Τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σεβαστιανοῦ καί τῶν σύν αὐτῷ[1]
Ὁ μάρτυς Σεβαστιανός ἦτον εἷς τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου, κατά τούς χρόνους Διοκλητιανοῦ καί Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 292, καταγόμενος ἀπό τά Μεδιόλανα τῆς Ἰταλίας (τό νῦν Μιλάνον) καί πολλούς Ἕλληνας παρακινῶν εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ πίστιν…
Αὐτός ὁ γενναῖος ἀγωνιστής παρρησίᾳ πρότερον ὁμολογήσας τόν Χριστόν (ἐπειδή ἕως τότε κρυφίως ἐπίστευε τόν Χριστόν ὄχι διά φόβον, ἀλλά διά νά ἠμπορῇ μέ τόν τρόπον αὐτόν νά παρακινῇ κρυφίως πολλούς εἰς τήν εὐσέβειαν) καί μέ παράδοξα θαύματα βεβαιώσας τήν εὐσέβειαν, πολλούς ἔφερεν εἰς τήν θεογνωσίαν…
Ὅτε δέ ἐκινήθη ὑπό τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ κατά τῶν Χριστιανῶν διωγμός μετακληθείς ἀπό τόν Διοκλητιανόν καί ἐρωτηθείς ὡμολόγησε παρρησίᾳ τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν κατεδικάσθη νά δεθῇ εἰς ἕνα πάλον καί ἐκεῖ δεμένος ὤν νά κτυπηθῇ ὡς σκόπευμα μέ πυκνά βέλη. Ἔγινε λοιπόν τό σῶμα τοῦ ἀοιδίμου ὡς ἐχῖνος, πεπυκνωμένον ἀπό τά βέλη. Ἔπειτα κατασυντρίβονται τά μέλη του μέ χονδρά ραβδία. Καί κατακοπείς εἰς διάφορα κομμάτια παρέδωκε τήν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ πού γιορτάζουμε ἀπόψε –ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στά χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τοῦ Μαξιμιανοῦ στά Μεδιόλανα τῆς Ἰταλίας– εἶναι κάτι τό ξεχωριστό. Τόν θανάτωσαν ρίχνοντας βροχή τά βέλη πάνω στό γυμνό σῶμα του. Ἀλλά καί ἐπιπλέον τόν κατατσάκισαν μέ ρόπαλα, ἔσπασαν ὅλα τά μέλη του καί στό τέλος χώρισαν τό σῶμα του σέ πολλά κομμάτια. Καί ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα του, τήν ἁγία ψυχή του στόν Θεό.
Στή Ρώμη ὑπάρχει κατακόμβη τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Ὅσοι πηγαίνουν ἐκεῖ, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τήν πρώτη κατακόμβη πού ἐπισκέπτονται καί προσκυνοῦν εἶναι αὐτή τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς πολλούς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε αὐτό τό ἰδιαίτερο τέλος. Κατά ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο μαρτύρησε καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό.
Καθώς ἀκούσαμε τά τροπάρια, σήμερα πού ἑορτάζουμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, ἄς σκεφτοῦμε ἐπάνω στή ζωή τοῦ ἁγίου, ἐπάνω στό μαρτύριό του καί ἄς παραδειγματιστοῦμε. Καί αὐτός ἦταν ἄνθρωπος· τό σῶμα του ἦταν ἀνθρώπινο. Καί τό δικό του σῶμα πονοῦσε, ὅπως πονάει τό σῶμα κάθε ἀνθρώπου. Καί ὅμως, γενναίως ὑπέμεινε αὐτό τό μαρτύριο γιά τήν ἀγάπη του στόν Χριστό.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅταν ὁ ὁποιοσδήποτε χριστιανός ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅλα, ὅλα –ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά, ὅσο βαριά κι ἄν εἶναι, ὅσο δύσκολα κι ἄν εἶναι, ὅσο κι ἄν τόν πιέζουν– ὅλα ὁ ἄνθρωπος τά σηκώνει εὐχαρίστως. Ὄχι ἁπλῶς δέν γογγύζει, ὄχι ἁπλῶς ὑπομένει, ἀλλά καί χαίρει. Ἄς μήν παραξενευόμαστε. Ναί, χαίρει πού ἀξιώνεται νά σηκώνει βάσανα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα περνάει ὁ καθένας μας, μᾶς κάνουν νά χάνουμε τήν ὑπομονή μας, καί κάτι περισσότερο, δηλαδή μᾶς κάνουν νά παραπονούμαστε, νά γογγύζουμε, νά διαμαρτυρόμαστε, νά μᾶς καταλαμβάνει μελαγχολία, θλίψη, ἐάν συμβαίνει αὐτό, σημαίνει ὅτι δέν ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Διότι ὅποιος ἀγαπάει τόν Χριστό, τό ὁποιοδήποτε μαρτύριο τό δέχεται, τό ὁποιοδήποτε μαρτύριο τό σηκώνει καί μάλιστα μέ χαρά.
Καί ἐμεῖς οἱ σημερινοί χριστιανοί, πού συνηθίσαμε πολύ διαφορετικά καί πού τή θέλουμε τή χριστιανική ζωή κατ᾿ ἄλλο τρόπο, κατ᾿ ἄλλη ἔννοια, καί ἐμεῖς λοιπόν ἄς σκεφθοῦμε μήπως τά μαρτύρια τῶν ἁγίων –παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ– κάτι ἔχουν νά μᾶς ποῦν. Καί ἄς παραδειγματισθοῦμε καί ἄς πάρουμε λίγο ἀπό αὐτό τό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς θυσίας χάριν τοῦ Κυρίου.
Ὁπότε, ἀμέσως ἡ ζωή ἀλλάζει. Ἡ ζωή δηλαδή αὐτή πού ζοῦμε γίνεται πιό ὑποφερτή, καί κυρίως τότε εἶναι πού ὅλα μᾶς ὑπηρετοῦν, ὅλα μᾶς ὠφελοῦν, ὅλα μᾶς βοηθοῦν νά γίνουμε καλύτεροι, νά πλησιάσουμε πιό πολύ τόν Θεό, νά ἁγιασθοῦμε, νά σωθοῦμε.
18-12-2008
[1]. Βλ. Συναξαριστής, σσ. 348-351.