«Ἑάλω ἡ Πόλις»
«Οὐ διά τόν τόπον τό ἔθνος, ἀλλά διά τό ἔθνος τόν τόπον ὁ Κύριος ἐξελέξατο»
Σήμερα εἶναι ἡ 28η Μαΐου. Τό 1453 ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν ἡ τελευταία ἡμέρα πού ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν ἀκόμη ἐλεύθερη, διότι τό πρωί τῆς 29ης οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν μέσα στήν Πόλη. Ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία κράτησε χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια. Στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάνει τάἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καί στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἡ Πόλη ἔπεσε. Χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια λοιπόν ἔζησε! Στόν Συναξαριστή διαβάζουμε: «Τῇ 11ῃ τοῦ μηνός Μαΐου ἡ ἀνάμνησις τῶν γενεθλίων, ἤτοι τῶν ἐγκαινίων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Καί στίς 29 Μαΐου: «Ἑάλω ἡ Πόλις».
Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐλεύθερης Πόλεως
Τίς ἡμέρες πού προηγήθηκαν τῆς ἁλώσεως λέγεται ὅτι εἶχαν καί μερικά σημάδια. Κατ᾿ ἀρχήν, λέγεται ὅτι ὑπῆρχε μιά προφητεία ὅτι θά πέσει ἡ Πόλη μετά τήν πανσέληνο, ἡ ὁποία ἦταν στίς 24 Μαΐου. Μάλιστα, εἶχε γίνει ἔκλειψη τῆς σελήνης ἐκεῖνο τό βράδυ πού ἦταν ἡ πανσέληνος, καί διήρκεσε τρεῖς ὧρες.
Στίς 25 Μαΐου ἔκαναν μεγάλη λιτανεία μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας. Περιῆλθαν ὅλη τήν Πόλη –ἐσωτερικά βέβαια– καί σέ κάποιο σημεῖο ἡ εἰκόνα, ὅπως τή μετέφεραν ἱερεῖς καί μοναχοί, ἔπεσε. Καί αὐτό δέν εἶναι τόσο παράδοξο, ὅσο τό ὅτι, ὅταν θέλησαν νά ξαναβάλουν τήν εἰκόνα στή θέση της, ἦταν ἀσήκωτη· σάν νά ἦταν ἀπό σίδερο. Καί πάρα πολύ παιδεύτηκαν, γιά νά τήν ξαναβάλουν στή θέση της καί νά συνεχίσουν τή λιτανεία. Ἐπιπλέον, ὕστερα ἀπό λίγο ξέσπασε καταιγίδα, τρομερή καταιγίδα, ἡὁποία τούς κατατρόμαξε ὅλους. Ὅλοι οἱ δρόμοι ἔγιναν ποτάμια, καί, καθώς ὅλοι εἶχαν βρεθεῖ στήλιτανεία, παρασύρθηκαν πολλά παιδιά καί γέροντες.
Λέγεται ἐπίσης ὅτι μιά δυό μέρες πρίν γίνει ἡ ἅλωση –ἴσως τήν Κυριακή· τήν Τρίτη ἔγινε ἡ ἅλωση– εἶχε ὁμίχλη, καί πάνω στόν τροῦλο τῆς Ἁγίας Σοφίας εἶχε φῶς· καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν αὐτά τάφαινόμενα. Τό φῶς αὐτό βρέθηκε μετά πίσω ἀπό τά ὀθωμανικά στρατεύματα –ὅλος ὁ ὀθωμανικός στρατός ἦταν ἀπό τήν πλευρά τῶν χερσαίων τειχῶν– καί μετά χάθηκε. Καί κάποιοι εἶπαν τότε μήπως ἡΠαναγία ἐγκατέλειψε τήν Πόλη. Ἡ ἑρμηνεία πάντως πού ἔδιναν γι᾿ αὐτά τά σημάδια ἦταν ὅτι μᾶλλον ἦρθε τό τέλος τῆς Πόλεως· ὅπως καί ἦρθε.
Πολλές φορές εἶχε πολιορκηθεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη σ᾿ αὐτά τά χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια, ἀλλάποτέ-ποτέ δέν μπόρεσε νά μπεῖ ἐχθρός μέσα. Πρώτη φορά πού μπῆκε ἐχθρός ἦταν τότε. Τό εἶχε βάλει πεῖσμα αὐτός ὁ σουλτάνος νά τήν καταλάβει, ὥστε νά μείνει θρύλος ὅτι ἕνας εἰκοσαετής ἅλωσε τήν Πόλη· κάτι πού ἐθεωρεῖτο ἀδιανόητο.
Στήν Πόλη κατοικοῦσαν μισό ἑκατομμύριο ἄνθρωποι. Καθώς ὅμως χειροτέρευαν τά πράγματα –διότι περιεσφίγγετο ὁ κλοιός, καί δέν μποροῦσαν νά προμηθευτοῦν οὔτε τρόφιμα οὔτε νερό οὔτε τίποτε– οἱπερισσότεροι ἔφυγαν. Τελικά, τίς ἡμέρες πού ἔγινε ἡ πολιορκία καί ἡ ἅλωση, ἦταν μόνο τριάντα πέντε χιλιάδες, ἀπό τούς ὁποίους οἱ ὑπερασπιστές, οἱ μάχιμοι δηλαδή, ἦταν πέντε περίπου χιλιάδες. Ὅλοι οἱἄλλοι ἦταν γυναικόπαιδα καί γέροντες.
Πῶς ὁ Θεός ἄφησε…;
Ὅπως ἔχουμε πεῖ, καί θά ἔχετε προσέξει, τό ἔχω ὡς πρόβλημα μέσα μου, πῶς ὁ Θεός ἄφησε αὐτή ἡ ἁγία πόλη νά πέσει στά χέρια τῶν Τούρκων ὕστερα ἀπό χίλια τόσα χρόνια· καί πῶς ἐπίσης ἀφήνει νά εἶναι στά χέρια τους ἀπό τό 1453 ὥς σήμερα, πεντακόσια πενήντα περίπου χρόνια. Καί ἐξακολουθοῦν νάἔχουν τήν Πόλη, τήν ἁγία αὐτή πόλη, πού ἦταν ἁγιασμένη, πού ἦταν ἡ πόλη τῆς Παναγίας, ὅπου ἔγιναν τόσα θαυμαστά! Τήν πόλη αὐτή πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τήν εἶχε κάτω ἀπό τήν προστασία του, ὅπως παλαιάεἶχε τόν λαό του, τόν ἰσραηλιτικό λαό, τόν ὁποῖο πολλές φορές τόν προστάτευσε καί μαζί του πολέμησε καί νίκησε τούς ἐχθρούς του.
Ὄντως ἡ πόλη αὐτή ἦταν ὑπό τήν προστασία τῆς Παναγίας. Δηλαδή, ὄχι μόνο ἀφιέρωσαν τήν Πόλη στήν Παναγία, ἀλλά καί ἡ Παναγία ἔδειξε ἐπανειλημμένως ὅτι ἡ Πόλη εἶναι ὑπό τήν προστασία της, διότι πάρα, πάρα πολλές φορές τήν ἔσωσε. Τό πίστευαν αὐτό οἱ κάτοικοι τῆς Πόλεως, καθώς μάλιστα εἶχαν καί τό δεδομένο ὅτι ποτέ δέν κυριεύθηκε ἀπό ἐχθρούς· κανένας ἐχθρός δέν πέρασε ποτέ τά τείχη της. Οἱ Φράγκοι πού μπῆκαν μέσα, μπῆκαν κατ᾿ ἄλλον τρόπο· δέν μπῆκαν μέ πόλεμο. Πῆγαν κατάδιαφορετικό τρόπο, καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι πολέμησαν καί μπῆκαν. Οἱ κάτοικοι λοιπόν πίστευαν στήν προστασία τῆς Παναγίας.
Πῶς τώρα ἡ Παναγία, ὁ Θεός, ἄφησαν ὕστερα ἀπό χίλια τόσα χρόνια νά κυριευθεῖ ἡ Πόλη καί νά μπεῖὅλος αὐτός ὁ στρατός ἐκεῖ μέσα; Τούς ὁποίους στρατιῶτες τούς εἶχαν φανατίσει καί τούς εἶχαν τάξει… Σύμφωνα μέ τόν ἰσλαμικό νόμο, ὅταν, καθώς πολεμοῦσαν, κυρίευαν μιά πόλη, ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἦταν ἐλεύθεροι νά κάνουν ὅ,τι θέλουν μέσα στήν πόλη· νά λεηλατήσουν κτλ. Καί ἀκριβῶς αὐτό τούς θύμισαν –κατ᾿ ἀρχήν ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ– προκειμένου νά ἐμψυχωθοῦν καί νά κάνουν ἐπίθεση πιεστική. Μπῆκαν λοιπόν μέσα, καί τό τί ἔγινε!…
Τό νά γίνει αὐτό τό μεγάλο κακό, καί νά ἁλωθεῖ ἡ Πόλη –αὐτή πού ἐπί χίλια ἑκατόν τόσα χρόνια δέν εἶχε πάθει τίποτε, καίτοι δέχθηκε πολλές ἐπιθέσεις– καί ἐπίσης τό ὅτι αὐτό δέν ἔγινε ἁπλῶς προσωρινά, ἀλλάκρατάει πεντακόσια πενήντα χρόνια τώρα καί δέν ξέρουμε μέχρι πότε ἀκόμη, μήπως σημαίνει ὅτι εἶχε ἤδη ἐγκαταλείψει ὁ Θεός τήν Πόλη, ὅτι εἶχε ἔρθει πλέον ἡ ὥρα ἀπό τόν Θεό νά ἐγκαταλείψει –γιά ὅποιο λόγο– τήν Πόλη; Ὁπότε, ἐμεῖς θά τήν κρατήσουμε, μέ τόν τρόπο πού προσπάθησαν νά τήν κρατήσουν;
Τό θέλει ὁ Θεός; Καί μέχρι ποιό σημεῖο;
Ἀλλά ἐγώ τό ἀφήνω αὐτό τό θέμα, μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦν ἄλλοι, καί ἔρχομαι στά προσωπικάθέματα. Ὅταν κάνουμε κάτι, νά ἔχουμε τόν νοῦ μας, νά διερωτηθοῦμε: Τό θέλει αὐτό ὁ Θεός; Καί ἄν ναί, μέχρι ποιό σημεῖο τό θέλει; Μήπως δηλαδή ἔρχεται ὥρα πού ὁ Θεός τό ἀφήνει πιά.
Νά ἀναφέρουμε αὐτό πού συνέβη στήν ἔρημο μέ τούς Ἑβραίους, πού τό εἴπαμε καί ἄλλες φορές. Καθώς εἶχαν πλησιάσει ἀρκετά στή γῆ Χαναάν, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά κληρονομήσουν, ὁ Μωυσῆς ἔστειλε ἐκεῖδώδεκα κατασκόπους. Αὐτοί, ἀφοῦ πῆγαν σέ ὅλη τή χώρα καί μάζεψαν τίς πληροφορίες πού ἤθελαν, μετά ἀπό σαράντα μέρες γύρισαν καί εἶπαν τά καθέκαστα. Βρῆκαν τή χώρα πολύ εὔφορη καί ἔφεραν μάλιστα καί ἕνα τσαμπί σταφύλι μαζί τους –ἐνθυμεῖσθε– εἰς ἀπόδειξιν τοῦ πόσο εὔφορη ἦταν ἡ χώρα.
Ὅμως, οἱ κατάσκοποι, ἐκτός ἀπό δύο, τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καί τόν Χάλεβ, ἄρχισαν νά μεγαλοποιοῦν τάπράγματα καί νά λένε ὑπερβολές, καί ὅτι δέν θά τά βγάλουν πέρα μέ τόν λαό πού κατοικεῖ ἐκεῖ, καθώς οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιγαντόσωμοι. Ὁπότε, ὁ λαός γόγγυσε ἐναντίον τοῦ Μωυσέως, λέγοντας ὅτι θάπροτιμοῦσαν νά πεθάνουν στήν Αἴγυπτο παρά στήν ἔρημο. Ὁ Χάλεβ καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆπροσπαθοῦσαν νά καθησυχάσουν τόν λαό καί νά τόν πείσουν ὅτι δέν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λένε οἱ ἄλλοι κατάσκοποι, ἀλλά ὁ λαός τά ἔβαλε μαζί τους καί ἤθελαν νά τούς λιθοβολήσουν.
Ὀργίστηκε τότε ὁ Θεός γιά τή στάση αὐτή τοῦ λαοῦ. Πολλές φορές μέχρι τότε ὁ λαός εἶχε κάνει παρόμοια, εἶχε παρουσιάσει παρόμοια μεμψιμοιρία καί ἀντίδραση, ἀλλά αὐτή ἦταν τό ξεχείλισμα. Ὁπότε, ὁ Θεός πῆρε τήν ἀπόφαση καί εἶπε: «Κανένας ἀπό σᾶς πού εἶναι πάνω ἀπό εἴκοσι χρονῶν δέν θάπάει στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἐκτός ἀπό τόν Χάλεβ καί τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Θά πᾶνε μόνο ὅσοι εἶναι κάτω ἀπό τά εἴκοσι χρόνια».
Καί ὄντως ἔμειναν ἄλλα τριάντα ὀκτώ χρόνια στήν ἔρημο, καθώς εἶχαν περάσει μέχρι τότε ἕνα δυόχρόνια ἀφότου ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἔμειναν σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Ἀλλιῶς δέν θά ἔμεναν. Μέσα σέ λίγους μῆνες θά ἔφθαναν στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ὅμως, δέν μπόρεσαν. Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀντίδραση, τούς γύρισε ὁ Θεός πίσω στήν ἔρημο· τούς εἶπε δηλαδή νάἐπιστρέψουν ἐκεῖ.
Καί προσέξτε ἐδῶ τή συνέχεια.
Αὐτά τά ἀναφέρουμε, γιά νά καταλάβουμε αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως: ὅταν εἶναι νά κάνουμε κάτι, νά προβληματιζόμαστε κατά πόσο τό θέλει αὐτό ὁ Θεός.
Οἱ Ἑβραῖοι, γιά νά ἐπανορθώσουν τάχα τήν κακή στάση τους, ἀποφασίζουν νά προχωρήσουν, γιά νάκαταλάβουν τή χώρα πού τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἔτσι, θά ἔκαναν κάτι πού δέν τό ἤθελε ὁ Θεός, ἐφόσον εἶπε νά ὀπισθοχωρήσουν, καί νά παραμείνουν στήν ἔρημο σαράντα χρόνια. Αὐτή ἡ ἐνέργειάτους δέν ἦταν ἐνέργεια μετανοίας, ἀλλά –προσέχετε, παρακαλῶ– ἐνέργεια πείσματος, ἐνῶ πρῶτα ἔδειξαν δειλία. Δηλαδή δέν ἔπεσαν κάτω νά μετανοήσουν ἀληθινά καί νά παρακαλέσουν τόν Θεό νάτούς συγχωρήσει, ἀλλά ὅρμησαν κατά φανατικό καί πεισματικό τρόπο, γιά νά δείξουν ὅτι τάχα αὐτοί δέν ἔκαναν λάθος. Ὁ Μωυσῆς τούς ἀπέτρεψε καί μάλιστα τούς προειδοποίησε ὅτι θά φονευθοῦν, ἀλλά αὐτοίδέν τόν ἄκουσαν. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης παρέμεινε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Μωυσῆς καί δέν τούς συνόδευσε, ὅπως συνέβαινε ἄλλες φορές. Πράγματι, νικήθηκαν οἱ Ἑβραῖοι καί πάρα πολλοί σκοτώθηκαν.
Τό σωστό βέβαια ἦταν κατ᾿ ἀρχήν νά μή μεγαλοποιήσουν τά πράγματα οἱ κατάσκοποι καί νά μήμεμψιμοιρήσουν, ἀλλά νά πιστεύουν –μαζί καί ὁ λαός– ὅτι, ἐφόσον ὁ Θεός τούς ἔφερε ὥς ἐδῶ καί τούς προορίζει γιά τή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, θά τούς πάει. Ἀλλά καί ὁ πολύς λαός ἀφορμή ζητοῦσε. Τά εἶπαν αὐτοί –οἱ δέκα– ὅπως τά εἶπαν· ἔπρεπε νά ἐπηρεαστοῦν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι; Καί ὅμως, ὅλοι ξεσηκώθηκαν. Ἦταν ἕνα μεγάλο λάθος αὐτό, ὅμως ἀκόμη μεγαλύτερο λάθος ἦταν πού δέν συμμορφώθηκαν μετά πρός αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός, ἀλλά ἀντέδρασαν ὅπως ἀντέδρασαν. Καί ὅπως εἴπαμε, πολλοί ἀπό αὐτούς σκοτώθηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα, καί ἔτσι δέν χρειάστηκε νά ταλαιπωρηθοῦν μέσα στήν ἔρημο ἐπίσαράντα χρόνια, γιά νά πεθάνουν.
Ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Νά ἐπανέλθουμε στά τῆς ἁλώσεως. Αὐτοκράτορας τότε ἦταν, ὅπως ξέρουμε, ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Αὐτός πρέπει νά ἦταν πολύ συνετός καί νουνεχής ἄνθρωπος, πρέπει νά εἶχε αὐτοσυγκράτηση· δέν ἔκανε σπασμωδικές κινήσεις. Μάλιστα, πρίν γίνει αὐτοκράτορας, λέγεται ὅτι συνέβη τό ἑξῆς: Ὅταν πέθανε ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης, πού ἦταν αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ὁρίσει ὡς διάδοχό του, ὁ Κωνσταντίνος ἦταν στό Δεσποτάτο, στόν Μυστρά, καί ξεκίνησε καί ἦρθε στήν Πόλη, γιά νά στεφθεῖ αὐτοκράτορας. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως, πρίν ἀκόμη γίνει ἡ ταφή τοῦ Ἰωάννου, ὁ πέμπτος ἀδελφός, ὁ Δημήτριος –ὁ Ἰωάννης πρέπει νά ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ Κωνσταντίνος ὁ Παλαιολόγος πρέπει νά ἦταν ὁ τέταρτος– ἔσπευσε νά καταλάβει τόν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορα, καίτοι ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης δέν εἶχε ὑποδείξει αὐτόν. Παραλίγο θά γινόταν ἐμφύλιος πόλεμος, γιατί ἦρθε ἐν τῷ μεταξύ καί ὁ Κωνσταντίνος ἀπό τόν Μυστρά. Ὁ Κωνσταντίνος ὅμως, καθό συνετός ἄνθρωπος, σηκώθηκε καί ἔφυγε, ἀντί νά καθίσει νά κάνει ἐμφύλιο πόλεμο, καί πῆγε πάλι στήν Πελοπόννησο, στή Σπάρτη. Τότε ἐπενέβη ἡ Ἑλένη ἡ Παλαιολογίνα, ἡ μητέρα τους, ἡ ὁποία κάλεσε καί τόν Δημήτριο καί τόν μικρότερο γιό της, τόν ἕκτο, καί τούς ὅρκισε νά ὑπακούσουν στόν ἀδελφό τους τόν Κωνσταντίνο. Καί ἔτσι ἐκλήθη ξανά ὁ Κωνσταντίνος καί ἀνέλαβε. Ἀλλά φυσικά δέν πρόλαβε νά ζήσει πολύ ὡς αὐτοκράτορας.
Πρέπει ἐπίσης νά ἦταν θεοφοβούμενος· πολύ θεοφοβούμενος. Εἶχε πεῖ: «Ἐγώ θά πεθάνω ἐδῶ γιά τόν Χριστό, γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί γιά τόν λαό». Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, 21 Μαΐου, εἶχε καλέσει ὅλους τούς ἀξιωματούχους καί, ἀφοῦ τούς συμβούλεψε, τούς θύμισε ὅτι τά ἐγκαίνια τῆς Πόλεως ἔγιναν ἀπό τόν ἅγιο Κωνσταντίνο, τόν ὁποῖο ἔχουν καί πρεσβευτή. Λίγο ἀργότερα, ὅταν εἶδε ὅτι φθάνει τό τέλος, κάλεσε πάλι ὅλους τούς ἀξιωματούχους καί πέρασε μπροστά ἀπό τόν καθένα καί προσκυνώντας τούς παρακάλεσε νά τόν συγχωρήσουν, ἄν τούς φέρθηκε ἄδικα κτλ. Τήν παραμονή πῆγε στίς Βλαχέρνες, ὅπου ἀποχαιρέτησε τούς δικούς του, καί μετά πῆγε αὐτός καί ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι ἀπό νωρίς στόν ναό τῆς ἁγίας Σοφίας, ὅπου εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἡ ἀγρυπνία. Κοινώνησαν ἐκεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων καί μετά ὅλοι πῆγαν στίς ἐπάλξεις.
Ἦταν λοιπόν πολύ θεοφοβούμενος. Ὅπως ἴσως θά ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας, γίνονται κάποιες προσπάθειες νά ἁγιοποιηθεῖ. Εἶχαν γράψει πρίν ἀπό μερικά χρόνια σχετικά, καθώς κάποιοι κινήθηκαν ποικιλοτρόπως, γιά νά ἁγιοποιηθεῖ. Διότι εἶναι φανερό ὅτι ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θυσιάζει τόν ἑαυτό του ὄχι ὅπως θά ἔκανε ἴσως κάποιος ἄλλος ἀξιωματικός, πού λέει ὅτι τόν θυσιάζει ἁπλῶς γιά τήν πατρίδα. Αὐτός θυσιάζει τόν ἑαυτό του, ἐπειδή πιστεύει στόν Θεό, στήν Παναγία, ἐπειδή πιστεύει ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας νά πεθάνει ἐκεῖ, ὅπως εἶπε, γιά τόν Χριστό, γιά τήν Κωνσταντινούπολη καί γιά τόν λαό τῆς πόλεως αὐτῆς.
Ἡ Παναγία τοῦ Μουχλιοῦ
Νά ἀναφερθοῦμε καί σέ κάτι χαρακτηριστικό τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Λίγες μέρες μετά τήν ἅλωση κάλεσε ὁ σουλτάνος ἕναν Ἕλληνα μηχανικό καί τοῦ ζήτησε νά φτιάξει σχέδια γιά τζαμιά, πού νά εἶναι ἐφάμιλλα, τρόπον τινά, τῆς ἁγίας Σοφίας, καί νά τά χτίσει, καί τοῦ ὑποσχέθηκε πώς ὅ,τι θέλει θά τοῦ τό κάνει. Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δέν θέλω τίποτε ἄλλο, παρά μόνο νά μείνει ἀνοιχτή ἡ ἐκκλησία Παναγία τοῦ Μουχλιοῦ, στήν ὁποία ἐκκλησιάζεται ἡ μητέρα μου». Καί ὁ σουλτάνος ἔδωσε ἐντολή ποτέ ἡ ἐκκλησία αὐτή νά μήν κλείσει ὡς ἐκκλησία, ὡς ναός. Καί πράγματι, ἀπό τότε λειτουργεῖ. Ὡς κατασκεύασμα, καθώς ἔγινε καί μιά ἐπέκταση, εἶναι πολύ κακοφτιαγμένο οἰκοδόμημα, ἀλλά ὅμως ζεῖ καί ὑπάρχει αὐτό ἀπό τά χρόνια τῆς ἁλώσεως. Δέν ἔκλεισε ποτέ καί δέν ἔγινε ποτέ τζαμί.
Ἐκεῖνο πού ἀναπαύει εἶναι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ
Κλείνοντας, θά ἤθελα νά τονίσω δύο σημεῖα.
Πῶς ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά βεβηλωθεῖ αὐτή ἡ ἁγιασμένη πόλη –καί ὅλοι οἱ ἁγιασμένοι χῶροι πούὑ πάρχουν ἐκεῖ– ὕστερα ἀπό χίλια ἑκατόν τόσα χρόνια, καί νά παραμένει σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ἄλλη μισή χιλιετηρίδα καί παραπάνω; Δέν πρέπει νά σκεφθοῦμε; Δέν πρέπει νά προβληματισθοῦμε; Δέν πρέπει νά διερωτηθοῦμε; Ἄραγε ὁ Θεός ἁπλῶς εἶπε: «Φθάνει τόσο πού κράτησε ἡ αὐτοκρατορία. Δέν χρειάζεται ἄλλο. Θά ὑπερηφανευθεῖτε, ἄν κρατήσει παραπάνω», καί γι᾿ αὐτό παρέδωσε τήν πόλη; Ἤ μήπως –ὅπως συνέβαινε καί μέ τόν περιούσιο λαό– ὁ Θεός λυπήθηκε γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καί ὡς Θεός ἔκρινε ὅτι χρειαζόταν νά γίνει αὐτό; Πρέπει νά φιλοσοφήσουμε· δέν πρέπει νομίζω νά τό ἀφήσουμε ἔτσι τό θέμα.
Ἕνα εἶναι αὐτό. Καί ἕνα δεύτερο. Θυμηθεῖτε κάτι πού ἀναφέρεται στά βιβλία τῶν Μακκαβαίων, τό ὁποῖο τό συναντήσαμε, ὅταν τά μελετούσαμε. Ἐνθυμεῖσθε τί ἔλεγε σέ ἕνα σημεῖο; Ὅπως στήν Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος λέει: «Δέν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο, ἀλλά τό Σάββατο γιά τόν ἄνθρωπο», κι ἐκεῖ λέει κάτι ἀνάλογο: «Οὐ διά τόν τόπον τό ἔθνος, ἀλλά διά τό ἔθνος τόν τόπον ὁ Κύριος ἐξελέξατο». Ἑπομένως, ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι παύουν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ, δέν τούς χρειάζεται ὁ τόπος. Τό θέμα δηλαδή δέν εἶναι ὅτι ἁγιάζεται ἕνας τόπος, καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιά νά σώσουν τόν ἅγιο τόπο. Ὁ ἅγιος τόπος εἶναι, γιά νά ἁγιασθοῦν οἱ ἄνθρωποι· καί ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι δέν ἁγιάζονται, τί τόν χρειάζονται; Τό καταλαβαίνετε; Ἔτσι πρέπει νά τό μελετήσουμε καί ἔτσι πρέπει νά δοῦμε τό ὅλο θέμα τῆς ἁλώσεως.
Ἐκεῖνο πάντως πού ἀναπαύει –ἐγώ αὐτό θέλω νά τονίσω– ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἀναπαύει τόν χριστιανό, καί, ἄν θέλετε, τόν Ἕλληνα χριστιανό, εἶναι ὁ Χριστός, τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Καί τελικά, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παραδίδεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί νά παραδίδεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι τόσο μέ τήν ἔννοια: «Ἔ, τί νά κάνουμε; Ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ» –δηλαδή, μᾶς ἀρέσει δέν μᾶς ἀρέσει– ἀλλά νά χαίρεται κανείς νά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά παραδίδεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ ἀγάπη καί μέ πίστη· ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην.
28-5-1996
Ἐκεῖνο πού ἀναπαύει,
πού πρέπει νά ἀναπαύει τόν χριστιανό,
καί, ἄν θέλετε, τόν Ἕλληνα χριστιανό,
εἶναι ὁ Χριστός, τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
***
Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι ἁγιάζεται ἕνας τόπος,
καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιά νά σώσουν τόν ἅγιο τόπο.
Ὁ ἅγιος τόπος εἶναι, γιά νά ἁγιασθοῦν οἱ ἄνθρωποι·
ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι δέν ἁγιάζονται,
τί τόν χρειάζονται τόν τόπο;