Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

18. Κυριακή Πάσχα, Ἑσπερινός τῆς Ἀγάπης (α´)

{Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί… οἱ δύο ἀναστάσεις τοῦ ἀνθρώπου }

Ἐκεῖνο πού θέλω νά πῶ στήν ἀγάπη σας αὐτή τήν ὥρα, εἶναι ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀνέστη, ἀδελφοί μου, καί ἀληθῶς ἀνέστη, γιά νά ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς καί νά γίνει σ᾿ ἐμᾶς καί ἡ πρώτη ἀνάσταση καί ἡ δεύτερη. Τώρα, ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀνασταίνεται ἡ ψυχή πού εἶναι νεκρή ἀπό τήν ἁμαρτία καί μετά τή ζωή αὐτή ἀνασταίνεται γιά τήν αἰώνια ζωή.

Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτές τίς ἡμέρες, ἄλλος περισσότερο, ἄλλος λιγότερο, καθώς περνοῦμε μέσα ἀπό τήν Μ. Ἑβδομάδα καί φτάνουμε στήν Ἀνάσταση, ἔχουμε μιά κάποια ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας αὐτῆς, ὅτι δέν εἶναι τά πράγματα μόνον ἔτσι, ὅπως συνηθίσαμε νά τά ζοῦμε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πραγματικότητα, ὑπάρχει καί ἡ θεία ζωή, ἡ ἀληθινή ζωή πού δίνει ὁ Χριστός. Ἄλλος περισσότερο, ἄλλος λιγότερο, λαμβάνει μιά κάποια πείρα.

Ὡστόσο ὅμως πάντοτε οἱ χριστιανοί, ὅσοι βέβαια ἔχουν πάρει κάπως ζεστά τά πράγματα καί ἔχουν μεγάλη ἐλπίδα αὐτές τίς ἡμέρες νά συμβεῖ κάτι μεγάλο στήν ψυχή τους, μένουν καί μέ μιά αἴσθηση ὅτι δέν ἔγινε ἀκριβῶς αὐτό πού ἤθελαν νά γίνει καί περίμεναν νά γίνει. Εἶναι κι αὐτό μιά ἀλήθεια.

{Γιατί ὁ Κύριος χορηγεῖ λίγο-λίγο τήν Χάρι τῆς θείας ζωῆς; }

Καί θά ἤθελα νά πῶ, στό σημεῖο αὐτό, δυό πράγματα. Τό ἕνα εἶναι τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος ὅ,τι εἶχε νά κάνει τό ἔκανε ὅλο, δέν τό ἔκανε μέ δόσεις. Καί πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἔγινε στόν τέλειο βαθμό ἄνθρωπος. Καί ἐπίσης καθ᾿ ὅλη τή ζωή του στόν τέλειο βαθμό καί ἔζησε καί εἶπε καί ἔκανε ὅ,τι εἶχε νά πεῖ καί νά κάνει. Καί στόν τέλειο βαθμό ἀπέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἀνέστη, γιά νά ἀναστήσει κι ἐμᾶς. Δέν ἔκανε λίγο καί ὕστερα τήν ἄλλη χρονιά λίγο ἀκόμη καί τήν ἄλλη χρονιά κι ἄλλο κλπ. ἀλλά ἅπαξ ὁ Κύριος ἔκανε τό πᾶν.

Καί αὐτό πλέον εἶναι δεδομένο. Ὄντως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος, ὄντως ὁ Κύριος ἀπέθανε γιά μᾶς, ὄντως ὁ Κύριος ἀνέστη γιά μᾶς. Ἐμεῖς τώρα, κατά τό μέτρον τῆς πίστεως, κάθε φορά παίρνουμε κάτι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια· κάθε φορά. Δυστυχῶς, ἤ μπορεῖ εὐτυχῶς, δέν γίνεται γιά μᾶς μιά κι ἔξω, πού θά μποροῦσε, ἀλλά δέν γίνεται. Ἐμεῖς, κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς μας, λίγο-λίγο θά ἀφομοιώσουμε αὐτό πού ὁ Κύριος ἔκανε γιά μᾶς. Λίγο πέρσι, λίγο φέτος, λίγο τοῦ χρόνου. Λίγο χθές, λίγο σήμερα, λίγο αὔριο· λίγο-λίγο.

Εἴπαμε κι ἄλλοτε ὅτι μιά φορά π.χ. νά κοινωνήσει κανείς, φτάνει· παίρνει μέσα του ὁλόσωμο τόν Κύριο, τό σῶμα του καί τό αἷμα του, τόν θεωμένο Κύριο, τό θεωμένο σῶμα του καί αἷμα του. Δέν γίνεται ὅμως. Καί γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάγκη καί πάλι νά κοινωνήσουμε καί πάλι νά κοινωνήσουμε καί νά κοινωνοῦμε σ᾿ ὅλη μας τή ζωή. Βέβαια μπορεῖ νά πηγαίνει ἐντελῶς χαμένη ἡ Θεία Κοινωνία, ἄν δέν κοινωνοῦμε ἀξίως. Ἤ μπορεῖ νά ᾿ναι καί εἰς κατάκριμα ἡ Θεία Κοινωνία, ἄν δέν κοινωνοῦμε ἀξίως. Ἀλλά ὅσο ἀξίως κι ἄν κοινωνοῦμε, δέν μποροῦμε νά πάρουμε σέ μιά δόση τήν ὅλη Χάρι πού ἔχει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.

Καί εἶπα κάποια στιγμή μόλις προηγουμένως· “ἴσως καί εὐτυχῶς”. Μέ τήν ἔννοια, εὐτυχῶς πού δέν γίνεται μιά καί ἔξω. Διότι ἀναμάρτητοι ἦταν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἀναμάρτητοι, καί ὅμως ἔπεσαν καί τά ἔχασαν ὅλα. Πόσο μᾶλλον ἐμεῖς, πού, ἐφόσον εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἔχουμε μέσα μας τήν ἁμαρτητική κλίση. Καί ἄν ἀπότομα γίνει σ᾿ ἐμᾶς τό ὅλο καλό, ἀπότομα μᾶς δοθεῖ τό ὅλο ἀγαθό, θά τό ἀντέξουμε; Θά τό ἀφομοιώσουμε σωστά; Θά προλάβει ἡ ψυχή μας νά ταπεινωθεῖ καί νά βαστάσει ὅλο αὐτό τό βάρος ἤ θά ὑπερηφανευθεῖ καί θά πέσει πολύ-πολύ περισσότερο καί θά χαθεῖ;

Λίγο-λίγο λοιπόν. Τώρα πόσο εἶναι τό λίγο αὐτό στόν ἕνα καί πόσο στόν ἄλλο, αὐτό ὁ Θεός τό κανονίζει. Ἀλλά καί πάλι δέν τό κανονίζει ὁ Θεός σάν σέ ἄλλον νά χαρίζεται καί σ᾿ ἄλλον νά μή χαρίζεται, ἀλλά κατά τό μέτρον τῆς πίστεως, κατά τό μέτρον τῆς ἀνταποκρίσεώς μας, κατά τό μέτρον τῆς ἀγάπης μας πρός Αὐτόν, κατά τό μέτρον τοῦ κόπου μας καί τῆς προσπαθείας μας. Ὅλα αὐτά κατά τό μέτρον τῆς πίστεως.

Μή λοιπόν παρασυρόμαστε ἀπό τό πόσο ἐπιθυμοῦμε καί πόσο θά θέλαμε καί περιμέναμε νά γίνει, ἀλλά πάντοτε, πάντοτε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δοῦμε αὐτό πού μᾶς ἔδωκε ὁ Κύριος, τό λίγο ἔστω, διότι λίγη ἦταν καί ἡ πίστη μας. Κι αὐτό τό λίγο νά τό ἐκτιμήσουμε, νά τό ἀγαπήσουμε, νά τό ἀγκαλιάσουμε, νά τό ἀφομοιώσουμε, νά χαροῦμε, νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά τό φυλάξουμε “ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ”. Νά προσέξουμε μήν τό διώξουμε κι αὐτό τό λίγο.

Καί ὁ Κύριος βλέποντας ὅτι δέν εἴμαστε ἄπληστοι, ὥστε νά μήν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται, ἀλλά εἴμαστε ταπεινοί καί τό λίγο-λίγο, μιά σταγονίτσα πού ἔρχεται, καθώς θεωροῦμε ἀνάξιο τόν ἑαυτό μας γι᾿ αὐτό, μᾶς εἶναι πάρα πολύ, πάρα πολύ, καί βγαίνει εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη ἀπό τήν ψυχή μας· ὅταν δεῖ αὐτό ὁ Κύριος, μᾶς δίνει καί ἄλλο καί ἄλλο καθημερινά. Διότι δέν περιμένει ὁ Θεός νά φτάσουμε στήν Μ. Ἑβδομάδα, ἁπλῶς γιά νά φτάσουμε στό Πάσχα, καί νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του. Καί αὔριο καί μεθαύριο καί κάθε μέρα καί κάθε ὥρα, καί νύχτα καί ἡμέρα, καί παντοῦ –ἐφόσον ἅπαξ διά παντός ὅ,τι εἶχε νά δώσει ὁ Κύριος τό ἔδωσε, καί εἶναι στή διάθεσή μας μέσα στήν Ἐκκλησία– μᾶς δίνει, λοιπόν, κατά τό μέτρον τῆς πίστεως.

{Δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πίστεως }

Καί θά ἔρθω στό δεύτερο. Εἴχαμε πεῖ, θά τονίσουμε δυό πράγματα. Τό ἕνα, λοιπόν, εἶναι ὅτι λίγο-λίγο ἔρχεται ἡ Χάρις καί μήν τά περιμένουμε ἐμεῖς ἀλλιῶς· τά ἐκτιμοῦμε ἀλλιῶς καί τελικά δέν βλέπουμε καί δέν ἀξιοποιοῦμε κι ἐκεῖνο πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Τό δεύτερο εἶναι –τό εἴπαμε καί τό ξαναείπαμε– κατά τό μέτρον τῆς πίστεως. Θά παρακαλοῦσα, ἀδελφοί μου, νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τό ὅτι ἐμεῖς τώρα δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πίστεως, δέν ἔχουμε πίστη.

Μπορεῖ βέβαια νά προσευχόμαστε καί νά παρακαλοῦμε, μπορεῖ νά τρέχουμε στίς ἐκκλησίες, νά μελετοῦμε, μπορεῖ μέ χίλιους-δυό τρόπους νά δείχνουμε ὅτι θέλουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θέλουμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τό φῶς, αὐτή τήν καινούρια ζωή, πού ἔρχεται μέ τήν Ἀνάστασή του. Μπορεῖ ἔτσι νά κάνουμε, ἀλλά βαθιά μέσα στήν ψυχή μας –τό βλέπουμε αὐτό καθημερινά– δέν εἴμαστε ἄνθρωποι πίστεως. Βαθιά μέσα μας δέν εἴμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅπως περιμένει ὁ Θεός.

Καί στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονίσω ἰδιαίτερα ὅτι εἶναι κάποια πράγματα πού πρέπει νά τά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἐάν δέν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός ὅσο κι ἄν τοῦ ζητᾶς τήν Χάρι, δέν θά σοῦ τή δώσει. Καί κυρίως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐμπιστευθεῖ στόν Θεό, νά ἔχει στήν καρδιά του πίστη. Διότι κατά τό μέτρον τῆς πίστεως δίδονται ὅλα. Εἶναι βέβαια δῶρον Θεοῦ ἡ πίστις, ἀλλά, νά, ὅμως πού τό δῶρο αὐτό εἶναι ἀνάλογα μέ τήν ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ὅλη διάθεσή του.

Δέν χαρίζεται κι ἐδῶ ὁ Θεός, σ᾿ ἄλλον νά δίνει καί σ᾿ ἄλλον νά μή δίνει· δέν κάνει τέτοια πράγματα ὁ Θεός, δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός. Ὁ Θεός ὅλους τούς ἀγαπᾶ καί θέλει νά σωθοῦν ὅλοι. Ἡ πονηρή στάση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πονηρή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη πού ἐμποδίζει τόν Θεό νά δώσει αὐτό τό δῶρο πού λέγεται πίστις καί κατά τό μέτρον ἔπειτα τῆς πίστεως νά δώσει τή δωρεά του.

Εἶπα ὅτι τό διαπιστώνουμε καθημερινά. Ναί. Δέν ξέρω, ἀδελφοί μου, ὅπως λέγαμε καί μιά ἄλλη φορά, πῶς ἀκριβῶς ἦταν οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων τούς παλιότερους καιρούς. Πρέπει νά ἦταν λίγο διαφορετικές τότε οἱ ψυχές καί ὄχι ὅπως εἶναι τώρα. Ἀκόμη καί τότε πού οἱ ἄνθρωποι ἦταν στήν εἰδωλολατρία, ἀλλά ἐπέστρεφαν ἀπό τήν εἰδωλολατρία, πίστευαν σέ κάποιους θεούς, σέ κάποια φαντάσματα, σέ κάποια ἀνύπαρκτα πράγματα ἤ σέ κάποια αἰσθητά πράγματα πού ἔβλεπαν· ἀλλά πίστευαν, πίστευαν. Καί μόλις ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι τίποτε –καθώς ὅμως ἦταν συνηθισμένοι νά πιστεύουν– ἄκουγαν τό κήρυγμα, ἄκουγαν τήν διδασκαλία, μάθαιναν ἀπό δῶ ἤ ἀπό κεῖ γιά τόν Θεό τόν ἀληθινό, γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦρθε καί πέθανε γιά τούς ἀνθρώπους καί ἀναστήθηκε γιά τούς ἀνθρώπους, καί πίστευαν στόν ἕναν Θεό, στόν ἀληθινό Θεό. Καί φαίνεται πώς δέν ἤτανε δύσκολο νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἔτσι καί εἶχε κανείς καλή διάθεση καί καταλάβαινε ὅτι εἶναι ψεύτικος ὁ θεός ἤ οἱ θεοί στούς ὁποίους πίστευε. Τώρα δέν εἶναι ἔτσι.

{Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἔχει θεοποιήσει τόν ἑαυτό του καί δέν ἔχει γεύση πίστεως στόν Θεό }

Τώρα ὁ ἄνθρωπος σέ τελευταία-τελευταία ἀνάλυση, καί ὅταν ἀκόμη πιστεύει στό χρῆμα καί ὅταν ἀκόμη πιστεύει σέ ἄλλα ὑλικῆς φύσεως πράγματα, τελικά ἔχει κάνει θεό τόν ἑαυτό του. Ἔχει κάνει θεό τόν ἑαυτό του καί ἑπομένως δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος σήμερα τί εἶναι πίστη, δέν τό βιώνει αὐτό, ὅπως τό βίωναν ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ εἰδωλολάτρες. Δέν τό βιώνει αὐτό τό πράγμα ὁ σημερινός ἄνθρωπος· δέν τό γνωρίζει. Αὐτός ἄγεται καί φέρεται ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τίς εὐχαριστήσεις του, ἀπό τήν κρίση του, ἀπό τή σοφία του, ἀπό τήν ἐξυπνάδα του, ἀπό τό τί θά πεῖ ὁ ἑαυτός του.

Ἀσκητής μπορεῖ νά πάει νά γίνει κανείς, μή σᾶς φαίνεται ὑπερβολικό, ἀσκητής μπορεῖ νά γίνει καί νά παιδεύεται μ᾿ αὐτό τό πράγμα καί νά μήν ξέρει τί τοῦ φταίει. Καθώς εἶχε κάνει θεό τόν ἑαυτό του καί τώρα γνώρισε –ἦταν ἕναν καιρό ἀδιάφορος, ἦταν ἕναν καιρό κοσμικός ἄνθρωπος– τώρα πίστευσε καί ἔφτασε μέχρι τοῦ σημείου νά πάει νά γίνει καί ἀσκητής, ὅπως εἴπαμε, γιά νά πάρουμε μιά ἀκραία περίπτωση, ὅμως, ἐπειδή εἶχε κάνει θεό τόν ἑαυτό του καί διεπίστωσε ὅτι ὅλα τ᾿ ἄλλα δέν φτάνουν γιά νά ὑπηρετήσουν τόν θεό-ἑαυτό του, ἐστράφη βέβαια πρός τόν Θεό, τόν Χριστό. Ὅμως ἐστράφη κατά τέτοιο τρόπο, σάν νά εἶναι θεός ὁ ἑαυτός του, καί ὁ Χριστός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θά ἔρθει τώρα νά τόν ὑπηρετήσει, θά ἔρθει τώρα νά τόν λατρεύσει.

Δέν τό λέει κανείς ἔτσι, δέν τό συνειδητοποιεῖ ἔτσι· βαθύτερα ὅμως ἔτσι τό ζεῖ. Ἀναφέρθηκα στήν ἀκραία περίπτωση τοῦ ἀσκητοῦ. Καταλαβαίνετε τώρα τί γίνεται μ᾿ ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἐδῶ, στόν κόσμο, καί ὅπως ζοῦμε ὁ καθένας. Γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς ἀπασχολοῦν τά προβλήματα, γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς κυριεύουν οἱ στενοχώριες μας, γι᾿ αὐτό τόσο πολύ μᾶς ἀπασχολεῖ ἄν μᾶς ἀναγνωρίζουν, ἄν δέν μᾶς ἀναγνωρίζουν, μᾶς τιμοῦν ἤ δέν μᾶς τιμοῦν, ἄν μᾶς κολακεύουν, ἄν δέν μᾶς κολακεύουν, ἄν… Μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό. Ἐνῶ εἶναι ἐντελῶς ἀλλιῶς τά πράγματα.

Πίστη στόν Χριστό σημαίνει πιστεύεις στόν Χριστό. Ἀπό κεῖ καί πέρα παύεις πιά νά ᾿χεις κέντρο τόν ἑαυτό σου καί νά καλεῖς τόν Θεό νά σέ ὑπηρετήσει, σάν νά ᾿ναι θεός ὁ ἑαυτός σου. Παραδίδεσαι στόν Θεό, παραδίδεσαι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού σέ λυώνει κυριολεκτικά, ἄν τήν αἰσθανθεῖς, ἄν τήν προσέξεις, καί ἀκολουθεῖς τόν Θεό. Καί δέν μεμψιμοιρεῖς, δέν γογγύζεις, δέν παραπονιέσαι, δέν θίγεσαι καί δέν νιώθεις κατωτερότητες καί τέτοια πράγματα πού ἔχουν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, οὔτε καί ἀναισθησίες.

Ἄλλο πάλι αὐτό. Χριστιανοί βέβαια, καλοί χριστιανοί κατά τά ἄλλα κλπ., ἀλλά ἀναίσθητοι. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν κατάστασή τους, τά ἐλαττώματά τους, νά δοῦν τίς ἀδυναμίες τους, νά δοῦν ὅτι γιά τά καλά θεοποίησαν τόν ἑαυτό τους καί γιά τά καλά κανόνισαν τά πάντα νά λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί νά ὑπηρετοῦν τόν ἑαυτό τους.

{Ποῦ νά βρεῖ σημεῖον ἐπαφῆς ὁ Θεός, γιά νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του; }

Ὅταν εἴμαστε ἔτσι, ὅσο κι ἄν γιορτάσουμε τή Μ. Ἑβδομάδα, ὅσο κι ἄν γιορτάσουμε τό Πάσχα, πῶς νά βρεῖ ὁ Θεός ἀπό ποῦ νά μᾶς πιάσει; Ποῦ νά βρεῖ σημεῖον ἐπαφῆς, γιά νά μᾶς δώσει αὐτό πού τόσο πολύ θέλει ὁ Θεός νά μᾶς δώσει; Νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του, νά ρθεῖ μέσ᾿ στήν ψυχή μας τό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά γίνει ἡμέρα στήν ψυχή. Διότι ὅλη ἡ ζωή εἶναι ἕνα σκοτάδι χωρίς τόν Θεό, χωρίς αὐτό τό μυστικό φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας εἶναι σκοτάδι, καί δέν παίρνεις εἴδηση ὅτι ἔχεις σκοτάδι. Ἤ, κι ἄν νιώθεις τό σκοτάδι, ἁπλῶς κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, καί ἀνησυχεῖ “ὁ θεός” πού ἔχεις μέσα σου καί σέ βάζει σέ στενοχώριες.

Ἔρχεται, λοιπόν, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, φεύγει τό σκοτάδι καί γίνεται μέρα στήν ψυχή σου. Ὅπως λέγαμε σέ κάποια συζήτηση σήμερα, ἄλλο εἶναι νύχτα καί ἄλλο εἶναι μέρα. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἴσως τόση πολλή αἴσθηση τῆς διαφορᾶς τῆς νύχτας καί τῆς ἡμέρας, ἐπειδή διαθέτουμε τώρα ἠλεκτρικό ρεῦμα κλπ., ἀλλά παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ἔλεγαν, “πότε θά γίνει μέρα; πότε θά φέξει;”, καθώς δέν ἔβλεπαν νά πᾶνε ἐκεῖ πού ἤθελαν, δέν ἔβλεπαν νά κάνουν τίς δουλειές πού εἶχαν, καθώς ὑπῆρχαν καί ἄλλα ἐμπόδια.

Ἡ νύχτα εἶναι νύχτα, κι ὅταν ἐρχόταν μέρα, ἦταν μέρα· καί τόν δρόμο ἔβλεπε κανείς καί ὅ,τι ἄλλο ἤθελε νά δεῖ τό ἔβλεπε, καί ὅπου ἤθελε νά πάει πήγαινε καί ὅλα μποροῦσε νά τά διακρίνει τήν ἡμέρα. Ἀλλά πῶς ὅμως ὁ Κύριος νά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία μέ ἕναν σημερινό χριστιανό, μέ ἕναν σημερινό ἄνθρωπο; Χριστιανός βέβαια κατά τά ἄλλα, καλός καλότατος, νύχτα-μέρα στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἡ ὅλη στάση του, ἡ ὅλη διάθεσή του εἶναι τέτοια.

Ὑπάρχουν καί σήμερα κάποιες ψυχές καί καμιά φορά μάλιστα μπορεῖ νά εἶναι πολύ ἁπλοϊκές ψυχές. Ὄχι ψυχές, ὁπωσδήποτε πού ξέρουν πολλά πράγματα, ἀλλά ψυχές πού ἔχουν αὐτή τή μυστική γνώση, ἔχουν μιά ἁπλότητα καί σάν νά ἔχουν ἕνα μυστικό φῶς μέσα τους, ἕνεκα τοῦ ὅτι εἶναι ἁπλές ψυχές, ἕνεκα τοῦ ὅτι εἶναι ταπεινές ψυχές, καί πού οὐδέποτε διανοήθηκαν νά θεοποιήσουν τόν ἑαυτό τους, οὐδέποτε.

Ἐγώ θυμᾶμαι ἀπό μικρό παιδί –καθώς τώρα τό καταλαβαίνω, τότε δέν μποροῦσα νά τό καταλάβω– θυμᾶμαι λοιπόν ψυχές πού οὔτε πήγαινε τό μυαλό τους νά ὑπερηφανευθοῦν, νά νοιαστοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, ἔτσι ὅπως ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι νοιαζόμαστε καί ἔχουμε κάνει θεό τόν ἑαυτό μας, ἤ νά παραπονεθοῦν ἤ… Ναί, ποτέ δέν διεκδίκησαν τό δίκιο, ἀφοῦ δέν πῆγε τό μυαλό τους ὅτι ἔχουν ποτέ δίκιο, γιά νά ποῦνε “μοῦ ᾿φαγες τό δίκιο”, αὐτό γιά τό ὁποῖο τόσο ἐνδιαφέρεται ὁ καθένας σήμερα.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση τώρα· ψυχές ἀγωνιζόμενες, ἄς ποῦμε, πού ἔδωσαν τά πάντα –ὑποτίθεται– γιά τόν Χριστό, καί πεθαίνουν γιά τό δίκιο τους. “Ὄχι, δέν ἦταν δίκιο ἔτσι ἀλλ᾿ ἦταν δίκιο ἀλλιῶς”. Καί ἁπλοϊκές ψυχές, πού οὔτε γράμματα ξέρανε οὔτε πολλά πράγματα ἄλλα, ἀλλά νά, πῶς τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός καί εἶχαν αὐτή τή γνώση τή μυστική μέσα τους καί δέν πήγαινε τό μυαλό τους ποτέ νά διεκδικήσουν τό δίκιο ἤ νά παραπονεθοῦν ὅτι τούς ἀδίκησαν καί νά λάβουν τά μέτρα τους· τίποτε. Μιά παντοτινή θυσία ἤτανε γιά τούς ἄλλους. Ὄχι σάν θύματα. Εἶναι πολλοί οἱ ὁποῖοι νιώθουν ἔτσι, ὅτι εἶναι θύματα τῶν ἄλλων. Ὄχι. Εἶναι θύματα, ἀλλά χωρίς νά νιώθουν ὅτι εἶναι θύματα καί χωρίς νά κλαψουρίζουν καί νά παραπονοῦνται.

Ὑπάρχουν καί σήμερα τέτοιες ψυχές. Ἄλλοι ἐδῶ, ἄλλοι ἐκεῖ, ἐλάχιστες ψυχές κατά καιρούς ὑπάρχουν. Πῶς τίς ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός καί ὑπάρχουν αὐτές οἱ ψυχές.

{Θέλουμε καί ὁ Θεός νά ὑπηρετήσει τό ἐγώ μας }

Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, εἴμαστε μέσα σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση καί, ἐνόσω θά θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί θά ἐμμένουμε σ᾿ αὐτή τή θεοποίηση, καί ἡ ὅλη σχέση πού θά ἔχουμε μέ τόν Θεό, κι ὅλη ἡ ἀναμονή πού ἔχουμε νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός, νά μᾶς εὐλογήσει, νά μᾶς δώσει φῶς ὁ Θεός, θά μοιάζει σάν νά περιμένουμε νά ρθεῖ νά μᾶς λατρεύσει ὁ Θεός, σάν νά περιμένουμε νά ἔρθει νά μᾶς ὑπηρετήσει ὁ Θεός. Διότι τελικά αὐτό τό πράγμα πού πρέπει νά σβήσει μέσα μας, αὐτό πού πρέπει νά πεθάνει μέσα μας, τό ἐγώ, τελικά ἐμεῖς τό ἔχουμε θεό καί τό λατρεύουμε. Καί θέλουμε καί ὁ Θεός νά τό ὑπηρετήσει καί ὅλα τά θεϊκά πράγματα νά διατεθοῦν γι᾿ αὐτό.

Πῶς ἔπειτα –νά τό πῶ πάλι– ὁ Κύριός μας, πού θέλει πάρα πολύ νά μᾶς πλησιάσει, νά ἔχει ἐπικοινωνία μαζί μας, νά ἔρθει στήν ψυχή μας, πάρα πολύ θέλει νά μᾶς δώσει τό φῶς, τήν Χάρι του, τήν Ἀνάστασή του, θέλει τή σωτηρία μας, πῶς θά τό κάνει; Θέλει, ἀλλά δέν βρίσκει σημεῖον ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἄλλο περιμένει Ἐκεῖνος –ἀπό μᾶς, πού εἴπαμε ὅτι κάποια πράγματα πρέπει ἐμεῖς νά τά κάνουμε, νά πάρουμε σωστή στάση ἀπέναντί του– ἄλλο περιμένει Ἐκεῖνος καί ἄλλο λέμε ἐμεῖς.

Ἐδῶ καί στά ἀνθρώπινα, μιλᾶς μέ ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λές κάτι καί δέν παίρνει εἴδηση τί τοῦ λές· ἁπλά πράγματα βέβαια, δέν τοῦ λές σοφίες. Δέν παίρνει εἴδηση. Γιατί δέν παίρνει εἴδηση; Γιατί αὐτός τά βλέπει μέσα ἀπ᾿ τό δικό του εἴδωλο, μέσα ἀπ᾿ τόν δικό του θεό. Δέν καταλαβαίνει, καί τόν ἀφήνεις. Τί νά τόν κάνεις; Μιά, δυό, τρεῖς, πέντε, δέκα· τόν ἀφήνεις.

Ἐμεῖς βέβαια οἱ ἄνθρωποι βαρυνόμαστε εὔκολα· ὁ Θεός δέν βαρύνεται, μᾶς ἀφήνει νά ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, νά ὑπάρχουμε, καί μέχρι τέλους ὁ Θεός θά κρούει τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας, μέχρι τέλους θά περιμένει νά συνεννοηθεῖ μαζί μας. Μέχρι τέλους θά περιμένει νά βρεῖ αὐτό τό σημεῖον ἐπαφῆς, γιά νά μᾶς δώσει αὐτό πού βαθύτερα ὄντως ἡ ψυχή μας ἐπιθυμεῖ καί ἐπίσης ὁ Θεός πάρα πολύ θέλει νά μᾶς τό δώσει.

Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, ἄς τά λάβουμε αὐτά ὑπόψιν· καί νομίζω –ἄς ἦταν ἔτσι λίγο ἐλεγκτικά– νομίζω εἶναι σάν βάλσαμο στήν ψυχή μας καί εἶναι ὅ,τι χρειάζεται, καθώς μετά τήν Μ. Ἑβδομάδα καί μετά τήν Ἀνάσταση μένει ἕνα κάτι μέσα μας, ὅτι τελικά δέν ἔγινε ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού θέλαμε, δέν γέμισε ἡ ψυχή μας ὅπως περιμέναμε. Ναί, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἴπαμε, νομίζω, εἶναι ἕνα βάλσαμο, εἶναι μιά παρηγοριά καταρχήν, καί στή συνέχεια φωτιζόμαστε, γιά νά πάρουμε ἀπό δῶ καί πέρα σωστότερη στάση.

7-4-1991

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα Β’ έκδ»