Τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου
Γιορτάζουμε ἀπόψε τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, καί δέν ξέρω σέ τί νά πρωτοαναφερθοῦμε. Μοῦ ἔρχεται πρῶτα νά ἐκφράσω τή χαρά μου, πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός πάλι ἀπόψε νά συναχθοῦμε ἐδῶ, γιά νά τόν λατρεύσουμε, νά τόν προσκυνήσουμε, νά λειτουργήσουμε, νά λάβουμε τό Σῶμα του καί τό Αἷμα του, καί νά μᾶς εὐλογήσει, νά μᾶς χαριτώσει.
Τίποτε ἄλλο δέν θέλουμε…
Χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι. Εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι λόγια δικά μας. Χαρά μεγάλη γίνεται στόν οὐρανό, τήν ὥρα πού ἕνας ἁμαρτωλός μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει στόν Θεό. Καταλαβαίνετε τί μεγάλη χαρά γίνεται καί στόν οὐρανό καί στή γῆ –χαίρει ὅλη ἡ Ἐκκλησία– ὅταν ἐνθυμούμαστε κι ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί, ὅπου κι ἄν εἴμαστε καί ὅπως κι ἄν σκεπτόμαστε, ἐρχόμαστε στόν Θεό μέ μετάνοια. Διότι πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό; Ποιός ἔχει ἀρε- τή καί μπορεῖ νά πλησιάσει τόν Θεό μέ τήν ἀρετή του ἤ ἔχει ἄλλα προσόντα, νά πλησιάσει τόν Θεό; Μόνο μέ τή μετάνοια. Ἐρχόμαστε μετανοημένοι στή χαρά τοῦ Κυρίου, καί χαίρει ὁ οὐρανός, καθώς μᾶς βλέπει νά ἀφήνουμε τά πάντα καί νά ἐρχόμαστε ἐδῶ στό ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀλλά χαιρόμαστε κι ἐμεῖς μαζί. Ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς ἐκφράζει κανείς τή χαρά του, καθώς βλέπει τόν λαό τοῦ Θεοῦ, τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, τούς βαπτισμένους χριστιανούς, νά συγκεντρώνονται στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια, μέ χαρά καί μέ πολλή ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Τίποτε ἄλλο δέν θέλουμε αὐτή τήν ὥρα, ἀδελφοί μου, τίποτε ἄλλο, ἐάν μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας ἤ, καλύτερα, μέ τά μάτια τῆς πίστεως καί μέ τίς αἰσθήσεις τῆς πίστεως εἴμαστε κοντά στόν Θεό, βλέπουμε τόν Θεό, βλέπουμε τό πανηγύρι τοῦ Θεοῦ καί μπαίνουμε κι ἐμεῖς σ ̓ αὐτό καί τό αἰσθανόμαστε καί τό ζοῦμε αὐτό τό πανηγύρι. Τίποτε ἄλλο δέν θέλουμε. Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν; Εἴμαστε ἄνθρωποι βέβαια καί ἔχουμε πείρα τῶν ἀνθρωπίνων καί μᾶς ἐπηρεάζουν τά ἀνθρώπινα. Ναί, ἀλλά δέν εἴμαστε μόνο ἄνθρωποι. Ὡς χριστιανοί εἴμαστε καί τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε καί τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε καί θεανθρώπινοι κατά κάποιον τρόπο. Γι ̓ αὐτό, δέν πρέπει νά μένουμε ἁπλῶς στά ἀνθρώπινα.
Τά ἀνθρώπινα εἶναι ὅτι γνωρίζουμε τόν κόσμο, μᾶς γνωρίζει ὁ κόσμος, κατοικοῦμε σέ κάποια πόλη, περπατοῦμε σέ κάποιους δρόμους, βλέπουμε καί αἰσθανόμαστε τά ἀνθρώπινα πράγματα, τρῶμε, χαιρόμαστε ἀνθρωπίνως, κατά ὑλικό τρόπο χαιρόμαστε τή φύση. Ὅμως δέν εἴμαστε μόνο ἄνθρωποι. Εἴμαστε θεανθρώπινοι, διότι εἴμαστε ἐν Χριστῷ. Εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι Θεάνθρωπος, καί περνάει ἡ χάρη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί σ ̓ ἐμᾶς. Ὅταν τό πιστεύουμε αὐτό, ὅταν τό αἰσθανόμαστε αὐτό, ὅταν βλέπουμε μέ τά μάτια τῆς πίστεως, δέν μένει κανείς ἁπλῶς ἄνθρωπος, δέν μένει ἁπλῶς στά ἀνθρώπινα. Ὄχι. Εἴμαστε στόν ναό τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στό πανηγύρι τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε κοντά στόν Θεό, εἶναι μέσα μας ὁ Θεός, εἴμαστε μέσα σ ̓ αὐτόν ἐμεῖς. Ἐδῶ εἶναι ἡ Παναγία, ἐδῶ εἶναι οἱ ἄγγελοι, ἐδῶ εἶναι τά πάντα. Τί ἄλλο θέλει κανείς; Τί ἄλλο θέλει; Τίποτε. Καθώς λαμβάνει πείρα ὁ ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, νά παρακινηθεῖ νά ἀφήσει ὅλο καί πιό πολύ τά θελήματά του, τά πείσματά του, τά καμώματά του, τά ἀρρωστημένα πράγματά του, καί νά τρέξει στή χαρά τοῦ Θεοῦ καί ταπεινά καί πρόθυμα-πρόθυμα νά κόψει τό θέλημά του.
Ὕστερα ἀπό τόν σταυρό ἔρχεται ἡ μεγάλη δωρεά
Ἀλλά πρέπει ὅμως νά ποῦμε δυό λόγια καί γιά τό γεγονός αὐτό πού σήμερα γιορτάζουμε. Ὁ ἅγιος Ἰωακείμ καί ἡ ἁγία Ἄννα, οἱ γονεῖς τῆς Παναγίας, ἔχουν τό ὄνειδος τῆς ἀτεκνίας. Δέν ἔχουν ἁπλῶς μιά στενοχώρια, μιά δυσκολία. Ἦταν ὄνειδος στήν Παλαιά Διαθήκη νά μένει χωρίς παιδί ἕνα ἀνδρόγυνο. Θά λέγαμε ὅτι ἴσως δέν ὑπῆρχε χειρότερο πράγμα γιά ἕναν ἄνδρα καί μιά γυναίκα πού ἦταν ἀνδρόγυνο ἀπό τό νά μήν ἔχουν παιδί. Οἱ γονεῖς τῆς Παναγίας σηκώνουν αὐτόν τόν σταυρό, σηκώνουν αὐτό τό ὄνειδος. Δέν ὀργίζονται, δέν τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ποῦ νά πᾶνε; Στόν Θεό τρέχουν καί αὐτόν παρακαλοῦν.
Ἴσως θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τό ὄνειδος αὐτό, τό ἀσήκωτο αὐτό πράγμα, τούς κάνει πιό πολύ νά καταφύγουν στόν Θεό, πιό πολύ νά ἐμπιστευθοῦν στόν Θεό, νά προστρέξουν σ ̓ αὐτόν καί νά προσευχηθοῦν. Ὅπως καί ἔκαναν. Ὁ ἅγιος Ἰωακείμ πῆγε νά προσευχηθεῖ σέ ἕνα σπήλαιο στόν χείμαρρο Χορράθ, ἐκεῖ πού εἶναι τώρα τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Ἡ ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Παναγίας, προσευχήθηκε στόν κῆπο της, ἀπέναντι ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, ἐκεῖ πού εἶναι τώρα ἡ μονή τῶν ἁγίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης, ὅπου ἀξιωθήκαμε κάποτε νά κάνουμε ἀγρυπνία.
Ὕστερα ἀπό τό ὄνειδος, ὕστερα ἀπό τό ἀσήκωτο αὐτό βάρος, ἀπό αὐτόν τόν σταυρό, ὕστερα ἀπό αὐτό πού ἴσως δέν ὑπῆρχε χειρότερο, ἔρχεται ἡ μεγάλη δωρεά. Ἀξιώνονται νά φέρουν στόν κόσμο αὐτήν ἡ ὁποία θά γινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ, αὐτήν ἡ ὁποία θά γεννοῦσε τόν Χριστό.
Πολλά μποροῦμε νά ποῦμε ἐδῶ, ἀλλά θέλω μόνο νά τονίσω αὐτό: Μποροῦμε νά βεβαιώσουμε τήν καρδιά μας τώρα, αὐτή τήν ὥρα, ὅτι ὅσο πιό βαριά πράγματα ἔχουμε νά περάσουμε σ ̓ αὐτόν τόν κόσμο, ὅσο πιό ἀσήκωτα πράγματα ἔχουμε νά σηκώσουμε, τόσο μεγαλύτερη θά εἶναι ἡ εὐλογία ἀπό τόν Θεό, ἅμα δέν γογγύσουμε, ἅμα δέν ἀπελπιστοῦμε, ἀλλά αὐτό τό βαρύ, πού εἶναι ἀσήκωτο, καί ὧρες-ὧρες νομίζει κανείς ὅτι δέν μπορεῖ νά τό ὑποφέρει, τό θεωρήσουμε σάν μιά ἰδιαίτερη χάρη ἀπό τόν Θεό. Πράγματι ἔτσι εἶναι. Ἀλλά καί ἡ εὐλογία πού θά ἔρθει ἀπό τόν Θεό θά εἶναι τόσο μεγάλη, πού ὁ ἄνθρωπος θά πεῖ: «Πήγαινε τό μυαλό μου, Θεέ μου, ὅτι θά μέ εὐλογήσεις πολύ, ἀλλά δέν μποροῦσε νά φθάσει στό σημεῖο αὐτό ὅτι θά μέ εὐλογοῦσες τόσο-τόσο πολύ, ὅσο μέ εὐλόγησες».
Γιά νά φθάσει ὅμως κανείς σ ̓ αὐτό τό σημεῖο, δέν πρέπει νά γογγύσει. Ἴσα-ἴσα, ὁ ἀσήκωτος αὐτός σταυρός, τό ἀσήκωτο ὄνειδος, πού ἔχει ὁ καθένας μας, νά γίνει ἀφορμή ὄχι ἁπλῶς νά μή γογγύσουμε, ἀλλά πιό πολύ νά μάθουμε νά εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό, πιό πολύ νά κράξουμε σ ̓ αὐτόν, πιό πολύ νά ἐμπιστευθοῦμε τόν ἑαυτό μας σ ̓ αὐτόν καί νά περιμένουμε ἀπό αὐτόν ὄντως τήν εὐλογία του, τή χάρη του, τήν ἀγάπη του.
8-9-1987