ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Ὁ Θεός μας εἶναι ἕνας, ἀλλά τριαδικός· μία οὐσία, ἀλλά τρεῖς ὑποστάσεις· Πατήρ, Yἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Τώρα, πῶς εἶναι καί τρία πρόσωπα καί ἕνας Θεός, αὐτά δέν γίνονται κατανοητά μέ τό μυαλό τοῦ ανθρώπου, καί ὡς χριστιανοί ὀφείλουμε νά τά δεχόμαστε, ὅπως τά λέει ἡ Ἐκκλησία, μέ πίστη καί ἁπλότητα. Κάποτε ὁ ἱερός Αὐγουστίνος προσπαθώντας νά καταλάβει ὅλα αὐτά, ἔκανε περίπατο στήν παραλία. Ἐκεῖ στήν ἀμμουδιά βλέπει ἕνα παιδάκι. «Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδάκι μου;», τό ρωτάει. Καί τό παιδάκι, πού ἦταν ἄγγελος μέ τή μορφή παιδιοῦ, ἀπάντησε «νά, θά βάλω τή θάλασσα μέσα σ’ αὐτή τή λακούβα». Ὁ ἅγιος χαμογέλασε καί εἶπε. «Μά γίνεται, παιδί μου, νά βάλεις ὅλη αὐτή τή θάλασσα μέσα στή λακουβίτσα»; «Αὐτό πού θέλω νά κάνω ἐγώ, εἶναι πιό εὔκολο ἀπό αὐτό πού θέλεις νά κάνεις ἐσύ, νά χωρέσεις τήν Θεότητα μέσα στό μικρό μυαλό σου», ἀπάντησε ὁ ἄγγελος.
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε, ἔζησε ὡς ἄνθρωπος ὑποτασσόμενος στούς γονεῖς, ἔπαθε, σταυρώθηκε γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς καί ἔστειλε τόν Παράκλητο, τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού γιορτάζουμε σήμερα, «οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον», δηλαδή πάντοτε ἦταν καί ποτέ δέν θά παύσει νά εἶναι, ἦρθε στούς μαθητάς κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία καί παραμένει ἔκτοτε στήν Ἐκκλησία. Μέ τόν ἐρχομό του, τό κύριο έργο του ἦταν νά μορφώσει τόν Χριστό μέσα στίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων κι ἔπειτα σέ ὅλους ὅσοι θά πιστέψουν διά τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Χριστός πλέον θά ζεῖ ἀληθινά μέσα στόν κάθε βαπτισμένο χριστιανό.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα λοιπόν, λαμβάνουμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί διά τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος.
Ἔτσι, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μένει μέσα μας ὡς σπίθα, ἡ οποία περιμένει τόν ἄνθρωπο συνειδητά νά δώσει τόν ἑαυτό του στήν Χάριν, γιά νά τόν ἁγιάσει καί νά τόν φθάσει στήν τελεία ἀγάπη, κατά τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς.
Ἡ σπίθα αὐτή, ἡ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραμένει στριμωγμένη σέ κάποια γωνιά τῆς ψυχῆς μας καί ἀπό πάνω ἔχουν συσσωρευτεῖ ὅλα τά ἁμαρτωλά βιώματά μας, ὅλη ἡ ἁμαρτωλή ζωή μας. Κι αὐτό, γιατί ἡ κάθε ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία δέν μετανοοῦμε, ἐναποτίθεται μέσα στήν ψυχή μας. Καί ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἀμαυρώνεται ἡ ὅλη ὕπαρξή μας, σκληρύνεται, σκουριάζει καί ἀμβλύνεται ἡ συνείδησή μας. Δηλαδή, βαπτισθήκαμε μέν καί εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, πιό πολύ ζωντανός εἶναι μέσα μας ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία γεννᾶ τά πάθη καί ἀπό τά πάθη γεννῶνται οἱ ἁμαρτίες.
ΠΩΣ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΝΕΤΑΙ Η ΧΑΡΙΣ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ ΣΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ;
Ἡ μετάνοια, ὡς δεύτερο βάπτισμα, ἀναζωπυρώνει μέσα μας τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ σκοπός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς εἶναι νά ἀναζητήσει τό ἀπολωλός, νά ἐπαναφέρει τόν ἄσωτο καί νά κηρύξει μετάνοια. Γιά τόν Χριστό δέν ἔχει σημασία, ἄν ἐκεῖνοι πού τόν πλησιάζουν εἶναι ἁμαρτωλοί. Σημασία ἔχει, ἄν μετανοοῦν καί πιστεύουν σ’ αὐτόν. Ὁ Κύριος ἄρχισε καί τελείωσε τό δημόσιο ἔργο του μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας. Οἰ Ἀπόστολοι τονίζουν ὅτι ἡ καλοσύνη, ἡ χρηστότητα καί ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἔχουν ὡς σκοπό νά μᾶς ὁδηγήσουν σέ μετάνοια.
Τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά βαπτιστεῖ κανείς, χρειαζόταν νά μετανοήσει. Γι’ αὐτό καί κρατοῦσε ἡ Ἐκκλησία τούς ὑποψηφίους νά βαπτισθοῦν γιά τρία χρόνια κατηχουμένους. Καί ἀφοῦ βεβαιωνόταν ἡ Ἐκκλησία ὅτι θά ζήσουν ὡς χριστιανοί, μετά τούς βάπτιζε.
Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα οἱ χριστιανοί, ἐφόσον μετενόησαν καί ἀπέπτυσαν τήν ἁμαρτία καί ξαναγεννήθηκαν μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί σάν νά βγήκαν ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως περίπου ἔγινε στόν παράδεισο, καλοῦνταν νά μήν ἁμαρτάνουν πλέον καί εἶχαν ἐνεργή μέσα τους τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ἄρχισαν οἱ χριστιανοί νά κάνουν θανάσιμες ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία προβληματίστηκε πολύ, διότι οἱ θανάσιμες ἁμαρτίες τούς ἀπέκοπταν ἀπό αὐτήν. Ἔπαυαν νά εἶναι ζωντανά μέλη της. Καί τούς δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία, καθώς δέν ὑπάρχει γιά νά καταδικάσει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά τόν σώσει, τούς δέχτηκε ὑπό τόν ὅρο τῆς πλήρους μετανοίας. Ἔτσι λοιπόν, γιά ὅσους ἁμαρτάνουν μετά τό βάπτισμα καί προπαντός γιά ὅσους κάνουν θανάσιμα ἁμαρτήματα, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας ἀπό τό δεύτερο βάπτισμα, πού εἶναι ἡ μετάνοια, καί πού εἶναι ἡ συνισταμένη τῶν ἐντολῶν κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά.
Ὅλοι οἱ πατέρες συμφωνοῦν ὅτι δέν θά κολαστεῖ κανείς ἐπειδή εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλά ἐπειδή δέν πηγαίνει μέ μετάνοια στόν ἰατρό Χριστό, γιά νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν θεραπεύσει. Καί ἡ μετάνοια εἶναι γιά ὅλους καί γιά πάντοτε. Εἶναι καί ἀρχή καί μεσότης καί τέλος.
Ἡ μετάνοια κάνει τόν άνθρωπο δεκτικό τῆς συγχωρήσεως πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός· ἀλλά ἡ συγχώρηση αὐτή δίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ Κύριος ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, ἔδωσε τήν ἐξουσία αὐτή μόνο στούς Ἀποστόλους, καί διά τῶν Ἀποστόλων στούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, πού εἶναι οἱ ἐπίσκοποι, καί διά τῶν ἐπισκόπων στούς ἱερείς. Ὁ ἄνθρωπος κληρονόμησε ἀπό τόν Αδάμ τήν τάση νά κρύβεται, νά δικαιολογεῖται καί νά αὐτοδικαιώνεται. Αὐτή τήν «πρόνοια» τοῦ ἀνθρώπου, νά τακτοποιήσει μόνος του τήν ψυχή του κρυπτόμενος ἀπό τόν Θεό, θεραπεύει τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΕΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΑ ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ;
Γιατί ξεγελιέται ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα, τίς ψυχολογικές του καταστάσεις καί τό κατεστημένο του.
Ξεγελιέται, λοιπόν, ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα.
Οἱ Ἀπόστολοι καί ὅσοι πίστεψαν στό κήρυγμά τους, προῆλθαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀλλά, μόλις ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔπαψαν νά εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἑπομένως τοῦ χριστιανοῦ ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, εἶναι ὅτι «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Ἤδη ἡ βασιλεία αὐτή ἔχει μπεῖ μέσα μας, μᾶς μεταμορφώνει συνεχῶς, καί τήν πληρότητά της θά τή ζήσουμε στήν ἄλλη ζωή .
Κοσμικό φρόνημα ἔχει κανείς, ὅταν χάνει αὐτή τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὅλο τόν τραβάει πρός τά ἄνω. Ἀντιθέτως, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅλο καί τραβάει μέ τήν ἐπιθυμία του τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ πρός τά κάτω. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, πού εἶναι αὐτό: «Καλά εἴμαστε στή γῆ. Φωνάζουμε τόν Θεό νά κατέβει ἐδῶ, γιά νά βολευτοῦμε πάνω στή γῆ».
Αὐτός ὁ συμβιβασμός πού κάναμε, νά θέλουμε ἀπό τή μιά νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, νά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἀπό τήν ἄλλη νά μή χάσουμε τίποτε ἀπό τό κοσμικό φρόνημα καί τήν κοσμική ζωή, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀμετανοησία. Ἔτσι τά πάθη δέν γιατρεύονται ἀληθινά. Ἀπλῶς, μόλις μετά βίας, κάπως χαλιναγωγοῦνται.
Ξεγελιέται ἀπό τίς ψυχολογικές του καταστάσεις.
Κυρίως ἀπό τό αἴσθημα κατωτερότητας, τό ὁποῖο κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν ἀντέχει τόν ἑαυτό του ὅπως εἶναι, καί νά δίνεται μέ κάθε τρόπο στό νά εἶναι ἕνα κεφάλι ἀνώτερος ἀπό τούς ἄλλους γιά νά ὑπάρχει. Θέλει νά νιώθει πιό ὄμορφος, πιό δίκαιος, πιό ἔντιμος, πιό τίμιος, πιό ἀγαπητός, πιό ἱκανός, πιό φιλάνθρωπος, πιό ἅγιος, ἀνάλογα μέ τήν ἀδυναμία του ὁ καθένας. Καί αὐτό τό αἴσθημα κατωτερότητος τόν κάνει νά ἔχει ἄλλη εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό του ἀπό τήν πραγματική. Ζεῖ πολύ μέ τή φαντασία του, μέ τήν ἰδεατή εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του. Καί μοχθεῖ σάν εἵλωτας, δοῦλος, δουλεύοντας στόν παλαιό ἄνθρωπο μέ τά ψυχολογικά του.
Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ χριστιανός δέν θέλει νά νιώθει ἔνοχος καί ἀντί νά τακτοποιεί τις ἁμαρτίες κατά νορμάλ τρόπο μέ τό Μυστήριο τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως, ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του, δέν τήν παραδέχεται, δέν θέλει νά τή βλέπει. Καί γι’ αὐτό δέν μετανοεῖ. Αὐτά ἀναφέρονται καί σέ πολύ καλούς χριστιανούς, πού εἶναι συνεχῶς γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ξεγελιέται ἀπό τό κατεστημένο πού ἔχει χτίσει μέσα του.
Ἡ ἁμαρτία μας μένει εἴτε γιατί δέν μετανοοῦμε ἀληθινά εἴτε γιατί ἔχουμε μέσα μας κάποια ψυχοπαθολογική κατάσταση, ἡ ὁποία εἶναι ζυμωμένη μέ τήν ἁμαρτία καί τήν ὁποία δέν καταλαβαίνουμε, καί γι’ αὐτό καί δέν μετανοοῦμε.
Ὁ ἄνθρωπος φιλτράρει ὅπως τόν βολεύει τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, καί τίς βάζει μέσα του ἀλλοιωμένες, κατά τρόπο πού νά μή θίγεται τό κατεστημένο του. Δηλαδή φροντίζει νά μένει ἄθικτος ὁ παλαιός ἄνθρωπος, τό εἴδωλό του. Κι ἐνῶ δέν εἶναι κανείς διαφορετικότερος ἀπό τούς χριστιανούς τῶν πρώτων αἰώνων, μοιάζει σάν νά μήν μπορεῖ ὁ Χριστός νά τόν θεραπεύσει. Κυρίως διότι δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινής, δέν εἶναι ἀληθινός, γίνεται ὑποκριτής καί δέν ἔχει τό κουράγιο νά ἀκούσει τήν καθαρή ἀλήθεια. Καί γι’ αὐτό δέν παραδέχεται στό βάθος ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί ἄρα δέν προστρέχει στόν Χριστό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «φωτισμένος» ἀπό τό δικό του «σωστό» πνεῦμα, δέν δέχεται ποτέ παρεμβολές καί φωτισμό ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα.
ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ; ΠΩΣ ΘΑ ΛΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΕΦΟΣΟΝ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΕΤΑΝΟΟΥΜΕ;
Λέει ὁ ἅγιος Μακάριος νά προσπαθοῦμε νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ἄς μήν μπορούμε.
Καί ὁ Κύριος θά δεῖ τήν πρόθεσή μας, θά δεῖ τή διάθεσή μας, καί θά ἔλθει μέσα μας, θά μορφωθεῖ μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ˗αὐτό εἶναι πού κάνει τό Ἅγιον Πνεῦμα˗καί ἔπειτα θά εἶναι ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος δι̉ ἡμῶν θά ἀγαπᾶ, θά προσεύχεται, θά ταπεινώνεται, θά συγχωρεῖ κλπ. Τότε οἱ ἀρετές μας, οἱ πράξεις μας, θά ἔχουν τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί θά μοιάζουν νά εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλο εἶναι, καθημερινά νά κάνουμε αὐτό πού μποροῦμε.
Καθημερινά νά βάζουμε ἀρχή νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ. Νά βάζουμε ἀρχή μετανοίας, ἀρχή συγχωρητικότητας, ἀρχή προσευχῆς, ἀρχή προσοχῆς, ἀρχή ἀλλαγῆς· ὅσο μποροῦμε· αὐτό πού μποροῦμε θέλει ὁ Θεός. Τό Ἅγιον Πνεῦμα θά μᾶς φωτίζει νά τό κάνουμε, θά μᾶς δίνει τή δύναμη νά τό συνεχίζουμε καί θά μᾶς φθάσει χωρίς νά τό καταλάβουμε στήν ἀντίπερα ὄχθη.
Ἄλλο πού μποροῦμε νά κάνουμε, εἶναι νά μήν παραπονούμαστε.
Ὁ καθένας νά βγάλει μέσα ἀπό τήν ψυχή του τό ὁποιοδήποτε παράπονο ἔχει ἀπέναντι στόν Θεό. Ὅλοι νομίζουμε ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι. Κανείς δέν διανοεῖται νά πεῖ ὅτι φταίει ὁ ἴδιος. Καί ὅλοι νά φταῖνε, δέν μποροῦν νά σέ βλάψουν, ἄν δέν βλάπτεις ἐσύ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου. Ὅταν λοιπόν ἔλθει κανείς εἰς ἑαυτόν καί ρίχνει ὅλη τήν εὐθύνη τοῦ κακοῦ στόν ἑαυτό του, καί ἐπιστρέφει στόν Θεό μέ μετάνοια, ὅπως ὁ ἄσωτος, τότε λαμβάνει ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα τό δακτυλίδι τοῦ ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν «πρώτην στολήν» πού εἶχε ὁ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση. Καί ὅλο αὐτό γίνεται μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἄλλο πού μποροῦμε νά κάνουμε.
Ἀπό τό πρόβλημά μας νά τρέξουμε στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του. Καί νά πᾶμε πιό πέρα ἀπό τόν πόνο καί τό πρόβλημά μας. Μέ τήν πίστη καί τό «νά ´ναι εὐλογημένο».
Ὅλα αὐτά πού περνοῦμε στή ζωή, ἔρχονται ὡς συνέπεια τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μακριά ἀπό τόν Θεό, καί τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός, μήπως καί ξυπνήσει ὁ άνθρωπος, μήπως συνέλθει καί ἐπιστρέψει στόν Θεό.
Μήν κοιτάς μόνο τί πρόβλημα ἔχεις, τί πόνο ἔχεις, ἀλλά καί γιατί τά ἔχεις. Μήν ἀφήσεις τόν ἑαυτό σου νά σκεφθεῖ οὔτε πρός στιγμήν ὅτι σέ ἄφησε ὁ Θεός ἤ ὅτι σέ τιμωρεῖ ὁ Θεός. Τά ἔχεις, γιατί σέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Δείχνει τή λεπτή ἀγάπη του καί κατά λεπτό τρόπο, γιατί θέλει νά σέ σώσει. Καί τό «νά ̕ ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», εἶναι καλύτερο ἀκόμη καί ἀπό τήν προσευχή, ὅταν αὐτό ἔχει μέσα ὑπακοή στόν Θεό, ἐμπιστοσύνη, ἐλπίδα, ὑπομονή, ταπείνωση, θυσία τοῦ ἐγώ, προσευχή, ἀγάπη. Καί ὅσο πιό χαρούμενα καί πρόθυμα τό λέει κανείς, τόσο ἀνοίγει ἡ ψυχή καί ἔρχεται ὁ Χριστός στήν καρδιά.
Καί τέλος, ὅ,τι κάνουμε νά τό κάνουμε μέσα στή συγκεκριμένη ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, γιατί ἀλλιῶς δέν θά μπορέσουμε.
Γιά ὅλους τούς λόγους πού ἀναφέραμε, χωρίς νά βοηθιέται ὁ χριστιανός ἀπό συγκεκριμένο ἄνθρωπο μέσα στήν Ἐκκλησία, πέφτει συνέχεια μέσα στό κατεστημένο του καί στόν θεό ἑαυτό του καί δέν μπορεῖ νά ξεγλιτώσει.
ΛΕΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΟΤΙ ΧΩΡΙΣ ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΕΣ.
Καί διευκρινίζει ὁ πάτερ στίς ὁμιλίες του: Ἡ κάθε προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποκτήσει τίς ἀρετές, δέν ἔχει τήν παραμικρή ἱκανότητα νά δημιουργήσει τήν πνευματική ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔχει μόνο ὡς σκοπό νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά συναισθανθεῖ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό, τή νέκρωσή του, τή δουλεία στόν διάβολο, καί νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά μετανοήσει.
Ἀκόμη καί ἡ συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία, πού εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ὠφελεῖ τόν πιστό καί δέν τόν κάνει ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο, ἄν δέν ἀγωνίζεται νά κάνει τό θέλημα καί τίς ἐντολές του. Δέν εἶναι δυνατόν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ νά μήν ἀλλάζουν τή ζωή τοῦ πιστοῦ καί νά μήν τόν κάνουν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν» (Ἰωάν Α΄, 4,13). ἡ ἀπόδειξη δηλαδή ὅτι μένει ὁ Χριστός μέσα μας εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.
ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΛΙΓΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ.
Στήν τρίτη εὐχή τῆς γονυκλισίας μνημονεύουμε καί τούς «προκεκοιμημένους πατέρας καὶ ἀδελφοὺς ἡμῶν, καὶ λοιποὺς συγγενεῖς κατὰ σάρκα, καὶ πάντας τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως».
Ἄν λοιπόν μνημονεύουμε τούς κατά σάρκα συγγενεῖς, πόσο μᾶλλον τούς κατά πνεῦμα. Πόσο μᾶλλον τόν πνευματικό μας πατέρα, πού μᾶς δίδαξε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Μαζί μέ τήν ἑορτή, ξαναζοῦμε κι αὐτόν πού μᾶς ἔμαθε νά προσμένουμε τήν ἑορτή καί νά τήν ἀγαποῦμε. Δέν μᾶς ἔμαθε μόνο νά λέμε ἀόριστα «ὅ,τι φωτίσει ὁ Θεός», ἀλλά μᾶς ἔδειξε καί τόν συγκεκριμένο σύντομο δρόμο τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τόν ὁποῖο θά φωτίσει ὁ Θεός διά τοῦ Πνεύματός του τοῦ Ἁγίου. Μνημονεύουμε στήν ἑορτή κι αὐτόν πού δέν ἑτοίμασε μόνο τόν τόπο, ἀλλά ἑτοίμασε καί τόν τρόπο, γιά νά ζήσουμε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Μακάριοι ὅσοι θά τόν ἀκολουθήσουν. Μακαριότεροι αὐτοί πού θά πιστέψουν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα βαθύτερα ποθεῖ ἡ ψυχή μας, καί θά τό ἀποκτήσουν «ἐν αἰσθήσει» ἀπό αὐτήν ἀκόμη τή ζωή, ὅπως ἔγινε καί μέ ἐκεῖνον.
Ὁμιλία π. Ἰωάννου Γρίντζου, καθηγουμένου τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου,
17 Ἰουνίου 2019.