Θεωρῶ ὅτι θά ἦταν καλό τήν ὥρα αὐτή νά δοῦμε λίγο τά ἀναγνώσματα πού ἀκούσαμε στόν Ἑσπερινό, καί τά ὁποῖα εἶναι ἀπό τήν Α’ ἐπιστολή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
{Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά νιώσουμε ἀνοικτό τόν δρόμο πρός τόν Θεό}
Τό πρῶτο ἀνάγνωσμα· «Ἀγαπητοί, ἐάν ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν» (Α’ Ἰω. 3, 21-24).
Ἀγαπητοί, ἐάν ἡ καρδιά μας δέν μᾶς κατακρίνει, τότε ἔχουμε θάρρος νά πλησιάσουμε τόν Θεό. Μεγάλο θέμα. Ὁ χριστιανός πρέπει νά φθάσει σέ τέτοια κατάσταση πού νά μή δάκνεται ἀπό τή συνείδησή του, πού νά μήν αἰσθάνεται ὅτι ἔχει κάτι ἀτακτοποίητο, καί εἶναι ἔτσι ἐν ἀταξίᾳ μέ τόν Θεό. Βέβαια, σέ τέτοια κατάσταση φθάνει κανείς κατά κανόνα ὕστερα ἀπό χρόνια. Ὅταν διαρκῶς ἀγωνίζεται κανείς νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί, καθώς ὅλο καί δέν ἐπιτυγχάνει νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, συνεχῶς μετανοεῖ γι᾿ αὐτό, τότε φθάνει σέ ἀληθινή ταπείνωση, σέ ἀληθινή ἀγάπη, καί ἔτσι ἀποκτάει ἡ καρδιά μιά ἀγαθότητα καί τρόπον τινά μιά ἀναμαρτησία. Δέν ἐνεργεῖ καί δέν κινεῖται ἡ καρδιά πρός τήν ἁμαρτία, ἀλλά φθάνει σέ μιά ἀγαθότητα, ὅπως εἴπαμε.
Ἀγαθός εἶναι μόνο ὁ Θεός, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τόν ὁποῖο ὁ Θεός τόν κάνει ἀγαθό. Ἐδῶ μπορεῖ νά ἐμφιλοχωρήσει μιά παρεξήγηση. Εἶναι ἀρκετοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν αἰσθάνονται καμιά τύψη συνειδήσεως καί σάν νά μήν ἔχουν τίποτε, ἀλλά αὐτό εἶναι ἕνα σκοτάδι, σκοτάδι μεγάλο, καί ἡ καρδιά αὐτή εἶναι ἀκατέργαστη καρδιά, σκληρή καρδιά, πού δέν ἔχει μαλακώσει ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ ὑπάρχει ὅλη ἡ κατάσταση ἐκείνη πού εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἀγαθότητος, δηλαδή ὑπάρχει μέσα πονηριά, κακία, ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει μέσα ἡ ἀμετανοησία, ἡ σκληράδα καί ὅλα τά θανάσιμα ἁμαρτήματα, δέν τό καταλαβαίνει κανείς.
«Ἐάν, λοιπόν, ἡ καρδία ἡμῶν μή καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρός τόν Θεόν». Ἐάν ἡ καρδιά μας δέν μᾶς κατακρίνει, τότε εἶναι κανείς ἀνοικτός. Δηλαδή εἶναι ἀνοικτός ὁ δρόμος πρός τόν Θεό. Καί ὅπως λέγαμε τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά νιώσεις ἀνοικτό τόν δρόμο καί νά αἰσθανθεῖς ὅτι σ᾿ ἔβαλε ὁ Θεός στόν δρόμο αὐτό καί σέ συνεχώρησε, σέ δέχθηκε. Δέχθηκε τή μετάνοιά σου, δέχθηκε τή συντριβή σου, τήν ταπείνωσή σου, καί σ᾿ ἔβαλε στόν δρόμο του. Εἶναι αὐτό μεγάλο πράγμα. Ὁ Θεός εἶναι δικός σου, εἶσαι τοῦ Θεοῦ καί ἔχεις παρρησία. Ὅπως ἕνα παιδί πού ἔχει πολύ καλές σχέσεις μέ τόν πατέρα του δέν δυσκολεύεται νά ἔχει αὐτή τήν παρρησία μέ τήν καλή ἔννοια καί νά ζητάει ὅ,τι θέλει καί νά λαμβάνει αὐτό τό ὁποῖο θέλει. Πῶς φαίνεται αὐτό; «Καί ὅ ἐάν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ· ὅτι τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηροῦμεν, καί τά ἀρεστά ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν». Ἀπό δῶ φαίνεται ὅτι ἔφθασε κανείς ὄντως σέ μιά κατάσταση τέτοια πού ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ζητάει ὅ,τι θέλει καί τό λαμβάνει, ἀπό τό ὅτι τηρεῖ τίς ἐντολές. Οὔτε νά διανοηθεῖ νά θελήσει νά ξεφύγει ἀπό τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ· ἀλλά ὅλη ἡ ἀγάπη του, ὅλη ἡ φροντίδα του, ὅλη ἡ ἐπιμέλειά του, εἶναι νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
«Καί τά ἀρεστά ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν». Καί κάνει κανείς αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό. Δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι βάζει καί αὐτό ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Διότι μπορεῖ κανείς νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ κατά ἕναν μηχανικό τρόπο, ἡ φροντίδα του ὅμως νά εἶναι πῶς νά βρεῖ καί πῶς νά κάνει πράγματα πού ἀρέσουν στόν ἑαυτό του. Σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ποιεῖ τά ἀρεστά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν περισσεύει χρόνος ἀλλά καί διάθεση, γιά νά φροντίζει γιά ὅσα ἀρέσουν στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
{Ἔχουμε τήν ἀπόδειξη ὅτι τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ; }
«Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, καθώς ἔδωκεν ἐντολήν ἡμῖν».Ἡ ἐντολή εἶναι νά πιστεύσουμε στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Φυσικά, ἐδῶ ἡ πίστη δέν ἔχει ἁπλῶς τήν ἔννοια ν᾿ ἀναγνωρίσουμε τόν Χριστό, ἀλλά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό καί νά κάνουμε ἀκριβῶς αὐτά τά παραπάνω· νά τηροῦμε τίς ἐντολές του, νά ποιοῦμε τά ἀρεστά ἐνώπιον αὐτοῦ καί νά ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, καθώς μᾶς ἔδωσε ἐντολή.
«Καί ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς αὐτοῦ, ἐν αὐτῷ μένει, καί αὐτός ἐν αὐτῷ». Αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές μένει ἐν τῷ Χριστῷ, καί ὁ Χριστός μένει ἐν αὐτῷ. Πόσοι καί πόσοι θά ἤθελαν νά αἰσθανθοῦν ὅτι μέσα τους εἶναι ὁ Χριστός καί πασχίζουν νά τό κατορθώσουν. Δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο παρά νά τηρήσεις τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἔρχεται χωρίς νά τό καταλάβεις. Ὅπως λέει ἀλλοῦ, θά ἔλθει μέ τόν Πατέρα του καί θά ποιήσει μονήν παρά σοί (Ἰω. 14, 23).
«Καί ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς αὐτοῦ, ἐν αὐτῷ μένει, καί αὐτός ἐν αὐτῷ· καί ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν». Ἡ μία ἀπόδειξη κοντά στήν ἄλλη. Μπορεῖ νά σοῦ φαίνεται ὅτι τηρεῖς τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά τό λές ἐσύ, ἀλλά νά πέφτεις ἔξω. Ἡ ἀπόδειξη ὅτι τηρεῖς τίς ἐντολές, καί ὅτι μένει μέσα σου ὁ Χριστός, εἶναι ὅτι ἔχουμε μέσα μας τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ὅπου τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκεῖ καί ὁ Χριστός.
Ἀρχίζει κανείς νά κάνει τίς ἐντολές. Ἤδη αὐτό εἶναι ἕνα ἔργο. Καί στήν προσπάθειά του νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ νά, κάπου ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Χριστός. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἕνα ἔργο πού προχωράει. Διότι μπορεῖ ν᾿ ἀρχίσει κάποιος νά κάνει τίς ἐντολές, ἀλλά νά σταματήσει. Κουράζεται καί τά ἐγκαταλείπει. Πολλοί λιμπίσθηκαν ν᾿ ἀρέσουν στόν Θεό. Πολλοί ὡς νοήμονες ἄνθρωποι εἶδαν ὅτι εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀκολουθήσουν τόν Χριστό καί νά φθάσουν στήν εὐχάριστη ἐκείνη ὥρα νά αἰσθανθοῦν μέσα τους τόν Χριστό, νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, νά τούς ἀποδεχθεῖ ὁ Χριστός. Ὅμως μπορεῖ ν᾿ ἄρχισαν καλά, νά προχώρησαν κάπως καλά, ἀλλά κουράσθηκαν καί τ᾿ ἄφησαν καί γύρισαν πίσω. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν θ᾿ ἀρχίσει ἁπλῶς οὔτε ἁπλῶς θά προχωρήσει, ἀλλά θά φθάσει σ᾿ ἕνα κάποιο τέλος, ἐκεῖνος λαμβάνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τό αἰσθάνεται αὐτό. Αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό Ἅγιό του Πνεῦμα. Καί ὅπως λένε οἱ Πατέρες, «αἰσθητῶς» ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, «γνωστῶς» ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, «ἐν αἰσθήσει».
«Καί ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν». Πρέπει νά φθάσει κανείς σ᾿ ἕνα κάποιο τέλος. Ἀλλιῶς, μιά εἶναι μαζί μας ὁ Χριστός, μιά φεύγει, μιά κάνουμε τίς ἐντολές του, μιά τά παρατοῦμε. Κι ἄν ἀκόμη δέν φθάσει κανείς στό ἐντελῶς τέλος, ὅμως πρέπει νά φθάσει σέ κάποιο τέλος. Δηλαδή φθάνει σ᾿ ἕνα τέτοιο τέλος, σέ μιά τέτοια κατάσταση, πού ἀποδέχεται πλέον ὁ Θεός τήν ψυχή. Ἀποδέχεται τόν κόπο της, ἀποδέχεται τήν ταπείνωσή της, τή μετάνοιά της. Ἔτσι μπαίνει σέ μιά σταθερή πλέον γραμμή καί δέν παραπαίει καί δέν εἶναι μιά πάνω, μιά κάτω, μιά ἔτσι, μιά ἀλλιῶς, ὅπως συμβαίνει μέ πολλούς χριστιανούς πού θά ἔλεγε κανείς ὅτι παίζουν. Ὄχι ὅτι δέν μποροῦν. Ὅλοι οἱ χριστιανοί χωρίς καμιά ἐξαίρεση μποροῦν νά προχωρήσουν μέχρι αὐτό τό τέλος. Ἀλλά δέν θέλουν, διότι αὐτό στοιχίζει.
{Θά προχωρήσουμε; }
Ἐάν σκεφθοῦμε, ἐάν δοῦμε, πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ χριστιανός, ἐάν δηλαδή ἔχουμε λίγη εἰλικρίνεια νά τό δοῦμε αὐτό, δέν θ᾿ ἀργήσουμε νά βγάλουμε τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἴμαστε καθόλου χριστιανοί. Μπορεῖ νά κάνουμε πολλά πράγματα, ἀλλά δέν παραδώσαμε τόν ἑαυτό μας στόν Χριστό. Ἄν τόν παραδίναμε, θά τόν σπρώχναμε συνεχῶς σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, γιά νά φθάσει σ᾿ αὐτό τό τέλος. Ὅλο κοντοστέκεται κανείς, μολονότι ὁ Χριστός, στήν ψυχή πού κάπως προκόπτει, συνεχῶς δείχνει ὅτι «καλά πᾶς», καί ὅλο τή γλυκαίνει τήν ψυχή. Ὅμως πάλι διατηρεῖ μέσα του κανείς σταθερή καί ἀνίκητη, θά ἔλεγε κανείς, τάση νά γυρίσει πίσω. Ποῦ νά πᾶς, ἔρημε ἄνθρωπε; Ποῦ νά πᾶς; Θέλει νά γυρίσει πίσω. Εἶναι φοβερό.
Τί θά γίνει τώρα; Ἤ θά μείνουμε στήν κατάσταση αὐτή νά φυτοζωοῦμε _ἄλλοι μπορεῖ νά γυρίσουν καί ἐντελῶς πίσω_ ἤ θά προχωρήσουμε. Μπορεῖ νά εἶναι λίγοι αὐτοί πού θά προχωρήσουν. Τί θά γίνει μέ τούς ἄλλους; Ὁ Θεός τό ξέρει αὐτό. Ἀλλά ἐκεῖνο πού ξέρουμε εἶναι ὅτι ὁ Θεός θέλει νά προχωρήσουμε.
Καί ἄλλα μποροῦμε νά ποῦμε, ἀλλά νά δοῦμε λίγο καί τό τρίτο ἀνάγνωσμα.
Στό τρίτο ἀνάγνωσμα λέει· «Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν· καί αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν» (Α’ Ἰω. 5, 3). Φροντίζει δηλαδή νά μᾶς πεῖ καί αὐτό ὅτι δέν εἶναι βαρεῖαι αἱ ἐντολαί. Ποιός εἶσαι ἐσύ πού λές ὅτι εἶναι βαρεῖαι αἱ ἐντολαί; Λέμε βέβαια καί ξαναλέμε ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα, ὅτι εἶναι βαριά τά πράγματα. Δέν εἶναι. Ἐμεῖς τά κάνουμε δύσκολα, γιατί δέν θέλουμε νά κάμψουμε τόν τράχηλό μας.
Θέλω νά τό τονίσω, ἀδελφοί μου, νά τό ξέρουμε· ὁ μή ταπεινός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει. Τελείωσε. Ὅποιος _μπορεῖ βέβαια νά κάνει τόν χριστιανό_ ἔχει ἀγέρωχο, ἀγύριστο κεφάλι, εἶναι σκληροτράχηλος καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, χοντροκέφαλος, θά παιδεύεται καί θά βρίσκει διάφορες προφάσεις, πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. «Αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Ἀφοῦ τό λέει ὁ Κύριος, ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς νά τό ἀμφισβητήσουμε;
Κι ἄλλα θά μπορούσαμε κι ἐδῶ νά ποῦμε, ἀλλά δέν ἔχουμε χρόνο, γι᾿ αὐτό σταματοῦμε.
8-5-1986
* Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο «Θέλεις νά ἁγιάσεις;» Α’ ἔκδ.