{Ἐρώτηση ἀκροατοῦ (δέν ἀκούγεται)}
Ὁμιλητής: Πάντως, θά ἤθελα νά πῶ πρῶτα ὅτι μπορεῖ νά ἐξομολογεῖται κανείς, χωρίς νά ἔχει μετάνοια. Καί αὐτό νά τό προσέξουμε. Ὅταν ὅμως ἀληθινά μετανοεῖ κανείς, εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἐξομολογεῖται· διότι δέν σώζει τόν ἄνθρωπο αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια κάνει τόν ἄνθρωπο δεκτικό τῆς συγχωρήσεως πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός, ἀλλά ἡ συγχώρηση αὐτή δίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν εἶπε ἔτσι τυχαῖα ὁ Χριστός στούς ἀποστόλους: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Δέν εἶπε μόνο τό ἕνα, εἶπε καί τό ἄλλο· καί δέν τά εἶπε τυχαῖα.
Ὁ Κύριος ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία τήν ἐξουσία αὐτή. Ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Θεσσαλονίκης, πού τά λέει πολύ καθαρά, τήν ἐξουσία αὐτή τήν ἔδωσε ὁ Κύριος μόνο στούς ἀποστόλους καί φυσικά διά τῶν ἀποστόλων στούς διαδόχους τῶν ἀποστόλων, πού εἶναι οἱ ἐπίσκοποι. Ἑπομένως, τήν ἐξουσία αὐτή, τοῦ δεσμεῖν καί λύειν, τήν ἔχουν μόνο οἱ ἐπίσκοποι. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶναι εὔκολο οἱ ἐπίσκοποι νά ἀναλάβουν τήν ἐξομολόγηση ὅλων τῶν πιστῶν, γι᾿ αὐτό ἐκχωροῦν τήν ἐξουσία αὐτή μέ τή σχετική ἀκολουθία σέ ὁρισμένους ἱερεῖς –ὄχι σέ ὅλους– δηλαδή τούς χειροθετοῦν πνευματικούς καί τούς δίνουν τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία νά δέχονται τήν ἐξομολόγηση τῶν πιστῶν καί νά δίνουν τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Δέν τό ἔκανε ὁ Κύριος αὐτό τυχαῖα. Καί ἑπομένως, ὅλοι πρέπει νά περάσουμε ἀπό κεῖ –δέν γίνεται διαφορετικά– γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τοῦ πνευματικοῦ, μᾶς συγχωρεῖ.
Ἄλλο τώρα ὅτι δέν θά βρίσκεται κανείς κάθε τόσο στόν πνευματικό, διότι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα διαρκές βίωμα. Κάποια στιγμή ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά προσέξει, κάτι ἔκανε, ἁμάρτησε, ἔπεσε καί αἰσθάνεται ὕστερα τήν ἀνάγκη πιό συγκεκριμένα νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ στόν πνευματικό. Γενικότερα ὅμως καιροφυλακτεῖ τό κακό μέσα μας, καί πρέπει κανείς συνεχῶς νά βρίσκεται σέ μετάνοια. Διότι ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἁπλῶς: Εἶπα ψέμα καί πάω νά τό ἐξομολογηθῶ ἤ εἶπα ἕνα λόγο κάπως βαρύ στόν ἄλλο καί πάω νά τό ἐξομολογηθῶ ἤ πῆρα κρυφά κάτι καί πάω νά τό ἐξομολογηθῶ. Δέν εἶναι αὐτά ἡ ἁμαρτία. Εἶναι καί αὐτά ἁμαρτία, ἀλλά ἡ ἁμαρτία εἶναι βαθύτερη· τό θέμα εἶναι κατά πόσο ὁ ἄνθρωπος ἀποφάσισε νά ἐπιστρέψει στόν Θεό.
Μέ τήν ἁμαρτία ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό, στράφηκε πρός τόν ἑαυτό του, ἔκανε κύριο τόν ἑαυτό του καί ἀπό κεῖ καί πέρα κάνει ὅ,τι θέλει. Καί μετάνοια εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἐπιστροφή· ἐπιστρέφει κανείς στόν Θεό καί βάζει κύριο τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Καί ὅσο βλέπει μέσα του ὅτι ὅλο καί ξεφυτρώνει ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία καί γενικά ὅλα αὐτά τά κακά, τόσο ἀκριβῶς αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη συνέχεια νά βρίσκεται σέ μετάνοια. Καί ὅταν συλλάβει τόν ἑαυτό του νά κάνει πιό συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, πηγαίνει καί ἐξομολογεῖται. Ἀλλά πάντοτε στήν ἐξομολόγηση, νομίζω, τό πρῶτο-πρῶτο πού πρέπει κανείς νά πεῖ στόν πνευματικό εἶναι: «Καί αὐτή τή φορά, πάτερ μου, τό πρῶτο πού ἔχω νά σᾶς πῶ εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἕνα σκουλήκι μέσα μου, πού ὅλο καί θέλει νά μέ ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό, πού ὅλο καί θέλει νά μέ κάνει νά ἔχω κύριο τοῦ ἑαυτοῦ μου τόν ἑαυτό μου καί ὄχι τόν Θεό…»
Ἐρώτηση…
Ὁμιλητής: Θά ἤθελα νά τονίσω αὐτή τή στιγμή ὅτι, καθώς βρίσκεται κανείς συνεχῶς σέ μετάνοια, δημιουργεῖται, τρόπον τινά, ἕνας ποταμός μετανοίας μέσα στήν ψυχή καί συμπαρασύρει τά πάντα. Γι᾿ αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη γιά μικροπταίσματα νά τρέχει κανείς στόν πνευματικό. Καί ὁ ἴδιος θά εἶναι σέ δυσκολία, καί τόν πνευματικό μπορεῖ νά τόν φέρει σέ δυσκολία ἤ νά μήν τόν βρίσκει. Ὅταν ὅμως ἔχει σοβαρά θέματα, ἄς ποῦμε ἔπεσε κανείς σέ θανάσιμο ἁμάρτημα, τότε, εἰ δυνατόν, νά πάει τήν ἴδια στιγμή.
Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι δέν πέφτει κανείς σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα καί ἔχει ἐκεῖνα τά συγγνωστά ἁμαρτήματα· αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν θά πάει νά ἐξομολογηθεῖ. Κάποτε θά πάει νά φρεσκάρει τήν ψυχή του.
Νά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα: Ὅταν μέσα στό σπίτι τό παιδί θά σπάσει κάτι ἤ θά ρίξει κάτω τό πιάτο, καί θά πέσουν στό πάτωμα σούπα, γιαούρτι, γάλα κτλ., ἡ νοικοκυρά δέν ἔχει περιθώρια νά περιμένει. Δέν μπορεῖ νά ἀναβάλει. Ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, πρέπει ἀμέσως νά καθαρίσει. Γενικότερα ὅμως, καθώς λερώνεται τό σπίτι μέ σκόνες, δέν εἶναι ἀνάγκη, μόλις δεῖ μιά σκονίτσα, ἀμέσως νά πάρει τό ξεσκονόπανο ἤ τό φτερό καί νά ἀρχίσει νά ξεσκονίζει. Ὅμως σκέπτεται: «Ἔχω μιά ἑβδομάδα νά τό καθαρίσω τό σπίτι». Δέν βλέπει τίποτε σοβαρό, ἀλλά γενικά τό σπίτι εἶναι μιά ἑβδομάδα ἀκαθάριστο, καί σκέπτεται νά τό καθαρίσει καί καλά θά κάνει.
Μέ αὐτή λοιπόν τήν ἔννοια, στίς σοβαρές περιπτώσεις, εἰ δυνατόν, τήν ἴδια στιγμή νά πᾶμε στόν πνευματικό, ἐνῶ στίς ἄλλες περιπτώσεις θά ἔλθει ἡ ὥρα πού θά πᾶμε νά τακτοποιηθοῦμε.
{Βάπτισμα καί ἐξομολόγηση}
Ἐρώτηση ἀκροατοῦ (δέν ἀκούγεται)
Ὁμιλητής: Μέ τό βάπτισμα εἰσερχόμαστε στήν Ἐκκλησία καί παίρνουμε πλέον τήν ἄδεια νά λαμβάνουμε ὅλα τά δῶρα πού προσφέρει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ βαπτίσματος. Ὅπως ξέρουμε, τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος εἶναι μυστήριο μετανοίας, καί προϋποθέτει τή μετάνοια αὐτοῦ πού θά βαπτισθεῖ. Δέν βάπτιζε κανέναν ἡ Ἐκκλησία, ἄν πρωτίστως δέν μετανοοῦσε. Ὅπως λέει ὁ ἱερός Ἰουστίνος, καί τό ξέρουμε καί γενικότερα ἀπό τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπί πολύ καιρό προετοίμαζαν τούς κατηχουμένους, καί ἀφοῦ βεβαιωνόταν ἡ Ἐκκλησία ὅτι ἀποφάσισαν αὐτοί νά ζήσουν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τούς βάπτιζαν. Τούς βάπτιζαν, ἀφοῦ μετανοοῦσαν, ἀφοῦ ἄφηναν τήν προτέρα ζωή καί ἀφοῦ ἔδειχναν μέ τή ζωή τους ὅτι ἀποφάσισαν νά ζήσουν κατά τό Εὐαγγέλιο. Τό μυστήριο λοιπόν τοῦ βαπτίσματος εἶναι μυστήριο μετανοίας.
Κάθε φορά πού ἐξομολογούμαστε, κάνουμε ἕνα εἶδος βαπτίσματος. Ὅπως ξέρετε, ἡ ἐξομολόγηση λέγεται δεύτερο βάπτισμα (secundus baptismus). Κανονικά δέν θά χρειαζόταν ἡ ἐξομολόγηση. Μετανοήσαμε μιά φορά, βαπτισθήκαμε, μπήκαμε στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας· ἀπό κεῖ καί πέρα ἔπρεπε νά ἀπολαμβάνουμε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἀδύναμος καί πέφτει, καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ἔδωσε καί τό δεύτερο βάπτισμα, πού εἶναι ἡ μετάνοια.
Καί ὅπως ἴσως θά ἐνθυμεῖσθε, ἡ Ἐκκλησία τούς πρώτους χρόνους εἶχε μιά δυσκολία ὡς πρός αὐτό τό θέμα. Ἄν προσέξουμε καλύτερα στήν Καινή Διαθήκη, καί ἀπό αὐτά πού λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Βλ. Α΄ Ἰω. 3, 6· 9), καί ἀπό αὐτά πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Βλ. Ρωμ. 6, 1-6) βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι κατά κάποιον τρόπο ἦταν ἀδιανόητο νά ἁμαρτάνουν οἱ χριστιανοί. Ἅπαξ καί βαπτίζονταν, ἦταν ἀδιανόητο νά κάνουν θανάσιμο ἁμάρτημα.
Καί δυσκολεύθηκε ἡ Ἐκκλησία. Τί θά γίνει μέ τούς lapsos, δηλαδή τούς πεσόντας; Καί φυσικά ἡ Ἐκκλησία δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ὁ συνεχιζόμενος Χριστός εἰς τούς αἰῶνας», ὅπως λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, καί ἀποφάσισε νά δίνει συγχώρηση καί σ᾿ αὐτούς πού ἔπεφταν μετά τό βάπτισμα σέ θανάσιμες ἁμαρτίες καί ἀμαύρωναν τό βάπτισμα.
Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὑπάρχει ἡ ἐξομολόγηση. Ὅπως δηλαδή μέ τό βάπτισμα μπαίνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό κεῖ καί πέρα τά ἔχουμε ὅλα, ἔτσι, ἀφοῦ πάει κανείς στόν ἱερέα καί ἐξομολογηθεῖ ὅλα τά ἁμαρτήματά του, κυρίως ὅμως τά θανάσιμα, ἀπό κεῖ καί πέρα μπορεῖ νά λέει συνέχεια «Συγχώρησέ με, Θεέ μου». Γιατί, ἐδῶ πού τά λέμε, δύο φορές τήν ἡμέρα νά ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἀμφιβάλλω ἄν θά πεῖ ὅλες τίς ἁμαρτίες του.
Μέ αὐτή τήν ἔννοια εἶπα σέ κάποια στιγμή ὅτι τό νά ἔχουμε συνεχῶς τή μετάνοια στήν ψυχή μας εἶναι σάν ἕνας ποταμός μετανοίας μέσα μας, ἀλλά ὅμως, πάντοτε ἀρχίζοντας ἤ ἀπό τό βάπτισμα ἤ ἀπό τό δεύτερο βάπτισμα, πού εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, σέ περίπτωση μάλιστα πού τό πρῶτο τό ἔχουμε ἀμαυρώσει μέ θανάσιμες ἁμαρτίες. Ἀρχίζοντας λοιπόν πάντοτε ἀπό ἐκεῖ, αὐτός ὁ ποταμός μετανοίας συμπαρασύρει τά πάντα, καί ἑπομένως μποροῦμε νά λέμε «Συγχώρησέ με». Ἀλλά νά πεῖ κανείς «Θεέ μου, μοίχευσα, συγχώρησέ με», χωρίς νά περάσει ἀπό τό ἐξομολογητήριο, δέν γίνεται. Ἄν πάει στό ἐξομολογητήριο, μετά μπορεῖ νά λέει καί πρέπει νά λέει «Θεέ μου, συγχώρησέ με», καί μπορεῖ νά προσεύχεται συνέχεια γιά τίς ἁμαρτίες του νά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, χωρίς ὅμως νά φέρνει, ὅπως λένε οἱ πατέρες, τήν εἰκόνα τέτοιων ἁμαρτιῶν στό μυαλό του.
***
Ἐρώτηση (συνεχίζει αὐτός πού ρώτησε προηγουμένως): Τόσες προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, τόσοι ὕμνοι παρακλητικοί κτλ. πού καταλήγουν στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, πέφτουν στό κενό;
Ὁμιλητής: Ἐάν ἤμασταν ἀβάπτιστοι, θά ἔπεφταν ἤ δέν θά ἔπεφταν στό κενό;
Ἀκροατής: Ναί, θά ἔπεφταν.
Ὁμιλητής: Καί τό πρῶτο πού θά μᾶς ἔλεγαν, θά ἦταν νά πᾶμε νά βαπτισθοῦμε, ἀφοῦ βέβαια μετανοήσουμε. Τό βάπτισμα εἶναι μυστήριο μετανοίας. Ἐφόσον μετανοοῦμε, μᾶς βαπτίζει ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς παρέχει ἔτσι τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί μᾶς κάνει μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐφόσον ὅμως μέ τή θανάσιμη ἁμαρτία ἀμαυρώνουμε τό βάπτισμα, ὁπωσδήποτε πρέπει νά λάβει χώρα τό δεύτερο βάπτισμα. Καί ξαναλέω, δέν θά ἔλεγε ἀλλιῶς τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Ὁπωσδήποτε λοιπόν πρέπει νά γίνεται τό δεύτερο βάπτισμα. Ὅπως δηλαδή, ἄν ἤμασταν ἀβάπτιστοι, ὅ,τι κι ἄν λέγαμε, κάποιος θά μᾶς συνιστοῦσε ὁπωσδήποτε νά βαπτισθοῦμε, ἔτσι, ὅταν ὁ βαπτισμένος ἁμαρτήσει θανάσιμα, πρέπει ὁπωσδήποτε νά περάσει ἀπό τήν ἐξομολόγηση.
Ὁ ἴδιος ἀκροατής: Στόν ναό παρίστανται στίς διάφορες ἀκολουθίες ὁ λαός, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί ὁ ἱερεύς εὔχεται: Ὑπέρ … πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων, συνδρομητῶν … πάντων τῶν παρακολουθούντων τήν ἱεράν μυσταγωγίαν ταύτην … τοῦ περιεστῶτος λαοῦ κτλ. Γιατί τά λέει αὐτά;
Ὁμιλητής: Ἄν δέν τά λέγαμε αὐτά, θά ἦταν μεγάλη ἀδικία, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν εἴμαστε καθόλου βέβαιοι πόσοι δέχονται αὐτή τήν εὐχή, πόσοι παίρνουν τά ἀγαθά πού δίνει ὁ Θεός διά τῆς εὐχῆς αὐτῆς.
Ἄν θυμάστε, λέει ἡ Δογματική ὅτι ὅλους τούς κηδεύουμε, ἐφόσον εἶναι βαπτισμένοι. Εἶναι ἐνδεχόμενο ὅμως, καθώς δέν γνωρίζουμε ἐμεῖς τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, νά κηδεύουμε κάποιον καί νά λέμε εὐχές νά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, καί αὐτός νά εἶναι στά βάθη τοῦ ἅδη, καί νά μήν τοῦ προσφέρουν τίποτε οἱ εὐχές μας. Ἤ, μπορεῖ κάποιος νά εἶναι ἅγιος, κοντά στόν Θεό, καί νά μήν τοῦ χρειάζονται οἱ εὐχές μας. Αὐτό τονίζει στή Δογματική ὁ καθηγητής Ἀνδροῦτσος. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά ὅλα. Ἐμεῖς εὐχόμαστε. Ἀλίμονο, ἄν δέν τό κάνουμε. Ἀλλά δέν ξέρουμε ὅμως τί κάνει ὁ Θεός στήν καθεμιά ψυχή. Καί, νομίζω, ὅλοι τό δεχόμαστε ὅτι καθένας, μέ τίς εὐχές πού κάνει ἡ Ἐκκλησία, λαμβάνει ἀπό τή χάρη πού στέλνει ὁ Θεός ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του, ἀνάλογα μέ τήν πίστη του καί, θά λέγαμε τώρα, ἀνάλογα μέ τή μετάνοιά του. Πιστεύω ὅμως ὅτι ἕνας χριστιανός τήν ὥρα πού λέει τό Βασιλεῦ οὐράνιε, τήν ὥρα πού λέει τό Πάτερ ἡμῶν, τήν ὥρα πού ὁ ἱερεύς λέει τήν εὐχή Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα, ἐάν ἔχει μετάνοια πραγματική μέσα στήν ψυχή του, εἶναι ἀδύνατον νά ἡσυχάσει, ἄν δέν πάει νά τακτοποιήσει τήν ψυχή του μέ τήν ἐξομολόγηση.
Ὀκτώβριος 1985
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» Δ´ ἔκδ.