Τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ
Οὗτος ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 296, εὑρισκόμενος μέ τά βασιλικά στρατεύματα εἰς τά Νούμερα τά ὀνο- μαζόμενα Ρουταλικά, ὑπό τόν ἡγεμόνα Ἀργυρίσκον. Οὗτος λοιπόν εὐσεβέστατος ὤν δέν ὑπέφερε νά βλέπῃ τήν πλάνην τῶν εἰδώλων νά παρρησιάζεται εἰς τόν κόσμον· ὅθεν ἀνέβη εἰς τό βουνόν διά νά καθαρίσῃ ἑαυτόν μέ νηστείας καί προσευχάς.
Νά ἀγωνίζεσαι νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου
μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
Νά καθαρίσῃ ἑαυτόν. Γνωρίζουμε καλά ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γενικότερα, ἀλλά ἰδίως στούς νηπτικούς, στούς ἀσκητικούς πατέρες γίνεται πολύς λόγος γιά τήν κάθαρση. Μάλιστα τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι, ὅταν θέλουμε νά βάλουμε σέ ἕνα δοχεῖο κάτι, στοιχειωδῶς θά τό καθαρίσουμε· ὅλοι τό ξέρουν αὐτό. Δέν θά πάει ποτέ κανείς μέ ἕνα βρώμικο δοχεῖο νά πάρει ἀκόμη καί νερό· ὄχι κάτι πιό πολύτιμο.
Καί θά ἔπρεπε νά πεῖ ἐδῶ κανείς ὅτι, ἐάν δέν προσέξει αὐτός πού θά ἀρχίσει ἕναν τέτοιο ἀγώνα, νά καθαρίζει δηλαδή τήν καρδιά του, μπορεῖ νά πάρει ἡ ὅλη ἐργασία αὐτή ἕναν χαρακτήρα τέτοιο, σάν νά ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος μιά αὐτοδικαίωση· νά ἐμφανισθεῖ δηλαδή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀσπροπρόσωπος. Ἀπό τό ἕνα μέρος, ἄν δέν προσέξει κανείς, μπορεῖ νά συμβεῖ αὐτό.
Εἶναι ὅμως καί ἡ ἄλλη πλευρά. Ὅταν κανείς δέν ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του, αὐτό εἶναι καί φυγοπονία, ἀλλά εἶναι καί ἕνας ἑλιγμός. Εἶναι ἕνας ἑλιγμός πού κάνουμε, χωρίς ἴσως πολλή σκέψη. Πιό πολύ ὁ ἁμαρτωλός ἑαυτός μας μᾶς βάζει ἔτσι νά ἐνεργήσουμε. Ὅπως λέγαμε πρόσφατα, εἶναι ἕνας ἑλιγμός γιά νά ἀποφύγουμε νά ἀπαρνηθοῦμε πραγματικά τόν ἑαυτό μας. Εἶναι ἕνας ἑλιγμός γιά νά ἀποφύγουμε νά δεχθοῦμε στήν πράξη ὅτι θέλουμε νά θανατωθεῖ τό ἐγώ, νά θανατωθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Αὐτό τό εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, πρέπει νά γίνει στήν πράξη, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, πραγματικότητα. Καί τό πρῶτο ἔργο πού ἔχει κανείς νά κάνει, ὅταν ἀρχίσει νά βλέπει τί εἶναι ὁ ἑαυτός του, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ κάθαρση.
Καί βλέπετε, οἱ πατέρες ἤξεραν τί νά κάνουν. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Μηνᾶς, ὅπως λέει τό συναξάρι, πηγαίνει στό βουνό, ὥστε νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του μέ προσευχές καί νηστεῖες, γιά νά δεχθεῖ μέσα του τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή θά εἶναι ἡ δύναμή του. Δέν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη δύναμη μέ τήν ὁποία θά τά βγάλει πέρα. Δέν θά κάνει μέ τήν ἀνθρώπινη δύναμη αὐτόν τόν ἀγώνα πού σκέπτεται νά κάνει, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.
Ὁ ἄνθρωπος νά βάλει Πνεῦμα Ἅγιο μέσα του δέν μπορεῖ, νά βάλει χάρη Θεοῦ μέσα του δέν μπορεῖ –αὐτά θά τά κάνει ὁ Θεός– ἀλλά μπορεῖ καί χρειάζεται νά κάνει ἀγώνα, δηλαδή νά προσπαθήσει στήν πράξη νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του. Πῆγε λοιπόν ὁ ἅγιος νά νηστέψει, νά προσευχηθεῖ, γιά νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του.
Μέ τήν ἀληθινή πίστη ἔρχεται πόθος γιά τό μαρτύριο
Ἀφ ̓ οὗ δέ ἐστόμωσε –ἐνίσχυσε– καί ἐδυνάμωσε τήν καρδίαν του μέ τόν ἔνθεον ζῆλον τοῦ Χριστοῦ καί ἤναψε τήν ψυχήν του ἀπό τήν θείαν ἀγάπην… Αὐτό δέν θέλει νά πεῖ ὅτι πρῶτα ἔκανε τήν κάθαρση καί στή συνέχεια ἔβαλε τόν ζῆλο τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του. Ὅχι. Ἔρχεται ὁ ζῆλος αὐτός ὡς χάρη, ὡς χάρισμα, ὡς δύναμη Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε τέτοιες ἐμπειρίες σήμερα· ὄχι μόνο στόν ἑαυτό μας δέν τά βλέπουμε αὐτά ἀλλά καί γενικότερα.
Σᾶς εἶχα πεῖ, νομίζω, ὅτι κάποτε εἶχα συναντήσει μιά ψυχή στήν ὁποία καί μιά φορά καί δεύτερη φορά διαπίστωσα ὅτι ὑπῆρχε αὐτή ἡ πραγματικό- τητα πού θά ποῦμε. Δηλαδή ἔρχεται πόθος πολύς μέσα στόν ἄνθρωπο νά μαρτυρήσει. Ὄχι ὅπως συμβαίνει σέ μερικές ψυχές πού ἀπό φυγοπονία θέλουν νά μαρτυρήσουν γιά νά τελειώνουν. Ὄχι, ὄχι· εἶναι μιά ἀγάπη, ἕνας ζῆλος, ἕνα χάρισμα, μιά δύναμη πού τή δίνει ὁ Θεός. Γιά μᾶς τούς ἄλλους μοιάζει αὐτό νά εἶναι μιά τρέλα.
Δέν μπορεῖ νά γίνει τίποτε, ἐάν δέν ἔχει κανείς ἀληθινή πίστη. Ὁ ἅγιος Μηνᾶς πίστεψε ἔτσι καί διαλάλησε ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως ἔκανε ὁ Νέστωρ, ὅταν εἶδε τόν Λυαῖο νά κομπορρημονεῖ. Δέν εἶναι δυνατόν νά κάθονται οἱ χριστιανοί ἁπλῶς νά βλέπουν καί νά φοβοῦνται. Ἀλλά αὐτά εἶναι τολμηρά, παράτολμα πράγματα, καί ἀλίμονο ἐάν κανείς τά κάνει ἀπερίσκεπτα καί ἁπλῶς ἀπό μιά τρέλα τῆς στιγμῆς.
Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος πηγαίνει στό βουνό νά προσευχηθεῖ, νά νηστέψει, καί στήν πράξη θά φανεῖ ὅτι τό δέχεται αὐτό ὁ Θεός, τόν ἐνδυναμώνει, καί μετά θά πάει νά κάνει τί θά κάνει. Καί εἴπαμε ὅτι ὄχι μόνο στόν ἑαυτό μας ἀλλά καί γενικότερα δέν βλέπουμε τέτοιες καταστάσεις· ὅμως ὑπάρχουν. Ὄντως δηλαδή ἔχει κάποιος κάτι οὐράνιο ἐπάνω του, αὐτό πού λέμε δύναμη Θεοῦ, χάρη Θεοῦ, χάρισμα Θεοῦ. Ἔχει πόθο γιά τό μαρτύριο, ἀκριβῶς γιά νά φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, καί νά ταπεινωθεῖ ὁ διάβολος.
Ὅπως ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη ὁ Λυαῖος κομπορρημονοῦσε, ἔτσι καί ἐκεῖ πού ἦταν ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων ἐπαρρησιάζετο στόν κόσμο, καί δέν ὑπέφερε ὁ ἅγιος νά τό βλέπει αὐτό. Δηλαδή οἱ εἰδωλολάτρες ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν, καί φαινόταν ὅτι αὐτοί εἶναι ἡ δύναμη στόν κόσμο αὐτό. Ξέρουμε ὅτι ἀπό κάποια πλευρά καί μέχρις ἑνός σημείου στόν κό- σμο αὐτό θεός εἶναι ὁ διάβολος καί διαφεντεύει· εἶναι ὁ θεός τοῦ αἰῶνος τούτου. Καί ἀλίμονο σ ̓ ἐκεῖνον πού θά πάει ἁπλῶς μέ ἀνθρώπινη δύναμη καί μέ ἀνθρώπινη διάθεση νά τά βγάλει πέρα μαζί του.
Ὅμως ὅσο δυνατός κι ἄν εἶναι ὁ διάβολος, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ θεός τοῦ αἰῶνος τούτου καί κάνει ὅ,τι θέλει, αὐτός πού εἶναι μέσα μας, ὁ Χριστός, εἶναι μεγαλύτερος ἀπό αὐτόν πού εἶναι ἔξω καί δείχνει ὅτι ἔχει δύναμη. Ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, μείζων ἐστίν ὁ ἐν ὑμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ.Εἴπαμε ὅμως ὅτι θά σέ κάνει ὄργανό του ὁ Θεός. Ἅμα δέν σέ κάνει ὄργανό του, ἀλίμονό σου, ἄν τολμήσεις ἔτσι ἁπλῶς ἀπό μιά ἀπερισκεψία, ἀπό μιά λόξα νά ἐπιχειρήσεις τολμηρά πράγματα.
Ὁ χριστιανισμός ὅ,τι κάνει, τό κάνει μέ ἀγάπη
Ἀφοῦ δέ ἐστόμωσε καί ἐδυνάμωσε τήν καρδίαν του μέ τόν ἔνθεον ζῆλον τοῦ Χριστοῦ καί ἤναψε τήν ψυχήν του ἀπό τήν θείαν ἀγάπην κατέβη ἀπό τό βουνόν καί σταθείς ἀναμέσον εἰς τούς εἰδωλολάτρας ἀνεκήρυξε τόν Χριστόν Θεόν ἀληθινόν.
Ὁ ἅγιος Μηνᾶς δέν εἶπε πολλά πράγματα· ἁπλῶς εἶχε τό θάρρος, καθώς δέν τολμοῦσαν οὔτε νά μιλήσουν οἱ χριστιανοί, νά διαλαλήσει ὅτι ὁ ἀλη- θινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἅγιος δέν ἔκανε τόν σπουδαῖο, οὔτε θέλησε μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις νά κάνει ἐπίθεση καί νά βγάλει ἀπό μέσα του μιά διάθεση ὅτι κανέναν δέν λογαριάζει καί ὅλους θά τούς νικήσει. Δέν ἐνήργησε ἔτσι.
Αὐτά πού γίνονται μερικές φορές, ὅπως τώρα πού τά βάζουμε μέ τούς ἐχθρούς κατά ἕναν τρόπο σάν νά δείχνουμε τή δύναμή μας, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἐπισκηνώνει ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀδυναμία, ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του καί ἑπομένως ταπεινώνεται. Ὁπότε ἔρχεται ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τόν ἄνθρωπο πού πιστεύει στόν Χριστό. Ἔρχεται λοιπόν ἐδῶ ὁ ἅγιος καί ἄφοβα διαλαλεῖ –δέν κάνει τίποτε ἄλλο– ὅτι ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Χριστός, ἐν γνώσει του τοῦ τί θά γίνει.
Καί λέει στή συνέχεια τό συναξάρι: Ὅθεν ἔδειραν αὐτόν καί μέ τρίχινα πανία κατεξέσχισαν τάς σάρκας του· εἶτα ἔκαυσαν αὐτόν μέ φωτίαν καί ἐπά- νω εἰς τριβόλους ἀσπλάγχνως τόν ἔσυραν, ὥστε κατεφθάρη ὅλον τό σῶμά του, τελευταῖον δέ ἀπέκοψαν μέ τήν σπάθην τήν ἁγίαν του κεφαλήν καί οὕτως ἔλαβεν ὁ ἀοίδιμος τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον.
Καί τελείωσε· ὅλα ἔγιναν. Πιθανόν νά διαισθανόταν ὁ ἅγιος ἀκριβῶς τί θά γίνει. Πάντως, ἤξερε ὅτι θά τόν δείρουν, θά τόν βασανίσουν καί περίμενε καί τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐν γνώσει του ὅτι θά γίνει ἔτσι, τόλμησε νά ὁμολογήσει τόν Χριστό.
Ὁ χριστιανός δέν κάνει αὐτό πού κάνει ὁ εἰδωλολάτρης. Ἔλεγε ὁ π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ, νομίζω, ὅτι ὁ κομμουνισμός –καθώς αὐτοί εἶχαν στήν πατρίδα τους τόν κομμουνισμό καί τελικά, ἤθελαν δέν ἤθελαν, ἀντιμετώπισαν αὐτό τό θέμα καί ἔφυγαν ὅσοι ἔφυγαν– θέλει νά ἐπιβάλει διά τῆς βίας αὐτά τά ὁποῖα νομίζει ὅτι εἶναι σωστά καί δίκαια. Θέλει νά τά ἐπιβάλει διά τῆς βίας· τελείωσε. Ὄχι ἁπλῶς νά πιέσει τόν ἄλλο, ἀλλά νά τά ἐπιβάλει ὅπως μπορεῖ· καί μέ τά ὅπλα καί μέ τίς βόμβες καί μέ ὅλα τά ἄλλα μέσα πού ἔχει (φυλακές, βασανιστήρια).
Ἀντίθετα ὁ χριστιανισμός, λέει ὁ Μπουλγκάκοφ, ὅ,τι κάνει τό κάνει μέ ἀγάπη. Ἀγαπᾶ τόν κόσμο, ἀγαπᾶ γενικῶς τούς ἀνθρώπους, ἀγαπᾶ καί τούς ἐχθρούς, καί γι ̓ αὐτό δέν βγάζει οὔτε πιστόλι οὔτε βόμβες οὔτε κάτι ἄλλο, ἀλλά προσφέρεται ὡς θύμα ὁ ἴδιος ὁ χριστιανός. Αὐτό δηλαδή πού ἔκανε ὁ Χριστός· δέν ἔκανε κάτι ἄλλο ὁ Χριστός.
Ἐμεῖς τό ξεχνοῦμε αὐτό. Ὅταν οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου, τό βράδυ τῆς συλλήψεώς του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ –καθώς αἰσθάνονταν ὅτι ταπεινώνονται μέ τό νά μήν ἀντιδράσουν– ἔσπευσαν νά δείξουν ὅτι εἶναι γενναῖοι, καί ἀντέδρασαν ὅπως ἀντέδρασαν, ὁ Χριστός τούς ἔβαλε στή θέση τους. Γιάτρεψε μάλιστα τόν δοῦλο, πού τοῦ ἔκοψε ὁ Πέτρος τό αὐτί. Καί εἶπε ὁ Χριστός: «Δέν μποροῦσα ἐγώ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου νά στείλει πάνω ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων καί νά τούς πάρουν φαλάγγι ὅλους τούς ἐχθρούς;»
Ἀλλά τό θέμα δέν εἶναι ποιός θά νικήσει κατ ̓ αὐτόν τόν τρόπο· ὄχι. Ὁ Χριστός θά νικήσει μέ τό νά ἀφεθεῖ ὁ ἴδιος νά πεθάνει. Ὁ Χριστός θά νικήσει μέ τό νά ἀφεθεῖ νά φανεῖ ὅλη ἡ ἀδυναμία ἡ ἀνθρώπινη.
Ὅλη ἡ ἀδυναμία. Εἴπαμε ὅτι ὁ Χριστός ἀφέθηκε σάν νά ἦταν τό πιό ἀδύναμο καί τό πιό ἐγκαταλελειμμένο πλάσμα, καί τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν.
Βέβαια, ὅλα ἔγιναν ἑκουσίως καί ὅλα ἔγιναν ὥς ἐκεῖ πού τά ἄφησε ὁ Θεός Πατέρας νά γίνουν στόν ἀγαπητό του Υἱό. Ἀλλά αὐτό ἦταν ὅμως τό πνεῦμα. Αὐτή ἦταν ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ, αὐτό ἦταν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι νικήθηκε ὁ διάβολος, ἔτσι νικήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἔτσι νικήθηκε ὁ θάνατος. Θανάτῳ θάνατον πατήσας· ὄχι μέ ἀνδρεῖες καί μέ παλικαριές καί μέ ἡρωισμούς καί μέ τέτοια· ὄχι. Θανάτῳ θάνατον πατήσας. Μπῆκε κατευθείαν στόν θάνατο πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία καί διά τοῦ θανάτου του κατήργησε τόν θάνατο.
Νά, πῶς θά θανατωθεῖ ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας
πού ὑπάρχει μέσα μας
Ὁ ἅγιος Μηνᾶς τά ἤξερε πάρα πολύ καλά αὐτά, τά εἶχε ὑπ ̓ ὄψιν του καί πῆγε ἀκριβῶς ἐπειδή θά ἦταν ἔτσι τά πράγματα. Ἤξερε ὅτι δέν θά τόν κα- λοπιάσουν. Ἄν θέλουμε νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε χριστιανοί –πῶς νά ποῦμε;– τοῦ γλυκοῦ νεροῦ. Ὅλο σκεπτόμαστε νά ἔρθουν βολικά τά πράγματα, νά μᾶς καλοπιάσουν, νά μή δημιουργηθεῖ καμιά δυσκολία, νά μή ζοριστοῦμε. Ἄλλο τί θά κάνει ὁ Θεός· ἐμεῖς ὅμως πρέπει νά εἴμαστε ἀποφασισμένοι νά πεθάνουμε.
Διά τοῦ θανάτου μας μαζί μέ τόν Χριστό, θά θανατωθεῖ ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας πού ὑπάρχει μέσα μας. Διά τοῦ θανάτου μας ἐν Χριστῷ, θά νικήσουμε τόν διάβολο, διότι ὁ Χριστός πάτησε τόν θάνατο καί κατήργησε τόν διάβολο μέ τόν θάνατό του. Ἐάν δέν μυηθοῦμε σ ̓ αὐτό τό πνεῦμα, ἐάν δέν καταλάβουμε ὅτι ἔτσι εἶναι τά πράγματα καί ἄν δέν ἀποφασίσουμε νά τά πιστέψουμε καί νά τά κάνουμε στήν πράξη ἔτσι, μήν περιμένουμε νά προκόψουμε πνευματικά. Μήν περιμένουμε.
Ἀπό ὅ,τι ἐγώ ἔχω καταλάβει, ἐάν θέλετε πρῶτα στόν ἑαυτό μου καί ἔπειτα καί στούς ἄλλους, θέλουμε νά σωθοῦμε χωρίς νά πάθουμε, χωρίς νά θανα- τωθοῦμε. Ὄχι. Μαζί μέ τόν Χριστό νά μποῦμε μέσα στόν θάνατο πού ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή μας καί νά θανατωθοῦμε μέ τόν Χριστό μαζί. Εἶναι αὐτό πού λέμε: νά ταπεινωθοῦμε. Ὄχι ὅμως πάλι νά μείνει λόγος αὐτό, ἀλλά νά εἶναι μιά πράξη.
Νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ξέρει πῶς θά πεθάνουμε, καί ἐμεῖς νά τά σηκώσουμε ὅλα ὅσα ἐπιτρέψει. Ὄχι νά ξεφεύγουμε, ὄχι νά κάνουμε ἑλιγμούς καί νά τά κουκουλώνουμε. Ἐκεῖ! Νά βιώσουμε ὄχι κάτι λιγότερο ἀπό θάνατο· νά πεθάνουμε. Καί μάλιστα κάθε μέρα· ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Καί μόνο πού τά ἀκούει ἔτσι τά πράγματα ἕνας χριστιανός σήμερα, τό βάζει στά πόδια. Ἀλλιῶς τόν καταλάβαμε τόν χριστιανισμό, ἀλλιῶς τόν παίρνουμε καί τόν φτιάχνουμε ὕστερα καί παντιέρα.
Ἐπανέρχομαι σ ̓ αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως. Ἡ διαφορά, λέει ὁ Μπουλγκάκωφ, εἶναι ὅτι ὁ κομμουνισμός θέλει νά τά ἐπιβάλει –ἄς πάρουμε ὅτι εἶναι καλά αὐτά πού θά ἐπιβάλει– διά τῆς βίας. Ὄχι ἁπλῶς δηλαδή νά πιέσει μέ λόγους, ἀλλά νά τά ἐπιβάλει διά τῆς βίας, μέ τά ὅπλα, μέ φόνους, μέ τό νά χυθεῖ αἷμα. Ὁ χριστιανισμός οὔτε νά διανοηθεῖ τέτοιο πράγμα.
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στόν Χριστό, προσφέρονται νά θυσιαστοῦν, προσφέρονται νά πεθάνουν, γιατί ἔτσι θανατώνεται ὁ θάνατος πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ὄχι ὅμως νά εἶναι ἁπλῶς θύματα, γιά νά τούς ὑμνοῦν, νά τούς ἐπαινοῦν, νά τούς δοξάζουν καί νά τιμοῦν τή μνήμη τους. Πουθενά δέν ὑπάρχει αὐτό τό πνεῦμα.
Ὅταν τή Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνουμε στόν ναό καί ἀκοῦμε ὅλα τά σχετικά τροπάρια, δέν πηγαίνουμε ἐκεῖ γιά νά κλάψουμε τόν Χριστό, ὅπως κλαῖμε τά θύματα, ἤ ἁπλῶς νά ἐπαινέσουμε τόν ἡρωισμό του. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά μυηθοῦμε στό πνεῦμα τοῦ σταυροῦ καί νά ξεπηδήσει ἀπό μέσα μας πόθος νά πεθάνουμε καί ἐμεῖς μαζί μέ τόν Χριστό. Ὁ ὁποῖος θάνατος, ὅταν γίνεται μέ τόν Χριστό, θανατώνει τόν θάνατο πού ἔχουμε μέσα μας, καί πού εἶναι ὅλο αὐτό τό κακό πού κάνει ἡ ἁμαρτία.
Νά τό πιάσουμε καλά τό πνεῦμα τό χριστιανικό· ἀλλιῶς, ματαιοπονοῦμε.
Καί ἴσως τό πιό ἀδύνατο σημεῖο σήμερα –καί στόν καθένα μας χωριστά, ἀλλά καί σέ ὅλους μαζί– εἶναι αὐτό: Ὅτι ὅσο καλά κι ἄν ἐνεργοῦμε, ὅσο σωστά κι ἄν πιστεύουμε, ὅσο καλά κι ἄν γιορτάζουμε, τελικά κινούμαστε ἔτσι πού δέν ἀφήνουμε τόν Χριστό νά ἐνεργήσει μέσα μας. Καί δέν τόν ἀφήνουμε, ἀκριβῶς ὅταν δέν ἔχουμε ταπεινό πνεῦμα, ὅταν δέν ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας, ὅταν δέν ἔχουμε διάθεση νά πάθουμε ὅπως ἔπαθε ὁ Χριστός. Δέν ἀφήνουμε τόν Χριστό νά ἐνεργήσει, ὥστε νά ἁγιαστεῖ ὁ καθένας μας μέ τόν θάνατο πού θά ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νά ἔχει.
Ἔχουμε πεῖ ὅτι σήμερα δέν θά συναντήσουμε φωτιές καί σίδερα, ἀλλά ὅ,τι καί νά εἶναι, ἅμα θέλεις νά ζήσεις χριστιανικά, θά τό δεῖς, δέν θά ἀργήσεις νά τό δεῖς ὅτι εἶναι ἕνα καθημερινό μαρτύριο αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ πορεία, ἡ ἐν Χριστῷ ταπείνωση καί ὁ ἐν Χριστῷ θάνατος. Καί αὐτό εἶναι πού λείπει.
Γι ̓ αὐτό δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός ἀπό τά προσόντα μας, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τούς ἡρωισμούς μας, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό «καπετανάτο» μας. Ὄχι· λάθος μεγάλο. Ἀδύναμοι ἔφηβοι καί παιδιά ἀκόμη νίκησαν ὄχι μέ τή δύναμη τήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἐπειδή πίστευαν στόν Χριστό. Ἀδύναμες γυναῖκες δέν δειλίασαν νά μαρτυρήσουν. Εἶναι νά φρίττεις, νά σέ πιάνει φόβος καί νά τρέμεις, καθώς διαβάζεις τί ἔπαθαν. Καί τό δέχθηκαν μέ τόσο καλή διάθεση, σάν νά ἦταν τό πιό γλυκό πράγμα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Ἔτσι ἐπιθυμοῦσαν τό μαρτύριο καί ἔτσι τό δέχθηκαν, τό ἔζησαν τό μαρτύριο.
Ναί, ἀλλά ζεῖς αἰωνίως…
Λοιπόν, ὁ ἅγιος Μηνᾶς αὐτό ἦταν ὅλο πού ἔκανε. Ἦρθε μέσα του καημός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ εἰδωλολάτρες, τό ψέμα, ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων νά διαφεντεύει; Ἀλλά δέν βγῆκε νά κάνει τό παλικάρι καί τόν γενναῖο· ὄχι. Πῆγε στό βουνό νά νηστέψει, πῆγε ἐκεῖ στό βουνό νά προσευ- χηθεῖ, γιά νά καθαριστεῖ. Καί θά προχωροῦσε στό μαρτύριο, ἄν τόν ἐνέκρινε ὁ Θεός, ἄν τόν δεχόταν ὁ Θεός. Καί ὁ Θεός αὐτό περιμένει. Καί τόν ἔκανε ὄργανό του ὁ Θεός καί εὐχαρίστως εἶπε ὁ ἅγιος, χωρίς νά φοβηθεῖ καθόλου, ὅ,τι εἶπε καί ὑπέστη ὅ,τι ὑπέστη. Τά δέχθηκε ὅλα ὅσα ἔπαθε, μέ ὑπομονή, μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, μέ γενναιότητα πού δίνει ἡ χάρης τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε. Δέν εἶναι ἀνθρώπινα κατορθώματα αὐτά.
Ἄλλο ἐμεῖς τώρα πού, ὅταν ἀρχίζουμε ἀκόμη καί νά μιλοῦμε γιά τούς ἁγίους, λέμε τά ἀνθρώπινα· ἐνῶ ὁ ἅγιος δέν εἶχε τέτοια σκέψη. Λίγο νά σκεφτόταν ὁ κάθε ἅγιος: «Ἐγώ γενναῖος εἶμαι, θά τά βγάλω πέρα», δέν θά ἔκανε τίποτε. Ὁ ἅγιος ἀφήνεται στόν Χριστό, καί ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι μέσα του ἐνεργεῖ. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ ἡ σύν ἐμοί, αὐτή εἶναι πού ἔκανε ὅ,τι ἔκανε. Καί δέν εἶναι οὔτε ρητορικό σχῆμα αὐτό οὔτε ἁπλῶς μιά κουβέντα· εἶναι ἀλήθεια. Βλέπετε, ἐμεῖς δέν ἔχουμε τέτοια ἐμπειρία, καί μᾶς πιάνει ὁ φόβος, μᾶς πιάνει ὁ τρόμος μπροστά ἀκόμη καί στά πιό ἁπλά. Πῶς νά ποῦμε; Ἕνα φύσημα τοῦ διαβόλου, ἕνας πειρασμός, ἕνα κάτι πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς συμβεῖ μέσα στή ζωή, καί τό βάζουμε στά πόδια. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἐμπειρία τέτοια πού εἶχαν οἱ ἅγιοι, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν θέλουμε νά τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα. Νά σκεφτοῦμε δηλαδή ὅτι, ἀφοῦ πιστέψαμε στόν Χριστό, θά ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας νά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Χριστός. Ὁ Κύριος θά κάνει ὅ,τι θά κάνει, αὐτός θά πεῖ τί θά πεῖ, αὐτός θά μᾶς χρησιμοποιήσει ὅπως θέλει. Καί ἐμεῖς, ὄχι σάν ἄβουλα πλάσματα, ἀλλά ὡς πλάσματα πού ἔχουμε μέσα μας ζῆλο καί πόθο νά πάθουμε ἐν Χριστῷ, θά ἀκολουθήσουμε.
Ἀπό μιά πλευρά θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ ἅγιος Μηνᾶς δέν πρόλαβε νά πεῖ τίποτε, δέν πρόλαβε νά κάνει τίποτε. Στά γρήγορα-γρήγορα ἔγινε ὅ,τι ἔγινε, στά γρήγορα-γρήγορα ἔκοψαν τό κεφάλι του καί τελείωσε. Καί ὅμως ὁ ἅγιος Μηνᾶς μέχρι σήμερα τιμᾶται ὡς μεγάλος ἅγιος. Ποιός τολμάει νά τόν ἀγνοήσει; Ποιός δέν τόν γνωρίζει; Ποιός δέν καταφεύγει στόν ἅγιο; Ποιός δέν τόν γιορτάζει;
Καθώς μάλιστα ἦταν καί στρατιωτικός ὁ ἅγιος Μηνᾶς, μπορεῖ καί ὅλη ἡ τροπή πού πῆρε ὁ Β ́ Παγκόσμιος πόλεμος νά ὀφείλεται στήν ἐπέμβασή του στό Ἔλ Ἀλαμέιν. Δέν ξέρουμε. Ὁ Θεός δέν βάζει τούς ἀνθρώπους νά κάνουν πολέμους. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά προκαλεῖ πολέμους καί μάλιστα παγκοσμίους πολέμους. Στόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δέν μπορεῖ μέ τίποτε νά περιγραφεῖ τό μακελειό πού ἔγινε. Παρά ταῦτα ὅμως ὁ Θεός ἄφησε νά γίνει. Καί ὁ Θεός ἦταν μέ τόν καθένα, ὅπου κι ἄν ἦταν ὁ καθένας, καί μέ ὅλους μαζί, μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ὁδήγησε τά πράγματα ἐκεῖ πού τά ὁδήγησε.
Δέν ἀποκλείεται νά βοήθησε ὁ ἅγιος. Τό πιστεύουμε βέβαια ὅτι γενικά βοήθησε καί βοηθάει, ἀλλά καί εἰδικότερα στό Ἔλ Ἀλαμέιν στήν Ἀφρική. Ὅλα τά ἄλλα μπορεῖ νά δημιούργησαν κάποιες δυσκολίες στούς Γερμανούς, ἀλλά ἐκεῖ ἦταν ἡ στρατιά τοῦ Ρόμελ, πού φαινόταν ἀνίκητη. Καί ὅμως ἦρθαν οἱ ἄλλοι, τά συμμαχικά στρατεύματα ἀπό τήν ἄλλη πλευρά καί τόν νίκησαν. Μποροῦμε νά τό ἀποκλείσουμε ὅτι κάπου ἐκεῖ ἦταν ὁ ἅγιος Μηνᾶς καί βοήθησε καί ἦρθε ὅλη ἐκείνη ἔπειτα ἡ ἐλευθερία πού ἦρθε, καί τήν ἔχουμε σήμερα; Ποιός ξέρει τί θά ἦταν ὁ κόσμος, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό πού ἔγινε στό Ἔλ Ἀλαμέιν, καί συνέβαλε καί ὁ ἅγιος Μηνᾶς. Ὁ ὁποῖος φάνηκε ὅτι δέν ἔκανε τίποτε στή ζωή του ὡς χριστιανός. Λίγο τόν βασάνισαν, λίγο τόν πόνεσαν, τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι καί τέλειωσε. Ναί, ἀλλά ζεῖ αἰωνίως.
Ὅταν εἶσαι σέ ἀδιέξοδο, σέ δίλημμα,
νά καταφεύγεις στόν ἅγιο Μηνᾶ
Ἔλαβε δέ χάριν παρά Κυρίου ὁ ἅγιος νά κάμνῃ ἐξαίσια θαύματα καί νά βοηθῇ τούς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους, ἀπό τά ὁποῖα θαύματα εἶναι τά κά- τωθεν ρηθησόμενα.
Νομίζω ὅτι πρέπει νά τό ποῦμε αὐτό πού συνήθως ἐπικρατεῖ σχετικά μέ τόν ἅγιο. Λέγεται ὅτι ὁ ἅγιος βοηθάει, ὅταν χάνει κανείς κάτι· χωρίς βέ- βαια νά λειτουργεῖ αὐτό σάν μηχανή: «Ἐντάξει, νά τό ποῦμε στόν ἅγιο Μηνᾶ καί θά μᾶς τό βρεῖ». Ὅλοι ὅμως, ὑποθέτω, ἔχουμε μιά ἐμπειρία πάνω σ ̓ αὐτό: ὅτι ὁ ἅγιος, σέ μιά τέτοια περίπτωση πού χάσαμε κάτι, ἐπενέβη καί, ὤ τοῦ θαύματος, αὐτό τό ὁποῖο θέλαμε πάσῃ θυσίᾳ νά τό βροῦμε, καί δέν φαινόταν πουθενά, νά το· ὁ ἅγιος τό φανερώνει. Εἶναι μιά ἀλήθεια αὐτό.
Ἀλλά θά ἔλεγα καί γενικότερα, ὅταν κανείς εἶναι σέ ἀδιέξοδο, εἶναι σέ δίλημμα, νά καταφεύγει στόν ἅγιο, ὁ ὁποῖος βοηθάει στό νά ξεδιαλύνει κα- νείς κάτι. Ὁ ἅγιος ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί νά καταφεύγουμε στόν ἅγιο ἀκόμη καί γιά τέτοια πράγματα· δέν πειράζει. Ὁ Θεός δέν θέλει τά πλάσματά του νά βασανίζονται καί ὁπωσδήποτε θέλει νά τά βοηθήσει. Καί ὅπως στέλνει τούς ἀγγέλους, στέλνει καί τούς ἁγίους γιά νά μᾶς βοηθοῦν.
Γιά, νά διαβάσουμε ἐδῶ λοιπόν ἕνα θαῦμα.
Μίαν φοράν ἀπελθών εἷς χριστιανός νά προσευχηθῇ εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου τούτου Μηνᾶ κατέλυσεν εἰς ἕν ξενοδοχεῖον. Βέβαια μοιάζει νά εἶναι ἀπίστευτο αὐτό τό θαῦμα, ἀλλά εἴπαμε καί ἄλλη φορά ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει. Εἶναι μιά ἀλήθεια αὐτό· ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τό εἶπε. Γνώριζε ὅτι θά χρειαζόταν αὐτά τά λόγια νά τά πεῖ. Καί ἄλλα θά εἶπε, ἀλλά δέν σώθηκαν. Δέν διασώθηκαν ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλά ὅσα χρειαζόταν ὅπως αὐτό: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει. Ἑπομένως τίποτε δέν εἶναι ἀπίστευτο. Φαίνεται λοιπόν ἐδῶ ἀπίστευτο, ἀλλά δέν εἶναι.
Μίαν φοράν ἀπελθών εἷς χριστιανός νά προσευχηθῇ εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου τούτου Μηνᾶ κατέλυσεν εἰς ἕν ξενοδοχεῖον. Ὁ δέ οἰκοκύρης τοῦ ξενοδοχείου γνωρίσας ὅτι ὁ ξενοδοχηθείς εἶχε χρήματα εἰς τόν κόλπον του ἐσηκώθη κατά τό μεσονύκτιον καί ἐφόνευσεν αὐτόν· εἶτα κατακόψας ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός του ἔβαλεν αὐτά ἐντός σπυρίδος –σέ ἕνα ζεμπίλι– καί τά ἐκρέμασε προσμένων νά ἐξημερώσῃ. Ἐνῷ λοιπόν ὁ φονεύς ἦτον εἰς ἀγῶνα καί μέριμναν, πῶς καί ποῦ καί πότε νά ὑπάγῃ νά κρύψῃ τά μέλη τοῦ φονευθέντος, διά νά μήν τόν καταλάβῃ τις, ἰδού φαίνεται εἰς αὐτόν ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἔφιππος ὡς στρατιώτης καί τόν ἐξέταζε τί ἔγινεν ὁ ἐκεῖ καταλύσας ξένος. Ὁ δέ φονεύς ἐβεβαίωνεν ὅτι δέν ἠξεύρει τίποτε. Τότε ὁ ἅγιος κατα- βάς ἀπό τόν ἵππον ἐμβῆκεν εἰς τό ἐνδότερον τῆς οἰκίας καί εὑρών τήν σπυρίδα καί καταβιβάσας αὐτήν βλέπει τόν φονέα μέ φοβερόν καί ἄγριον βλέμμα καί, ποῖος εἶναι, λέγει, οὗτος; Ὁ δέ φονεύς ἀπό τόν φόβον του γενόμενος ἄφωνος καί ὡς ἄν ἐκστατικός ἔρριψεν ἑαυτόν πτῶμα ἐλεεινόν εἰς τούς πόδας τοῦ ἁγίου. Ὁ δέ ἅγιος συναρμόσας ὅλα τά μέλη τοῦ φονευθέντος καί προσευχηθείς ἀνέστησε τόν νεκρόν.
Ἐγώ δέν ἔχω τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ἔγινε ἔτσι μέ βάση τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Καί εἶναι σάν νά ἀπιστοῦμε στόν Κύριο, ὅταν δέν δεχόμαστε ὅτι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν σ ̓ αὐτόν θά κάνουν τά ἔργα πού ἔκανε ἐκεῖνος καί μείζονα τούτων, μεγαλύτερα ἀπό αὐτά. Δέν τό ἔβαλε ὁ Κύριος τυχαῖα τό μείζονα –προσέξτε– διότι στήν ὅλη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας θά συνέβη νά γίνουν καί πιό μεγάλα, τρόπον τινά, θαύματα ἀπό αὐτά πού ἔκανε ὁ Κύριος. Καί τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: Καί μείζονα τούτων ποιήσει.
Ὁ δέ ἅγιος συναρμόσας ὅλα τά μέλη τοῦ φονευθέντος καί προσευχηθείς ἀνέστησε τόν νεκρόν καί εἶπεν εἰς αὐτόν· δός δόξαν εἰς τόν Θεόν. Ὁ δέ νεκρός ἀναστηθείς ὡς ἀπό ὕπνον καί στοχασθείς ἐκεῖνα ὅσα ἔπαθεν ἀπό τόν ξενοδόχον καί πῶς ἀνεζωώθη πάλιν ἐδόξασε τόν Θεόν καί εὐχαρίστει καί προσεκύνει τόν φαινόμενον στρατιώτην, ὅστις τόν ἀνέστησεν. Ἀφοῦ δέ ὁ φονεύς ἐσηκώθη ἐπάνω, ἐπῆρεν ὁ ἅγιος ἀπό αὐτόν τά χρήματα καί τά ἔδωκεν εἰς τόν ἀναστηθέντα ἄνθρωπον λέγων αὐτῷ· ὕπαγε, ἀδελφέ, εἰς τήν ὁδόν σου.
Εἰς δέ τόν φονέα γυρίσας ἔδειρεν αὐτόν. Ἔδειρεν αὐτόν. Τό διάβαζα προηγουμένως καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Πρώτη φορά ἔχουμε τέτοιο πράγμα. Ἀλλά εἶπα ἀπό μέσα μου: «Τοῦ χρειαζόταν». Μέ τήν ἔννοια δηλαδή –προσέξτε– ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις πού, ἄν κανείς ξεπεράσει τά ὅρια καί θέλει νά τό περάσει αὐτό «ἀβρόχοις ποσί», ὅπως λέμε, βλά- πτεται. Ἐδῶ σ ̓ αὐτή τήν περίπτωση αὐτός πού ἔκανε τόν φόνο θά ὠφελοῦνταν, ἄν «τίς ἔτρωγε» ἀπό τόν ἅγιο. Ὁ ἅγιος τώρα –προσέξτε– δέν τόν δέρνει ὡς ζωντανός. Αὐτό δέν στεκόταν νά γίνει. Εἶναι ὁ κεκοιμημένος ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε ἐκείνη τήν ὥρα καί τόν δέρνει. Ἤδη εἶχε θανατωθεῖ ὁ ἅγιος. Ἴσως εἶχαν περάσει χρόνια ἀπό τό μαρτύριό του, ὅταν ἔγινε αὐτό.
Εἰς δέ τόν φονέα γυρίσας ἔδειρεν αὐτόν καθώς τοῦ ἔπρεπεν· εἶτα νουθετήσας αὐτόν καί πρός τούτοις συγχωρήσας τό σφάλμα του καί ὑπέρ αὐτοῦ προσευχηθείς, ἵππευσε πάλιν καί ἔγινεν ἄφαντος.
Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Μηνᾶς, αὐτά ἔκανε καί κάνει, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἅγιοι. Καί ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά κινήσουμε γῆ καί οὐρανό. Χρειάζεται νά πιστέψουμε. Καί θά βροῦμε τήν ἄκρη. Θά βροῦμε τήν ἀρχή τοῦ δρόμου καί θά ἀρχίσουμε νά προχωροῦμε στή θεραπεία μας πρός χαρά μεγάλη δική μας καί πρός χαρά τοῦ οὐρανοῦ. Διότι ὅλος ὁ οὐρανός χαίρεται, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, κάθε φορά πού κάποιος βρίσκει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Καί δέν τόν βρίσκει κανείς ἀλλιῶς, παρά μόνο διά τῆς μετανοίας. Καί ἀπό ἐκεῖ παίρνουμε κι ἐμεῖς χαρά. Χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.
11-11-2002