{Τίποτε ἄλλο δέν ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ὅσο τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας}
Ὁ κάθε ἄνθρωπος πού θά πιστέψει στόν Χριστό, μέ τό βάπτισμα καί μέ τό χρίσμα γίνεται χριστιανός, γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, μέ τό βάπτισμα γεννιέται καινούργιος ἄνθρωπος κανείς, καί μέ τό χρίσμα παίρνει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα θά τά ἔχει πάντοτε ὁ χριστιανός –πρέπει νά τά ἔχει– καί τά ὁποῖα τόν βοηθοῦν νά αὐξάνει στήν πνευματική ζωή.
Καί ἐπειδή δέν μπορεῖ κανείς νά κρατήσει, νά διατηρήσει καθαρή τήν ψυχή του, ἔτσι ὅπως βγῆκε ἀπό τήν κολυμβήθρα, ἔτσι ὅπως ἔγινε μέ τό βάπτισμα, ὁ Κύριος ὅρισε, καί ἡ Ἐκκλησία καθόρισε, ὅπως ἔχουμε πεῖ, νά ὑπάρχει καί τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, τό δεύτερο αὐτό βάπτισμα.
Ὅπως δηλαδή, ὅσο ὑγιής κι ἄν εἶναι κάποιος, ἐάν πάθει κάτι –κάποια ἀσθένεια, κάποια ἀναπηρία– προκειμένου νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του, δέν μπορεῖ νά ξαναγεννηθεῖ, μπορεῖ ὅμως νά πάει στόν γιατρό, μπορεῖ νά πάει στό νοσοκομεῖο, γιά νά θεραπευθεῖ, ὅσο μπορεῖ νά θεραπευθεῖ, κάτι ἀνάλογο κάνει τό μυστήριο τῆς μετανοίας.
Κανονικά, μετά τό βάπτισμα δέν ἔπρεπε νά ἁμαρτάνουμε. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος, καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος κανόνισε νά ὑπάρχει αὐτό τό δεύτερο βάπτισμα, ἡ μετάνοια, γιά νά συγχωρεῖται ὁ ἄνθρωπος, νά καθαρίζεται καί νά προκόπτει στήν πνευματική ζωή.
Εἶναι καί τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, γιά νά τρέφεται ὁ χριστιανός. Τρέφεται καί μέ τήν προσευχή, τρέφεται καί μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅμως, θά ἔλεγε κανείς, ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, ἀκόμη πιό οὐσιαστικά καί ἀκόμη πιό θεϊκά τρέφεται μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Πραγματικά, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τροφή. Τίποτε ἄλλο δέν ἁγιάζει τόσο τόν ἄνθρωπο, ὅσο τό μυστήριο αὐτό. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού παίρνουμε μέσα μας μέ τή θεία Εὐχαριστία, μεταβάλλουν τό δικό μας σῶμα καί αἷμα σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό, τελικά, κανείς, καθώς μέ τό βάπτισμα εἶναι μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία, καί ἔχει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μελετᾶ καί προσεύχεται, καί κυρίως καθώς τρέφεται μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός, γίνεται ὅπως εἶναι ὁ Χριστός.
{Ἡ θεανθρώπινη ζωή τοῦ ἀνθρώπου}
Τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές καί πάντα πρέπει νά τό λέμε, ὅτι ὁ σκοπός δέν εἶναι νά γίνουμε ἁπλῶς καλοί ἄνθρωποι. Ὅσο καλός κι ἄν γίνει ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, ἐάν δέν ἔλθει μέσα του ὁ Χριστός, ἐάν δέν τόν μεταμορφώσει καί δέν τόν ἀλλάξει ὁ Χριστός, δέν ἔγινε τίποτε.
Ὅλο τό κακό ἔγινε στόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ἄφησε τόν Θεό. Ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔκανε τόν ἄνθρωπο ἀναμάρτητο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, ἀλλά, καθώς τοῦ εἶχε δώσει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Θεός ἦταν σέ κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, καί εἶχε ὁ ἄνθρωπος μέσα του τόν Θεό. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶχε θεανθρώπινη ζωή. Δηλαδή, δέν ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε μέσα του καί αὐτό πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, εἶχε τή θεία ζωή. Καί ὁ Χριστός ἔγινε θεάνθρωπος· δέν ἔγινε θεάγγελος ἀλλά θεάνθρωπος.
Αὐτό εἶναι τό κέντρο τῆς κτίσεως: ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ πνευματικός κόσμος, ὁ ὑλικός κόσμος καί στό μέσον ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ Χριστός γίνεται ἄνθρωπος, εἶναι Θεάνθρωπος, καί ἁγιάζει ὅλη τήν κτίση. Ὄχι ὅτι βοηθάει τήν κτίση ὁ Θεός, ὅτι βοηθάει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἑνώνεται ὁ Χριστός μέ τόν ἄνθρωπο, καί γίνεται ὁ ἄνθρωπος θεάνθρωπος, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλά κατά χάριν.
Αὐτός εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός: ὄχι ἁπλῶς νά καλυτερεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά νά ἔχει ἐπάνω του τά χαρακτηριστικά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι πολυτέλεια αὐτά πού λένε οἱ ἀπόστολοι, αὐτά πού λένε οἱ πατέρες καί αὐτό πού ἔζησαν οἱ πατέρες. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός (Γαλ. 2, 20) λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός. Ὄχι ἁπλῶς συναντήθηκε μέ τόν Χριστό, ὄχι ἁπλῶς ἔχει μιά πίστη στόν Χριστό, ὄχι ἁπλῶς παραδέχεται τόν Χριστό ἤ βοηθιέται ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ζεῖ μέσα του ὁ Χριστός. Ὁ δικός του παλαιός ἄνθρωπος πέθανε, καί εἶναι καινούργιος ἄνθρωπος ὁ ἀπόστολος Παῦλος τώρα ἀλλά ἐν Χριστῷ.
{Δίκοπο μαχαίρι ἡ θεία Κοινωνία καί ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό}
Τώρα τελευταῖα κάναμε κάποια ὁμιλία ἐπάνω σ᾿ αὐτή τή φράση: «Ἐν Χριστῷ». Τά πάντα εἶναι ἐν Χριστῷ. Γι᾿ αὐτό τελικά ὄχι ἁπλῶς πιστεύουμε, ὄχι ἁπλῶς βαπτιζόμαστε, ὄχι ἁπλῶς ἔστω ἐξομολογούμαστε ἤ προσευχόμαστε ἤ μελετοῦμε, ἀλλά παίρνουμε μέσα μας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολύ-πολύ δραστικότερα ἀπό τό δικό μας σῶμα καί ἀπό τό δικό μας αἷμα καί μετατρέπουν τό σῶμα μας σέ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα μας σέ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὅμως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἐνεργοῦν ὅπως τά φάρμακα. Ὅταν πάρεις ἕνα φάρμακο, ὅ,τι κι ἄν κάνεις, εἴτε εἶσαι ξαπλωμένος εἴτε κινεῖσαι, εἴτε τό θέλεις εἴτε δέν τό θέλεις, τό φάρμακο θά ἐνεργήσει μέσα σου καί θά κάνει αὐτό πού μπορεῖ νά κάνει. Ἄν εἶναι, π.χ., ἕνα ἀναισθητικό, δέν θά ἔχεις αἴσθηση τοῦ πόνου.
Ἐδῶ ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Εἴμαστε ἄξιοι, δέν εἴμαστε ἄξιοι, Σῶμα Χριστοῦ καί Αἷμα Χριστοῦ παίρνουμε. Ὅταν ὅμως ἡ ὕπαρξή μας δέν εἶναι δοσμένη στή θεία Κοινωνία –δοσμένη ὄχι ἁπλῶς θεωρητικά ἀλλά στήν πράξη· ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δίνεται στόν Χριστό, ἀγωνίζεται νά κάνει τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τίς ἐντολές του– ἡ θεία Κοινωνία βέβαια ἔρχεται μέσα μας ὡς θεία Κοινωνία, ὅμως δέν κάνει καλό ἀλλά κακό. Αὐτό τό ξεκαθαρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή. Ὄχι ἁπλῶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν Κορινθίων στό νά κοινωνοῦν ἀξίως, γιατί ἀλλιῶς δέν θά ὠφεληθοῦν, ἀλλά τονίζει καί τήν ἄλλη πλευρά, ὅτι δηλαδή κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει κανείς, ὅταν ἀναξίως ἐσθίει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί πίνει τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί φθάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά τούς πεῖ: «Πολλοί σ᾿ ἐσᾶς εἶναι ἄρρωστοι καί πεθαίνουν ἀρκετοί, ἐπειδή δέν κοινωνεῖτε, ὅπως πρέπει νά κοινωνήσετε» (Βλ. Α΄ Κορ. 11, 29-30).
Ἡ θεία Κοινωνία λοιπόν εἶναι δίκοπο μαχαίρι. Ἐάν δέν κοινωνεῖ κανείς ἕτοιμος, ἔτσι ὅπως πρέπει, ἡ θεία Εὐχαριστία ἀντί νά τόν ὠφελεῖ, θά τόν βλάπτει. Γενικῶς, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἐάν θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Θεό ὄχι ὑποκριτικά ἀλλά εἰλικρινά καί τό ἐπιθυμοῦμε βαθιά μέσα μας, τότε αὐτή ἡ σχέση εἶναι δίκοπο μαχαίρι. Εἰδικότερα βέβαια ἡ σχέση μας μέ τή θεία Κοινωνία εἶναι δίκοπο μαχαίρι ἀλλά καί ἡ ὅλη σχέση μέ τόν Θεό.
Εἴπαμε, νομίζω, καί ἄλλη φορά ὅτι ὅσοι εἶναι ἀδιάφοροι, κακῶς, κάκιστα κάνουν. Οἱ ἄλλοι πού πραγματικά ἀπό μέσα μας θέλουμε νά πιστεύουμε στόν Θεό, θέλουμε νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, θέλουμε νά ζοῦμε κατά τό θέλημά του, καί εἰλικρινά, τίμια συμμορφωνόμαστε πρός αὐτό, νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά ἐπιτρέπει νά παθαίνουμε μερικά πράγματα, καί μέσα ἀπό αὐτά συνέχεια θά μᾶς προχωρεῖ καί συνέχεια θά μᾶς ἁγιάζει. Ὅσοι ἀπό μᾶς κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε καί εἴμαστε ὀκνηροί, λίγο ψυχροί καί βραδυκίνητοι, καί ὄχι τόσο τίμιοι, ὅμως στό βάθος πιστεύουμε στόν Θεό καί θέλουμε νά εἴμαστε μέ τόν Θεό, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀφήσει νά πάθουμε ὁρισμένα πράγματα, γιά νά ταρακουνηθοῦμε, νά ξυπνήσουμε καί νά συνέλθουμε. Ἄς τό ἔχουμε αὐτό ὑπ᾿ ὄψιν. (Γι᾿ αὐτό συμβαίνει καμιά φορά τό ἑξῆς: ἐνόσω κανείς εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, περνάει λίγο καλύτερα, καί ὅταν πλησιάσει τόν Θεό, τότε τοῦ ἔρχονται χειρότερα τά πράγματα.)
Ἐπαναλαμβάνω, ἀκόμη καί σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶναι εἰλικρινέστατος μέ τόν Θεό καί μέρα νύχτα ἀγωνίζεται νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ ὁ Θεός, ὡς Θεός πού εἶναι, νά βλέπει ὅτι χρειάζεται νά τοῦ συμβοῦν μερικά πράγματα, ἀκριβῶς γιά νά γίνει πιό ταπεινός, πιό ἀληθινός, πιό πιστός, γιά νά ἐξαρτηθεῖ πιό πολύ ἀπό τόν Θεό καί νά μήν πάρει ἡ ὅλη σχέση του μέ τόν Θεό χαρακτήρα συμφεροντολογικό, ἀλλά νά μπορεῖ νά λέει: «Θεέ μου, ὅ,τι κι ἄν πάθω, ὅ,τι κι ἄν μοῦ συμβεῖ, ἐφόσον βρῆκα ἐσένα, μένω μαζί σου». Ἀκόμη λοιπόν καί σ᾿ αὐτόν πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι εἰλικρινέστατος μέ τόν Θεό –ὅπως εἶναι οἱ ἅγιοι– μπορεῖ νά ἔρχονται κάποια παθήματα. Αὐτά ὅμως συμβαίνουν κυρίως σ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀπό τό ἕνα μέρος κάνουν ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ –ἀλλιῶς δέν θά συνέβαιναν– καί ἀπό τό ἄλλο μέρος δέν συμμορφώνονται στήν πράξη μέ αὐτά πού θέλει ὁ Θεός.
Γενικότερα λοιπόν εἶναι δίκοπο μαχαίρι ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί εἰδικότερα ἡ θεία Κοινωνία. Ὄχι ἁπλῶς νά κοινωνοῦμε. Θά πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί, καί νά γίνονται ὅλα ὅπως θέλει ὁ Θεός. Τουλάχιστον νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα του μετάνοια, ταπείνωση, συναίσθηση, φόβο Θεοῦ καί νά μήν ξεθαρρεύει. Ἀλλιῶς, ἀντί νά τοῦ κάνει καλό ἡ θεία Κοινωνία, θά τοῦ κάνει κακό. Χρειάζεται νά βροῦμε τή χρυσή τομή σέ ὅλα, νά βροῦμε τό μέτρο σέ ὅλα, καί νά μήν κάνουμε ὅπως μᾶς ἔρχεται, ὅπως νομίζουμε ἤ ὅπως ἀκοῦμε ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ.
{Ἡ ψυχή σου ἀνταποκρίνεται πρός τή χάρη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου; }
Ὅπως θά ἔχετε προσέξει, εἴμαστε ὑπέρ τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας. Ἀπό τό ἕνα μέρος, ἄν εἶναι δυνατόν, κάθε μέρα νά κοινωνεῖ κανείς, ἀλλά ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἐπειδή εἶναι εὔκολο πράγμα τό νά κοινωνεῖ κανείς –δέν εἶναι δύσκολο– νά μήν κοινωνοῦμε χωρίς νά λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὁρισμένες προϋποθέσεις, πού πρέπει νά ἔχουμε. Νά εἴμαστε προσεκτικοί.
Ἀπό τό ἕνα μέρος, νά κοινωνοῦμε ὅσο γίνεται συχνότερα, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος, μετά φόβου καί τρόμου, μέ πολλή προσοχή, ἐλέγχοντας τόν ἑαυτό μας μήπως βιαζόμαστε, μήπως κάνουμε κατάχρηση, μήπως ἔφυγε ὁ φόβος ἀπό τήν ψυχή μας, μήπως τήν πήραμε τή θεία Κοινωνία ἁπλῶς ὅπως τά χαπάκια. Δέν εἶναι ἔτσι.
Ἀκόμη καί ὁ γιατρός ὅταν δίνει φάρμακα, βλέπει στήν πράξη τί γίνεται. Ἐάν τό φάρμακο πού δίνει ὠφελεῖ, θά πεῖ στόν ἄρρωστο: «Συνέχισε τό φάρμακο». Ὅταν ὅμως δεῖ ὅτι δέν ὠφελεῖ, θά προβληματισθεῖ καί βέβαια θά ἐνεργήσει κατά περίπτωση. Ὑποθέτω ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ἕνα φάρμακο δέν ὠφελεῖ κάποιον καί δέν ἐνεργεῖ ἔτσι ὅπως τό περίμενε ὁ γιατρός, ἐπειδή ὁ ὀργανισμός του δέν τό δέχεται. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος ὀργανισμός τό δέχεται, συνεργάζεται καλύτερα μέ τό φάρμακο, καί ἔχει ἀποτελέσματα.
Καλή εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Φάρμακο ἀθανασίας εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Ἀλλά ἐάν ὁ ὀργανισμός σου δέν τή δέχεται, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶναι καθόλου ὁ ὀργανισμός σου ἕτοιμος πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, ἐάν ἡ ὅλη στάση σου δέν εἶναι τέτοια, πού νά δείχνει ὅτι πράγματι ἡ ψυχή σου περιμένει τή θεία Κοινωνία, τότε παίρνεις τή θεία Κοινωνία, ὅμως ἀντί νά σοῦ κάνει καλό, σοῦ κάνει κακό, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νά εἶναι θεία Κοινωνία.
Δέν μπορεῖ κανείς νά κοινωνεῖ, καί ἡ ζωή του νά συνεχίζεται ἔτσι σάν νά μήν κοινώνησε, καί ἁπλῶς νά ἔχει τή σκέψη, πού μερικές φορές εἶναι ἐγωιστική, ὅτι «ἐγώ κοινώνησα, ἐγώ κοινωνῶ συχνά». Καί ἔτσι, ἔχει κανείς ἁπλῶς μιά ἱκανοποίηση αὐτάρεσκη καί ἐγωιστική. Ἡ ὠφέλεια θά φανεῖ στήν ὅλη ζωή. Θά σέ βοηθήσει ἡ θεία Κοινωνία νά δεῖς πιό πολύ τήν ὅλη ἁμαρτωλότητά σου, νά εἶσαι πιό ταπεινός, πιό μετανοημένος. Θά σέ βοηθήσει ἡ θεία Κοινωνία νά δεῖς πόσο μάταιος εἶναι ὁ κόσμος καί πόσο μάταια εἶναι τόσα πράγματα πού μᾶς δένουν, πού μᾶς αἰχμαλωτίζουν, καί νά πιστέψεις πιό πολύ στόν Χριστό, νά ἐλπίσεις στόν Χριστό καί νά τόν ἀγαπήσεις.
Ἄν δέν φέρνει κάποια τέτοια ἀποτελέσματα ἡ θεία Κοινωνία, τότε κάτι δέν πάει καλά μ᾿ ἐσένα. Ἡ θεία Κοινωνία ἐξακολουθεῖ νά εἶναι σέ ὅλους θεία Κοινωνία. Πῶς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέσα σου δέν φέρνει μιά κάποια ἀλλοίωση, μιά κάποια ἀλλαγή, μιά κάποια ὠφέλεια; Ἡ στάση ἡ δική σου δέν εἶναι σωστή· δέν συνεργάζεσαι καί δέν ἀνταποκρίνεσαι πρός τή χάρη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, γιά νά ἔλθει τό καλό.
6-10-1991
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» Δ´ ἔκδ.