24 Ἰουνίου
Τό γενέσιον τοῦ τιμίου ἐνδόξου προφήτου Προδρόμου καί βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Ὅλοι γνωρίζουμε τά σχετικά μέ τή γέννηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, καθώς ἀναφέρονται μέ πολλές λεπτομέρειες στήν Καινή Διαθήκη καί πιό συγκεκριμένα στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Οἱ γονεῖς του, ἄτεκνοι καί ἡλικιωμένοι, κατά θαυμαστό τρόπο, μετά ἀπό ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ φέρνουν στόν κόσμο τόν Ἰωάννη. Ἄν ἔμεναν τά πράγματα ἁπλῶς στή φυσική σειρά, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν θά γεννιόταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Δέν θά ὑπῆρχε, δέν θά εἶχε ἔρθει στή ζωή. Εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τόν ἀγαπᾶ, πρίν κάν τόν φέρει στήν ὕπαρξη, εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος πού τόν θέλει, πού τόν διαλέγει πρίν τόν φέρει στήν ὕπαρξη. Καί τόν φέρνει κατά θαυμαστό τρόπο. Ἀλλά καί ὕστερα τό ἔργο πού κάνει δέν τό κάνει διότι τό σκέφθηκε ὁ ἴδιος καί τό βρῆκε ὅτι ἦταν καλό.
Καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τόν Ἰωάννη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε γενικότερα, αὐτό τό ὁποῖο παρατηροῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν Ἰωάννη, ἄν θέλετε, τόν Βαπτιστή μέχρι καί σήμερα –ἀλλά καί στήν Παλαιά Διαθήκη– ὅτι κατά κανόνα οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν τολμοῦν –αὐτό πού συνηθίζουμε νά λέμε– νά θέσουν ἀπό μόνοι τους τόν ἑαυτό τους στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Δέν τολμοῦν. Κανείς δέν τό σκέπτεται ἐξ ἰδίων. Κανείς. Ὅλοι εἶναι κεκλημένοι. Ὅλους τούς καλεῖ ὁ Θεός. Ἐκεῖνος εἶναι πού τούς διαλέγει, ἐκεῖνος εἶναι πού τούς καλεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ὁποῖος τούς ἑτοιμάζει.
Π.χ. ὁ Μωυσῆς δέν σκέφτηκε μόνος του νά μάθει ὁρισμένα πράγματα στήν αὐλή ἐκεῖ τοῦ Φαραώ, πού θά τοῦ ἦταν χρειαζούμενα μετά. Ὁ Θεός ἦταν πού οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα. Καί γενικά, δέν εἶναι αὐτόκλητος, δέν εἶναι αὐτός πού σκέφτηκε νά ὁδηγήσει τόν λαό ἀπό τήν Αἴγυπτο στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας καί γι᾿ αὐτό ἑτοιμάστηκε. Ὄχι. Ὁ Θεός τόν διαλέγει ἐκ κοιλίας μητρός, ὁ Θεός τόν προετοιμάζει καί μέ τόν ἕναν καί μέ τόν ἄλλο τρόπο. Καί μάλιστα γι᾿ αὐτόν πολλά πράγματα γίνονται ἀνυπόπτως. Οὔτε κάν ὑποπτεύεται γιατί συμβαίνει τό ἕνα, γιατί τό ἄλλο. Τελικά ὅμως, καθώς τόν καλεῖ ὁ Θεός, παραδίδεται στόν Θεό, γίνεται δοῦλος του καί κάνει αὐτό γιά τό ὁποῖο τόν κάλεσε ὁ Θεός. Ἐδῶ στόν Ἰωάννη τόν πρόδρομο αὐτό ἀκόμη πιό πολύ φαίνεται. Τόν ὁποῖο Ἰωάννη ἐκ κοιλίας μητρός ἤ, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά ὑπάρχει στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ὁ Θεός τόν ἔχει διαλέξει. Τελικά τό συμπέρασμα πού βγαίνει ἀπό τήν ὅλη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι, ὅπως τό ὑπαινίσεται ἡ Ἁγία Γραφή, πρέπει νά εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, ὅταν κανείς αὐτόκλητος, κατά αὐτόκλητο τρόπο ἔρχεται νά ὑπηρετήσει τόν Θεό.
Οἱ πατέρες, οἱ ἅγιοι ὅλοι, τρέμουν, φοβοῦνται. Ἐκεῖνο πού κάνουν οἱ ἴδιοι εἶναι νά μετανοοῦν, νά ἀγαποῦν τόν Θεό, νά χαίρουν πού τούς κάλεσε ὁ Θεός νά εἶναι δικοί του, νά εἶναι χριστιανοί, καί ἀγωνίζονται μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις νά κάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τρέμουν ὅμως νά μποῦν στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅταν μπαίνει κανείς στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, κάνει αὐτό τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, εἶναι στή θέση τοῦ Θεοῦ ἀπό κάποια πλευρά. Καί τό τρέμουν αὐτό οἱ ἅγιοι. Πρέπει νά εἶναι μεγάλη ἁμαρτία λοιπόν, ὅταν κανείς μόνος του ἀποφασίζει, μόνος του καλεῖ τόν ἑαυτό του, καί μόνος του βάζει τόν ἑαυτό του τάχα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Δέν ξέρω ἐάν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο ὅταν ἀναλαμβάνει κανείς νά ὑπηρετήσει τόν Θεό πρέπει νά εἶναι κεκλημένος ἀπό τόν Θεό, καί ὄχι αὐτόκλητος, ἀλλά καί γενικότερα τό ὅτι γίνεται κανείς χριστιανός καί μένει χριστιανός καί ἀγωνίζεται σέ ὅλη του τή ζωή νά εἶναι χριστιανός καί αὐτό ἀκόμη εἶναι μιά κλήση. Βέβαια, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἄλλους καλεῖ καί ἄλλους δέν καλεῖ.
Ὁ Θεός τούς πάντας καλεῖ. Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι. Ὅμως, κι ἄν εἶναι ἔτσι, δηλαδή τρόπον τινά ὅλοι καλοῦνται, στήν πράξη ἀληθινός χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νιώθει αὐτή τήν πραγματικότητα, ζεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα, ὅτι τόν κάλεσε ὁ Θεός νά εἶναι χριστιανός, τόν κάλεσε ὁ Θεός νά πιστέψει, νά βαπτιστεῖ, νά σκέπτεται ὅπως σκέπτεται καί νά ἔχει τή δύναμη νά ἀγωνίζεται νά εἶναι χριστιανός. Τόν κάλεσε ὁ Θεός.
Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει καμιά σύγκριση μεταξύ τῆς καταστάσεως πού ὑπάρχει στήν ψυχή ἐκείνου ὁ ὁποῖος νιώθει ἀκριβῶς ὅτι εἶναι κεκλημένος ἀπό τόν Θεό νά εἶναι χριστιανός, καί τῆς καταστάσεως τοῦ ἄλλου, ὁ ὁποῖος δέν νιώθει αὐτό τό πράγμα καί ἁπλῶς προσπαθεῖ, ἁπλῶς ἀγωνίζεται. Δέν μπορεῖ νά γίνει καμιά σύγκριση. Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο. Αὐτό εἶναι μυστήριο μέγα, καί ἄν λίγο τό σκεφτοῦμε καλά, σωστά, θά διατεθοῦμε ἀλλιῶς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ὥρα τώρα ἐδῶ πού εἴμαστε, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ἐμεῖς σκεφτήκαμε καί ἤρθαμε, ἐμεῖς ἀποφασίσαμε καί βρεθήκαμε στόν ναό, ὅσο κι ἄν φαίνεται ἔτσι, δέν εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα. Ἀλλά καί γιά ὅ,τι κάνουμε καθημερινά ὡς χριστιανοί, ὅσο κι ἄν φαίνεται ὅτι ἐμεῖς σκεφτήκαμε καί ἐμεῖς προσπαθοῦμε, δέν εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα. Εἶναι ὁ Θεός πού μᾶς κάλεσε καί μᾶς ἐμπνέει νά κάνουμε ὅ,τι κάνουμε. Καί τή συγκεκριμένη αὐτή ὥρα πού εἴμαστε ἐδῶ, ὁ Θεός μᾶς ἔφερε.
Ἄν τό προσέξει κανείς αὐτό, ἄν τό μελετήσει, θά διαπιστώσει ὅτι εἶναι μεγάλο, πολύ μεγάλο πράγμα, ὅτι εἶναι μυστήριο μεγάλο. Ἔχει μεγάλη σημασία νά νιώσεις αὐτή τήν ὥρα τώρα ὅτι νοιάστηκε καί γιά σένα ἀπόψε ὁ Θεός, ὅτι σέ σκέφτηκε καί σέ κάλεσε νά εἶσαι μέσα στό ναό του. Ὁπότε, ἀλλιῶς ἀρχίζει κανείς νά αἰσθάνεται καί ἀλλιῶς ἀρχίζει νά σκέπτεται· γίνεται ἀλλιώτικη ἡ διάθεσή του. Πάρα πολλοί ἄνθρωποι, πάρα πολλοί χριστιανοί, πολύ ἀδικοῦνται σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, διότι, γιά ὅ,τι κάνουν, μένουν ἁπλῶς στό ὅτι προσπαθοῦν νά κάνουν κάτι, ἐπειδή τό σκέφτηκαν αὐτοί.
Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό δῶ, ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, θά μπορούσαμε λοιπόν νά ποῦμε: ὅ,τι εἶσαι καί δέν εἶσαι, εἶναι ὁ Θεός πού σοῦ τό ἔδωσε. Εἶναι ὁ Θεός πού σέ κάλεσε. Εἶναι ὁ Θεός πού σέ ἔφτιαξε νά εἶσαι αὐτό πού εἶσαι ὡς χριστιανός, καί νά ἔχεις τό ὅποιο καλό ἔχεις. Καί αὐτό σημαίνει μεγάλη φροντίδα, μεγάλη μέριμνα, μεγάλη ἀγάπη, ἰδιαίτερη ἀγάπη, ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ. Καί δέν σέ κάλεσε ἁπλῶς γιά νά σέ βάλει σέ κάποια δοκιμασία, ἀλλά, καθώς σέ κάλεσε, ἔγινε ἡ ἀρχή, σέ ἔβαλε σέ ἕνα δρόμο, καί ὁπωσδήποτε θά σέ ὁδηγήσει μέχρι τέλους, θά σέ φτάσει στό τέλος. Σ᾿ αὐτό καλεῖται ὁ καθένας. Καί τό ἄλλο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ὁ Θεός καλεῖ εἰδικότερα νά γίνουμε δοῦλοι του, ὑπηρετοῦντες αὐτόν.
Νά γίνουμε δοῦλοι στήν Ἐκκλησία του. Καί εἶναι ὁ Θεός πού καλεῖ σ᾿ αὐτό. Ἐάν κινεῖται κανείς μέ τό φρόνημα τάχα νά βοηθήσει τήν Ἐκκλησία στό ἔργο της, μᾶλλον ἐμποδίζει τά πράγματα, καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἀναπαύεται σ᾿ αὐτόν. Πρέπει κανείς νά εἶναι ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παραδομένος στόν Θεό, καί νά τό ἀφήνει στόν Θεό τό θέμα αὐτό τῆς εἰδικῆς κλήσεως. Ὄχι κρυφά-κρυφά νά ἐλπίζει νά τόν ἀναδείξει ὁ Θεός. Ὄχι. Ἀφήνεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κανείς ἁπλῶς καί γενικῶς. Καί ὁ Θεός, ὅποιον θέλει ἐκεῖνος θά καλέσει, ὅταν θέλει, ὅπως θέλει, κι ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά ἀνταποκριθεῖ κανείς. Ἔχουμε εὐτυχῶς ζωντανά παραδείγματα τούς ἰδίους τούς ἁγίους. Τόσες φορές εἴπαμε ὅτι εἶναι χιλιάδες καί ἑκατομύρια οἱ ἅγιοι καί ὅλοι-ὅλοι εἶναι τό ἴδιο, ἔχουν τό ἴδιο πνεῦμα. Καί ὅλοι μαζί καί ὁ καθένας χωριστά μπορεῖ νά γίνει γιά μᾶς τό ὑπόδειγμα, τό παράδειγμα. Καί ἰδού σήμερα, ἀπόψε, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος ἐντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν, προσεύχεται γιά μᾶς, μεσιτεύει –καί κάπως θά ἔβαλε κι ἐκεῖνος τό δακτυλάκι του, γιά νά εἴμαστε ἐδῶ ἀπόψε– καί τοῦ ὁποίου ἡ ζωή μᾶς εἶναι καί μέ τήν ἔννοια τῆς γενικῆς καί μέ τήν ἔννοια τῆς εἰδικῆς κλήσεως παράδειγμα. Εἴθε λοιπόν οἱ εὐχές του, οἱ προσευχές του καί οἱ πρεσβεῖες του νά μᾶς πιάσουν, καί νά μᾶς πιάσουν ἔτσι πού νά μιμηθοῦμε καί τό δικό του παράδειγμα καί τῶν ἄλλων ἁγίων. 24-6-1985