{Οἱ Ἀπόστολοι ὡς πνευματέμφοροι ἔκαναν τό ἔργο πού ἔκαναν}
Πῶς ἦταν οἱ Ἀπόστολοι ὄχι μόνο πρίν τούς γνωρίσει ὁ Χριστός καί πρίν γνωρίσουν τόν Χριστό, ἀλλά καί ἐνόσω ἦταν μέ τόν Χριστό πρό τοῦ Πάθους καί πρό τῆς Πεντηκοστῆς καί πῶς ἔγιναν μετά τήν Πεντηκοστή! Ἐάν ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας ὅπως καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἔμεναν αὐτοί πού ἦταν μέχρι καί τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ _θά ἔλεγα, ἀκόμη καί μετά τή Σταύρωση, ὅλες ἐκεῖνες τίς πενήντα ἡμέρες πρίν ἀναληφθεῖ ὁ Χριστός καί πρίν ἔλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα_ ποτέ δέν θά μποροῦσαν νά κάνουν ἕνα τέτοιο τεράστιο ἔργο, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά τό δοῦμε μόνο σάν ἔργο, σάν δουλειά, ἀλλά σάν ἔργο τό ὁποῖο εἶχε τέτοια ἐμπόδια καί τόσα πολλά ἐμπόδια.
Ἐάν δηλαδή στήν προκειμένη περίπτωση ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας, αὐτός πού ἦταν πρό τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν καί μετά, ἐλάχιστα ἀπ᾿ αὐτά τά ἐμπόδια καί ἐλάχιστες ἀπ᾿ αὐτές τίς δυσκολίες πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσει, θά ἄντεχε. Θά τά παρατοῦσε. Διότι θά σκεπτόταν κι αὐτός ἀνθρώπινα, ὅπως σκέπτονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, θά ἐπηρεαζόταν ἀπό τό ὅτι κινδύνευε ἡ ζωή του, θά ἐπηρεαζόταν ἀπό τό ὅτι κακοπερνοῦσε, θά ἐπηρεαζόταν ἀπό κάποια ἐρωτήματα πού θά τοῦ ἔρχονταν· μήπως δέν ἀξίζει, μήπως κάποιος ἄλλος νά τά κάνει αὐτά; κλπ.
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού τόν μετέβαλε ἀπό ἕναν συνηθισμένο ἄνθρωπο σέ ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνο ἦταν πού τόν ἄλλαξε ἐντελῶς, καί μποροῦσε κι αὐτός ἄνετα νά λέει αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Καί ἀκριβῶς ὡς καινούργιος πλέον ἄνθρωπος, ὡς πνευματέμφορος, ὡς ὁδηγούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄλλος ἄνθρωπος, ἔκανε αὐτά πού ἔκανε.
{Κάποια ἁπλά ἐρωτήματα, γιά νά βλέπουμε ποῦ βρισκόμαστε}
Ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ καλοί χριστιανοί, στηριζόμενοι στά προσόντα πού ἔχουμε, στίς ἱκανότητες πού ἔχουμε, στίς γνώσεις πού ἔχουμε, ἄν θέλετε, καί στήν πρόθεση ἁπλῶς τήν ἀνθρώπινη πού ἔχουμε, στηριζόμενοι λοιπόν σ᾿ αὐτά, θέλουμε νά γίνουμε ὄντως ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί τό ἔργο μας νά εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Δέν γίνεται. Ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ θά μᾶς κάνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Κι αὐτό ἐπίσης εἶναι ἐκεῖνο πού θά κάνει δι᾿ ἡμῶν τό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θά φέρει τό ἔργο, τό ὁποιοδήποτε ἔργο, τή σφραγίδα τοῦ Θεοῦ.
Μπορεῖ κανείς νά θέτει κάποια ἁπλά ἐρωτήματα, γιά νά βλέπει ποῦ βρίσκεται. Μποροῦμε νά ποῦμε· «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»; Ἐάν αὐτό δέν μπορεῖ νά τό πεῖ ὁ χριστιανός, πολύ νά ταπεινωθεῖ, πολύ νά κλάψει καί νά μήν ἡσυχάσει, ἑωσότου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θά πραγματοποιήσει αὐτό τό θαῦμα μέσα του· «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Νά διερωτώμεθα καί ἀκόμη πιό πολύ, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, νά ζορίσουμε τόν ἑαυτό μας· Θέλουμε νά γίνει ἔτσι; Θέλουμε νά γίνει ἔτσι, ὥστε νά μή ζοῦμε ἐμεῖς, ἀλλά νά ζεῖ ὁ Χριστός ἐν ἡμῖν; Γιατί ἀπό κεῖ ξεκινάει τό πράγμα. Ἄν τό θέλουμε ὄντως, θά κάνουμε καί ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουμε, καί θά γίνει τό θαῦμα. Ἄν δέν ἔγινε, δέν ἔγινε, διότι δέν τό θέλουμε. Ὄντως τό θέλω νά μή ζῶ ἐγώ, ἀλλά νά ζεῖ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός;
Καί ἄλλο ἐρώτημα μποροῦμε νά θέτουμε· Μήπως ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ζεῖ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός καί δέν ζῶ ἐγώ, καί αὐτό εἶναι ἕνα λάθος; Μήπως νομίζω ὅτι ἔτσι εἶναι, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι; Γιατί, ἀπό ὅ,τι μπορεῖ νά καταλάβει κανείς, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού πέφτουν καί σ᾿ αὐτό τό σφάλμα· δηλαδή νομίζουν ὅτι αὐτό τό ὁποῖο κάνουν εἶναι τοῦ Θεοῦ, νομίζουν ὅτι αὐτό πού ζοῦν εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν ὅμως προσέξει κανείς βαθιά μέσα του, θά βρεῖ ὅτι ζεῖ καί βασιλεύει ὁ ἑαυτός, του καί ἁπλῶς ἔχει καί κάποιο ἐπίχρισμα χριστιανικό, κάποιο ἐπίχρισμα εὐαγγελικό, κάποιο ἐπίχρισμα Χριστοῦ.
Καί ἕνα ἄλλο ἐρώτημα πού μποροῦμε νά θέτουμε εἶναι· Μέ ὁδηγεῖ ἐμένα τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ζῶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι; Εἶναι ἐλεύθερο τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μέ ὁδηγήσει ὅπως θέλει; Ἤ, μπορεῖ νά θέλω κάτι τέτοιο, ἀλλά τελικά ὅμως, καθώς ἐγώ ὁδηγῶ τόν ἑαυτό μου, δέν ἐπιτρέπω στό Ἅγιο Πνεῦμα νά μέ ὁδηγεῖ; Καί κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α’ Θεσ. 5, 20), ὅταν δέν τό θέλεις τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν δέν συγκατατίθεσαι νά ὁδηγεῖσαι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα _τό ὁποῖο εἶναι ἕτοιμο νά κάνει αὐτή τήν ἐργασία μέσα μας, ἀλλά ἐμεῖς κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε_ τότε τό σβήνεις τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό σβήνεις τό Ἅγιο Πνεῦμα καί δέν ἔχεις Πνεῦμα Ἅγιο μέσα σου καί φυσικά ἀκόμη πιό πολύ ἄγεσαι καί φέρεσαι ἀπό τόν ἑαυτό σου.
{Δέν ἐξαιρεῖται κανείς}
Ἐπίσης θά ἦταν καλό ἀκόμη μιά φορά νά σκεφθοῦμε καί νά πιστεύσουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀλλαγή πού ἔκανε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς μαθητάς καί τήν ὁποία ἔκανε καί σ᾿ ὅλους τούς ἁγίους, αὐτή ἡ ἀλλαγή γίνεται στόν καθένα. Δέν ὑπάρχει κανείς πού ἐξαιρεῖται καί δέν πρέπει νά ἐπηρεάζεται κανείς ἀπό τό τί εἶναι. Ὅσο κι ἄν εἶναι κανείς διεφθαρμένος, διεστραμμένος, ἀχρειωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά λόγους εἴτε κληρονομικούς εἴτε ἐπίκτητους, δέν ὑπάρχει περίπτωση πού νά μήν μπορεῖ νά τόν ἀλλάξει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Θά ἔλεγα ὅτι ἐκεῖνος πού δέν τό πιστεύει αὐτό, δηλαδή δέν πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά τόν ἀλλάξει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἁμαρτάνει καί ἴσως κάνει τή μεγαλύτερη ἁμαρτία. Διότι εἶναι σάν νά καταργεῖς ὅλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τήν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σάν νά καταργεῖς τήν ἀλήθειά του, τό Εὐαγγέλιό του, εἶναι σάν νά τόν διαψεύδεις, ἐνῶ πουθενά ὁ Χριστός δέν ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχουν μερικοί πού δέν μποροῦν ν᾿ ἀλλάξουν, ὅτι ὑπάρχουν μερικοί πού δέν μποροῦν, ἄν θέλουν, νά μετανοήσουν.
Θά σταματήσουμε ἐδῶ.
30-11-1988
* Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο «Θέλεις νά ἁγιάσεις;» Α’ ἔκδ.