Κυριακοδρομιο
A+
A
A-

07. Κυριακή ΙΓ΄ Λουκᾶ- Ὁ πλούσιος νέος.

{Λουκ. 18, 18-27}

Πάλι σήμερα ὁ λόγος γιά κάποιον πλούσιο ὁ ὁποῖος καί αὐτός πλησιάζει τόν Κύριο καί ἐρωτᾶ τί νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνιο ζωή.

{Πολλοί πού νοιάζονται γιά τήν σωτηρία τους, θά ἐκπέσουν}

Καί εὐθύς ἐξαρχῆς νά προσέξουμε ὅτι ὅλοι, καί αὐτός ἐδῶ καί σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, ὅλοι δέν ἀρνοῦνται τόν Θεό· ἄν θέλετε, δέν ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή καί ἐπίσης κατά κάποιον τρόπο ἀναφέρονται στόν Θεό, θέλουν καί ἐπιθυμοῦν νά κληρονομήσουν τήν αἰώνιο ζωή, τήν αἰώνιο βασιλεία· ἀλλά δέν ἀρκεῖ αὐτό. Καί βλέπουμε ὅτι καίτοι ἔτσι αἰσθάνονται, καίτοι ἔτσι φρονοῦν καί ἔχουν μιά σχέση μέ τόν Θεό, ὅπως κι αὐτός ἐδῶ ὁ πλούσιος, τελικά δέν συμμορφώνονται πρός τό ὅλο θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐκπίπτουν.

Δέν θά χαθοῦν δηλαδή τελικά, δέν θά μείνουν ἔξω ἀπ᾿ τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς οἱ ἄθεοι, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἐχθροί κατά ἐμφανή τρόπο, οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι πιστεύουν, πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κοπιάζουν ἴσως, οἱ ὁποῖοι νοιάζονται ἄς ποῦμε γιά τήν σωτηρία τους, θά ἐκπέσουν.

Ὅπως τό βλέπουμε ἐδῶ καθαρά στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, τό ἔπαθε αὐτό αὐτός ὁ πλούσιος. Ἐδῶ τό Εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ περί ἄρχοντος·

«Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (στ. 18-19). Μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι κατά κάποιον τρόπο ὁ Χριστός τόν διορθώνει ἀμέσως.

Ἐφόσον τόν βλέπει τόν Χριστό αὐτός ὁ ἄρχοντας ὡς ἕναν ἄνθρωπο, μεγάλο προφήτη μέν ἀλλά ἄνθρωπο καί θεωρώντας τον ἔτσι τόν ὀνομάζει ἀγαθόν, «διδάσκαλε ἀγαθέ» τόν διορθώνει ὁ Κύριος «τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, μόνον ὁ Θεός εἶναι τό ἀπόλυτο ἀγαθό, μόνον ὁ Θεός εἶναι ὁ ἅγιος. Ὁ Θεός εἶναι τά πάντα καί ὁ Θεός ἔπειτα ἁγιάζει αὐτούς οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σ᾿ αὐτόν καί τούς κάνει καί ἀγαθούς καί τούς θεώνει. Ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀγαθός, ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἅγιος, ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν, ὁ Θεός εἶναι ὁ Ὤν.

Ἐπειδή μέ τήν προσφώνησή του αὐτή ὁ ἄνθρωπος αὐτός κάπως ἀπολυτοποιοῦσε τά πράγματα ὡς πρός τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ τό ἀπόλυτο εἶναι ὁ Θεός καί τό ἀπόλυτο τό ἔχει ὁ Θεός, τοῦ κάνει τήν παρατήρηση· «Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Καί ἀπαντᾶ στήν ἐρώτησή του· «Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (στ. 20).

{Ὁ Κύριος παραπέμπει στίς ἐντολές}

Ἐπίσης μοῦ κάνει ἐντύπωση καί σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση ὅπως καί σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις ὅτι ὁ Κύριος ἀμέσως-ἀμέσως παραπέμπει τόν καθένα πού τόν ἐρωτᾶ, πού ἔχει γενικότερα αὐτό τό ἐνδιαφέρον, εἰδικότερα γιά τήν αἰώνιο ζωή, τόν παραπέμπει στίς ἐντολές. Στίς συγκεκριμένες ἐντολές, τίς ὁποῖες ὀφείλει νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος καί τίς ὁποῖες ὀφείλει νά τηρεῖ. Ἐδῶ στήν περίπτωση αὐτή βέβαια ὁ Κύριος ὁμιλεῖ καί ἀναφέρεται στίς ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅμως στήν ἐποχή πού ζοῦμε ἐμεῖς, στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχουμε πλέον τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀλλοῦ ἀκριβῶς πολύ καθαρά προτρέπει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τόν ἀκολουθήσουν, τόν πιστεύουν καί τόν δέχονται ὡς διδάσκαλο καί ὡς Κύριον, τούς προτρέπει νά τηρήσουν τίς ἐντολές του.

«Ἄν μέ ἀγαπᾶτε, θά τηρήσετε τίς ἐντολές μου» (Ἰω. 14, 15), τίς ἐντολές μου, δέν ἀναφέρεται δηλαδή στίς ἐντολές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κάποια φορά ἀναφέρθηκε ἰδιαίτερα σ᾿ αὐτές τίς ἐντολές, «ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις οὐ φονεύσεις· ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν» καί συμπληρώνει ὁ Κύριος τίς ἐντολές αὐτές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τίς παρουσιάζει ἔτσι πού πρέπει νά τίς γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι τῆς Καινῆς Διαθήκης καί νά τίς τηροῦν·

«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ὄχι μόνον νά μή φονεύσει, ἀλλά οὔτε κάν νά θυμώσει κανείς οὔτε κάν νά πεῖ ἕναν κακό λόγο, ὄχι νά φονεύσει» (Ματθ. 5, 21-22).

«Ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν καί μόνο πού θά κοιτάξει κανείς καί θά ἐπιθυμήσει, ἤδη μοιχεύει» (Ματθ. 5, 27-28).

«Ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5, 33-34). Καί οὕτω καθεξῆς.

Παραπέμπει ὅμως ἐδῶ στίς ἐντολές ὅπως καί σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, ἀλλά κάποτε ὅμως μίλησε γιά τίς δικές του ἐντολές πού συμπληρώνουν τίς παλαιές ἐντολές καί πού ὀφείλει ὁ καθένας νά τίς ἔχει ὑπόψιν του, νά πιάνεται ἀπό τίς ἐντολές καί νά στηρίζεται καί νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Κι ἄλλη φορά λέγαμε, τό παρατηροῦμε αὐτό στούς Πατέρες· οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶναι γεμάτοι ἀπό Πνεῦμα Ἅγιον, καίτοι εἶναι ἐδῶ στή γῆ, ζοῦν σάν στόν οὐρανό, καί ὅμως τονίζουν τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Χρειάζεται νά τό τονίσουμε ἐδῶ, διότι πολλοί χριστιανοί σήμερα ἔχουν μιά θρησκευτικότητα, μιά κάποια χριστιανικότητα, ἄν θέλετε, ἔχουν μιά κάποια σχέση μέ τόν Θεό, μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν νοιάζονται καί πολύ-πολύ νά γνωρίζουν ποιές εἶναι οἱ ἐντολές, οἱ συγκεκριμένες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καί δέν νοιάζονται νά τηρήσουν αὐτές τίς συγκεκριμένες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Καμιά φορά τά θεωροῦν αὐτά λίγο τυπικά, καμιά φορά αὐτά τά θεωροῦν, ὅπως τά θεωροῦν, ναί, ἔχει χαλάσει ὁ ἄνθρωπος σήμερα καί ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως.

Καί χρειάζεται νά τό τονίσουμε· νά κάνουμε τό πᾶν γιά νά γνωρίσουμε καί νά γνωρίζουμε συνεχῶς ὅλο καί καλύτερα τίς ἐντολές καί νά τηροῦμε τίς ἐντολές.

«Τίς ἐντολές, λέει, τίς γνωρίζεις. Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Δέν τοῦ λέει ῾῾τήρησε αὐτά᾿᾿, ἐννοεῖται, ῾῾ξέρεις ποιές εἶναι οἱ ἐντολές πού πρέπει νά τηρήσεις. Καί θά κληρονομήσεις τήν αἰώνιο ζωή᾿᾿.

Αὐτός ὅμως ἀπαντᾶ· «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (στ. 21-22).

«Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου»· δέν τόν διαψεύδει ὁ Κύριος, δέν λέει ὅτι ῾῾ἔ, νομίζεις ὅτι ἐτήρησες αὐτές τίς ἐντολές ἀλλά δέν τίς ἐτήρησες᾿᾿, τό δέχεται ὁ Κύριος, ῾῾αὐτό λές; Ναί᾿᾿, τό δέχεται, δέν τόν διαψεύδει, δέν ἀμφισβητεῖ ὅτι ἐτήρησε, φύλαξε ἐκ νεότητος τίς ἐντολές, ὅμως τοῦ λείπει κάτι. Κάτι τέτοιο ὄχι μόνον σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν ἄνθρωπο συμβαίνει βέβαια, ἀλλά στόν καθένα μπορεῖ νά συμβεῖ. Νά μελετᾶ κανείς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, νά μελετᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γενικότερα, νά μελετᾶ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί τελικά τό ὅλο ἔργο καί ἡ ὅλη ἄς ποῦμε ἀνταπόκριση ἐνδέχεται νά γίνεται ἔτσι, καί τό ὅλο φρόνημα τῆς ψυχῆς νά εἶναι τέτοιο πού κάπου ἐκεῖ νά ὑπάρχει μιά χαραμάδα, κάπου νά ὑπάρχει ἕνα κενό, νά ὑπάρχει μιά ἔλλειψη.

«Ἔτι ἕν σοι λείπει»· Καλά ὅλα αὐτά ἀλλά σοῦ λείπει κάτι. Κι αὐτό εἶναι νά πουλήσεις τά ὑπάρχοντά σου, νά τά δώσεις στούς πτωχούς καί νά μέ ἀκολουθήσεις, πιστεύοντας ὅτι θά ἔχεις θησαυρό στόν οὐρανό.

{Ἡ ὕπουλη ἀρρώστια τῆς αὐτάρκειας}

Λέγαμε νομίζω καί ἄλλη φορά ὅτι πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα αὐτό τό σημεῖο, ὅτι ὑπάρχει ἡ πρώτη ἁμαρτία ἀλλά ὑπάρχει καί ἕνα εἶδος δευτέρας ἁμαρτίας, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, μόνο καί μόνο γιά νά συνεννοούμαστε.

Ἀπ᾿ ὅλα αὐτά βγαίνει ἐδῶ ὅτι ὁ καθένας μας νά προσέξει νά μήν ἔχει αὐτήν τήν αὐτοδικαίωση καί αὐτήν τήν αὐτάρκεια, πού εἶχε αὐτός ὁ ἄνθρωπος· ὁ ὁποῖος βέβαια ὥς ἕνα σημεῖο μποροῦσε νά δικαιολογηθεῖ ὅτι «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» καί δέν ἄφηνε περιθώριο ὅτι κάτι μπορεῖ νά τοῦ λείπει. Βέβαια βαθύτερα ἡ ἀνησυχία του πῶς θά κερδίσει, πῶς θά κληρονομήσει τήν αἰώνιο ζωή, ἡ ἀνησυχία αὐτή ὀφείλεται στό ὅτι ἔχει μιά αἴσθηση ὅτι κάτι λείπει, ἀλλά δέν τό ἔχει συνειδητοποιήσει.

Καί ἀπ᾿ ὅ,τι μποροῦμε νά ποῦμε, ἔτσι καθώς βλέπουμε καί σήμερα τίς ψυχές, ναί, πολλές ψυχές καί γνωρίζουν πολλά πράγματα καί τηροῦν πολλά πράγματα καί ἔχουν ἐπικοινωνία καί στενή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία· ὄχι ἁπλῶς ἐκκλησιάζονται ἀλλά καί μέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅμως πάντοτε ἔχουν βαθιά μέσα τους μιά ἀνησυχία ὅτι κάτι δέν πάει καλά.

Τό θέμα εἶναι ὄχι μόνον δέν γνωρίζει κανείς τί τοῦ λείπει ἀκόμη _πού συνήθως πάντοτε ὑπάρχει κάτι πού λείπει καί μπορεῖ νά εἶναι κάτι σοβαρό, ὅπως καί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση_ ὄχι μόνο δέν γνωρίζει κανείς τί τοῦ λείπει, ἀλλά σάν νά μή θέλει νά μάθει τί τοῦ λείπει. Κι ἀπόδειξη ἐδῶ αὐτός ὁ ἄνθρωπος· ἔχει τήν ἀνησυχία του, ρωτάει, ὁ Κύριος κάθεται μαζί του καί σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση _κάνει κι αὐτό ἐντύπωση_ καί συζητάει μ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, σάν νά μήν ὑπάρχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μένει μόνο μ᾿ αὐτόν καί κάνει διάλογο.

Ἔχει τήν ἀνησυχία λοιπόν. Ἀλλά καθώς πληροφορεῖται τί πρέπει νά κάνει γιά νά κερδίσει τήν αἰώνιο ζωή, καθώς μαθαίνει αὐτό πού ὄντως λείπει ἀπό τήν ψυχή του καί τό ὁποῖο τόν κάνει νά ᾿χει αὐτή τήν ἀνησυχία, ὥστε νά σπεύσει νά ρωτήσει τόν Κύριο, καθώς πληροφορεῖται λοιπόν τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτό, λυπᾶται πάρα πολύ· λυπᾶται πάρα πολύ, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά κάνει αὐτό πού τοῦ λέει ὁ Κύριος, λυπᾶται ὄχι γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο στήν ψυχή του καί τοῦ λείπει κάτι σοβαρό, ἀλλά λυπᾶται πού ἀκριβῶς ὁ Κύριος ζητάει νά ἀπαγκιστρωθεῖ, νά πετάξει ἀπό πάνω του κάτι πού αὐτός δέν διανοήθηκε ποτέ νά τό κάνει αὐτό, κι αὐτή εἶναι ἡ αὐτάρκεια. Πῶς τά σιγούρεψε τά πράγματα, πῶς τά βόλεψε τά πράγματα, καμιά αἴσθηση, κανένα ἄγγιγμα δέν ἔχει μήπως δέν εἶναι καλά τό ὅτι ἔχει πλούτη, μήπως μ᾿ ὅλα αὐτά τά ἀγαθά τά ὑλικά δέν μπορεῖ νά ἔχει σωστή στάση ἀπέναντι στόν Θεό καί μπορεῖ νά ᾿ναι ἐκτεθειμένος, μπορεῖ νά κινδυνεύει ἡ αἰώνιος ζωή;

{Ὁ κίνδυνος τοῦ ἄλλοθι. Τό ἐξιλαστήριο θύμα}

Δέν σκέφθηκε ποτέ, δέν τό ἀμφισβήτησε ποτέ αὐτό· τό θεωρεῖ σιγουρότατο _οὔτε κάν τ᾿ ἀγγίζει_ ὅτι τ᾿ ἀγαθά θά τά ἔχει, τά πλούτη του θά τά ἔχει· κάτι ἄλλο ψάχνει, καθώς ἔχει τήν αἴσθηση βαθύτερα, ὅπως εἴπαμε, ὅτι κάτι λείπει, κάτι δέν πάει καλά, ψάχνει κάτι ἄλλο.

Ὅπως λέμε γενικότερα, ψάχνει κανείς τό ἄλλοθι, πού λένε καί στίς δικαστικές περιπτώσεις, ἀλλά προπαντός στά ψυχολογικῆς καί ψυχοπαθολογικῆς φύσεως θέματα, ἐκεῖ ζητάει κανείς τό ἄλλοθι, ζητάει τό ἐξιλαστήριο, ἄς ποῦμε, θύμα.

Ἔτσι κι αὐτός ζητάει· πόσο θά χαιρόταν, πόσο θά ἱκανοποιοῦνταν, χωρίς βέβαια τελικά νά τακτοποιηθεῖ, ἀλλά ἔτσι θά νόμιζε, πόσο θά ἱκανοποιοῦνταν, ἄν ὁ Κύριος τοῦ ἔλεγε ὅτι κάτι ἄλλο τοῦ λείπει καί ὄχι αὐτό. Κάτι ἄλλο ἄν ἤτανε πού θά τόν βόλευε, πού δέν θά κινδύνευε ὁ πλοῦτος, πού δέν θά κινδύνευε ἀκριβῶς αὐτό πάνω στό ὁποῖο στήριξε καί στηρίζει τήν ὅλη ὕπαρξή του, ἄν ἦταν κάτι ἄλλο, θά τό χαιρόταν, θά τό δεχόταν εὐχαρίστως.

Στίς ἀρρωστημένες περιπτώσεις, ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει τέτοιες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ἄν εἰλικρινά καί τίμια, βοηθούμενος βέβαια ἀπό κάποιον, στρωνόταν κάτω καί ἤθελε νά δεῖ ἀκριβῶς τί τοῦ συμβαίνει καί νά παραδεχθεῖ αὐτό τό πράγμα, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά θά γιατρευότανε κιόλας καί θά ἡσύχαζε, θά εἰρήνευε, θά δημιουργοῦνταν μέσα του πολύ καλή κατάσταση.

Δέν θέλει ὅμως, δέν θέλει· εἶναι τέτοια ἡ φύση τῆς ἀσθένειας αὐτῆς, πού δέν θέλει νά δεῖ τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Καί αἰσθάνεται ἀνήσυχος βέβαια, αἰσθάνεται ταραγμένος ὁ ἄνθρωπος καί τρέχει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ νά βρεῖ ἄλλα πράγματα, πού νομίζει ὅτι τοῦ λείπουν, ἄλλα πράγματα πού νομίζει ὅτι θά τόν ἱκανοποιήσουν, γιά νά μπορεῖ νά στέκεται στά πόδια του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζεῖ ἕνα μαρτύριο σ᾿ ὅλη του τήν ζωή, ἑωσότου θά θελήσει νά δεῖ, νά μήν ψάχνει ἄλλοθι, νά μήν ψάχνει ἐξιλαστήριο θύμα, ἀλλά νά δεῖ ἀκριβῶς τί τοῦ συμβαίνει.

Θά λέγαμε, ὄχι μόνον στίς ἀρρωστημένες περιπτώσεις, γενικότερα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος κι ὅταν εἶναι καλός, κι ὅταν πιστεύει, κι ὅταν κάνει ἀγώνα κι ὅταν τηρεῖ τίς ἐντολές κλπ., ἀφήνει κάποιο ἄνοιγμα, διότι ὁ παλαιός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει. Ἅμα τόν στριμώξει ἐντελῶς-ἐντελῶς, πεθαίνει· δέν τό δέχεται αὐτό καί μερικοί πού δέν ἔχουνε κουράγιο νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο, νά πεθάνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί νά λυτρωθοῦν, ἀφήνουν κάποιο ἄνοιγμα.

Κι ἔτσι βλέπουμε πολλούς οἱ ὁποῖοι καλοί καλότατοι καί ἤ τό λένε, ἤ τό ζοῦν καί δέν τό λένε, ἀλλά τό βλέπουν ἄλλοι. Μερικοί ὁμολογοῦν τήν ὅποια ἀδυναμία τους· ῾Ἁὐτό δέν μπορῶ, ὅλα τά ἄλλα νά τά κάνω εὐχαρίστως, ἀλλ᾿ αὐτό δέν μπορῶ νά τό κόψω, νά τό ἀποχωριστῶ᾿᾿.

Ἄλλοι δέν τό λένε, ἀλλά κρυφά-κρυφά τό κάνουν καί τό βλέπει κανείς καί, σύμφωνα μ᾿ αὐτά ἐδῶ, κινδυνεύει νά χαθεῖ. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νά κριθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν θά μετρηθοῦμε ῾῾ἔκανες κι αὐτό, ἔκανες κι ἐκεῖνο, ἔκανες καί τό ἄλλο καί τό ἄλλο, ἔ, ἀρκετά εἶναι· κι ἄν δέν ἔκανες καί τό τελευταῖο _τό ἀδύνατό του ἄς ποῦμε σημεῖο_ ἔ, δέν πειράζει, σώζεσαι᾿᾿, δέν ἔχει τέτοια.

«Ὁ πταίσας ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2, 10), αὐτός πού φταίει σ᾿ ἕνα, λέει, εἶναι γιά ὅλα, σ᾿ ὅλα ἔνοχος. Αὐτός ἐδῶ, ἄσχετα ἄν τήρησε τίς ἐντολές, ἐφόσον τελικά συναντᾶται μέ τόν Κύριο τόν ἴδιο καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ λέει· «Σοῦ λείπει κάτι, πώλησέ τα αὐτά καί δῶσ᾿ τα στούς φτωχούς» κλπ., ἀρνεῖται νά τό κάνει, δέν θέλει νά τό κάνει, ὅσο κι ἄν λυπᾶται. Καί λυπᾶται γιά νά μήν τά χάσει αὐτά, γιατί δέν θέλει νά τά χάσει, ὄχι γιά ἄλλο λόγο.

{Εἶναι ἐνδεχόμενο νά χάσουμε τήν ψυχή μας}

Εἶναι ἐνδεχόμενο, ἄν δέν προσέξουμε, καθώς ὅλοι χαριζόμαστε στίς ὅποιες ἀδυναμίες, πού δέν φαίνονται νά ᾿ναι χτυπητές, πού δέν προσκρούουν ἴσως ἄμεσα σέ κάποιες ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅμως εἶναι ἀδυναμίες, ναί, εἶναι ἐνδεχόμενο νά χάσουμε τήν ψυχή μας. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν θά μετρήσει κουκιά ἄς ποῦμε· ὁ ἄνθρωπος θά δώσει λόγον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μέ τήν ὅλη στάση του, ὄχι νά ἀφήνει ἀνοίγματα καί κρυφά πράγματα.

Καί ἐδῶ τώρα στό σημεῖο αὐτό θά ἔλεγα ὅτι μπερδεύεται ἄς ποῦμε ἡ μία ἁμαρτία μέ τήν ἄλλη ἁμαρτία. Λέγαμε χθές ὅτι ὑπάρχει ἡ πρώτη ἁμαρτία ὅτι ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἁμαρτωλός, εἶναι ἔνοχος· ἀλλά νά πού ἔρχονται ὕστερα ἕνεκα πάλι τῆς ἁμαρτίας καί οἱ ἀρρωστημένες καταστάσεις, πού κάνουν θραύση αὐτές οἱ καταστάσεις σήμερα _δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει κανείς πού δέν εἶναι λίγο πολύ ἀγγιγμένος ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις τίς ψυχοπαθολογικές_ πού ἀκόμη πιό πολύ αὐτές πείθουν τρόπον τινά τόν ῾῾καλό᾿᾿ χριστιανό νά χαρίζεται, νά χαρίζεται σέ κάποιες ἀδυναμίες· νά ἀφήνει ἀνοίγματα γιά κάποιες ἀδυναμίες, ἀκριβῶς νά ἔχει ἔστω ἕνα κι ὄχι πολλά, πού ὁ Κύριος θά τοῦ ἔλεγε καί κάθε φορά τοῦ τό λέει, καθώς ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του, κάνει τίς προσευχές του κλπ. ῾῾Ὅλα καλά, ὅλα καλά, ἀλλά σοῦ λείπει ἕνα πράγμα᾿᾿.

Καί πόσο θά ἔπρεπε τώρα καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, καί αὐτός πού εἶναι λιγότερο ἀσθενής καί αὐτός πού εἶναι περισσότερο ἀσθενής _μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε_ πόσο θά ἔπρεπε λοιπόν ὁ καθένας μας, νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά μή βασιστεῖ στίς δικές του ἐκτιμήσεις, νά μή βασιστεῖ στό πῶς αὐτός τά κρίνει τά πράγματα καί μένει σέ μιά αὐτάρκεια, μένει σέ μιά αὐτοδικαίωση καί ἁπλῶς, ἁπλῶς μπορεῖ νά πεῖ τάχα «τί ἔτι ὑστερῶ;»

Νά ταπεινωθοῦμε, νά συντριβοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, νά προσκυνήσουμε τόν Κύριο, νά τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς φωτίσει καί νά βοηθηθοῦμε ἀπό τούς ἀνθρώπους Του μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά δεῖ ὁ καθένας μας τό ἀδύνατό του σημεῖο, νά δεῖ τήν ἔλλειψή του, νά δεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐάν δέν τό τακτοποιήσει καί ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ τόν Κύριο γιά νά τό κρατήσει ὁ ἴδιος αὐτό, καί φύγει ἔτσι, ὅπως αὐτός ἐδῶ κράτησε τά πλούτη του, θά χαθεῖ.

Καί νά φυλάξει ὁ Θεός, νά μήν πάθουμε ἕνα τέτοιο πράγμα. Βέβαια στήν συνέχεια ὁ Κύριος λέει ὅτι εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά σωθεῖ ἕνας πού ἔχει πλούτη· κι ἔτσι ὅπως τό λέει δηλαδή, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ἔτσι θά ἔλεγε κανείς ὅτι τό ἕνα αὐτό πού ἔχει ὁ καθένας, ὅποιο ἔχει, καί χαρίζεται σ᾿ αὐτό καί τό φυλάγει κι ἔχει ἀγάπη μ᾿ αὐτό κι εἶναι αἰχμαλωτισμένος ἀπ᾿ αὐτό, ὥστε νά μή θέλει νά τ᾿ ἀφήσει, ἔ, εἶναι ἐπικίνδυνο.

{«Τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ» }

Καί κανείς μήν σπεύσει νά πεῖ ῾῾εἶναι δύσκολα τά πράγματα· δέν γίνεται᾿᾿. «Τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ» (στ. 27), ὅπως τελειώνει ὁ Κύριος. Ὄχι μόνον, ὅσο κι ἄν εἶναι δύσκολο νά πουλήσει κανείς τά πλούτη του, μπορεῖ νά τά πουλήσει καί νά τά δώσει στούς φτωχούς καί ν᾿ ἀκολουθήσει τόν Κύριον, ὄχι μόνον μπορεῖ νά ἀπαγκιστρωθεῖ κανείς ἀπό τήν ἄλφα ἀδυναμία του, ἀπ᾿ τή βῆτα ἀδυναμία του, καί ἄρρωστα ἀκόμη πράγματα, ἐφόσον ἡ ὅλη ἀσθένεια λειτουργεῖ ἔτσι πού κάνει τήν ψυχή νά κινδυνεύει ἡ σωτηρία της, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ· «τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ», ὁ Θεός ἔχει τήν δύναμη νά τά γιατρεύσει ὅλα.

Τό «ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις» δέν πηγαίνει στό ῾῾ἔ, νά, δυνατός εἶναι ὁ Θεός καί τόν πλούσιο νά σώσει τελικά, δυνατός εἶναι ὁ Θεός νά σώσει κι ἐκεῖνον πού κρατάει περίζηλα τήν ὅποια ἀδυναμία του καί δέν ἀπαγκιστρώνεται ἀπ᾿ αὐτήν᾿᾿· δέν εἶναι τόσο αὐτό ἀλλά «τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ» σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θά κάνει τόν ἄνθρωπο νά μπορέσει νά λυτρωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό τό ὁποῖο τόν αἰχμαλωτίζει καί τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια· ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός νά ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό, νά λυτρωθεῖ, νά ξεφύγει ἀπ᾿ αὐτό. Καί ἔτσι ἀκριβῶς «τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ», θά πραγματοποιηθεῖ καί στήν δική του ψυχή αὐτό τό θαῦμα. Αὐτό πού νομίζει ὅτι ἀπ᾿ τήν ἀνθρώπινη πλευρά δέν γίνεται, θά τό κάνει ὁ Θεός καί θ᾿ ἀνοίξει ὁ δρόμος γιά τήν αἰώνιο ζωή, γιά τήν αἰώνιο βασιλεία, πού ρωτάει καί ὁ νέος ἐδῶ τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

24-11-1996

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ὅπως φώτισε ο Θεός»