Ὅλο τό θέμα εἶναι, ἐγώ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά κάνω αὐτό πού θέλει ἀπό μένα ὁ Θεός
Ὁ σπόρος ἔχει ζωή μέσα του καί γι᾿ αὐτό φυτρώνει
Ἐνθυμοῦμαι ἀπό μικρό παιδί, πού ἔσπερναν τήν ἄνοιξη τά χωράφια μέ καλαμπόκι, μέ φασόλια κτλ., καί ἔπεφτε ὁ σπόρος μέσα στή γῆ. Ἀπό τό ἕνα μέρος ὁ σπόρος ἔχει ζωή ἐν ἑαυτῷ. Ἀπό τό ἄλλο μέρος πέφτοντας στή γῆ, ἡ ὁποία εἶναι ὑγρή καί θερμή τόν Μάιο μήνα περίπου, βρίσκει ὁ σπόρος τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά νά ἀναπτυχθεῖ. Καί ἐκτός ἀπό ἐλαχιστότατες περιπτώσεις, πού κάτι μπορεῖ νά ἔχει ἕνα σπέρμα καί νά σαπίσει, στά ὑπόλοιπα ἀμέσως ξεκινάει νά ἀναπτύσσεται πρός τά κάτω ἡ ρίζα καί πρός τά πάνω τό βλασταράκι.
Ἀρκετές φορές ἔχω δεῖ μέ τά μάτια μου, καί θά ἔχετε δεῖ καί ὁρισμένοι ἀπό σᾶς, νά ἔχει συμβεῖ τό ἑξῆς: Πάνω σέ ἕναν σπόρο, καθώς περνάει τό ἀλέτρι καί γυρίζει τό χῶμα πρός τά πάνω, γιά νά τό σκεπάσει, μπορεῖ νά πέσει μιά πέτρα. Καί ὅμως τό σπέρμα αὐτό, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχει ζωή μέσα του, δέν τό ἐμποδίζει τίποτε. Ὅταν σκαλίζει κανείς καί πάρει εἴδηση ὅτι ἐκεῖ κάτι συμβαίνει, σηκώνει τήν πέτρα καί βλέπει ἀπό κάτω τό βλασταράκι νά ἔχει κάνει ἕναν, δύο, τρεῖς κύκλους, ἕως ὅτου νά βγεῖ ἀπό τά πλάγια τῆς πέτρας. Ἐπειδή αὐτό μέσα του ἔχει τή ζωή, δέν ἐμποδίζεται ἀπό τό ἐμπόδιο πού βρέθηκε μπροστά του καί βγαίνει ἐπάνω. Τελείωσε!
Κάποια βλασταράκια, καθώς μετά τή σπορά βρέχει καί τό χῶμα γίνεται σάν κρούστα, βγαίνουν πρός τά πάνω, ἀλλά συναντοῦν αὐτή τήν κρούστα. Τό βλασταράκι εἶναι τόσο μαλακό, πού λίγο ἄν τό ἀγγίξεις μέ τό δάχτυλο, ἀμέσως λιώνει. Καί ὅμως ἔχει τέτοια δύναμη, ἐπειδή εἶναι ἡ ζωή μέσα του, πού λίγο-λίγο μεγαλώνει καί σπάει ἐκείνη τήν κρούστα, καί βγαίνει πάνω καί αὐτό.
Ἄλλος σπόρος, προπαντός τῆς ἀγριάδας, μπορεῖ νά πέσει στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, ὅπου ἀκόμη καί ἕνα ἐλαφρύ στρῶμα ἀπό ἄσφαλτο μπορεῖ νά ὑπάρχει, καί ὅμως δέν ἐμποδίζεται νά φυτρώσει.
Νά ὑπάρχει μέσα μας ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ
Ὡς πρός ὅλα τά θέματα ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ καθένας, εἴτε ὡς πατέρας εἴτε ὡς μητέρα εἴτε ὡς ἱερεύς εἴτε ὡς δάσκαλος εἴτε ὡς ἐργαζόμενος θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού θά ἔχει ὄντως γνήσια χριστιανική ζωή· ὄχι ἐπίπλαστη, φτιαχτή χριστιανική ζωή, ἀλλά ζωή τέτοια ἀκριβῶς πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Ὅλο τό θέμα εἶναι νά ὑπάρχει μέσα μας ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὑπάρχει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ· αὐτή ἡ ζωή θά φανεῖ.
Τό παράδειγμα αὐτό μέ τούς σπόρους τό ἀναφέρω, ὅταν χρειάζεται νά πῶ τή γνώμη μου γιά τήν ἱεραποστολή, καί μοῦ λένε ὅτι πρέπει νά κάνουμε τοῦτο, νά κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν μέσα μας ὑπάρχει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ὅπου καί ἄν βρεθοῦμε, αὐτή ἡ ζωή θά γίνει φανερή. Ὅπου καί ἄν βρεθοῦμε, αὐτή ἡ ζωή θά βγεῖ. Ὅσα ἐμπόδια καί ἄν ὑπάρχουν, ἡ ζωή εἶναι ζωή· ἀλλά ζωή τοῦ Χριστοῦ· ὄχι δική μας.
Αὐτό θά μποροῦσα νά πῶ καί γιά τούς γονεῖς, ὡς πρός τήν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν. Βέβαια, εἶναι ἡ κοινωνία. Ἀλλά τί νά κάνουμε; Τέτοια εἶναι πλέον ἡ κοινωνία. Δέν τή σταματοῦμε μέ τίποτε· ἐκτός ἄν βάλει τό χέρι του ὁ Θεός. Ἐγώ ἔχω μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι, ἀφοῦ ἀφήσει ὁ Θεός νά διαφθαρεῖ ἐντελῶς ἡ κοινωνία, νά φτάσει στό ἔσχατο σκαλοπάτι, ἔπειτα θά δώσει κάποια μετάνοια, καί χωρίς νά τό καταλάβουμε θά ἀλλάξουμε. Ἐγώ ἔχω τέτοιες ἐλπίδες.
Κάποιοι θά τρελλαθοῦν, ἄλλοι θά πάθουν δέν ξέρω τί ἄλλο, ὅμως οἱ πολλοί θά ἐπιστρέψουν στόν Θεό, θά δοῦν ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος σωτηρίας, δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἐπιβιώσεως. Ἀγαθά μπορεῖ νά ἔχουν, ἀλλά θά δοῦν ὅτι οὔτε τό ψωμί οὔτε τό φαγητό ἀρκεῖ ἁπλῶς, οὔτε τά θεάματα ἀρκοῦν. Ἕναν καιρό οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν μόνο ἄρτον καί θεάματα. Τώρα δέν πιάνουν καί αὐτά. Τά χόρτασαν ὅλα οἱ ἄνθρωποι. Ὁπότε θά ἀναζητήσουν τήν ἀληθινή ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός, θά ἀναζητήσουν τό ἀληθινό καταφύγιο, πού εἶναι ὁ Χριστός. Μπορεῖ νά γίνει ἕνα τέτοιο θαῦμα. Ἀλλά ἄν θά γίνει ἤ ὄχι, πότε καί πῶς θά γίνει, αὐτό εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀληθινός χριστιανός ἔχει κοινωνία μέ τούς πάντες
Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι, ἄν ἔχουμε μέσα μας τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Χριστό, τήν ἀληθινή αὐτή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τότε ἔχουμε κοινωνία μέ τούς πάντες. Ἐδῶ εἶναι τό θέμα. Δέν κλείνεται δηλαδή κανείς στόν ἑαυτό του, δέν ἀπομονώνεται. Ὄχι! Ὁ ἀληθινός χριστιανός –ἐγώ νομίζω– εἶναι ἀνοιχτός πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν. Μέ κανέναν δέν παρεξηγεῖται, πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν μπορεῖ νά προξενεῖ ὠφέλεια, νά εἶναι ἐποικοδομητικός, νά εἶναι χρήσιμος, χωρίς ὁ ἴδιος νά τό κάνει αὐτό ὀργανώνοντάς το, γιά νά καμαρώνει τόν ἑαυτό του. Ὄχι. Μόνο του θά γίνεται, ἐπειδή ἔχει τήν ἀληθινή ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα του. Ὅπως αὐτός πού ἔχει ἀνοιχτά τά μάτια, ἔχει ἀνοιχτά τά μάτια. Καί ὁπωσδήποτε θά βοηθήσει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν τά ἔχουν ἀνοιχτά.
Μέ βάση αὐτά πού εἴπαμε τό θέμα γιά τόν καθένα τίθεται ἔτσι: Ἐγώ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά κάνω αὐτό πού θέλει ἀπό μένα ὁ Θεός. Καί ἄν δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἄλλο, μπορῶ νά πέσω κάτω, δηλαδή νά ταπεινωθῶ. Ἄν δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἄλλο, μπορῶ νά κλάψω γιά τίς ἁμαρτίες μου καί γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Ὁ Θεός δέν ζητάει ἀπό μᾶς νά ἀνεβοῦμε κάπου, ὅσο ζητάει νά κατεβοῦμε. «Πᾶς ὁ ταπεινών ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Αὐτός πού ταπεινώνει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ. «Ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Ζητάει δηλαδή ἀπό κάποια πλευρά ὅ,τι εὐκολότερο.
7.3.1989
ἀπόσπασμα ὁμιλίας