Ἐρώτηση· Βλέπουμε σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ στίς σχέσεις μαθητοῦ καί διδασκάλου πώς ἀπό ἕνα σημεῖο καί πέρα δέν εἶναι ὁ μαθητής πού προοδεύει στήν πνευματική ζωή ἀλλά ὁ δάσκαλος πού τόν ἀνεβάζει μέ συγκεκριμένες καί προσωπικές ἐνέργειες. Δηλαδή π.χ. ὁ Χριστός λέει· «Σίμων, Σίμων, ἰδοὺ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιᾶσαι ὡς τὸν σῖτον. Ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ, ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου» (Λουκ. 22, 31-32). Ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος λέει στόν Ἰωάννη· «Εἴ τι ἂν ποιήσῃς κατὰ Θεόν, ἡ καρδία μου μετὰ σοῦ ὑπάγει». Καί ἀλλοῦ πάλι· «Μὴ οὖν ἀναίσθητος ᾖς τῆς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐπελθούσης ἐπὶ σὲ δυνάμεως παρὰ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως». Ὁ Χριστός ἐδῶ δέν λέει ἁπλῶς γενικά γιά τούς πιστούς· «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Ἰω. 17, 11), ἀλλά ὡς ἄνθρωπος, ὡς δάσκαλος σ᾿ ἕνα ἀγαπητικό προσωπικό τόνο ἀναλαμβάνει τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ Πέτρου. Τό ἴδιο καί ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος δέν πρεσβεύει ἁπλῶς ὡς ἅγιος γιά τόν κόσμο, ἀλλά συγκακουχεῖ καί ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία τοῦ Ἰωάννου.
Μήπως θά μπορούσατε νά μᾶς πεῖτε λίγα λόγια γι᾿ αὐτόν τόν ἰδιαίτερο δεσμό, τήν προσωπική καί ἀγαπητική σχέση πού συνάπτεται μεταξύ μαθητοῦ καί διδασκάλου, στήν ὁποία ἄλλωστε καί ὁ ἅγιος Συμεών ἀναφερόμενος ἔλεγε πώς ἔβλεπε τόν πνευματικό του πατέρα στόν οὐρανό νά προσεύχεται νύχτα μέρα στόν Χριστό γιά τήν ψυχή τοῦ μαθητοῦ του;
Ἀπάντηση· Κατ᾿ ἀρχήν κρύβει καί λίγο τεμπελιά ἡ ὅλη διατύπωση ἐδῶ στήν ἀρχή-ἀρχή. Εἶναι μιά ἀλήθεια αὐτό. Γενικά στίς σχέσεις του κανείς μέ τόν Θεό, ὅ,τι κι ἄν κάνει, ὅσο κι ἄν προσεύχεται, ὅσο κι ἄν κοπιᾶ, μέσα στή διάθεσή του ἤ μέσα στήν καρδιά του ὑποκρύπτεται πάντα μιά κάποια τάση νά τά κάνει ὁ Θεός. Καί αὐτή ἡ διάθεση εἶναι τέτοια σάν νά θέλει κανείς νά ξεγλυτώσει ἀπό κάτι. Θέλει μέν νά γίνει κάτι, ἀλλά νά μήν τό κάνει ὁ ἄνθρωπος· νά τό κάνει ὁ Θεός. Δέν ξέρω τώρα πῶς θά μπορέσουμε νά συνεννοηθοῦμε ἐδῶ.
{Τρομάζει ὁ παλαιός ἄνθρωπος νά προδοθεῖ}
Δυό ἄνθρωποι, ἄς ποῦμε, θέλουν νά συμβιβασθοῦν ἐπάνω σ᾿ ἕνα θέμα καί ὁ ἔνοχος θέλει νά γίνει ὁ συμβιβασμός, ἀλλά ὅμως συγχρόνως ἀπό μέσα του δέν μετανοεῖ γιά τήν ἐνοχή του, δέν ζητάει νά συγχωρεθεῖ γιά τήν ἐνοχή του. Καί ἑπομένως δέν τακτοποιεῖ αὐτό τό θέμα. Ἐάν ζητάει συγγνώμη, ζητάει ἁπλῶς γιά νά συμβιβαστεῖ, γιά νά ξεπεράσει μιά ἄλλη δυσκολία, νά μή μείνει ἀνοιχτό τό θέμα, νά μή διατρέχει κάποιον κίνδυνο. Κατά βάθος ὅμως θέλει νά διατηρήσει τό κρατούμενο. Καί δέν λέει· ῾῾Μάλιστα, μάλιστα, εἶμαι ἔνοχος· γι᾿ αὐτό καί κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου, καταδικάζω τόν ἑαυτό μου, ἀναγνωρίζω ὅτι δέν ἐνήργησα σωστά, μετανοῶ καί δέν κρατῶ τίποτε᾿᾿, ὁπότε θά τακτοποιηθεῖ τό πράγμα. Δέν χρειάζεται ἀπό κεῖ καί πέρα τίποτε ἄλλο. Καί τακτοποιεῖται κανείς καί μέσα του. Ἀλλά δέν λέει ἔτσι. Δέν ἔχει διάθεση νά πεῖ ἔτσι. Ὄχι. Θέλει νά τακτοποιηθεῖ τό θέμα, θέλει νά τελειώσει ἡ ὑπόθεση, θέλει νά κλείσει ἡ ὑπόθεση, ἀλλά νά κρατήσει μέσα του αὐτό τό κρατούμενο καί νά μήν ἐκτεθεῖ. Σέ τελευταία ἀνάλυση, νά μήν μετανοήσει, νά μήν ἀναγνωρίσει τό λάθος του, νά μήν ταπεινωθεῖ, νά περισώσει τό ἐγώ του, νά περισώσει τήν φιλαυτία του, νά περισώσει τόν παλαιό ἄνθρωπο.
Δέν εἶναι λίγοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, προσεύχονται, ἐξομολογοῦνται, κοινωνοῦν, παρακαλοῦν τόν Θεό θερμά, μελετοῦν, συζητοῦν, ἀκοῦν. Ἀλλά ἡ ὅλη τοποθέτηση τῆς ψυχῆς βαθύτερα εἶναι τέτοια πού θέλει κανείς νά περισώσει κάτι. Δέν ἀφήνει τόν ἑαυτό του ἔτσι ἐν λευκῷ μπροστά στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Θέλει νά περισώσει κάτι. Σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχει κανείς ἀληθινή μετάνοια μέσα του, δέν εἶναι δυνατόν νά μετανοεῖ σωστά. Ἔστω κι ἄν ἐξομολογεῖται, ἔστω κι ἄν κλαύσει ὥς ἕνα σημεῖο, βαθύτερα ὅμως ἔχει κρατούμενα, βαθύτερα προσπαθεῖ νά περισώσει τόν παλαιό του ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτό πού λέγαμε ἄλλη φορά, ὅτι προσεύχεται κανείς στόν Θεό, ἀλλά ἡ προσευχή του εἶναι τέτοια σάν νά τοῦ λέει· ῾῾Θεέ μου, κι ὁ παλαιός ἄνθρωπος γιατί νά πάθει; Κι αὐτός ἄς ἔρθει στόν παράδεισο᾿᾿.
Ὅλο τό κακό δημιουργεῖται στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν προσπάθεια αὐτή, νά περισώσει κάτι ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἔστω κάτι. Φοβᾶται, τρομάζει νά προδοθεῖ τελείως ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Αὐτό δέν τό ἀντέχει, δέν τό σηκώνει. Καί ἔτσι τελικά χωλαίνει κανείς πνευματικά, δέν προκόπτει πνευματικά. Κάθε τόσο προδίδεται ἀπ᾿ τόν παλαιό ἄνθρωπο, κάθε τόσο κυριαρχεῖ μέσα του ὁ παλαιός ἄνθρωπος, κυριαρχοῦν τά πάθη του καί δέν προκόπτει πνευματικά, καίτοι κάνει ὁρισμένα καλά πράγματα. Καί μάλιστα κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει κανείς καί ἀπορεῖ, γιατί δέν προκόπτει πνευματικά. Δέν γίνεται ἔτσι.
{Τελείως ἐκτεθειμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ μαθητής}
Πρέπει νά ἐκτεθεῖς πλήρως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τελείως, χωρίς νά κρατήσεις τίποτε. Τελείως ἐκτεθειμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἀρετή ἔχεις οὔτε τίποτε ἔχεις καί ἀφήνεσαι στό ἔλεός Του, στήν ἀγάπη Του. Ὄχι ἁπλῶς ἀφήνεσαι, ἀλλά ξέρεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἐμπιστεύεσαι στήν ἀγάπη Του, ἐμπιστεύεσαι ὅτι θά σ᾿ ἐλεήσει. Ἄν δέν γίνει ἔτσι, ὅλο θά κρυφοϋπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ πεμπτοφαλαγγίτης, ὁ προδότης. Καί ἐκεῖ πού πάει κανείς τάχα λίγο νά προκόψει, θά προδίδεται ἀπό μέσα του. Καί πάλι τά ἴδια.
Αὐτό τώρα, ἀφοῦ γίνεται μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, πόσο μᾶλλον δέν θά γίνεται μέ τόν πνευματικό; Γι᾿ αὐτό εἶπα στήν ἀρχή ὅτι μπορεῖ νά ἔχει μιά κάποια τεμπελιά μέσα ἐδῶ. Ὅλη αὐτή ἡ διάθεση κι αὐτή ἡ σκέψη ὑποκρύπτουν μιά τέτοια κατάσταση. Δηλαδή ναί, νά προκόψει κανείς, νά προχωρήσει, ἀλλά ἄλλος νά τόν τραβήξει, ἄλλος νά τόν βοηθήσει, ἄλλος νά τόν στηρίξει, ἄλλος νά τόν προχωρήσει· ἐννοεῖται ὁ πνευματικός ἐδῶ. Ἔτσι γίνεται βέβαια. Ὅμως ἐνέχει, ἐπαναλαμβάνω, αὐτή ἡ σκέψη καί αὐτή τήν ἀλήθεια, αὐτή τήν πραγματικότητα, στή σχέση του μέ τόν Θεό κανείς θέλει νά τά κάνει ὁ Θεός· νά τακτοποιηθοῦν τά πράγματα, ἀλλά νά μήν ἐκθέσει κανείς πλήρως τόν ἑαυτό του. Θά λέγαμε κι ἐδῶ τό ἴδιο, νά γίνει ὅ,τι ἔχει νά γίνει, ἀλλά μέσα του κανείς νά περισώσει τό ἐγώ του, νά περισώσει τή φιλαυτία του.
Γι᾿ αὐτό, ὅσο κι ἄν εἶναι ὑποτακτικός κανείς καί κάνει ὑπακοή καί ἀγωνίζεται πνευματικά καί προσεύχεται, δέν μπορεῖ νά προχωρήσει, ἐάν δέν κάνει τέλεια ὑπακοή. Τέλεια. Ἀλλά τέλεια ὑπακοή σημαίνει ὅτι τελείως-τελείως κανείς ἐσωτερικά ἐκτίθεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν προσπαθεῖ νά κρύψει τόν ἑαυτό του, δέν προσπαθεῖ νά περισώσει τόν ἑαυτό του. Μόλις ζορίσεις κάποιον, ἀμέσως ταμπουρώνεται. Λίγο νά τόν ζορίσεις, λίγο νά τόν ἐκθέσεις, ἀμέσως ἀμύνεται. Καί ἄν δέν τό πεῖ ἐξωτερικά, μέσα του ἔτσι τό ζεῖ· σάν νά ᾿ναι κάτι καί τάχα τόν πλήγωσαν, τάχα δέν τόν λογάριασαν, τάχα τόν περιφρόνησαν, τάχα… Μέ τόν Θεό σχετίζεσαι. Δέν ξέρει ὁ Θεός; Σέ περιφρόνησαν οἱ ἄλλοι; Κι ἄν σέ περιφρόνησαν; Δέν τό βλέπει ὁ Θεός; Δέν τό ξέρει; Γιατί τρομάζεις;
Μέ τόν Θεό ἔχεις νά κάνεις. Τί τρομάζεις; Λές ὅτι ἔχεις πνευματικό καί ἐμπιστεύεσαι. Λές ὅτι εἶναι ὄργανο τοῦ Θεοῦ καί ἐμπιστεύεσαι. Τί τρομάζεις; Τί ἀνησυχεῖς; Γιατί ἀμέσως θέλεις νά δικαιολογηθεῖς; Γιατί ἀμέσως ἀντιμιλᾶς; Γιατί ἀμέσως ἀμύνεσαι; Γιατί ἀμέσως πικραίνεσαι; Γιατί ἀμέσως θορυβεῖσαι; Τί γίνεται; Εἶναι αὐτή ἡ διάθεση, νά περισώσει κανείς τόν ἑαυτό του.
Ὅσο πιό γρήγορα θά ἀφήσει κανείς τόν ἑαυτό του ἐκτεθειμένο στά ὁποιαδήποτε βέλη, ὅσο πιό γρήγορα δηλαδή τό κάνει κανείς αὐτό, τόσο πιό γρήγορα θά γιατρευθεῖ. Ὅσο προσπαθεῖ νά γλυτώσει τόν ἑαυτό του, ἐνῶ κατά τά ἄλλα θέλει βέβαια νά προκόψει, θέλει νά προχωρήσει, θέλει νά εἶναι ἐντάξει, ὅμως ἀργεῖ νά κάνει αὐτό τό πράγμα, τόσο θά ἀργεῖ καί νά ἀρχίσει νά ζεῖ πνευματικά καί νά προχωρήσει στήν πνευματική ζωή.
Ἄλλωστε μιά τέτοια διάθεση πρέπει νά ὑπάρχει ἀπό κεῖνον πού κάνει ὑπακοή, ἀπ᾿ τόν μαθητή, ἄν θέλετε. Μιά τέτοια διάθεση πρέπει νά ὑπάρχει ἀπ᾿ τήν πλευρά του, γιά νά εἶναι ὄντως ἀληθινή ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τόν πνευματικό· μέ τόν Θεό, θά ᾿λεγα, διά μέσου τοῦ πνευματικοῦ. Κι ἄν θέλετε, γιά νά πιάνουν ἔπειτα ὅλοι οἱ πόνοι, ὅλοι οἱ καημοί, ὅλες οἱ προσευχές, ὅλοι οἱ κόποι πού κάνει ὁ πνευματικός γιά τόν ὑποτακτικό.
{Τό φρούριο τῆς ψυχῆς ἀπόρθητο· ὁ ἄνθρωπος κρατάει τό κλειδί}
Σέ ἀντίθετη περίπτωση μένει αὐτός ὁ γρανίτης ἐκεῖ μέσα σάν ἕνα ὀχυρό. Βαθιά μέσα ἡ ψυχή εἶναι σάν ἕνα ὀχυρό ἀπόρθητο. Καί φθάνουν ὥς ἐκεῖ οἱ ὁποιεσδήποτε χάρες, ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια, ἀλλά τό φρούριο μένει ἀπόρθητο, διότι ἀπό μέσα ἀνοίγει ἡ πόρτα. Κι ἅμα δέν ἀνοίξει ἀπό μέσα, ἡ Χάρις ἔχει αὐτή τή λεπτότητα, νά μήν παραβιάζει, διότι δέν θά ᾿ναι Χάρις μετά. Κάτι ἄλλο θά ᾿ναι· θά ᾿ναι δαιμονική ἐνέργεια. Ἡ Χάρις ἔχει αὐτή τή λεπτότητα, νά μήν παραβιάζει πόρτες. Νά πηγαίνει ἐκεῖ, νά περιμένει, νά φανερώνει τήν παρουσία της, νά γλυκαίνει τά πράγματα. Περιμένει ὅμως νά ἀνοίξει ἀπό μέσα ἡ πόρτα. Καί αὐτό τό κλειδί τό ἔχει ἐκεῖνος πού εἶναι ἐκεῖ μέσα. Τή δυνατότητα ν᾿ ἀνοίξει ἀπό μέσα τήν πόρτα τήν ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὅμως περίζηλα τήν κρατᾶ τήν πόρτα αὐτή κλειστή. Φοβᾶται νά τήν ἀνοίξει, καίτοι ξέρει ὅτι ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ὁ Θεός πού περιμένει, καίτοι ξέρει ὅτι ἀπ᾿ ἔξω αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πού περιμένει. Εἶναι ὁ Οὐρανός πού περιμένει, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού περιμένει, εἶναι ἡ σωτηρία.
Τέτοιο πεῖσμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Δέν θέλει ν᾿ ἀνοίξει. Ταλαίπωρες αὐτές οἱ ψυχές. Καί εἶναι πολλές πού κάνουν ἔτσι. Μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε αὐτό τό πράγμα ἡ περίπτωση πού λέει ὁ μακαρίτης ὁ Ἀσπιώτης στό βιβλίο του· «Αἰσθήματα μειονεκτικότητος», γιά τόν μελαγχολικό τύπο. Βέβαια ὁμιλεῖ γιά ἕναν πού ἔχει βαριᾶς μορφῆς μελαγχολία καί εἶναι ἄρρωστος. Λέει ἐκεῖ ὅτι ὁ μελαγχολικός αἰσθάνεται πώς ζεῖ μέσα σέ κόλαση, καί ἐνῶ καταλαβαίνει ὅτι, ἄν θελήσει νά βγεῖ ἀπ᾿ αὐτή τήν κόλαση, θά βγεῖ σέ μιά ἄλλη κατάσταση, ἐνῶ καταλαβαίνει ὅτι θά γλυτώσει ἀπ᾿ τήν κόλαση καί θά βγεῖ σέ μιά λύτρωση, ὅμως δέν τό κάνει. Ὁ ἴδιος, ἐνῶ τό ξέρει, δέν τό κάνει.
Ἡ παθολογική κατάσταση στόν ἄνθρωπο ἔχει μιά τέτοια δύναμη λοιπόν καί γι᾿ αὐτό παιδεύονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀρρωστημένοι τύποι παιδεύονται. Κατά τήν γνώμη μου δέν εἶναι ἀγιάτρευτο τό κακό. Ἐνῶ φαίνεται ἔτσι, δέν εἶναι. Θά μποροῦσε κανείς νά τήν συνειδητοποιήσει καλά-καλά αὐτή τήν ἀντίσταση. Νά πεῖ· ῾῾Ἄ! Ἔτσι εἶναι λοιπόν; Ἔτσι εἶναι τά πράγματα;᾿᾿ Καί νά μήν τῆς δώσει σημασία. Ὅπως ἔκαναν οἱ Γερμανοί. Δέν πῆγαν ἀπό τή γραμμή Μαζινώ στή Γαλλία. Γιατί νά πᾶνε ἀπ᾿ τή γραμμή Μαζινώ καί νά σκοτωθοῦν πολλοί; Μπῆκαν μέσα ἀπ᾿ τό Βέλγιο. Κυρίευσαν τό Βέλγιο κι ἀπ᾿ τό Βέλγιο μπῆκαν στή Γαλλία. Κι ἡ γραμμή Μαζινώ καθότανε.
Λοιπόν μερικές φορές χρειάζεται νά μήν πάει κανείς κόντρα σ᾿ αὐτήν τήν ἀντίσταση. Γιά τούς ἀρρωστημένους τύπους ὁμιλῶ τώρα ἀλλά καί γενικότερα. Μπορεῖ κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σάν λογικός ἄνθρωπος νά τό δεῖ, ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα πράγμα ἀντίθετο πρός τόν Θεό. Νά τό δεῖ καί νά τό ἀναγνωρίσει. Ἐντάξει· δέν μπορεῖ νά τό βγάλει ἀπ᾿ τή μέση, ἀλλά μπορεῖ νά τό δεῖ, νά τό ἀναγνωρίσει καί νά τό πεῖ στόν Θεό· ῾῾Ναί, Θεέ μου. Κάνε καλά Ἐσύ. Ἐγώ…᾿᾿ Καί νά τό ἀφήσει. Ὁπότε εἶναι μιά ἀπαγκίστρωση τῆς ψυχῆς αὐτό, καί ἀφήνεται στή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεός ξέρει πῶς θά τά οἰκονομήσει τά πράγματα.
Γι᾿ αὐτό πιστεύω δηλαδή ὅτι ὅσοι ἀπ᾿ τούς ἀρρώστους μποροῦν νά κάνουν ἔτσι, ἔχουν διάθεση νά κάνουν ἔτσι, βοηθούμενοι βέβαια καί στηριζόμενοι κάπου, ξεγλυτώνουν. Νά πῶ καί κάτι ἄλλο; Ὄχι μόνο ξεγλυτώνουν, ἀλλά γνωρίζουν τί φοβερό, τί πικρό πράγμα εἶναι αὐτός ὁ ἐγκλωβισμός μέσα ἐκεῖ σ᾿ αὐτή τήν κόλαση, καί ἀκόμη πιό πολύ διψοῦν τόν Θεό, ἀκόμη πιό πολύ ἀγαποῦν τόν Θεό. Καί ὅταν λίγο γλυκαθοῦν ἀπ᾿ τόν Θεό, δέν τούς γυρίζει κανείς πίσω μέ κανέναν τρόπο.
Λοιπόν αὐτό μᾶς βοηθάει νά δοῦμε τά πράγματα γενικότερα. Διότι οἱ ἀρρωστημένες καταστάσεις πού εἶναι ἕνα ἄκρο, εἶναι μιά ἔντονη κατάσταση, μιά ἔντονη πραγματικότητα, μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε καί τήν γενικότερη πραγματικότητα. Ἕνα τέτοιο πράγμα λίγο-πολύ ὁ κάθε ἄνθρωπος πεισματικά θά ᾿χει ἐκεῖ στό βάθος. Κι ὅταν κλαψουρίζει κι ὅταν παραπονιέται κανείς κι ὅταν νομίζει ὅτι δέν τόν προσέχουν κι ὅταν νομίζει ὅτι ἀδικεῖται, τίποτε ἄλλο δέν εἶναι, παρά αὐτό τό πεισματάρικο παιδί πού κάθεται ἐκεῖ σέ μιά γωνιά πεισματικά καί κλαψουρίζει. Ναί, αὐτό κάνει.
{Ἄφησε τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο στόν Θεό}
Τί κλαψουρίζεις; Τί παραπονιέσαι; Ἄφησε τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο στόν Θεό. Ἀλλά αὐτό τό «ἄφησε τόν ἑαυτό σου» εἶναι θάνατος. Θάνατος δηλαδή τί θά πεῖ; Νά, δέν κρατᾶς πιά τίποτε. Οὔτε ἀρετή ἔχεις οὔτε καλό ἔχεις οὔτε τίποτε. Ἕνα ἁμαρτωλό πλάσμα παραδίδεται στόν Θεό. Καί δέν ἔχεις κανένα ἀτού μετά. Εἶναι τό καλύτερο πράγμα πού ἔχει νά κάνει ὁ κάθε πεπτωκώς ἄνθρωπος _καί δέν ξέρω ἄν εἶναι κανείς πού δέν εἶναι πεπτωκώς. Καθένας πού κατάγεται ἀπ᾿ τόν Ἀδάμ ἔτσι εἶναι κι αὐτό πρέπει νά κάνει.
Ἀπό κεῖ καί πέρα, ἄν δέν μπορεῖ κανείς νά τό κάνει κατά μέτωπο, ἄς τό κάνει πλάγια· νά πεῖ δηλαδή, νά ὁμολογήσει ῾῾αὐτή εἶναι ἡ κατάστασή μου᾿᾿. Ὁπότε σταματᾶ πιά νά καμαρώνει τόν ἑαυτό του, σταματᾶ νά ὑπηρετεῖ τόν ἑαυτό του, σταματᾶ νά θέλει τάχα νά περισώσει τόν ἑαυτό του.
Τήν πραγματικότητα τήν δαιμονική πού ὑπάρχει μέσα του τήν ἀφήνει, δέν μπορεῖ νά τήν διορθώσει, νά τήν γιατρέψει. Ὅταν τήν ἀφήσουμε ὅμως καί δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού σάν νά θέλουμε νά ὑπερασπισθοῦμε αὐτή τήν κατάσταση, σάν νά θέλουμε νά τήν περισώσουμε, τότε μπορεῖ νά ἐνεργήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν δεῖ, λοιπόν, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ὅτι τ᾿ ἀφήσαμε πιά, μετά προχωρεῖ ἡ Χάρις. Εἴπαμε ὅτι ἡ Χάρις φθάνει ἐκεῖ στό ὀχυρό καί περιμένει ν᾿ ἀνοίξει ἀπό μέσα ἡ πόρτα, ἐπειδή εἶναι κάποιος μέσα. Ἄν ὅμως ὑποθέσουμε ὅτι αὐτός ὁ κάποιος πού εἶναι ἐκεῖ μέσα, ἀφοῦ δέν μπορεῖ ν᾿ ἀνοίξει τήν πόρτα, τ᾿ ἀφήνει καί φεύγει, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι κανείς μέσα, δέν εἶναι δηλαδή τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου νά δίνει τήν συγκατάθεσή του στήν ἀντίσταση, δέν δυσκολεύεται (ἡ Χάρις) νά εἰσορμήσει ἐκεῖ καί νά τά μαλακώσει ὅλα, νά τά κάνει ὅλα ἅγια, ὅλα νά τά γιατρέψει, νά φύγουν ἀπό τή μέση τά πάντα. Μπορεῖ νά τό κάνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ αὐτό.
Λοιπόν πρέπει νά ᾿χουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας αὐτά, γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τή σχέση πού μπορεῖ νά ὑπάρχει μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου πού ὑπακούει στόν Θεό διά μέσου τοῦ πνευματικοῦ· ἑπομένως τή σχέση πού μπορεῖ νά ὑπάρχει μεταξύ ὑποτακτικοῦ καί πνευματικοῦ. Ἀλλιῶς εἶναι κι αὐτό μιά φυγή.
{Τό Βατερλώ τοῦ Πέτρου}
Ὅπως ξέρουμε, ὁ Κύριος οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα γιά τόν Πέτρο πού ὁ Πέτρος ἐξετέθη πέρα γιά πέρα. Δέν ἔμεινε τίποτε στόν Πέτρο. Τότε πού τοῦ εἶπε ἐκεῖνα τά λόγια ὁ Κύριος, πίστευε ὁ Πέτρος πώς, κι ἄν ἀλλοῦ δέν τά καταφέρνει, ὅμως εἶναι θαρραλέος. Ἦταν ἔτσι βέβαια μέσα στή ζωή, μέσα στήν καθημερινή πραγματικότητα ὁ Πέτρος. Ἦταν παλικάρι, θαλασσόλυκος καί τό εἶχε σάν ἀτού αὐτό. Καί γι᾿ αὐτό ὅταν εἶπε ὁ Χριστός «ὅλοι θά μ᾿ ἐγκαταλείψετε», ἐκεῖνος πετάχτηκε καί λέει· «κι ἄν ὅλοι σ᾿ ἐγκαταλείψουν, Κύριε, ἐγώ ὅμως δέν θά σ᾿ ἐγκαταλείψω· εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα, νά δώσω καί τήν ψυχή μου, τή ζωή μου γιά Σένα» (Βλ. Ματθ. 26, 33-35· Μάρκ. 14, 29-31· Λουκ. 22, 33-34). Τό ᾿λεγε μέ τόση σιγουριά.
Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν ὁ Πέτρος ἀφελής, ἐπιπόλαιος καί τά ἔλεγε ἐπιπόλαια αὐτά. Ὄχι. Ἐδῶ εἶχε ἕνα κάποιο στήριγμα ὁ Πέτρος. Ἦταν τό ἀτού του, ὅπως εἴπαμε. Δέν τό εἶχε σέ τίποτε πράγματι νά ὑπερασπισθεῖ τόν Κύριο, νά ἀμυνθεῖ καί, ἄν χρειαζόταν, νά πεθάνει. Τό πίστευε αὐτό. Ἐδῶ ἦταν πού τήν ἔπαθε.
Τό Βατερλώ τοῦ καθενός κάποια ἡμέρα θά λάβει χώρα καί τό Βατερλώ του θά εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖ πού νομίζει ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά πάθει ἧττα.
Ἤ θά παραδώσουμε μόνοι μας αὐτό τό ἀτού μας, ὁπότε μόνοι μας δημιουργοῦμε τό Βατερλώ μας ἤ, ἄν ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ _λέει ἐδῶ ὅτι ὁ Χριστός ἀγαποῦσε τούς μαθητάς του καί τόν Πέτρο ἤ ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος ἀγαπᾶ τόν Ἰωάννη_ ἄν ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἀγαπᾶ ἀληθινά, καί μᾶς ἀγαπᾶ, δηλαδή ἄν βαθύτερα βλέπει ὅτι θέλουμε νά μᾶς ἀγαπήσει καί λίγο-πολύ νά μᾶς βάλει στά χέρια του, ἀπό δῶ ἀπό κεῖ θά μᾶς ὁδηγήσει σέ κάποιο Βατερλώ. Νά τό ᾿χουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας.
Λοιπόν ὁ Πέτρος ἀκριβῶς σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἄφησε νά φανεῖ καθαρά τό ἀτού πού εἶχε· «Κι ἄν ὅλοι, λέει, σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ἐγώ ὅμως δέν θά σ᾿ ἐγκαταλείψω. Καί μάλιστα εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα, Κύριε». Ὁ Κύριος δέν τοῦ τό χάρισε. «Πρίν φωνάξει δυό φορές ὁ πετεινός, θά μ᾿ ἔχεις ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές». Ἀφοῦ τοῦ εἶπε προηγουμένως· «Σίμων, Σίμων _ ἄχ, Πέτρε, Πέτρε, ὁ διάβολος ζήτησε, ὅπως βάζουν στό κόσκινο τό σιτάρι καί τό κοσκινίζουν ἐκεῖ, ἔτσι ζήτησε νά σᾶς σινιάσει, νά σᾶς κοσκινίσει· νά σᾶς τραντάξει δηλαδή» (Βλ. Λουκ. 22, 31-32). Δέν θά μείνει τίποτε δηλαδή. Ὅπως μιά οἰκοδομή εἶναι δεμένη, καλά δεμένη καί γίνεται ἕνας σεισμός ἐννιά Ρίχτερ. Γιά, σκεφθεῖτε! Λοιπόν οὔτε θεμέλια οὔτε δεσίματα οὔτε σίδερα θά μείνουν· σάν πράσο θά κοποῦν ὅλα. Θά εἶναι σάν νά μήν ἔχουν καμιά δύναμη, ὅταν ἀρχίζει νά χορεύει σάν κόσκινο ἡ γῆ.
Ἔρχονται ὧρες δηλαδή πού ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἔτσι νά τρανταχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, πού πᾶνε καί τά ἀτού του, πᾶνε καί οἱ ἀρετές του, πᾶνε καί ὅλα. ῾῾Ἐζήτησε ὁ Σατανᾶς νά σᾶς κάνει ἕνα τέτοιο πράγμα, φυσικά γιά νά σᾶς καταβροχθίσει, ἀλλά ἐγώ ἐδεήθην περί σοῦ. Ἐγώ προσευχήθηκα καί θά προσευχηθῶ γιά σένα. Κι ἐσύ, ὅταν ἐπιστρέψεις, στήριξε καί τούς ἀδελφούς σου᾿᾿.
Ὁ Πέτρος λοιπόν ὁ ὁποῖος εἶχε τέτοια πεποίθηση _πῶς τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός, γιά νά μήν ἔχει τήν παραμικρή δικαιολογία ὁ Πέτρος ὅτι μέ βασάνισαν τόσο πολύ, μέ τυράννησαν τόσο πολύ, μέ πίεσαν, μ᾿ ἔφεραν σέ τέτοια κατάσταση πού δέν μποροῦσα καί ἀρνήθηκα. Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά_ πῆγε, βλέπετε, ἐκεῖ. Πῆγε, γιατί διατηροῦσε ἀκόμη ὁ Πέτρος μέσα του ὅτι εἶναι κάτι, ὅτι ἔχει ἕνα κάτι αὐτός. Αὐτός ἀκολουθεῖ τόν Κύριο μέχρι τέλους. Ἄς τοῦ εἶπε ὁ Κύριος ὁρισμένα πράγματα. Δέν ἔπιασαν.
Ναί, πολλά πράγματα τά θυμᾶται κανείς, ἀφοῦ γίνουν. Τότε τά καταλαβαίνει· ἀφοῦ γίνουν. Πρίν γίνουν, δέν τά καταλαβαίνει, δέν τά πιάνει. Τόσο χοντροκέφαλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος γενικῶς.
Καί ἐκεῖ παρουσιάζεται μιά παιδούλα, ἡ ὁποία ἁπλῶς οὔτε ἐπίθεση τοῦ κάνει οὔτε κρατάει ξίφος στό χέρι οὔτε τίποτε ἄλλο. Καί ὁ Πέτρος, χωρίς νά ὑπάρχει κάποια πίεση δυνατή, τρεῖς φορές ἀρνεῖται τόν Κύριο κι ἀναθεματίζει καί μέ ὅρκο. Ναί, ἀρνεῖται τόν Κύριο (Βλ. Ματθ. 26, 69-74· Μαρκ. 14, 66-71· Λουκ. 22, 55-59).
Κι ἔτσι αὐτό τό ἀτού του σωριάστηκε κάτω. Δέν ἔμεινε τίποτε πιά. Τί εἶχε ὁ Πέτρος; Αὐτό εἶχε. Ὅλα τά ἄλλα λίγο-λίγο, λίγο-λίγο ὁ Κύριος, καθώς ἦταν κοντά στόν Κύριο καί κάθε τόσο ὁ Κύριος τοῦ ἔλεγε· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» ἤ «οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. 18, 11), «βάλε τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην» (Ἰω. 18, 11), τοῦ τά εἶχε καταρρίψει. Λοιπόν δέν τοῦ εἶχε μείνει τίποτε. Τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει ὁ Χριστός ὅλα τά ἄλλα ἀτού του. Τοῦ εἶχε μείνει μόνο αὐτό. Τώρα πάει κι αὐτό.
{Ἡ εἰδική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τόν Πέτρο}
Αὐτό ὅμως, ἡ ἀπογύμνωση αὐτή, αὐτή ἡ πλήρης ἀποτυχία, πού δέν ἔγινε τελικά αὐτό πού νόμιζε αὐτός _ἦταν σίγουρος ὅτι μποροῦσε νά τό κάνει_ τόν βοήθησε τόν Πέτρο, γιατί ὁ Πέτρος ἦταν παλικάρι. Μπορεῖ ὅλα αὐτά, ἀλλά ἦταν παλικάρι. Πρέπει νά ᾿σαι πολύ παλικάρι, ὥστε τήν ὥρα πού σωριάζονται ὅλα κάτω, νά καταφύγεις στόν Θεό. Ἔτσι ταπεινωμένος, ἐκτεθειμένος, σωριασμένος, ἐρειπωμένος νά καταφύγεις στόν Θεό καί νά ζητήσεις ἔλεος. Δέν τό κάνει ὁ καθένας αὐτό. Ὁ ἐγωιστής δέν τό κάνει. Τό φέρνει βαρέως. Δέν τό σηκώνει. Ὅπως λένε· ῾῾Ἄ! Δέν μπόρεσε νά τ᾿ ἀντέξει ὁ ἄνθρωπος᾿᾿. Τί δέν μπόρεσες νά τ᾿ ἀντέξεις, εὐλογημένε;
Λένε τά Εὐαγγέλια ὅτι ἐκείνη τή στιγμή, ἀφοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Χριστό γιά τρίτη φορά καί φώναξε ὁ πετεινός, σέ κάποια σκάλα κατέβαινε ὁ Χριστός, καθώς τόν πήγαιναν ἀπ᾿ τό ἕνα μέρος στό ἄλλο. Τά σπίτια πρέπει νά ἦταν κάπως ἔτσι· στό κέντρο ἦταν ἡ αὐλή, ἀπό δῶ ἦταν τοῦ ἑνός ἀρχιερέως τό σπίτι, ἀπό κεῖ ἦταν τοῦ ἄλλου ἀρχιερέως καί πηγαινοερχόταν ὁ Χριστός. Κάπου ἐκεῖ τοῦ ἔριξε μιά ματιά ὁ Χριστός κι αὐτό συνετέλεσε στό νά ἔρθει στόν ἑαυτό του ὁ Πέτρος, νά θυμηθεῖ τί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός (Βλ. Λουκ. 22, 61). Νά θυμηθεῖ ὄχι ἁπλῶς ὅτι τό προφήτευσε ὁ Χριστός. Δέν εἶναι τόσο αὐτό πού θυμήθηκε.
Ἐγώ θά ἔλεγα, θυμήθηκε καί τό ἑξῆς, ὑποθέτω· Ὁ Χριστός ἤξερε ὅτι ὅλα αὐτά θά γίνουν καί τοῦ τά εἶπε. Καί νά τα ἔγιναν τώρα. Καί μολονότι ἤξερε ὁ Χριστός ὅτι ὅλα αὐτά θά γίνουν, δέν τόν ἀποπῆρε τόν Πέτρο· ῾῾Πέτρε, θά κάνεις αὐτό κι αὐτό. Ἑπομένως δέν εἶσαι πιά δικός μου. Ὥς ἐδῶ. Τελείωσε. Ὥς ἐδῶ ἦταν᾿᾿. Ὄχι. Ἴσα-ἴσα. «Ἐδεήθην περὶ σοῦ, λέει, ἐδεήθην περὶ σοῦ, προσευχήθηκα καί θά προσευχηθῶ, θά σ᾿ ἔχω κατά νοῦν». Καί ἐπίσης τοῦ δίνει ἐλπίδα χωρίς νά τόν δεσμεύει· «Σὺ δέ ποτε ἐπιστρέψας, ἐσύ ὅταν ἐπιστρέψεις». Ναί, γιά νά τό λέει ἔτσι ὁ Χριστός, προβλέπει καί τήν ἐπιστροφή του κατά κάποιον τρόπο. «Σὺ δέ ποτε ἐπιστρέψας, στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου» (Λουκ. 22, 32).
Ἑπομένως, ὅταν ὁ Πέτρος ἀντίκρυσε τό βλέμμα τοῦ Κυρίου, τό ἱλαρόν βλέμμα τοῦ Κυρίου, ἀπό κείνη τήν ὥρα ὁ Πέτρος ξέχασε τά πάντα· Ἄν ὁ Κύριος κινδύνευε, ἄν ὁ Κύριος παιδευόταν. Εἶχε πλέον δικό του δράμα. Πᾶμε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν Μεγάλη Παρασκευή στήν Ἐκκλησία καί λυπόμαστε τόν Κύριο, σκεπτόμαστε τάχα τά πάθη τοῦ Κυρίου. Αὐτά ὅλα γίνονται, γιά νά δεῖς τό πάθος τό δικό σου, γιά νά δεῖς μέσα σου τήν ἁμαρτία, νά δεῖς μέσα σου ὅλο αὐτό τό κακό καί νά σέ πονέσει. Καί μέσα ἀπό κεῖ νά δεῖς τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά σένα καί νά σέ λυώσει αὐτή ἡ ἀγάπη καί νά μετανοήσεις.
Ἀντικρύζοντας λοιπόν τό βλέμμα τοῦ Κυρίου ὁ Πέτρος θυμήθηκε ὄχι ἁπλῶς τήν προφητεία, ἀλλά ἔνιωσε, ἄν θέλετε, ἐκείνη τήν ὥρα αὐτή τήν ἀγάπη, τήν εἰδική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτόν, τή φροντίδα του, τήν πρόνοιά του. Ὥστε ὁ Κύριος ἤξερε τί θά πάθαινα καί πάλι μέ ἀγαπᾶ. Ὁ Κύριος ἤξερε τί θά ἔκαμνα, τί φοβερή πτώση θά μοῦ συνέβαινε καί δέν μ᾿ ἔδιωξε. Μέ κράτησε καί μοῦ ᾿δωσε ἐλπίδα ὅτι θά ἐπιστρέψω. Αὐτό τόν ἔλυωσε.
Μπορεῖ ὕστερα νά σταθεῖ κανείς καί νά μήν κλαύσει; «Καὶ ἐξῆλθε, λέει, ἔξω καὶ ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26, 75). Καί ἔγινε ὁ Πέτρος ὁ κορυφαῖος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων.
Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Πέτρου ἦταν χρειαζούμενη. Ἀλλά ἐκεῖ μαζεύτηκε, συγκεντρώθηκε ὅλη ἡ ζωή τοῦ Πέτρου. Ἐκείνη ἦταν ὄχι ἁπλῶς ἡ πιό κρίσιμη ὥρα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀλλά ἦταν ἡ ὥρα πού κλαίει πικρῶς, πού κλαίει μετανοημένα, ἀληθινά μετανοημένος. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Πέτρος εἶχε μιά κάποια τάση νά τόν λυπηθοῦν, νά τόν καλοπιάσουν. Κλαίει πικρῶς γιά τήν ἁμαρτία του. Ναί. Εἶναι ἡ πιό σωτήρια στιγμή γιά τόν Πέτρο. Καί σ᾿ αὐτή τήν μετάνοια στηρίχθηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε μετά τήν Ἀνάσταση τρεῖς φορές· «ποίμαινε τὰ πρόβατά μου, ποίμαινε τὰ ἀρνία μου» (Ἰω. 21, 16).
Αὐτό λίγο-πολύ πρέπει νά γίνει στήν καθεμιά ψυχή. Βέβαια, ὡσότου νά γίνει αὐτό, εἶναι στήν ὑπακοή κανείς, ἀλλά ἀκόμη δέν γίνεται σωστή ὑπακοή. Κι ἀφοῦ γίνει αὐτό ἤ τουλάχιστον τό ἀποφασίσει κανείς νά γίνει, τό θέλει πραγματικά _αὐτό φαίνεται ὅμως στήν πράξη_ ἀφοῦ λοιπόν τό ἀποφασίσει νά γίνει ἔτσι, ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ σωστότερη ὑπακοή, ἀρχίζει ἡ σωστότερη σχέση κι ἀρχίζουν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ὑπονοεῖ ἐδῶ ἡ ἐρώτηση.
Σύναξη νέων 1-4-1984
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Τό σύγχρονο χάρισμα»