε μερικοί. Ἔχουμε μιά βρύση, καί τήν ἀνοίξαμε λίγο, καί στάζει σταλαγματιά-σταλαγματιά, ἀλλά πολύ ἀραιά. Ἀνοίγουμε λίγο περισσότερο, καί πληθαίνουν οἱ σταλαγματιές. Καί ἀνοίγουμε λίγο περισσότερο, καί ἀκόμη περισσότερο πληθαίνουν οἱ σταλαγματιές. Καί ἄν τήν ἀνοίξουμε λίγο παραπάνω, ἀρχίζει νά τρέχει συνεχῶς ἔπειτα. Ἔτσι –γιά νά τό μεταφέρουμε αὐτό στά πνευματικά– ἔχει κανείς συνέχεια ἔπειτα μέσα στήν καρδιά του τόν Χριστό, ὅπως ὁ ἴδιος τό ὑπόσχεται: «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰω. 14, 21). «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰω. 14, 23). Θά ἔρθει ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά τοῦ χριστιανοῦ, καί ἡ καρδιά του θά γίνει σκηνή τῆς Ἁγίας Τριάδος, σκηνή τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκηνή τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως, σήμερα ἤθελα νά τονίσω κυρίως αὐτό τό «ἄφαντος ἐγένετο». «Ἄφαντος». Μήν περιμένουμε νά φανερωθεῖ ὁ Χριστός, καί ἄντε, τόν βρήκαμε καί τελειώσαμε. Ἄν ὄντως ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος, θά γίνει ἄφαντος μετά. Ἄφαντος. Καί αὐτό θά ἐπαναληφθεῖ καί ἄλλη φορά καί ἄλλη καί ἄλλη. Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε τό καθῆκον μας, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν αὐτοί οἱ δύο μαθηταί: «Καί παρεβιάσαντο αὐτόν».

Καί συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστής: «Καί ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καί εὗρον συνηθροισμένους τούς ἕνδεκα καί τούς σύν αὐτοῖς, λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καί ὤφθη Σίμωνι. Καί αὐτοί ἐξηγοῦντο τά ἐν τῇ ὁδῷ καί ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Ἐκείνη τήν ὥρα, καίτοι κουρασμένοι, πιθανόν νά μήν εἶχαν τελειώσει οὔτε κάν τό φαγητό τους, σηκώθηκαν καί πῆγαν στήν Ἰερουσαλήμ –τό θεώρησαν καθῆκον τους– γιά νά ποῦν καί στούς ἄλλους ὅτι εἶδαν τόν Κύριο. Κι ἐκεῖ πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἐμφανιστεῖ καί στόν Πέτρο.

Μακάρι αὐτά τά λίγα λόγια πού εἴπαμε σήμερα, ἀδελφοί μου, νά γίνουν ἀφορμή νά ἀγαπήσουμε αὐτό τό κυνηγητό, καί νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος τέτοιων ἐμφανίσεων καί τέτοιων πραγματικοτήτων: ἐνῶ τόν βλέπουμε καί τόν χαιρόμαστε καί τόν θέλουμε, Ἐκεῖνος νά ἐξαφανίζεται, κι ἐμεῖς νά τρέχουμε πίσω του, ἕως ὅτου μόνιμα ὁ Κύριος θά κατοικήσει μέσα στήν καρδιά μας.

13-12-1998 Κυριακή τῶν Προπατόρων

*Ἀπόσπαμα ἀπό τό βιβλίο «Mέσα στήν έρημο του κόσμου»