π. Τιμοθεος
A+
A
A-

46. Λαμπάδα συνεχῶς ἀναμμένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ

{Εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά μᾶς σήμερα}

Τό πρωί πού κάναμε στό Πανόραμα μνημόσυνο γιά τόν π. Τιμόθεο, εἴπαμε κάποια στιγμή ὅτι τά χρόνια περνοῦν, ἡ ζωή κυλάει, καί νά μή χάνουμε ἄσκοπα τόν καιρό μας καί νά μή ζοῦμε ἔτσι πού βλάπτουμε τίς ψυχές μας. Τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά νομίζουμε ἐμεῖς καί ὅπως τά καταλάβαμε ἐμεῖς. Ὁ δρόμος στόν ὁποῖο βρισκόμαστε, δέν εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι αὐτά πού κάνουμε καί αὐτά πού ζοῦμε εἶναι ἀρεστά στόν Θεό. Δέν εἶναι ἔτσι.

Δέν ξέρω τί θά κάνουμε, πάντως τό συντομότερο νά φροντίσουμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τίς παγίδες στίς ὁποῖες πέσαμε, καί τίς ὁποῖες ἤ ὁ διάβολος μᾶς τίς ἔφτιαξε ἤ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Καί, καθώς εἴμαστε παγιδευμένοι, μπορεῖ νά κραυγάζουμε, ἀλλά δέν ὑπάρχει ἔλεος ἀπό πουθενά.

Γιά τόν Θεό δέν εἶναι δύσκολο τόν καθένα ἀπό μᾶς νά ὁδηγήσει, νά ἐλεήσει· τόν καθένα ἀπό μᾶς νά φωτίσει, νά σώσει, νά ἁγιάσει. Ἀφοῦ ἀποφάσισε νά κάνει αὐτό πού ἔκανε, πού πέθανε δηλαδή γιά μᾶς, ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ σωτηρία εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί πολύ εὔκολο, γιατί εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς μπερδεύουμε τά πράγματα.

Καί ἔτσι αἰσθάνομαι ὅτι ἡ περίπτωση τοῦ π. Τιμοθέου, τό πρόσωπο π. Τιμόθεος, στόν ὁποῖο ἔχουμε ἀφιερώσει αὐτή τήν αἴθουσα, ἡ ζωή του, τό ὅλο πνεῦμα του, ὁ ἀγώνας του –μπορεῖ νά κάνω λάθος· ἀλλά κάτι μοῦ λέει πώς ἔτσι εἶναι– εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά μᾶς σήμερα. Γιά μᾶς, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ξέρουμε πολλά, μπορεῖ νά ἀκοῦμε καί νά διαβάζουμε πολλά καί νά διαθέτουμε καί μέσα πολλά, ἀλλά τελικά εἴμαστε ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, ἔξω ἀπό τόν δρόμο, ἔξω ἀπό τό καθαρό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό αὐτό πού σώζει τόν ἄνθρωπο, καί τόν κάνει νά αἰσθάνεται ὅτι προχωρεῖ πρός τήν αἰώνια σωτηρία.

Ὅπως εἴπαμε καί τό πρωί στό μνημόσυνο, ὁ π. Τιμόθεος ἐκοιμήθη στή Λυών τῆς Γαλλίας στίς 23 Ἰανουαρίου 1954. Τήν ἑπομένη ἦταν Κυριακή καί ἑτοιμαζόταν νά πάει στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς πόλεως, γιά νά λειτουργήσει. Ἔφυγε γιά τή Γαλλία μέ τό τραῖνο στίς 22, ἄν δέν ἀπατῶμαι, Ὀκτωβρίου τοῦ 1953. Τόν ξεπροβοδίσαμε στόν σταθμό, καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἀπό τό μυαλό κανενός δέν περνοῦσε ἔστω καί μιά ὑποψία ὅτι ἦταν δυνατό νά μήν ξαναγυρίσει. Καί ὅμως, δέν ξαναγύρισε. Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός.

{Ἕνας λόγος πού πῆρε ὁ Θεός νωρίς τόν π. Τιμόθεο}

Εἶπα καί τό πρωί ὅτι, ὅπως πιστεύω, μπορεῖ νά κάνω λάθος, τόν πῆρε ὁ Θεός, διότι, ὅ,τι εἶχε νά πεῖ, τό εἶπε, ὅ,τι εἶχε νά δώσει, τό ἔδωσε. Κήρυξε τόν καθαρό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε τό καθαρό μήνυμα τῆς σωτηρίας, ἑτοιμάστηκε μέσα στά λίγα χρόνια πού ἔζησε, τόν ἑτοίμασε δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ –αὐτό πού ἄλλοι θέλουμε χρόνια καί χρόνια καί νά δοῦμε τί θά γίνει– καί τόν πῆρε. Καί ἀπό μιά πλευρά εἶναι εὐνοημένος ἀπό τόν Θεό, καί ἦταν ἰδιαίτερη χάρη τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν τό ὅτι τόν πῆρε, καί δέν ἔζησε νά δεῖ ὅλα αὐτά πού ἀκολούθησαν ἀπό τότε μέχρι σήμερα καί ὅλα ὅσα συμβαίνουν σήμερα.

Δέν ἔζησε νά δεῖ τήν ἰσοπέδωση πού ὑπάρχει σήμερα. Ὄχι μόνο τό ἰσοπεδωτικό πνεῦμα πού ὑπάρχει στήν ὅλη κοινωνία, ἀλλά τό ἰσοπεδωτικό πνεῦμα τό ὁποῖο εἰσέβαλε καί στίς χριστιανικές κοινωνίες, στίς χριστιανικές ὁμάδες, στούς χριστιανικούς κύκλους καί στούς καλούς χριστιανούς.

Κάποτε ἁμάρταναν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἄν ἔρχονταν σέ μετάνοια, ὄντως ἔρχονταν σέ μετάνοια, καί ἐρχόταν σωτηρία στίς ψυχές. Τώρα δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα. Δέν ἔχουν συναίσθηση οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἁμαρτάνουν, δέν ἔχουν συναίσθηση ὅτι τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο, εἶναι ἁμαρτίες, ὅτι εἶναι πράγματα πού δέν τά θέλει ὁ Θεός, πού τά βδελύσσεται ὁ Θεός. Δέν ἔχουν καμιά συναίσθηση. Ἑπομένως, ἡ μετάνοια εἶναι πλημμελής, ἡ μετάνοια εἶναι ρηχή, ἡ μετάνοια εἶναι ἐπιφανειακή, καί ὅλα αὐτά πού λέγονται, ὅτι τάχα μετανοοῦμε, εἶναι ψεύτικα. Δέν πάει στό βάθος τῆς ψυχῆς ἡ μετάνοια, δέν δέχεται ἡ ψυχή στό βάθος της τή μετάνοια, γιά νά ἀνασκαλευθεῖ ὅλη ἡ ἀπωθημένη κατάσταση πού εἶναι ἐκεῖ, νά βγεῖ ὅλη ἡ βρωμιά, ὅλη ἡ ὑποκρισία, ὅλη ἡ πονηριά, ὅλο τό κακό πού ἔκανε ὁ διάβολος, καί νά τό νιώσει ὁ ἄνθρωπος, νά τό συναισθανθεῖ καί νά μετανοήσει ἀληθινά, ὥστε νά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, καί νά μπεῖ σέ δρόμο Θεοῦ.

Ἄλλη τακτική ὑπάρχει σήμερα, πού εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη· θά χαθοῦμε καί δέν θά τό καταλάβουμε. Ἀφήσαμε νά κερδίσει μέσα στήν ψυχή μας ἔδαφος ἡ ἁμαρτία, καί μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή φαίνεται ὡς ἁμαρτία. Ὅπως, καθώς πέφτεις κάτω καί λερώνεσαι, τό βλέπεις καί λαμβάνεις τά μέτρα σου, ἔτσι κάποτε ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, τό ἔβλεπε, μετανοοῦσε, καί ὁ Θεός, καθώς εἶναι ἐλεήμων, τόν δεχόταν. Τί θά γίνει τώρα, πού δέν μετανοεῖς, πού δέν ἔχεις καμιά συναίσθηση ὅτι ἁμαρτάνεις, πού χίλια δυό πράγματα, σύμφωνα μέ τό ὅλο πνεῦμα πού ὑπάρχει στήν κοινωνία, τά δικαιολογεῖς;

Πῆρε ὁ Θεός τόν π. Τιμόθεο στήν ἄλλη ζωή, γιά νά μή δεῖ ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν, καθώς πονοῦσε πολύ ἡ ψυχή του γιά τήν ἁμαρτία, γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν ἄνθρωπο πού κινδυνεύει νά χαθεῖ.

{Μπροστά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλα ἐξαφανίζονταν}

Ἡ πιό κουραστική ἐργασία γιά τόν π. Τιμόθεο ἦταν ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Στό τέλος κάθε Λειτουργίας –μή φανεῖ παράξενο– ἦταν σάν πεθαμένος, καθώς ζοῦσε ὅλο τό μυστήριο. Μή σπεύσουμε νά ποῦμε ὅτι «συναποθνήσκει κανείς μέ τόν Χριστό καί συνανίσταται». Ναί, ἀλλά τά πράγματα δέν εἶναι ἔτσι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε, καί ὅπως ἐμεῖς ἴσως τά ζοῦμε. Ἀμέσως νιώθουμε τάχα ὅτι ἀναστηθήκαμε καί ἀμέσως νιώθουμε ὅτι τάχα εἶναι ὡραῖα τά πράγματα μέσα μας.

Ὁ π. Τιμόθεος μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα πέθαινε. Δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ἀλλιῶς τή θεία Λειτουργία. Ξεχνοῦσε τόν ἑαυτό του, ξεχνοῦσε τίς ὅποιες ἀνθρώπινες δυσκολίες εἶχε, καί πέθαινε μαζί μέ τόν Χριστό. Καί φυσικά, κάθε φορά εἶχε καί νέα βιώματα ἀναστάσεως. Μετά ἀπό τή θεία Λειτουργία –δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, ἀλλά εἶναι μιά ἀλήθεια, μεγάλη ἀλήθεια– τίποτε δέν μποροῦσε νά κάνει. Δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, καθώς ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί θά πεῖ νά πεθάνουμε μέ τόν Χριστό, νά δώσουμε ὅλο τό θέλημα, ὅλο τό ἐγώ, ὅλο τό ἀνυπότακτο πνεῦμα πού ὑπάρχει μέσα μας στόν Θεό καί νά ὑποταχθοῦμε στόν Κύριο, ὥστε νά πεθάνουν ὅλα μέσα μας. Καί φυσικά, στή θεία Λειτουργία ἐλάμβανε ὁ π. Τιμόθεος τήν καινούργια ζωή καί συνέχιζε τήν πνευματική ἐργασία.

Θέλω νά πῶ στή συνέχεια ὅτι ὁ π. Τιμόθεος συναπέθνησκε μέ τήν καθεμιά ψυχή, πού δεχόταν στό ἐξομολογητήριο, ἡ ὁποία ἐρχόταν μετανοημένη νά πεῖ τίς ἁμαρτίες της, νά φανερώσει τίς πληγές της. Τόσο πονοῦσε ἡ ψυχή του, τόσο ζοῦσε αὐτό τό μυστήριο, τόσο δινόταν σ᾿ αὐτό! Ἐρχόταν στή θέση τῆς ψυχῆς καί πονοῦσε, πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός, πού ὁ ἄνθρωπος πέφτει, πληγώνεται, κινδυνεύει, ἀλλά καί ζοῦσε αὐτό τό μυστήριο. Καί ἔτσι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο μετά τή θεία Λειτουργία ἦταν σάν «πεθαμένος», ἀλλά καί μετά ἀπό τήν ἐξομολόγηση ἔνιωθε ἀνάλογα, καθώς συνέπασχε μέ τόν καθένα. Συνέπασχε γιά τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί εὐφραινόταν ἡ ψυχή του, καθώς μιά πληγωμένη, μιά ἁμαρτωλή ψυχή μετανοοῦσε καί ἀνασταινόταν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Συνέπασχε μέ τόν καθένα καί ἐπίσης ἀνασταινόταν μαζί του.

Ὁ π. Τιμόθεος εἶχε αὐτό τό χαρακτηριστικό: δέν ζοῦσε ὅλες αὐτές τίς καταστάσεις ἐξωτερικά, ἐπιφανειακά, ὅπως ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μήν τυχόν δυσκολευτεῖ, μήν τυχόν δυσαρεστηθεῖ, μήν τυχόν χάσει τήν ἡσυχία του, τήν ἀνάπαυσή του. Δέν ἤξερε τέτοια πράγματα. Μπροστά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦσε νά σταθεῖ κανένα ἐμπόδιο· ὅλα παραμέριζαν, ὅλα ἐξαφανίζονταν. Δέν ἔκανε συγκαταβάσεις στόν ἑαυτό του, δέν χρησιμοποιοῦσε ἡμίμετρα, δέν ἔπαιζε, ἀλλά μέ πολλή εἰλικρίνεια, μέ πολλή ταπείνωση, πολύ ἀληθινά πίστευε στόν Χριστό καί δινόταν στό θέλημά του. Γι᾿ αὐτό καί ἔφυγε τόσο γρήγορα. Ἐμεῖς πού ζήσαμε κοντά του δέν θυμόμασταν ποτέ νά εἶχε προβλήματα καρδιᾶς. Καί ὅμως, ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά σταματήσει ἡ καρδιά του καί νά φύγει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, γιατί ἀκριβῶς ζοῦσε ἔτσι τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως ἔγραφε κάποτε: «Σκεφθεῖτε μιά ὁμάδα πού μπαίνει μέσα σέ ἕναν ἀγωνιστικό χῶρο γιά νά ἀγωνιστεῖ. Καί ἐνῶ μπαίνει γιά νά ἀγωνιστεῖ, ὁ ἕνας ἀπό δῶ καί ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ κοιτοῦν ποῦ θά βροῦν καμιά καλή θέση νά καθίσουν καί ποῦ θά μπορέσουν νά ξαπλώσουν γιά νά ἀναπαυθοῦν. Γιά νά ἀγωνιστοῦν μπαίνουν ἐκεῖ μέσα καί ὄχι γιά νά ἐξασφαλίσουν ἀνάπαυση». Στόν κόσμο αὐτόν εἴμαστε γιά νά ἀγωνιστοῦμε. Καί γι᾿ αὐτό ὄχι μόνο στήν πράξη ἀλλά καί στή σκέψη του ἀκόμη ὁ π. Τιμόθεος δέν ἄφηνε περιθώρια νά ἐπιζητήσει ἀνάπαυση πέρα ἀπό ἐκείνη πού ἔχει ἀνάγκη ὁ κάθε ἄνθρωπος. Δέν ἐπέτρεπε στόν ἑαυτό του νά ξεφύγει λίγο, νά χασομερήσει λίγο, νά τό διασκεδάσει τό πράγμα. Τίποτε ἀπό αὐτά. Ἦταν λαμπάδα συνεχῶς ἀναμμένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἕτοιμος στό καθῆκον πού εἶχε, νά κάνει δηλαδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

{Κεφάλαιο καθαρό, κεφάλαιο γνήσιο}

Ἀπό τό ἕνα μέρος τόν πῆρε ὁ Θεός, γιά νά μή δεῖ ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν, γιατί δέν θά τά ἄντεχε, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά μήν τά ἀντέχει. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, καθώς τόν πῆρε ὁ Θεός ἐγκαίρως, εἶναι ἕνα κεφάλαιο. Κεφάλαιο καθαρό, γνήσιο, κεφάλαιο στό ὁποῖο δέν μπῆκαν ἄλλα πράγματα νά τό ἀλλοιώσουν, νά τό ἀλλάξουν, νά τό προσαρμόσουν τάχα καί νά τό χαλάσουν.

Καθώς ἐγώ προσωπικῶς δέν ξέρω ἐάν θά ζῶ, ὅταν θά συμπληρωθοῦν τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του –πολλοί ἀπό σᾶς θά ζεῖτε– καί μπορεῖ οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές στή μνήμη τοῦ π. Τιμοθέου νά εἶναι γιά μένα οἱ τελευταῖες, γι᾿ αὐτό αὐτές τίς ἡμέρες μέ συνέχουν ὅλα αὐτά. Ἔχω πεῖ, ὅπου χρειαζόταν, τήν ἑβδομάδα πού μᾶς πέρασε καί τήν προηγούμενη ἐπίσης, ἀλλά καί τώρα θέλω νά πῶ ὅτι κάτι μοῦ λέει πώς ὁ Θεός θέλει νά γίνει ἕνας σταθμός τό κεφάλαιο πού λέγεται π. Τιμόθεος, καί, ὅσο μποροῦμε, νά τό γνωρίσουμε.

Αὐτό τό κεφάλαιο εἶναι μιά παρακαταθήκη μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης καί στήν ὅλη Ἐκκλησία, ἀλλά πρωτίστως σ᾿ ἐμᾶς πού τόν γνωρίσαμε καί χρηματίσαμε πνευματικά του παιδιά. Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι, ὅσο περισσότερο τό πλησιάζουμε, ὅσο περισσότερο τό ἀγγίζουμε, ὅσο περισσότερο ἐπηρεαζόμαστε ἀπό αὐτό, τόσο ἀληθινότεροι θά γίνουμε, καί θά βοηθηθοῦμε κατά πολύ πρακτικό τρόπο νά βγοῦμε ἀπό αὐτό τό τέλμα στό ὁποῖο βρεθήκαμε, ἕνεκα τοῦ ὅλου πνεύματος πού ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία καί ἔχει προσβάλει καί τούς χριστιανούς.

Νά γίνουμε πιό γνήσιοι, πιό ἀληθινοί. Πιό πολύ καί πιό ἀληθινά νά πιστεύουμε στόν Χριστό. Νά ἀγαπήσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀγαπήσουμε τίς ἐντολές του καί αὐτό νά εἶναι τό μέλημά μας. Γι᾿ αὐτό νά χτυπάει ἡ καρδιά μας, αὐτό νά εἶναι ὁ καημός μας, αὐτό νά εἶναι ὁ πόθος μας καί ὄχι πολλά ἄλλα, τά ὁποῖα μπορεῖ νά φαίνονται καλά, ἀλλά μᾶς ἀποπροσανατολίζουν καί μᾶς κάνουν νά εἴμαστε –νά μέ συγχωρεῖτε– νερόβραστοι.

Πῆρε λοιπόν ὁ Θεός τόν π. Τιμόθεο ἀπό τό ἕνα μέρος γιά νά τόν φυλάξει, γιά νά τόν προλάβει νά μή δοῦν τά μάτια του καί νά μή ζήσει ὅλη αὐτή τήν ἀλλοίωση πού ὑφίσταται τό γνήσιο χριστιανικό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί τό γνήσιο ὀρθόδοξο βίωμα. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, γιά νά ἔχουμε ἀκέραιο, ἀτόφιο, καθαρό κεφάλαιο τήν ὅλη ζωή του, τήν ὅλη βιοτή του. Προσωπικῶς, ἔτσι αἰσθάνομαι καί τό διακηρύσσω μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου. Ὅσοι νομίζετε ὅτι μπορεῖτε καί χρειάζεται νά ἀκούσετε, νά προσέξετε, νά ἐπηρεαστεῖτε, νά τό κάνετε, γιά νά βάλουμε ὄντως μιά καινούργια ἀρχή, γιά νά κάνουμε ἕνα καινούργιο ξεκίνημα ἐμπνεόμενοι ἀπό αὐτό τό γνήσιο πνεῦμα, ἀπό τό καθαρό αὐτό πνεῦμα, πού δέν εἶναι θεωρία, δέν εἶναι κάποιες σκέψεις, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τοῦ π. Τιμοθέου.

{Ὅσοι τόν γνώρισαν, ὁμολογοῦν: ὁ π. Τιμόθεος ἦταν κάτι ἄλλο}

Τί νά ποῦμε; Ἐάν συνεχίσουμε ἔτσι, θά μπορούσαμε νά μιλοῦμε δυό τρεῖς ἑβδομάδες. Δέν τελειώνουν αὐτά. Πολλά εἶναι, ὅταν θέλει κανείς νά πεῖ πολλά, καί ἐπίσης εἶναι λίγα, ὅταν θέλει νά πεῖ λίγα.

Ἐκεῖνο πού θέλω νά πῶ ἀκόμη εἶναι ὅτι ὁ π. Τιμόθεος εἶχε καί αὐτός τήν ἱστορία του, τήν πορεία του, εἶχε καί αὐτός τά διάφορα τῆς ζωῆς. Στήν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε θεολογία, ὅσοι τόν γνώρισαν, τό λένε καί τό ὁμολογοῦν: ὁ π. Τιμόθεος ἦταν κάτι ἄλλο. Ἡ καρδιά του, πού ἦταν συνεχῶς ζεστή, συνεχῶς θερμή, συνεχῶς ζωντανή, δέν μποροῦσε νά μείνει στά συνηθισμένα. Εἶχε πόθο. Πόθο νά ἀγαπήσει τόν Χριστό καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νά γίνει παρανάλωμα.

Τότε, τίς ἡμέρες πού ἐκοιμήθη, ἔγραφε ἕνας ἀρχιμανδρίτης, πού σήμερα εἶναι μητροπολίτης, ὅτι, ὅταν τόν γνωρίσαμε ὡς συμφοιτητή –ὅλοι ἦταν νεώτεροί του– δέν δυσκολευτήκαμε, δέν ἀργήσαμε νά καταλάβουμε ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μέ κάτι τό ἰδιαίτερο, καί δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού ἀμέσως τόν περιέβαλαν καί ἄρχισαν νά ἐπηρεάζονται ἀπό τά λόγια του, ἀπό τήν ὅλη ζωή του καί νά ἐμπνέονται ἀπό τόν βαθύτερο καημό του, ἀπό τούς πόθους του. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιάστηκαν καί ἔδειξαν ὅτι μαζί του θά ἤθελαν νά κάνουν πολλά πράγματα.

Ἄλλο αὐτό πάλι, τό ὁποῖο συμβαίνει συχνά μέσα στήν κοινωνία: πόσες φορές πόσοι δείχνουν ὅτι ἐνθουσιάζονται, ὅτι ἔχουν διάθεση! Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἐνθουσιάζεται καί ἐμπνέεται καί εἶναι πρόθυμος νά κάνει πολλά, ἀλλά ἕως ἐκεῖ πού πρέπει νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του. Μόλις ἔρθει ἐκείνη ἡ κρίσιμη ὥρα, δέν ἔχει διάθεση νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του καί νά γίνει τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει ὄργανο τοῦ Χριστοῦ, καί νά τόν ἀναλάβει ὁ Χριστός. Προχωρεῖ κανείς ὥς ἐκεῖνα τά μέτρα πού θά ζήσει καί τή ζωή του, πού δέν θά πάθει τίποτε ὁ ἑαυτός του καί θά κάνει καί τά πνευματικά πράγματα. Ἔτσι λοιπόν, πολύ γρήγορα ὁ π. Τιμόθεος βρέθηκε μόνος. Δέν τά λέμε αὐτά μέ τή διάθεση νά κακίσουμε κάποιους. Καθόλου. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Μετά ἀπό τήν Ἀθήνα ὅπου φοιτοῦσε, καί ἀφοῦ ἔκανε γιά λίγο στήν Κοζάνη, βρέθηκε ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί τόν γνώρισα τό φθινόπωρο –Ὀκτώβριος μήνας πρέπει νά ἦταν– τοῦ 1946.

{Ἐγώ τόν δέχθηκα μέσα στήν ψυχή μου ὡς οὐράνιο δῶρο}

Δέν ξέρω τί ἔνιωθαν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, δέν ξέρω πῶς τό ἔπαιρναν καί τί καταλάβαιναν, ἀλλά ἐγώ τόν δέχθηκα μέσα στήν ψυχή μου ὡς οὐράνιο δῶρο, καί κυριολεκτικά αἰχμαλωτίστηκε, μέ τήν καλή ἔννοια, ἡ ψυχή μου. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, γιά μένα δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά ὁ π. Τιμόθεος, ἀλλά βέβαια γιά τόν Χριστό. Ὑπῆρχε ὁ Χριστός διά στόματος τοῦ π. Τιμοθέου.

Ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Νέστωρ στό στάδιο, ὅταν πῆγε νά παλέψει μέ τόν Λυαῖο: «Ὁ Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι». Καί φυσικά, λέγοντας αὐτό οὔτε προσκόλληση εἶχε στόν ἅγιο οὔτε ἦταν αὐτό κάτι τό ἐπιλήψιμο. Ὁμολογοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ὅτι βρῆκε τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά τόν βρῆκε διά στόματος τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τόν βρῆκε ὅπως τοῦ τόν κήρυξε, ὅπως τοῦ τόν παρέδωσε, ὅπως τοῦ τόν φανέρωσε αὐτός ὁ ἅγιος.

Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει μεγάλη σημασία αὐτή ἡ ἀλήθεια. Δέν φθάνει ἁπλῶς νά λές ὅτι γνωρίζεις τόν Χριστό, ὅτι πιστεύεις στόν Χριστό καί διαβάζεις ἀπό δῶ, διαβάζεις ἀπό κεῖ, ἀκοῦς ἀπό δῶ, ἀκοῦς ἀπό κεῖ. Δέν φθάνει αὐτό. Ὁ Χριστός, πού ἔζησε μαζί μέ τούς μαθητάς, τούς ἔδωσε διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου τή ζωή του. Ὥς τότε, ἄκουγαν ἁπλῶς τά λόγια του, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά τόν καταλάβουν, ἔστω κι ἄν ἦταν μαζί του. Καί οἱ Ἀπόστολοι παίρνουν αὐτό πού λέγεται ἐν Χριστῷ ζωή, πού λέγεται θεία ζωή, πού λέγεται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή, τό ὁποῖο ζοῦν καί τό μεταδίδουν. Δέν τό παίρνουν ὡς μεταφορεῖς ἀλλά ὡς θεοφόροι, καί αὐτό μεταδίδουν. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση, ἡ βαθύτερη ἔννοια τῆς παραδόσεως.

Ὅλη ἡ χριστιανική ζωή εἶναι παράδοση. Παραδίδεται ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο. Οmnes vivum, δηλαδή κάθε ζωντανό ὄν προέρχεται ἀπό ἄλλο ζωντανό ὄν, γιά νά θυμηθοῦμε, μέ πνευματική σημασία στήν περίπτωσή μας, αὐτό πού ἔλεγε ὁ Παστέρ. Θά γίνεις χριστιανός ἀπό χριστιανό. Ὁ Χριστός θά σέ κάνει, ἀλλά διά μέσου τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, διά μέσου τοῦ ἀνθρώπου τῆς Ἐκκλησίας.

Γνώρισα τόν π. Τιμόθεο καί ἔζησα μαζί του ἀπό τό 1946 ὥς τό 1953. Δέν εἶναι πολλά τά χρόνια. Εἶναι πολύ λίγα, καί ὅμως σάν νά ἔζησα ἕναν αἰώνα καί παραπάνω. Τόσα πολλά εἶδα, τόσα πολλά ἄκουσα, τόσα πολλά διαπίστωσα, τόσα πολλά ἔζησα. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, τόσα πολλά πῆρα, ἄσχετα ἀπό τή δική μου –πῶς νά τό πῶ;– κατάσταση, πού δέν ἦταν καθόλου κατάλληλη. Ἀλλά ὁ Θεός βρίσκει τρόπο καί στόν πιό ἀκατάλληλο νά δώσει τό Πνεῦμα του, τή χάρη του, τή ζωή του, νά δώσει τό πᾶν. Καί οἱ κατάλληλοι καί οἱ ἀκατάλληλοι ἀπό τόν Θεό δημιουργήθηκαν. Καί οἱ κατάλληλοι καί οἱ ἀκατάλληλοι τοῦ Θεοῦ εἶναι.

Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά ἀπευθυνθῶ στόν καθένα πού αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε, ὅτι εἶναι ἀκατάλληλος, πού αἰσθάνεται ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι κάτι εἶναι, ἐνῶ αὐτός δέν εἶναι, καί νά πῶ: «Μή φοβάστε. Κι ἐμᾶς τούς ἀκατάλληλους, πού εἴμαστε ἕνα τίποτε, ὁ Θεός μᾶς ἔφτιαξε. Δέν θά μᾶς πετάξει. Γιά πέταμα εἴμαστε, ἀλλά δέν θά τό κάνει ὁ Θεός». Καί μάλιστα στούς ἀκατάλληλους ὁ Θεός δείχνει περισσότερο τήν ἀγάπη του, δείχνει περισσότερο τή συγκατάβασή του, καί δίνει τή χάρη του.

Ὅσοι συνδεθήκαμε κάπως ἰδιαίτερα μέ τόν π. Τιμόθεο, ζήσαμε μαζί του αὐτά τά λίγα χρόνια, πού ἦταν σάν ἕνας αἰώνας. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἄργησαν νά περάσουν τά χρόνια αὐτά· πέρασαν πολύ γρήγορα, ἀλλά μάθαμε τόσα, σάν νά ζήσαμε μαζί του ἕναν αἰώνα. Μάλιστα, ἐγώ προσωπικῶς μέσα σ᾿ αὐτό τό διάστημα στρατεύθηκα κιόλας, ἀρρώστησα, καί ἕνα δυό χρόνια ἤμουν στά νοσοκομεῖα. Στήν ἀρρώστια μου φάνηκε ἡ ἀγάπη τοῦ π. Τιμοθέου καί ἡ ὅλη φροντίδα του γιά μένα. Θά τολμοῦσα νά πῶ: μαζί ἀρρωστήσαμε καί μαζί θεραπευθήκαμε. Τόσο ἔνιωθα τήν ἀγάπη του, τόσο ἔνιωθα τή στοργή του. Ἦταν μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά περάσουμε καί ἀπό κεῖ, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Θεός ὅπου μᾶς ὁδήγησε καί ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ καί ὅπου θά μᾶς φθάσει. Ὅλα εἶναι μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.

Ζήσαμε ἀνεπανάληπτες ὧρες, ἀνεπανάληπτες ἡμέρες. Ἔπρεπε στήν ἕδρα αὐτή νά εἶναι ἄλλοι πιό εἰδικοί σ᾿ αὐτά, γιά νά μιλήσουν. Ἐγώ, καθώς εἶμαι φτωχός σέ ὅλα, δέν μπορῶ νά πῶ τίποτε. Ἄλλοι πού εἶναι τώρα μέσα σ᾿ αὐτή τήν αἴθουσα καί οἱ ὁποῖοι τόν ἔζησαν ὅσο κι ἐγώ καί περισσότερο καί κατάλαβαν περισσότερα καί ἔχουν τή δυνατότητα νά μιλήσουν, θά μποροῦσαν νά ποῦν τί νιώθαμε, ὅταν μᾶς ἔκανε τά ἄλφα μαθήματα, τά βῆτα μαθήματα, τίς ἄλφα συνάξεις, τίς βῆτα συνάξεις, πού εἶχε ἡ καθεμιά τό θέμα της. Τί νιώθαμε ὄχι ἁπλῶς ἀπό αὐτά τά ὁποῖα λέγονταν, ἀλλά καί ἀπό τό πῶς λέγονταν καί ἀπό ποιόν λέγονταν. Ἐγώ, ὁ τίποτε, ἔνιωσα πάρα πολλές φορές νά εἶμαι μέσα στόν παράδεισο. Διερωτόμουν: «Ὑπάρχει ἄλλος παράδεισος;» Ὄχι ὅτι δέν ὑπάρχει παράδεισος, ἀλλά, νά, ἔτσι ἀρχίζει ὁ παράδεισος.

{Τί δυσκολίες, τί πειρασμούς περάσαμε!}

Ἐγώ ἔπλεα σέ πελάγη, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, εὐτυχίας, χαρᾶς καί ξενοιασιᾶς, καί δέν ἤξερα, ὁ καημένος, τί μέ περίμενε. Ὁ Θεός οἰκονόμησε τά πράγματα ἔτσι, καί ἦρθε ἡ ὥρα πού ἔφυγε ὁ π. Τιμόθεος ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, χωρίς νά τό περιμένουμε, καί χωρίς νά πηγαίνει καθόλου τό μυαλό μας σ᾿ αὐτό. Ἦταν οἰκονομία Θεοῦ τό ὅτι πῆγε στό ἐξωτερικό καί ἐκεῖ ἐκοιμήθη, διότι, ὅταν κάνει κανείς ἕνα μακρινό ταξίδι, κατά κανόνα τακτοποιεῖ τά διάφορα θέματά του καί δέν ἀφήνει ἐκκρεμότητες. Καί πραγματικά, τά πάντα ἦταν τακτοποιημένα, σάν νά ἔφευγε, χωρίς νά πρόκειται νά γυρίσει.

Εἶπα προηγουμένως ὅτι δέν ἤξερα τί μέ περίμενε. Τί δυσκολίες περάσαμε, τί πειρασμούς περάσαμε! Κυρίως ἐγώ προσωπικῶς. Ἄλλοι ἴσως ὄχι. Ἀλλιῶς ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει καί εἶχε κανονίσει γιά ἄλλους. Τότε πού τά πέρασα, τότε πού τά ἔζησα, δέν τά καταλάβαινα πολύ καλά· ἀργότερα τά ζύγισα, τά ἀξιολόγησα τά πράγματα καί κατέληξα σ᾿ αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: «Ἀνάγκη ἐλθεῖν τά σκάνδαλα» (Ματθ. 18, 7).

Πολλά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβαίνουν, πολλά ἐπιτρέπει νά περνοῦμε, γιατί ἀλλιῶς δέν βρίσκει κανείς τόν δρόμο του, δέν βρίσκει ἀληθινά τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Χίλια δυό πράγματα πού δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἄχρηστα μπορεῖ νά εἶναι πάνω σου, μπορεῖ νά εἶναι μέσα στήν καρδιά σου, μέσα στήν ψυχή σου, τά ὁποῖα σέ ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Καί γι᾿ αὐτό οἰκονομεῖ ὁ Θεός νά ἔρθουν τέτοιες καταστάσεις, ὥστε νά περάσει κανείς δυσκολίες, νά περάσει μέσα ἀπό καμίνια, μέσα ἀπό πειρασμούς, γιά νά μπορέσει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά καί νά βρεῖ τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καί τοῦ ζῆν» (Β´ Κορ. 1, 8). Ὑποθέτω ὅτι ἐννοεῖ πώς ἔφθασε μέχρι τό σημεῖο νά κινδυνέψει καί ἡ ζωή του. Τώρα θά λέγαμε ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις, ἴσως ὄχι σέ ὅλες, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά τρανταχτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔτσι πού νά τοῦ μένει μόνο ὁ Θεός καί νά λέει: «Ἄν μέ σώσεις, Θεέ μου, σώθηκα. Ἄν δέν μέ σώσεις, εἶμαι χαμένος». Καί ἔτσι πιάνεται κανείς ἀπό τόν Θεό, πιστεύει στόν Θεό, γίνεται τοῦ Θεοῦ, καί τόν ἀναλαμβάνει ὁ Θεός.

Πολλές φορές πηγαίνει τό μυαλό μου στούς ἀγγέλους. Κάποια στιγμή κάτι συνέβη, καί ὅσοι ἦταν νά πέσουν, ἔπεσαν, καί ὅσοι ἦταν νά μείνουν, ἔμειναν. Ἔπεσε ὁ ἑωσφόρος μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού παρέσυρε μαζί του, καί χάθηκαν γιά πάντα. Οἱ ἄλλοι ἔμειναν. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει ἀνέκαθεν καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.

Ἦρθε ὁ Χριστός, καί εἶχε ὁλόγυρά του τούς μαθητάς του. Τόν Θεό ἔχουν μαζί τους, καί ὅμως, καθώς κάποια στιγμή φεύγει ὁ Κύριος, τί δέν γίνεται! Τί δέν γίνεται! Τί συγκλονισμός γίνεται! Τί ταρακούνημα περνοῦν! Καί ὅσοι μένουν, μένουν. Καί εὐτυχῶς ἔμειναν, καί μόνο ἕνας τελικά χάθηκε. Κινδύνεψε καί ὁ Πέτρος, κινδύνεψαν καί οἱ ἄλλοι, καί θά μποροῦσαν νά πάρουν δέν ξέρω ποιούς δρόμους, ἀλλά τελικά χάθηκε μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (Ἰω. 17, 12), ἐνῶ οἱ ἄλλοι τότε βρῆκαν τόν Χριστό.

Αὐτά τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός. Δέν τά φτιάχνουν οἱ ἄνθρωποι οὔτε τά κάνει ὁ διάβολος. Μπορεῖ νά βάζει τήν οὐρά του ὁ διάβολος, ἀλλά ὁ Θεός οἰκονομεῖ καί γίνονται αὐτά τά τραντάγματα, γιά νά γκρεμιστοῦν μέσα στήν ψυχή τά ὅποια εἴδωλα ὑπάρχουν, καί νά ἔρθει ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς σ᾿ αὐτό τό σημεῖο πού θά πεῖ: «Ἤ μέ σώζεις, Θεέ μου, ἤ εἶμαι χαμένος», ὁπότε πιάνεται πραγματικά κανείς ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι, οἱ ἕνδεκα ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ, καί ἦρθε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τούς ἔκανε Ἀποστόλους.

Ἔφυγε ὁ π. Τιμόθεος. Πατήρ Τιμόθεος ἦταν καί τά ἔκανε ὅλα τόσο καλά. Ὅπως ὅμως ἔλεγε ὁ ἴδιος: «Ἐμεῖς κάνουμε αὐτό τό ἔργο. Θά ἔρθουν ἄλλοι μετά ἀπό μᾶς, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν κάτι ἄλλο, ὅπως ὁ Θεός θά τούς φωτίσει. Αὐτά εἶναι ἀνθρώπινα». Ὁ π. Τιμόθεος ἦταν πιασμένος ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν Θεό. Δέν ἦταν προσκολλημένος στό τί ἔκανε ὁ ἴδιος, σ᾿ αὐτό πού ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος, ὥστε, τρόπον τινά, νά τό θεοποιήσει. Θεός εἶναι ὁ Χριστός, καί τό θέλημα στό ὁποῖο ὑποτασσόταν ὁ π. Τιμόθεος ἦταν τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τό δικό του.

Ἔκανε ὅ,τι ἔκανε ὁ π. Τιμόθεος καί τά τακτοποίησε ὅλα καλά. Ὁ Θεός, ἀπό τόν ὁποῖο δημιουργηθήκαμε ὅλοι καί στόν ὁποῖο πηγαίνουμε ὅλοι καί θά δώσουμε λόγο, καί ὁ ὁποῖος γνωρίζει τί πρέπει νά γίνει καί πότε στήν καθεμιά ψυχή, στήν καλοπροαίρετη ψυχή, γιά νά ξεγλιτώσει ἀπό κεῖνο πού πρέπει νά ξεγλιτώσει, ὥστε νά φθάσει στή σωτηρία, ὁ Θεός λοιπόν τόν πῆρε ἀπό τή ζωή αὐτή, καί, καθώς ἔφυγε ὁ π. Τιμόθεος, πολύ, πάρα πολύ ταρακουνηθήκαμε.

{Θέλω νά κάνω μιά ὁμολογία}

Ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, ἀπό τήν ἐξωτερική πλευρά, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀνθρωπίνων σχημάτων τά πράγματα ἔδειξαν ὅτι ἔπρεπε νά κινηθοῦμε κάπως διαφορετικά, μετά ἀπό τό ὅλο ταρακούνημα πού περάσαμε, καί πού πιό πολύ ἴσως –νομίζω· μπορεῖ νά πέφτω ἔξω– τό πέρασα ἐγώ. Θέλω νά κάνω μιά ὁμολογία. Ὅσοι θέλουν τή δέχονται, ὅσοι δέν θέλουν δέν τή δέχονται· ὅσοι θέλουν τήν πιστεύουν, ὅσοι δέν θέλουν δέν τήν πιστεύουν. Ἡ ὁμολογία μου εἶναι ἡ ἑξῆς: πιστεύω ἀκράδαντα πώς ὅλα αὐτά πού κάνουμε, καί πού γίνονται ὅπως γίνονται, ὄχι ἁπλῶς τά εὐλογεῖ ὁ π. Τιμόθεος, ὄχι ἁπλῶς τά ἐγκρίνει, ἀλλά εἶναι δική του ἔμπνευση. Δέν ξέρω πόση παρρησία ἔχει στόν Θεό· αὐτό τό γνωρίζει ὁ Θεός. Ὅταν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, καί μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά εἴμαστε κάπου ἐκεῖ, θά δοῦμε. Πάντως, ἐγώ προσωπικῶς δέν θά μποροῦσα νά κάνω τίποτε, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ πρεσβεῖες τοῦ π. Τιμοθέου, ἄν δέν ἐρχόταν ἀπό κεῖ ἡ ἔμπνευση, ἄν δέν ἐρχόταν ἀπό κεῖ ἡ βοήθεια.

Ὄχι λοιπόν μόνο συμφωνεῖ μέ αὐτά πού κάνουμε –αὐτή εἶναι ἡ ὁμολογία μου, ἔτσι πιστεύω· μπορεῖ νά κάνω λάθος– ἀλλά τίποτε δέν θά εἶχε ξεκινήσει, τίποτε δέν θά εἶχε προχωρήσει, τίποτε δέν θά εἶχε φθάσει ὥς ἐδῶ πού ἔφθασε, ἐάν δέν ἦταν πίσω ἀπό ὅλα ὁ π. Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος μέ τίς προσευχές του στόν Θεό, καθώς εἶναι κοντά του, βοηθάει πρός αὐτή τήν κατεύθυνση. Ἀπό κάποια πλευρά λοιπόν, ὅσο κι ἄν μοιάζει, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι αὐτά τά διάφορα πού γίνονται, γίνονται κάπως διαφορετικά, ὅμως εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ π. Τιμοθέου. Ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐμεῖς πού τόν γνωρίσαμε συνεχίζουμε τό πνεῦμα του, συνεχίζουμε τόν ἀγώνα του, συνεχίζουμε νά πιστεύουμε ὅπως πίστευε ἐκεῖνος καί νά φρονοῦμε ὅπως φρονοῦσε ἐκεῖνος, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖνος βοηθάει, ἐκεῖνος ἐμπνέει, ἐκεῖνος πρεσβεύει στόν Θεό, καί φωτίζει ὁ Θεός. Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά τό πῶ αὐτή τήν ὥρα.

Εἶναι ἄλλοι πού ἔχουν προσόντα, πού ἔχουν ἱκανότητες καί λένε: «Θά κάνω αὐτό, θά κάνω ἐκεῖνο», καί κάνουν. Τί θά γινόταν ἐδῶ; Τίποτε. Ποιός θά τό ἔκανε; Διά πρεσβειῶν τοῦ π. Τιμοθέου ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού δείχνει τί νά κάνουμε. Καθώς παραδοθήκαμε στόν Θεό, καθώς προσπαθοῦμε νά παραδιδόμαστε σ᾿ αὐτόν, ἀνάξιοι πέρα γιά πέρα, ἐκεῖνος φωτίζει νά τά βλέπουμε ἔτσι τά πράγματα, νά πιστεύουμε ἔτσι καί νά ταπεινοφρονοῦμε ἐνώπιόν του. Καθώς παραδιδόμαστε σ᾿ αὐτόν, εἶναι ἐκεῖνος πού συνεχῶς φωτίζει καί συνεχῶς δείχνει τί θέλει νά κάνουμε.

Ἄλλο εἶναι ὡς ἄνθρωπος νά σκέπτεσαι, νά βάζεις κάτω τά χαρτιά σου καί νά λές «θά κάνω αὐτό» καί νά προσεύχεσαι ὁ Θεός νά εὐλογήσει αὐτό πού κάνεις καί νά σέ βοηθήσει νά φέρεις εἰς πέρας αὐτό πού κάνεις, καί ἄλλο εἶναι νά σοῦ δείχνει ὁ Θεός τί νά κάνεις. Κατά κανόνα, ὅταν κανείς δέν ἔχει οὔτε προσόντα οὔτε τίποτε, μόνο ἀπό τόν Θεό περιμένει. Στήν περίπτωση αὐτή, εἶναι ὁ Θεός πού δείχνει, εἶναι ὁ Θεός πού φωτίζει, εἶναι ὁ Θεός πού ὠθεῖ, εἶναι ὁ Θεός πού ἑλκύει, εἶναι ὁ Θεός πού δίνει τά πάντα. Καί ὅλα αὐτά διά πρεσβειῶν τοῦ π. Τιμοθέου.

{«…ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν»}

Ἐκ τῶν ὑστέρων βλέπω ὅτι ὅλα, ὅσα συνέβησαν μετά τόν θάνατό του, ὅσα περάσαμε, εἶναι μέσα στό ὅλο πνεῦμα τοῦ π. Τιμοθέου, εἶναι μέσα στήν ὅλη ζωή του, εἶναι μέσα στό ὅλο ἔργο του, καί γι᾿ αὐτό τά λέω αὐτά, καί ἦταν ὅλα χρειαζούμενα. Δέν γινόταν ἀλλιῶς. Μᾶς ἔβαλε ὁ Θεός στά χέρια του κατά τέτοιο τρόπο, πού δέν μπορούσαμε νά πᾶμε οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά. Ὁ Θεός, ἄν εἶσαι στή διάθεσή του, θά βρεῖ τρόπο νά σέ βάλει στόν μονόδρομό του. Οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά οὔτε πίσω. Μᾶς ἔβαλε στά χέρια του ὁ Θεός, μᾶς ἔβαλε στόν μονόδρομό του. Τόν εὐγνωμονοῦμε, τόν εὐχαριστοῦμε καί, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, μπορεῖ ὁ καθένας μας νά πεῖ: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν μοι; (Ψαλμ. 115, 3.)»

Σκέφτεται κανείς ὅτι σέ καμιά περίπτωση, ἄν ἦταν στό χέρι τό δικό μας, δέν θά κάναμε ὅ,τι ἔγινε μέχρι σήμερα. Ὄχι μόνο κάποιος πού δέν διαθέτει προσόντα, ἀλλά καί ἄλλοι πού διαθέτουν πολλά καί μεγάλα χαρίσματα, τί μποροῦν νά κάνουν, ἄν μείνουν στίς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου; Καί εἶναι δυστυχέστατοι ἐκεῖνοι πού ἐμπιστεύονται τάχα στά προσόντα τους καί στίς ἱκανότητές τους. Ἄν δέν ἀνοίγει δρόμο ὁ Θεός, ἄν δέν σέ ὁδηγεῖ, ἄν δέν σέ ἐπισκιάζει, ἄν δέν σέ ἐμπνέει, ἄν δέν σέ βάζει στό θέλημά του, τί μπορεῖς νά κάνεις; Ἐνῶ, ἄν γίνεις ὄργανό του, ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός «τό κινοῦν», ἐπειδή εἶναι αὐτός πού τά ἔχει ὅλα δικά του καί τά κάνει ὅπως θέλει, καί τό πιό ἄχρηστο πλάσμα νά εἶσαι ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά καί ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων, δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε ὁ Θεός καί δέν θά ἐμποδιστεῖ.

Ἦταν χρειαζούμενα ὅλα αὐτά πού περάσαμε, ἦταν ὅλα ἀπαραίτητα, ἦταν ὅλα εὐλογημένα, ἦταν ὅλα καλά. Ἀπό τή δική μας πλευρά μένει ἡ ἁμαρτία μας, μένουν τά λάθη μας, μένουν τά ὅποια ἀρνητικά ἔχουμε. Μᾶς περνάει ὁ Θεός μέσα ἀπό καμίνια, μέσα ἀπό φωτιές, ἀλλά τελικά μᾶς βγάζει στήν ἀναψυχή, στήν ἀνάπαυση, μᾶς βγάζει στή σωτηρία. «Διήλθομεν διά πυρός καί ὕδατος, καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65, 12).

Νά σταματήσουμε ἐδῶ. Τί νά ποῦμε; Μέ αὐτά πού εἶπα, δέν σημαίνει ὅτι εἶπα τίποτε. Πιστεύω ὅτι θά βρεθεῖ κάποτε ἕνας εἰδικός, πού θά ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα καί θά γράψει καί τά ἱστορικά καί αὐτά πού φαίνονταν καί αὐτά πού μποροῦσε νά πιάσει ὁ καθένας, ἀλλά καί τά ἄλλα, τά βαθύτερα τοῦ π. Τιμοθέου, ὥστε νά παρουσιάσει τήν ὅλη ζωή του, τήν ὅλη ἱστορία του, τό ὅλο ἔργο του. Θά φωτίσει κάποιον ὁ Θεός, θά ἐμπνεύσει κάποιον ὁ Θεός καί θά γίνει. Καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν νά γίνει τό συντομότερο, ἀκριβῶς γιά νά βοηθηθοῦμε. Μήν τό πάρετε ὅτι δεσμεύεται κανένας μας, καί ὅτι σάν νά γίνεται ἐδῶ κανένα μονοπώλιο. Ὄχι, ὄχι.

Εἶναι ὅμως μιά ἀλήθεια ὅτι ὁ π. Τιμόθεος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνας κληρικός τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅ,τι ἔκανε μέσα του ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως εἶναι ἕνα κεφάλαιο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά μή μιλήσουμε, ἀφοῦ τόν γνωρίσαμε, ἀφοῦ ἤμασταν κοντά του, ἀφοῦ αἰσθανόμαστε τίς πρεσβεῖες του, ἀφοῦ, ἄν ὑπάρχει αὐτός ὁ χῶρος ἤ ὅποιος ἄλλος, ὅπου μαζευόμαστε, σ᾿ αὐτόν ὀφείλονται, ἀφοῦ ὅλα ἀπό κεῖ προέρχονται, ὅλα ἀπό κεῖ ἐμπνέονται, καί ἀπό κεῖ ἔρχεται ἡ βοήθεια.

Ἐγώ ἔτσι αἰσθάνομαι: ὁ Θεός θέλει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τό πρόσωπο αὐτό πού λέγεται π. Τιμόθεος, νά προσέξουμε τό ἔργο του, νά προσέξουμε ὅλα αὐτά πού θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Θεός μέσα ἀπό τή ζωή τοῦ δούλου του, μέσα ἀπό τό καθαρό ἔργο τοῦ δούλου του. Εὔχομαι νά γίνει αὐτό, καί πραγματικά νά κάνουμε μιά καινούργια ἀρχή.

23-1-1994 (ἀπόγευμα)

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «†Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Παπαμιχαήλ (1906-1954)»