Κυριακοδρομιο
A+
A
A-

05. Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ – Τῶν προπατόρων.

{Λουκ. 14, 16-24}

{Τό Μέγα Δεῖπνον}

Κυριακή τῶν προπατόρων σήμερα. Κάθε χρόνο ἡ προτελευταία Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, εἶναι ἡ Κυριακή τῶν προπατόρων καί πάντοτε ἀναγινώσκεται αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε. Εἶναι κι αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή παραβολή, γιά τήν ὁποία εἶχε κάποια ἀφορμή ὁ Κύριος.

Ἔκανε λόγο πιό μπροστά γιά κάποιο δεῖπνο καί γιά τίς πρωτοκαθεδρίες· καί στόν 15ο στίχο τοῦ 14ου κεφαλαίου τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου γράφει· «Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ». Κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἦταν σ᾿ αὐτό τό δεῖπνο, πού ἔγινε λόγος γιά τίς πρωτοκαθεδρίες, ἄκουσε αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος καί εἶπε «εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού θά φάει ἄριστον, πού θά καθήσει στό τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί πῆρε ἀπ᾿ αὐτό ἀφορμή ὁ Κύριος καί εἶπε τήν παραβολή πού ἀκούσαμε καί φαίνεται καθαρά ἐδῶ ὅτι τό ἄριστον αὐτό, αὐτό τό δεῖπνο εἶναι γενικότερα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά μποροῦσε κανείς βέβαια εἰδικότερα νά τό ἀναφέρει καί στή Θεία Κοινωνία, ἀλλά γενικότερα εἶναι ἡ βασιλεία, ἡ ὁποία συχνά παρομοιάζεται μέ δεῖπνο καί ἄλλοτε μέ γάμο πού κάνει ὁ οὐράνιος Νυμφίος μέ τήν νύμφη Ἐκκλησία.

{«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς»}

Θά παρακαλοῦσα νά προσέξουμε ὅτι ὁ Κύριος ἐδῶ παρουσιάζει τά ἀρνητικά στοιχεῖα, ἄς ποῦμε, τῆς ὅλης αὐτῆς ὑποθέσεως. Καί παρουσιάζει τά ἀρνητικά, διότι ἀκριβῶς δέν εἶναι μόνον ὁ Θεός ἀπό τή μιά πλευρά πού παραθέτει τό δεῖπνο, ἀλλά εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς πάντοτε παίρνει ἀρνητική στάση. Κι ἀκριβῶς αὐτό θέλει νά τονίσει ὁ Κύριος ὅτι πολλοί εἶναι οἱ κεκλημένοι· τό ῾῾πολλοί᾿᾿ σημαίνει ὅλοι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλεσμένοι νά εἰσέλθουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ,νά μετάσχουν αὐτοῦ τοῦ ἀρίστου, αὐτοῦ τοῦ δείπνου στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅμως κι ἀπό τούς πιό κεκλημένους θά ἀρνηθοῦν καί ἔχει μεγάλη σημασία ἐδῶ τό ὅτι ὅλοι ἀρνοῦνται, ὅλοι ἀρνοῦνται καί γεμίζει ὁ οἶκος, ἀλλά παρακάθονται τελικά στό δεῖπνο κάποιοι ἄλλοι.

Βέβαια ἐδῶ ἐννοεῖ ὁπωσδήποτε ὁ Κύριος πρωτίστως καί κυρίως τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι δέν δέχθηκαν τό κήρυγμά του, δέν δέχθηκαν τό Εὐαγγέλιό του, τό μήνυμά του καί ἔμειναν στήν ἄρνησή τους. Ὅμως ὁ Κύριος τά λέει ἔτσι πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά μείνουμε ἁπλῶς στούς Ἰουδαίους, ἀλλά νά λάβουμε ὑπόψιν μας ὅτι ἀναφέρεται σ᾿ ὅλους κι ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἡ παραβολή καί ταιριάζει γιά ὅλους.

«Ἄνθρωπός τις», λέει, «ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (στ. 16-17). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού κάνει τό δεῖπνο εἶναι βέβαια ὁ Θεός, καλεῖ πολλούς, πού σημαίνει τελικά καλεῖ ὅλους καί τήν ὥρα πού εἶναι ὅλα ἕτοιμα, ἀποστέλλει τόν δοῦλο του νά καλέσει, νά πεῖ στούς κεκλημένους «ἐλᾶτε, εἶναι ὅλα ἕτοιμα».

{«Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες»}

Τονίζει ὁ Κύριος ἐδῶ στήν παραβολή του ὅτι εὐθύς ἐξαρχῆς, οὔτε κάν τό σκέφθηκαν δηλαδή τό θέμα, εὐθύς ἐξαρχῆς ὅλοι αὐτοί οἱ κεκλημένοι παραιτήθηκαν, δηλαδή δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση. Καί εἶναι ῾῾πάντες᾿᾿, ὄχι ὁρισμένοι, πάντες καί τούς πάντες αὐτούς βέβαια, τούς παρουσιάζει μέ τρία συγκεκριμένα παραδείγματα, μέ τρεῖς συγκεκριμένες περιπτώσεις, μέσα στίς ὁποῖες εἶναι ὅλοι οἱ καλεσμένοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται καί χάνουν τό δεῖπνον.

Καί ἄν οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν κεκλημένοι καί ἔχασαν, καθώς δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι εἴμαστε βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί θά ἔλεγε κανείς ἀκόμη πιό πολύ εἴμαστε κεκλημένοι, καλεσμένοι, ναί, ἄν δέν ἀνταποκριθοῦμε, δέν θά λάβουμε μέρος στό δεῖπνο καί θά μείνουμε ἀπ᾿ ἔξω.

Καί νά πεῖ κανείς ἐδῶ ὅπως κι ἄλλη φορά λέγαμε, ὅτι αὐτοί οἱ ὁποῖοι παραιτοῦνται, δέν δέχονται καί δέν ἀνταποκρίνονται στήν πρόσκληση ἤ στήν ὑπενθύμιση τῆς πρόσκλησης πού τούς ἔγινε στό παρελθόν, νά ποῦμε ὅτι εἶναι κάποιοι οἱ ὁποῖοι παρασύρθηκαν ἀπό τήν ἁμαρτία καί βούλιαξαν μέσα σέ φοβερά πράγματα καί δέν καταλαβαίνουν τώρα, δέν ἔχουν συναίσθηση; Ἀπό μιά πλευρά θά ἔλεγε κανείς ὅτι αὐτοί πού παραιτοῦνται εἶναι ὅλοι ἔντιμοι ἄνθρωποι.

Τό λέγαμε κι ἄλλη φορά, νά μᾶς βάλει σέ μεγάλη σκέψη αὐτό καί σέ μεγάλο φόβο· δέν θά βγεῖ τίποτε ἁπλῶς μέ τό νά ᾿σαι ἕνας ἔντιμος ἄνθρωπος καί καλός ἄς ποῦμε ἄνθρωπος στή δουλειά σου, μέ τό νά ᾿σαι ἕνας καλός νοικοκύρης δέν θά βγεῖ τίποτε· δέν σώζεσαι μ᾿ αὐτό. Βέβαια ὅπως εἶναι σήμερα ἡ κοινωνία θά λέγαμε μακάρι ὅλοι αὐτοί πού ἔχουν παρασυρθεῖ καί πού ἔχουνε μπλέξει μέ χίλια δυό πράγματα, μακάρι νά ξαναθυμηθοῦν, νά ξανασκεφθοῦν καί νά διορθωθοῦν καί νά γίνουν ἔντιμοι ἄς ποῦμε πολίτες, ἔντιμοι ἄνθρωποι καί ἔντιμοι οἰκογενειάρχες, μακάρι. Ἀλλά ὡστόσο ὅμως ἐδῶ μιλάει ὁ Κύριος, μιλάει τό Εὐαγγέλιό του, τά λέει σαφέστατα ὁ Κύριος, ξεκάθαρα ὅτι ὅλοι αὐτοί πού ἀρνοῦνται καί δέν δέχονται τήν πρόσκληση καί δέν πηγαίνουν στό δεῖπνο, δέν ἀνταποκρίνονται, εἶναι ἔντιμοι κατά τά ἄλλα ἄνθρωποι.

{Οἱ τρεῖς περιπτώσεις τῶν καλεσμένων πού ἀρνοῦνται τήν πρόσκληση}

«Καὶ ἤρξαντο», λέει, «ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ», εἶπε στό δοῦλο δηλαδή πού ἦρθε καί τοῦ θύμησε τήν πρόσκληση, «ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν»· τί τό κακό κάνει αὐτός, χωράφι ἀγόρασε, τέτοια ἔκαμναν τότε οἱ ἄνθρωποι _σήμερα θά πεῖ κανείς κάτι παρόμοιο_ καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά πάω νά δῶ τό χωράφι πού ἀγόρασα· δέν τό εἶχε δεῖ ἀκόμη ἤ τό εἶχε δεῖ πολύ πρόχειρα καί ἤθελε νά τό δεῖ καλύτερα, ποῦ θά κάνει ἄς ποῦμε τή στάνη, ποῦ θά στήσει τήν καλύβα, ποῦ θά σπείρει τό ἕνα εἶδος, ποῦ θά σπείρει τό ἄλλο· «ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον», σέ παρακαλῶ ἄφησέ με (στ. 18).

Νά, ἔτσι ἁπλά-ἁπλά ὁ ἄνθρωπος κοιτάει τά δικά του, παρασύρεται ἀπ᾿ τά δικά του, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά κάνει τά δικά του καί δέν λαμβάνει ὑπόψιν τί λέει ὁ Θεός, δέν λαμβάνει ὑπόψιν τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ὥστε νά νιώσει, καλό εἶναι καί τό χωράφι, ἐνόσω ζεῖ κανείς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί χωράφι θά ἔχει καί, ὅπως λέει καί πιό κάτω, καί ζῶα θά ἔχει νά καλλιεργήσει τά χωράφια καί οἰκογένεια θά κάνει, ἀλλά πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὁ Θεός, καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὅλα, ὅλα, ὅσα γίνονται εἶναι γιά νά μᾶς ὁδηγοῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιά νά μᾶς ἐμποδίζουν ἀπ᾿ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Τί ἐντιμότης εἶναι αὐτή καί τί εἰλικρίνεια εἶναι αὐτή καί τί νοικοκυροσύνη εἶναι αὐτή, ὅταν δέν βάζεις πρῶτα τόν Θεό, δέν βάζεις πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν Θεό, δέν νοιάζεσαι γιά νά ἔχεις καλή σχέση μέ τόν Θεό καί νά πορεύεσαι πρός τή βασιλεία του, ἀλλά ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, χρησιμοποιεῖς καμιά φορά τόν Θεό γιά τή δική σου βασιλεία;

Κι ὁ ἕνας εἶπε «ἔχε με παρῃτημένον» κι ὁ ἄλλος εἶπε «ἔχε με παρῃτημένον» καί ὁ ἄλλος εἶπε «οὐ δύναμαι ἐλθεῖν», ἄφησέ με ἥσυχον.

Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος ὅτι ἦσαν κεκλημένοι αὐτοί, σημαίνει ὅτι δέν ἔχουν ἄγνοια αὐτοί ἐδῶ· νά τό προσέξουμε αὐτό τό πράγμα, εἶναι κεκλημένοι, δέν ἔχουν ἄγνοια τοῦ πράγματος, ὅτι δηλαδή πρώτη φορά ἀκοῦνε. Ὅπως ἕνας χριστιανός δέν θά μποροῦσε νά πεῖ ὅτι δέν ξέρει τίποτε, δέν ἄκουσε τίποτε, ὅτι ἀγνοεῖ τά περί Χριστοῦ, ἀγνοεῖ τά περί Εὐαγγελίου, ἀγνοεῖ τά περί σωτηρίας, ἀγνοεῖ τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πῶς θά τό πεῖ; Ἔχουν ὅλοι γνώση αὐτοί ἐδῶ κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση ἀμέσως, ἐπαναλαμβάνω, χωρίς καθόλου λίγο νά προβληματισθοῦν, νά σκεφθοῦν, εὐθύς ἐξαρχῆς, διότι ἡ ψυχή τους εἶναι κολλημένη, ναί μέν σέ κάτι πού φαίνεται οὐδέτερο, ἀλλά δέν εἶναι δοσμένη ἡ ψυχή τους στόν Θεό, εἶναι στό χωράφι ἡ ψυχή τοῦ ἑνός, εἶναι στά ζῶα ἡ ψυχή τοῦ ἄλλου, εἶναι στήν γυναίκα ἡ ψυχή τοῦ τρίτου.

{Ποῦ ὀφείλεται ἡ ἀρνητική μας στάση στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ}

Αὐτό παρακαλῶ νά τό προσέξουμε πῶς ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἀντιδρᾶ ἀρνητικά στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Νά μή διστάσουμε, νά μή φοβηθοῦμε νά τό προσέξουμε στόν ἑαυτό μας, δέν εἶναι πολύ δύσκολο νά τό καταλάβουμε· πῶς μιλᾶς μέ κάποιον καί μερικοί εἶναι ἀκαρτέρητοι, δέν προλαβαίνεις νά τελειώσεις τή φράση σου καί ἀμέσως, ἀμέσως ἀπαντοῦν· ἀπαντοῦν κατά κανόνα ἄς ποῦμε ἀρνητικά· βαθύτερα μέσα στήν ψυχή ὑπάρχει πάντοτε δυστυχῶς στόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί στόν βαπτισμένο, στόν χριστιανό, βαθύτερα ὑπάρχει μιά ἀρνητική στάση ἀπέναντι στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Καί ἄς μήν ἀμφιβάλλουμε πολύ γι᾿ αὐτό· ἐάν ἀπό τότε πού ᾿μαστε βαπτισμένοι, ἀπό τότε πού ᾿μαστε χριστιανοί, ἐάν ἡ ψυχή μας ἦταν ἔτσι διατεθειμένη «λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλος σου» ( Α’ Βασ. 3, 9.1), ὅπως ἔλεγε ὁ προφήτης, μίλησε, Κύριε, κι ὁ δοῦλος σου ἀκούει κι ἀνταποκρίνεται, ἄν ἦταν ἔτσι ἡ ψυχή μας, ἅγιοι θά ἤμασταν τώρα κι ὄχι ὅπως πολλές φορές συλλαμβάνονται οἱ χριστιανοί νά ᾿ναι χειρότεροι κι ἀπό ἄλλους πού δέν εἶναι κάν χριστιανοί.

Ἔχουμε λοιπόν αὐτά τά δύο, ἀφενός δέν ἀνταποκρίνεται κανείς στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ κι ἀφετέρου τό κάνει χωρίς νά προβληματισθεῖ λιγάκι· δέν βάζει κάτω τόν ἑαυτό του, γιατί νά ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρνητική στάση μέσα του, αὐτή ἡ ἀρνητική διάθεση μέσα του; Καί δέν εἶναι δύσκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἀκριβῶς αὐτό γίνεται, ἐπειδή μέσα ὑπάρχει ὁ παλαιός ἄνθρωπος.

Πῶς ἐπαναπαυόμαστε ἀλήθεια ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ὁμολογήσαμε τί ὁμολογήσαμε, ὁ ἀνάδοχός μας βέβαια, ἀλλά ὅμως ὅταν μεγαλώσαμε τό καταλάβαμε κι ἐμεῖς, ὁμολογήσαμε λοιπόν τί ὁμολογήσαμε στό βάπτισμα, ὑποσχεθήκαμε τί ὑποσχεθήκαμε, ἀπαρνηθήκαμε τόν διάβολο καί τήν πομπή του καί ὅλα καί πῶς ἐπαναπαυόμαστε ἄς ποῦμε νά λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί καί μέσα στήν ψυχή μας νά ὑπάρχει ἄλλος κόσμος; Κόσμος δηλαδή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος παλαιός ἄνθρωπος ἔχει τά δικαιώματά του, ὁ ὁποῖος παλαιός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖ κατοχυρωμένος, ἔχει τό κατεστημένο του, ἔχει τό βασίλειό του, δέν παραδίδεται μέ τίποτε, καί ἐμεῖς τόν ἀφήνουμε νά ὑπάρχει ἐκεῖ καί τόν τρέφουμε, διότι ἐν πολλοῖς οἱ πράξεις μας, οἱ σκέψεις μας, ἡ ὅλη ζωή μας ὑπαγορεύεται ἀπ᾿ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Καί μή σπεύσει κανένας νά πεῖ ῾῾ναί, ἐγώ δέν…᾿᾿ Γιά, νά δεῖ κανείς καλύτερα.

Ἀλλά ὁ βασικότερος λόγος εἶναι τό ὅτι δέν λαχταρᾶ κανείς τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ· δέν τόν συνέχει αὐτή ἡ ἀλήθεια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νά περιμένει πότε νά ᾿ρθει ἡ ὥρα. Πῶς πηγαίνουμε κάπου καί μπαίνουμε στή σειρά, γιά νά πάρουμε κάτι πού πολύ τό θέλουμε καί περιμένουμε πότε θ᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα· καί μόλις ἀνοίξει ἡ πόρτα, δέν ἀρχίζουμε νά λέμε ῾῾ἔχω τοῦτο κι ἔχω κεῖνο᾿᾿ ἀλλ᾿ ἀμέσως, ἀμέσως μπαίνουμε μέσα γιά νά βροῦμε αὐτό τό ὁποῖο θέλουμε.

Ἡ ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, προπαντός τοῦ βαπτισμένου, τοῦ χριστιανοῦ, πρέπει νά εἶναι ἔτσι. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν μετάνοια «ὁ καθένας πρέπει νά ἔχει τήν μετάνοια», καί φυσικά μόνο μέ τήν μετάνοια μαραίνει κανείς τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί θανατώνει τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια εἶναι προθάλαμος τοῦ Παραδείσου, ὁ προθάλαμος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, κάθεται ἐκεῖ ἀπέξω κανείς καί περιμένει ν᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα γιά νά μπεῖ μέσα· τά ἄλλα ὕστερα· πρῶτα ὁ Θεός, πρῶτα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρῶτα ἡ σωτηρία, πρῶτα ὁ Κύριος, πρῶτα ἡ πορεία αὐτή πρός τόν Κύριο καί ἔπειτα τά ἄλλα, τά ὁποῖα κι αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα ἀλλά ἁπλῶς γιά νά ζήσουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά ὑπάρχουμε, γιά νά μπορέσουμε νά κάνουμε τόν κανόνα μας, νά φθάσουμε ἐκεῖ πού πρέπει νά φθάσουμε.

{Δέν ἀρκεῖ νά εἶσαι ἁπλῶς καλός ἄνθρωπος}

«Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον, καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε», ἀγόρασα πέντε ζεύγη βοῶν καί εἶναι ἀνάγκη νά πάω νά κάνω αὐτήν τήν ἐργασία νά πάω νά τά δοκιμάσω, νά δοῦμε κάνουν γιά τό χωράφι, δέν κάνουν, «ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον» (στ. 18-19), σέ παρακαλῶ ἄφησέ με, μή μέ ἐνοχλεῖς «καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν» (στ. 20) παντρεύθηκα καί γι᾿ αὐτό τόν λόγο δέν μπορῶ νά ρθῶ.

Εὐλογοφανέστατες θά ἔλεγε κανείς οἱ δικαιολογίες, εὐλογοφανέστατα τά ἐπιχειρήματα πού ἀρνοῦνται τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅμως καθόλου δέν εὐσταθοῦν. Καί νά σκεφθοῦμε πολύ σοβαρά. Βέβαια θά λέγαμε, ὅπως εἶναι ἡ σημερινή κοινωνία, μακάρι ὅλοι οἱ νέοι πού τρέχουν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, μακάρι νά παντρευτοῦν καί νά κάνουν σπίτι καί νά κάνουν οἰκογένεια, ἀλλά ἀπ᾿ τήν ἄλλη πλευρά ὅμως πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι δέν φθάνουν αὐτά, δέν φθάνει ἁπλῶς νά ζήσει κανείς ὡς ἔντιμος ἄνθρωπος, ἄς ποῦμε, ἀλλά νά ᾿χει δική του βασιλεία καί νά μήν σκέπτεται τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ λέει ὁ Κύριος «καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ἤσθιον, ἔπινον, παντρευότανε, νυμφευότανε, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν» (Λουκ. 17, 26-29). Δέν ἔκαναν τίποτε ἄλλο, τρώγανε, πίνανε, παντρευότανε, κάναν οἰκογένειες καί τά λοιπά, ἀλλά δέν ἔφτανε αὐτό, δέν τούς ὠφέλησε αὐτό, ἀφοῦ δέν πρόσεξαν διά μέσου τοῦ Νῶε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά συμμορφωθοῦν καί αὐτοί πρός ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔπρεπε νά συμμορφωθοῦν, ὥστε νά σωθοῦν τελικά· «καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας, ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ». Λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτά, «ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν», δέν ἔκαναν κακά πράγματα· κι αὐτοί τρώγανε, πίνανε, ἀγόραζαν, πωλοῦσαν, φύτευαν, οἰκοδομοῦσαν σπίτια κλπ. «ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας», χάθηκαν ὅλοι κι αὐτοί. Εἶναι πολύ πιθανόν νά μήν ἔκαναν ὅλοι τίς εἰδικότερες ἁμαρτίες πού ᾿καναν οἱ Σοδομίτες ἐκεῖ _καί ἔμεινε αὐτό πιά στήν ἱστορία_ καί νά ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν σκέπτονταν τόν Θεό, δέν εἶχαν ἀνοιχτό τόν δρόμο πρός τόν Θεό, δέν ἐξαρτῶνταν ἀπό τόν Θεό, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἔκαναν τήν ζωή τους.

Πολύ νά μᾶς ἀπασχολήσουν ὅλ᾿ αὐτά, πάρα πολύ νά τά σκεφτοῦμε, γιά νά μήν πάθουμε κανένα μεγάλο κακό. Ἐπαναπαυόμαστε ἴσως σέ κάποια καλά πράγματα, τά ὁποῖα ὅμως σέ τελευταία ἀνάλυση δέν μᾶς ὁδηγοῦν στόν Θεό ἀλλά μᾶς κρατοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό, μᾶς ἀποσποῦν ἀπό τόν Θεό, μᾶς ἀποπροσανατολίζουν.

Δέν εἶναι κακό ν᾿ ἀγαπᾶ κανείς τόν ἑαυτό του παραδείγματος χάριν· ναί, θά βρεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του κανείς ὅταν ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὅταν κινεῖται πρός τόν Θεό, ὅταν θέλει τόν Θεό· ὅταν κινεῖσαι πρός τόν ἑαυτό σου, ἐκεῖ μέσα θά χαθεῖς. Ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε νά ὑπάρχουμε, αὐτός μᾶς ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα του καί ὅμως ἄν ἁπλῶς συγκλίνεις πρός τόν ἑαυτό σου καί γίνεις φίλαυτος, δέν ὑπάρχει χειρότερη καταστροφή, χάνεις τόν Θεό ψάχνοντας καί ἀγαπώντας τόν ἑαυτό σου.

{Δέν ὑπάρχει χειρότερο ἀπό τό νά περιφρονεῖ τό πλάσμα τόν Δημιουργό του}

Ἦρθε λοιπόν ὁ δοῦλος καί εἶπε στόν κύριο ὅλ᾿ αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν· «καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα», ὅλ᾿ αὐτά. «Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε» (στ. 21).

Ναί, τώρα αὐτό τό «ὀργισθείς» μᾶς τρομάζει βέβαια, γιατί νά ὀργισθεῖ, ὀργίζεται ὁ Θεός; Ναί, ὁ Θεός δέν ὀργίζεται. Γίνεται λόγος, ἄν θέλετε νά τό πῶ ἔτσι, γιά τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὀργίζεται ὁ Θεός ἀλλ᾿ ὄχι μέ τήν ἔννοια πού καταλαβαίνουμε ἐμεῖς ἐδῶ τήν ὀργή· πού ἔχει κανείς θυμό μέσα του, ἔχει κακία μέσα του, ἔχει ἐκδικητικότητα κλπ. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί τώρα ὅπως εἶναι τά πράγματα· ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Παράδεισο, εἶναι στήν ἁμαρτία, ἦλθε ὅμως πάλι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος νά σώσει τόν ἄνθρωπο· τόν σώζει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος τελικά, παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό, δείξει τέτοια περιφρόνηση ἀπέναντι στόν Θεό, ὁ Θεός νά πεθαίνει ἀπό ἀγάπη γιά σένα, καί φυσικά δέν τό κάνει αὐτό γιά νά σέ ἔχει ὑπηρέτη του τάχα, ἀλλά γιά νά βγάλει ἐσένα ἀπό τό κακό μέσα στό ὁποῖο βρίσκεσαι ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας, πού κόλλησες στόν ἑαυτό σου, ἀγαπᾶς καί σκέπτεσαι τόν ἑαυτό σου, γιά νά σέ βγάλει λοιπόν ἀπό ἐκεῖ καί νά κινηθεῖς πρός τόν Θεόν, ἔρχεται ὁ Θεός· καί ὄχι ἁπλῶς σ᾿ ἀγαπᾶ, ὄχι ἁπλῶς κάνει κάποια πράγματα ἀλλά θυσιάζει ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεός. Καί ἐσύ διά μιᾶς παραιτεῖσαι καί λές τάχα εὐγενικά «ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον» καί περιφρονεῖς ὅλη αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιφρονεῖς ὅλη αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει χειρότερο ἀπ᾿ αὐτό, τό πλάσμα δηλαδή νά περιφρονήσει τόν πλάστη του, τόν δημιουργό του, τόν Θεό του.

Παίρνει κανείς μία ἰδέα, ὅταν ἕνας πατέρας, ἄς ποῦμε, κάνει τοῦτο κάνει κεῖνο γιά τό παιδί του, ὅλα τά δικά του εἶναι τοῦ παιδιοῦ του, καί τό παιδί του παίρνει μιά τέτοια στάση πού πλήρως περιφρονεῖ τόν πατέρα καί δέν τόν λογαριάζει καθόλου καί τρόπον τινά τόν θανατώνει τόν πατέρα. Ὁ Θεός δέν παθαίνει τίποτε μέ τήν στάση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι ἀνάξιος αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι μέ τόν Θεό, καί ἄς μήν ἔκανε τίποτε φοβερά πράγματα· γι᾿ αὐτό λοιπόν λέει ἐδῶ ὅτι ὀργίζεται. Διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι καί δίκαιος καί μαζί μέ τήν ἀγάπη θά εἶναι κι ἡ δικαιοσύνη παρούσα ἐκεῖ στόν Θεό, ὅλα μαζί συνυπάρχουν, δέν εἶναι μόνο ἀγάπη ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνο δίκαιος ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνον εὔσπλαγχνος ὁ Θεός, δέν εἶναι μόνο παντοδύναμος ὁ Θεός, πάνσοφος…, ὅλα μαζί εἶναι.

{Ὅ,τι κι ἄν ἤσουν, ἄν ἐπιστρέψεις στόν Θεό σώζεσαι}

«Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας» κλπ., ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐθαίρετα παίρνει τόν ἕναν, τόν ἄλλο καί τούς βάζει μέσα, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό τό πράγμα, κοντά στό νοῦ καί ἡ γνώση, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό, ὅτι θέλουν δέν θέλουν κάποιοι θά μποῦν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἀλλά συνήθως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἄς ποῦμε εἶναι ἔντιμοι καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι εἶναι οἱ καλοί καί ἔχουν τήν κλήση, νομίζουν ὅτι ὁ Θεός θά στηριχθεῖ σέ κάποια δικά τους καλά πράγματα κι ἑπομένως δική τους εἶναι ἡ βασιλεία. Ἔ, οἱ ἄλλοι χωλοί, τυφλοί, σακάτηδες, ὅλοι αὐτοί κτλ. πού τά θεωρεῖ ἀπορρίμματα τρόπον τινά τῆς κοινωνίας, ποιός θά τά προσέξει.

Ὄχι δέν εἶναι ἔτσι μέ τόν Θεό. Πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι θά σωθοῦν καί δέν σώθηκαν· καί ἄλλοι πολλοί πού ἦταν μεγάλοι ἁμαρτωλοί, ἀλλά ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Θεοῦ καί ἀνταποκρίθηκαν, ὄχι δηλαδή ὅτι τούς ἅρπαξε ἔτσι βρώμικους ὁ Θεός καί τούς ἔβαλε στή βασιλεία του, ἀλλά ἐννοεῖ ἐδῶ ἀκριβῶς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὅσο κι ἄν ἀπορρίπτονται ἀπ᾿ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅσο κι ἄν θεωροῦνται τρόπον τινά τά κατακάθια τῆς κοινωνίας, ἅμα ἐπιστρέψουν στόν Θεό, ἅμα πιστέψουν στόν Θεό, σώζονται.

Καί θά ἔλεγα ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, ὅποιος νομίζει ἔτσι βαθιά μέσ᾿ στήν ψυχή του ὅτι ὁ ἑαυτός του εἶναι ὅ,τι χειρότερο, ἔ αὐτόν θά τόν συμπαθήσει πιό πολύ ὁ Θεός. Ταπεινώσου ὅμως ἐκεῖ μέσα, παραδέξου τήν κατάστασή σου, πίστεψε ὅτι ὑπάρχει σωτηρία καί γιά σένα, πίστεψε ὅτι ἐξίσου σ᾿ ἀγαπᾶ καί σένα ὁ Θεός, καί ἄν ἀνταποκριθεῖς, πρῶτος στόν Παράδεισο.

Καί κάνει ἐντύπωση στή συνέχεια «καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκός μου» (στ. 23).

Βέβαια ὅπως λένε οἱ Πατέρες, καί ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μία παραβολή δέν τήν παίρνουμε λέξη πρός λέξη νά τήν ἐφαρμόσουμε· θά ἐφαρμόσουμε ὅσα ἐφαρμόζονται, θά χρησιμοποιήσουμε ὅσα χρησιμοποιοῦνται, ὡς παραβολή λέγονται ὅλα, γιά νά γίνει πλήρης ἡ εἰκόνα· ἀλλά ὅταν αὐτήν τήν παραβολή τήν ἑρμηνεύουμε, δέν θά τήν πάρουμε κατά γράμμα.

Πάντως ἐδῶ θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἄν ὑπάρχει ὁ κόσμος, ὑπάρχει κατά τήν ἀνεξιχνίαστο βουλή τοῦ Θεοῦ, ὅπως τά κανόνισε ὁ Θεός, ὑπάρχει γιά νά σωθοῦν ὅσοι θά σωθοῦν. Ὁ Θεός ξέρει πόσοι σώθηκαν ἕως τώρα καί πόσοι θά σωθοῦν. Κι ἀφήνει τόν κόσμο νά ὑπάρχει ὁ Θεός, ἑωσότου _γίνεται λόγος στήν Ἀποκάλυψη (Πρβλ. Ἀποκ. 6, 11)_ ἑωσότου «γεμισθῇ ὁ οἶκος» κι ἅμα γεμισθεῖ, φυσικά δέν ἔχει λόγον ὑπάρξεως ὁ κόσμος… Ὅμως τό «γεμισθῇ» αὐτό τί σημαίνει, εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχει τόπο ὁ Θεός; Σημαίνει· ὅπως τά ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, ὅπως τά ἔχει προνοήσει.

Καί «ἀναγκάζει», τό βλέπουμε αὐτό, δέν χρειάζεται φιλοσοφία γιά νά τό καταλάβουμε· μερικοί προβληματίζονται ῾῾πῶς γίνεται ν᾿ ἀναγκάζει ὁ Θεός;᾿᾿ Δέν ἀναγκάζει. Πόσες φορές βλέπουμε ἔτσι στήν πράξη ὄχι μιά φορά, ὄχι δύο φορές καί ἀνάλογα καί σέ ποιά ἐποχή ζοῦμε, θά λέγαμε σήμερα ἀκόμη περισσότερο· ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἰδέα δέν εἶχε, καθόλου δέν εἶχε πρόθεση καί σκοπό νά βρεῖ τόν Θεό, νά πιστεύσει στόν Θεό, ν᾿ ἀρχίσει νά ἔχει ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, τίποτε· καί ὅμως ὁ Θεός ὁ ὁποῖος βλέπει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί γνωρίζει τί θά κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, κι ἔτσι αὐτόν τόν πλέον ἀδιάφορο καί τόν ἐχθρικά ἴσως διακείμενο, κάπου τόν πιάνει ὁ Θεός, σέ κάποιο σταυροδρόμι, κάτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβεῖ, πού ζορίζεται αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί τελικά τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά βρεῖ τόν Θεό, νά βρεῖ τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά βρεῖ τόν δρόμο τῆς μετανοίας, νά ταπεινωθεῖ, νά μετανοήσει, νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτός καλεῖται μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καί σώζεται.

Καί εὔχομαι, εὔχομαι μόνο νά σωθοῦμε κι ὅπως κι ἄν σωθοῦμε, μόνον ὅλοι μας νά σωθοῦμε.

15-12-1996

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ὅπως φώτισε ο Θεός»