Καινη Διαθηκη
A+
A
A-

04. Ψάρια δέν ἔπιασε, ἔπιασε ὅμως τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ.

{Ἡ προκατάληψη γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ}

Ἀπό τήν περασμένη Δευτέρα, πού ἦταν ἡ ἑπομένη τῆς Κυριακῆς μετά τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἄρχισαν νά ἀναγινώσκονται στή θεία Λειτουργία εὐαγγελικές περικοπές ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Ἡ σημερινή Κυριακή ὀνομάζεται πρώτη Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, καθώς εἶναι ἡ πρώτη Κυριακή πού ἀναγινώσκεται εὐαγγελική περικοπή ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Ἡ περικοπή αὐτή ἀναφέρεται στήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν, τήν ὁποία ἔχουμε καί στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο. Ὅπως ξέρουμε, στή διάρκεια τοῦ ἔτους ἀναγινώσκονται στή θεία Λειτουργία εὐαγγελικές περικοπές καί ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια.

Ὅλες αὐτές τίς περικοπές, χρόνια τώρα –πολλά χρόνια, ἀνάλογα μέ τήν ἡλικία μας ὁ καθένας– τίς ἀκοῦμε νά ἀναγινώσκονται τίς Κυριακές πού πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, καί δημιουργεῖται ἔτσι μιά συνήθεια: ὅτι ἀκοῦμε τά ἴδια καί τά ἴδια, ὅτι τά ξέρουμε αὐτά πιά. Καί μόνο νά τά πάρεις ἔτσι τά πράγματα, ἄνθρωπέ μου, ὅτι νά, τά ἴδια καί τά ἴδια ἀκοῦμε, ἤ ὅτι τά ξέρουμε αὐτά, ἤδη τό ἔκανες τό κακό στήν ψυχή σου.

Αὐτή ἡ προκατάληψη πού ἔχει κανείς μέσα του γιά ὅλα τά θέματα, ἀλλά ἰδιαίτερα γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά τό Εὐαγγέλιο, γιά τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, κάνει μεγάλο κακό. Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι, ἐάν δέν ἔρθει στήν ψυχή μας αὐτή ἡ διάθεση, αὐτή ἡ κατάσταση νά μή χορταίνουμε τό Εὐαγγέλιο, κάτι δέν πάει καλά σ᾿ ἐμᾶς· σημαίνει ὅτι ἔχει μπαγιατιάσει ἡ ψυχή μας. Καί εἶναι κρίμα. Τί νά ποῦμε! Πόσο καλύτεροι θά ἤμασταν, πόσο πιό εὐτυχισμένοι θά ἤμασταν –ἀλλά οἱ λέξεις «εὐτυχία» καί «εὐτυχισμένος» εἶναι λίγο ἐπιλήψιμες· ἔχουν κάτι τό ἄρρωστο μέσα– ναί, πόσο πιό ἀληθινοί θά ἤμασταν καί πόσο ἔτσι μέσα στή χαρά τοῦ Θεοῦ θά ἤμασταν, ἄν παίρναμε στά σοβαρά τά πνευματικά πράγματα καί ἄν δίναμε τήν ὅλη ὕπαρξή μας, καί τόν νοῦ καί τήν καρδιά, στόν Θεό.

Μήν περιμένουμε νά δοῦμε φῶς Θεοῦ καί μήν περιμένουμε νά ἀρχίσουμε νά γινόμαστε ἀληθινοί χριστιανοί, ἐάν δέν μᾶς συνέχει αὐτό: ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ, κι ἐμεῖς εἴμαστε τά πλάσματα, τά πλασματάκια του, καί ἑπομένως ἡ ὅλη ζωή μας πρέπει νά ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό, νά φωτίζεται ἀπό τόν Θεό, νά τρέφεται ἀπό τόν Θεό· ἡ ἀναπνοή μας δηλαδή νά εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως λέγαμε κάποτε: ὅλα καλά, ὅλα καλά, ἀλλά ἄν δέν ἔχει ὀξυγόνο κανείς, δέν ἔχει ζωή, διότι ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό κεῖ.

Δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε, ἐάν ὁ καθένας μας εἴμαστε αὐτονομημένοι, ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας καί ἁπλῶς ζοῦμε. Καί φροντίδα μεγάλη νά ζήσουμε καλά, ὅπως θέλουμε, ὅπως μᾶς ἀρέσει, καί ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι ἁπλῶς καί αὐτή κάτι στή ζωή μας. Λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος. Εἶναι πολύ σοβαρά τά πράγματα. Ἅμα δέν εἶσαι ἀληθινός, ἅμα δέν ἔχεις μέσα σου τήν ἀλήθεια, ἄν δέν ξέρεις ἀπό ποῦ ἔρχεσαι, ποῦ πᾶς, γιατί ὑπάρχεις, τί κάνεις, ποιός εἶναι ὁ σκοπός σου, τότε ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς σου; Ἔτσι περίπου εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα· δέν ξέρει τί τῆς γίνεται. Οὔτε ὑπερβολή εἶναι αὐτό πού λέμε, οὔτε σημαίνει ὅτι τά βάζει κανείς μέ τήν ἀνθρωπότητα. Μέ πόνο ψυχῆς τά λέει κανείς αὐτά. Ἀλλά κοντά ὅμως στούς ἄλλους καί οἱ χριστιανοί τό ἴδιο. Καί οἱ χριστιανοί εἶναι κοσμικοί ἄνθρωποι· δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι. Λίγο, πολύ λίγο –ἕως καθόλου δηλαδή– εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πιό σωστό θά εἶναι νά ποῦμε ὅτι λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βρῆκαν τόν Θεό καί ζοῦν ὅπως θέλει ὁ Θεός.

Μεγάλα θέματα αὐτά, ἀδελφοί μου. Μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι εἶναι κρίμα νά λάμπει ὁ ἥλιος, κι ἐσύ νά μήν τόν βλέπεις. Νά λάμπει ὁ ἥλιος, κι ἐσύ νά μή ζεσταίνεσαι. Νά ὑπάρχει ἡ μέρα, κι ἐσύ νά ζεῖς στό σκοτάδι τῆς νύχτας. Νά ὑπάρχει ὀξυγόνο, κι ἐσύ νά μήν μπορεῖς νά τό ἀναπνεύσεις, καί νά φυτοζωεῖς. Κρίμα.

{Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, Λειτουργία εἶναι καί αὐτός}

Νά ἔρθουμε τώρα στήν εὐαγγελική περικοπή πού μόλις ἀκούσαμε, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀπό τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, πέμπτο κεφάλαιο. (Βλ. Λουκ. 5, 1-11). Διαβάζουμε ἀπό τή μετάφραση: «Καθώς τά πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του –γύρω ἀπό τόν Χριστό– γιά νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, κι ἐκεῖνος στεκόταν στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στήν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπό αὐτά καί ἔπλεναν τά δίχτυα». Ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός, πού ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος καί εἶναι τώρα ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, μέσα στίς δουλειές τους, μέσα ἐκεῖ στήν καθημερινότητά τους. Βρίσκει λοιπόν ἐδῶ τούς ψαράδες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βγεῖ ἀπό τή θάλασσα καί ἔπλεναν τά δίχτυα τους.

«Ἐκεῖνος ἀνέβηκε σέ ἕνα ἀπό τά ψαροκάικα, σ᾿ αὐτό πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, καί τόν παρακάλεσε νά τραβηχτεῖ λίγο ἀπό τήν ξηρά». Δέν εἶχε ὁ Χριστός οὔτε αἴθουσες εἰδικές οὔτε καθίσματα εἰδικά οὔτε πολυθρόνες νά καθίσουν οἱ ἄνθρωποι· οὔτε γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του εἶχε. Ἐκ τῶν ἐνόντων δίδασκε. Μπῆκε λοιπόν στό πλοιάριο πού ἦταν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τοῦ Σίμωνος, καί τόν παρακάλεσε νά πάει λίγο ἔτσι πρός τά μέσα –νά μήν εἶναι ἐντελῶς στήν παραλία, ἀλλά λίγο μέσα στή θάλασσα– ἐπειδή εἶχε μαζευτεῖ πολύς κόσμος καί θά τόν συνέθλιβε ἴσως, ἤ ἐπειδή ἔτσι θά ἀκουγόταν καλύτερα.

«Κάθισε στό ψαροκάικο καί ἀπό αὐτό δίδασκε τά πλήθη». Δίδασκε τά πλήθη. Πόση δυνατότητα ἔχουμε, π.χ., ἐμεῖς σήμερα νά διδασκόμαστε! Καί σκέπτομαι πόσο μεγάλο λάθος κάνουν μερικοί, πού ἀποφεύγουν νά διδάσκονται. Εἶχα ἀκούσει ἕναν χωρικό νά λέει: «Ἐγώ, τόν Χριστό καί τήν Παναγία μόνο ξέρω. Κανέναν ἄλλον». Δέν εἶναι ἔτσι ὅμως. Ὅλα τοῦ Χριστοῦ εἶναι. Ὅλα. Ὁ Χριστός κυβερνάει· ἀλλά ὅμως ὄχι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε, ὅπως ἐμεῖς θέλουμε, ἀλλά ὅπως Ἐκεῖνος τά κανονίζει.

Τό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἔτσι, πού ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ, ἔμεινε τριάντα τρία χρόνια, εἶπε ὅ,τι εἶπε, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί ἔφυγε. Καί ἄφησε τήν Ἐκκλησία, ἄφησε τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Μήν πεῖ κάποιος τώρα: «Μά, ἀκούγονται τόσα γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας». Ναί, κι ἐγώ συμφωνῶ μέ αὐτό. Μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα –ἐφόσον ἀπό ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου προέρχονται καί οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, τά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας, καί θά κουβαλοῦν τά ἀνθρώπινα– θά συμβαίνουν κάποια μή καλά πράγματα. Ἀλλά πάντοτε, πάντοτε, μέσα στήν Ἐκκλησία, ἅμα ἔχεις ἐσύ διάθεση, ὁ Χριστός ἔχει τόν τρόπο νά σοῦ μιλήσει καί νά σέ διδάξει διά τοῦ στόματος κάποιου δικοῦ του ἀνθρώπου. Ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν πᾶς σέ κάποιον πού ἄκουσες ὅτι ἁπλῶς εἶναι γιατρός, ἀλλά πληροφορεῖσαι καί πᾶς στόν κατάλληλο γιατρό.

Νά ἀγαπήσουμε τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τή διδασκαλία του. Κάθε λέξη, κάθε φράση, καί τί δέν κρύβει! Ἀλλά καί ἔτσι πού εἴμαστε τώρα μέσα στή θεία Λειτουργία, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁμιλία πού κάνουμε, Λειτουργία εἶναι καί αὐτό. Δέν μπορεῖ νά λέει κανείς: ῾῾Ἔ, τί εἶναι αὐτά τώρα; Ἐμεῖς τά ξέρουμε᾿᾿. «Ὅποιος δέχεται ἐσᾶς, εἶπε ὁ Κύριος στούς ἀποστόλους, δέχεται κι ἐμένα. Ἅμα δέν δέχεται ἐσᾶς, δέν δέχεται οὔτε ἐμένα» (Πρβλ. Ματθ. 10, 40).

{Ὁ Κύριος μᾶς λέει: «Δοκίμασε πάλι». Νά τό μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς}

«Κάθισε, λοιπόν, στό ψαροκάικο καί ἀπό αὐτό δίδασκε τά πλήθη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, εἶπε στόν Σίμωνα: ῾῾Πήγαινε στά βαθιά καί ρίξτε τά δίχτυα σας γιά ψάρεμα᾿᾿. Ὁ Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε: ῾῾Διδάσκαλε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδή ὅμως τό λές ἐσύ, θά ρίξω τά δίχτυα᾿᾿. Ἀφοῦ τά ἔριξαν, ἔπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα πού ἄρχισαν νά σκίζονται τά δίχτυα τους. Μέ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους τους πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο νά ἔρθουν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνοι ἦρθαν καί γέμισαν καί τά δυό ψαροκάικα, σέ σημεῖο πού νά κινδυνεύουν νά βυθιστοῦν».

Πόσο ὡραῖα εἶναι τά πράγματα, πόσο ὅμορφα εἶναι, ὅταν ἀφήνει κανείς τά δικά του καί πιάνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό τί λέει ὁ Κύριος. Εἶναι λύτρωση· λύτρωση. Σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Τί θέλω νά πῶ τώρα; Ὁ Πέτρος μαζί μέ τούς ἄλλους ὅλη τή νύχτα ψάρευαν καί δέν ἔπιασαν τίποτε. Καί τώρα τοῦ λέει ὁ Χριστός: «Πᾶτε νά ρίξτε τά δίχτυα ἐκεῖ στά βαθιά, γιά νά πιάσετε ψάρια». Καί φέρνει βέβαια τήν ἀντίρρησή του ὁ Πέτρος: «Κύριε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιάσαμε τίποτε». Ψάρια δέν ἔπιασε, ἀλλά ὅμως ἔπιασε τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἔπιασε τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί λέει ἀμέσως: «Ἀλλά ἐπί τῷ ῥήματί σου χαλάσω τό δίκτυον». Ἐπειδή ὅμως τό λές ἐσύ, Κύριε, θά πάω νά ρίξω τά δίχτυα. Καί ἔπιασαν τόσα πολλά –δέν χρειάζονταν τόσα πολλά, ἀλλά ὁ Κύριος ὅταν δίνει, δίνει· ὡς Θεός δίνει ὁ Θεός, δέν τσιγκουνεύεται– τόσα πολλά, πού καί τό δικό τους πλοιάριο κινδύνευε νά βυθιστεῖ, ἀλλά καί τό ἄλλο πού ἦρθε μετά –τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου πού ἦρθαν μέ τό πλοιάριο, καί ἔβαλαν κι ἐκεῖ ψάρια– γέμισε καί κόντευε νά βυθιστεῖ.

Ἄνετα μποροῦμε τώρα ὅλοι μας –ὁ κάθε χριστιανός– ἔχοντας αὐτό ἐδῶ ὑπ᾿ ὄψιν, ἀλλά καί τήν ὅλη διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τήν ὅλη διδασκαλία, τίς ὅλες ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, ἄνετα μποροῦμε ὅλοι μας, χωρίς ἐξαίρεση, ὁποιαδήποτε ὥρα, ἄσχετα τί ἔχει γίνει ὥς τή συγκεκριμένη αὐτή ὥρα, νά ἀρχίσουμε ἀπό τήν ἀρχή. Ὅταν πᾶμε στόν ἄλλο κόσμο, δέν θά ἔχει χρόνο –χθές, σήμερα, αὔριο. Ἕνα παρόν θά εἶναι. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἕνα διαρκές παρόν καί… χαρά μεγάλη. Ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχουμε βέβαια παρελθόν, ἔχουμε μέλλον, ἀλλά τό παρόν εἶναι παρόν. Τό παρελθόν πάει, τό μέλλον δέν τό γνωρίζουμε· τό παρόν ὑπάρχει. Τώρα στό παρόν λοιπόν –τό ἑκάστοτε παρόν– κάθε παρούσα στιγμή, μπορεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀρχίσεις ἀπό τήν ἀρχή, ἄσχετα πόσο ἀπέτυχες ὥς ἐκείνη τήν ὥρα. Ὁ Κύριος σοῦ λέει: «Δεῖξε πίστη, δεῖξε ἐμπιστοσύνη». Ἄς ποῦμε –γιά νά μιλήσουμε πιό συγκεκριμένα– ὑπέμεινες, ὑπέμεινες πάρα πολύ, καί δέν ἔγινε τίποτε. Πάλι ὅμως ἄρχισε τώρα. Λαμβάνεις ἐντολή ἀπό τόν Χριστό. Ναί, δέν εἶναι τραβηγμένο αὐτό. Εἶναι μιά ἀλήθεια. Ἐδῶ εἶναι ὅλο τό μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Κάνει κόπο κανείς, κάνει προσπάθεια –μᾶς πιάνει ὁ ζῆλος καμιά φορά– ἀλλά ἐπειδή ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά ὑπάρχει ὁ ἐγωισμός, ὑπάρχει ἡ φιλαυτία, ὁ Θεός, πού μᾶς ξέρει καλά, δέν εὐλογεῖ τόν κόπο μας, γιατί θά ὑπερηφανευθοῦμε, θά γίνουμε ἀκόμη πιό φίλαυτοι ἀπ᾿ ὅ,τι εἴμαστε. Ὁ Θεός τά ξέρει αὐτά τά πράγματα καί δέν εὐλογεῖ τόν κόπο μας. Καί ὅμως, στήν κάθε παρούσα στιγμή μποροῦμε ἐμεῖς νά ξαναρχίσουμε νά κάνουμε τόν κόπο πού κάναμε καί πῆγε, ἄς ποῦμε, χαμένος, εἴτε εἶναι ὑπομονή αὐτό εἴτε εἶναι ἀνοχή εἴτε εἶναι ἀγάπη εἴτε εἶναι ταπείνωση εἴτε εἶναι μετάνοια εἴτε προσευχή… Γιά, κάν᾿ το πάλι!

Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, εἶναι μακάριος ὅποιος τό πιάσει αὐτό τό μυστικό, ἄς τό ποῦμε ἔτσι: καθόλου δηλαδή νά μήν κουραστεῖ, καθόλου νά μήν ἀποκάμει, καθόλου νά μήν ἀπογοητευθεῖ, καθόλου νά μήν τό πάρει: «Ἔ, δέν γίνεται τίποτε». Ὄχι. Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα. Ἐκεῖ κοντά μας εἶναι ὁ Κύριος καί μᾶς λέει: «Δοκίμασε πάλι». Καί δέν τό λέει σάν νά πρόκειται νά κάνουμε πείραμα. Λοιπόν, δοκίμασε πάλι. Καί μήν πεῖ κάποιος: «Ἐγώ ἔκανα ἔτσι, καί πάλι δέν ἔγινε τίποτε». Καί μόνο πού τό σκέπτεσαι ἔτσι, σημαίνει ὅτι ἔχεις πονηριά μέσα σου, σημαίνει ὅτι δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό. Ὅλο τό μυστικό εἶναι νά μή σκανδαλισθεῖς μέ τόν Θεό, νά μήν πεῖς: «Αὐτά εἶναι παραμύθια. Δέν γίνεται τίποτε». Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι. Καθόλου νά μή σκανδαλισθεῖς, καθόλου νά μήν κυριευθεῖς ἀπό παράπονο ἤ ἀπογοήτευση. Ἔτσι πεθαίνει τό ἐγώ –πού λέει ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε τό ἐγώ– καί ἔτσι βρίσκουμε ὄντως τόν Χριστό καί συσταυρωνόμαστε μαζί του καί συνανασταινόμαστε.

{Ἔρχεται καρπός, καί ἡ ἀσφάλειά του εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος}

«Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: ῾῾Βγές ἀπό τό καΐκι μου, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός᾿᾿».

Νά! Ἁπλά πράγματα ἐδῶ τώρα. Δέν χρειάζονται φιλοσοφίες. Ἐδῶ εἶναι ὅλη ἡ σοφία καί ὅλη ἡ ἀλήθεια. Ἐδῶ εἶναι τό πᾶν. Ὅταν συνειδητοποίησε ὁ Πέτρος τί ἔγινε, εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, Κύριε. Βγές ἀπό τό καράβι μου». Ὄχι βέβαια ὅτι τόν ἔδιωχνε τόν Χριστό, ἀλλά τό εἶπε, καθώς συναισθάνθηκε τήν ἁμαρτωλότητά του. Καί θά ἤθελα νά πῶ ἐδῶ τό ἑξῆς: Ὅποια μπόρα κι ἄν περάσει κανείς –μπόρα· σάν νά κατέβηκε στόν ἅδη κάτω, ἤ πού χρειάστηκε νά κοπιάσει χωρίς ἀποτέλεσμα– νά μή φοβηθεῖ, νά μή σκανδαλισθεῖ καθόλου. Ἐάν εἶναι συντονισμένος μέ τόν Κύριο, ἐάν πιστεύει ὄντως στόν Κύριο, τή δύσκολη ὥρα μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι σάν νά χάνονται ὅλα, ἀλλά σιγά-σιγά σιγά-σιγά περνάει ἡ δύσκολη ὥρα, καί μένει ὁ καρπός. Καί μένει πράγματι καρπός. Πράγματι! Σ᾿ ἐκεῖνον βέβαια πού στέκεται σωστά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ταπεινά, ἔχει ἐμπιστοσύνη καί περιμένει χωρίς νά ἀποκάμνει καί χωρίς νά σκανδαλίζεται, ὅπως εἴπαμε. Ἔρχεται καρπός.

Καί ὁ καρπός αὐτός πάντοτε ἔχει καί τό βίωμα αὐτό: «Πώ πώ, Θεέ μου! Πώ πώ, Θεέ μου! Τί ἔχω μέσα μου! Τί εἶμαι βαθιά μέσα μου!» Διότι, ἐνῶ εὐλογεῖται κανείς –ὅπως αὐτοί γέμισαν ψάρια– ἐνῶ χαριτώνεται, συγχρόνως ὅμως συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Μερικοί νομίζουν ὅτι εὐλογία Θεοῦ, χάρη Θεοῦ εἶναι μιά ὑψηλή κατάσταση. Ὄχι. Τό πρῶτο-πρῶτο πού αἰσθάνεσαι, ὅταν σέ ἐπισκεφθεῖ ἡ χάρη, εἶναι ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, πολύ ἁμαρτωλός, καί ὅτι δέν εἶσαι καθόλου ἄξιος νά εἶσαι τοῦ Θεοῦ, δέν εἶσαι καθόλου ἄξιος νά εὐλογεῖσαι ἀπό τόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι ἡ σιγουριά. Ταπεινώνεσαι ἔτσι, ἔχεις μετάνοια ἀληθινή ἔτσι, καί δέν φεύγει ὁ καρπός· μένει ὁ πνευματικός καρπός. Καί καθώς ὁ Θεός μᾶς δίνει ζωή –ὅση ζωή δώσει στόν καθένα– αὐτό γίνεται καί πάλι καί πάλι, καί συνέχεια ἔχουμε καρπό, συνέχεια ἔχουμε προκοπή, συνέχεια ἔχουμε πρόοδο· ναί, ἀλλά αὐτῆς τῆς ποιότητος.

Περνᾶς βέβαια δυσκολίες, ἀλλά ὅμως σχεδόν δέν τίς αἰσθάνεσαι, καθώς ἔχεις ἐμπιστοσύνη στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ· ξέρεις ὅτι εἶναι ἀγαθός ὁ Θεός καί δέν τυραννεῖ κανέναν. Καί ἔρχεται ὁ καρπός, ἀλλά καρπός συγχρόνως μέ τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ὅπως εἴπαμε, πού εἶναι ἀσφάλεια. Διότι, ὅταν ἔχεις αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου, ταπεινώνεσαι, ἔχεις ἀληθινή μετάνοια μέσα σου, ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ποῦ νά ἀφήσεις νά ξεπεταχτεῖ ἀπό μέσα κάτι τό ὁποῖο βλάπτει τήν ψυχή σου! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀσφάλεια τοῦ καρποῦ πού σοῦ δίνει ὁ Θεός, ἡ ἀσφάλεια τῆς εὐλογίας πού δίνει ὁ Θεός. Ὅποιος ὅμως γκρινιάζει, ὅποιος παραπονεῖται, ὅποιος νομίζει ὅτι τόν ἀδικεῖ ὁ Θεός, ὅτι τάχα δέν τόν ἀκούει, ὅτι τάχα τόν βασανίζει, εἶναι ταλαίπωρος.

{Χριστιανός εἶναι κατ᾿ οὐσίαν αὐτός πού ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του}

«Αὐτά τά εἶπε, γιατί εἶχε κυριευτεῖ ἀπό δέος, αὐτός καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιά τά πολλά ψάρια πού ἔπιασαν. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά παιδιά τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, πού ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε στόν Σίμωνα: ῾῾Μή φοβᾶσαι, ἀπό τώρα θά ψαρεύεις ἀνθρώπους᾿᾿». «Μή φοβοῦ· ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Ὥς τώρα ἔπιανες ψάρια, ἀλλά στό ἑξῆς θά ψαρεύεις ἀνθρώπους. Καί τόν ἔκανε ἀπόστολο, ὅπως ξέρουμε, καί μαζί μέ τούς ἄλλους κήρυξε τό Εὐαγγέλιο, καί ἔφτασε καί ὥς ἐμᾶς ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διά μέσου τῶν ἀποστόλων.

Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρός, ἀδελφοί μου, αὐτό εἶναι τό πᾶν. Δέν τό νιώθουμε ὅμως. Ποιός χριστιανός τώρα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἔχει τέτοιο καημό; Πού μέρα νύχτα τρώγονται οἱ ἄνθρωποι μέ τό: «Ἔχουμε νά φᾶμε. Δέν ἔχουμε νά φᾶμε. Ἔχουμε δυό σπίτια. Δέν ἔχουμε δυό σπίτια» κτλ. Μέρα νύχτα. Καί δέν θά βρεῖς κανέναν σχεδόν, ἐκτός ἀπό κάποιες ἐξαιρέσεις, πού νά τόν συνέχει αὐτή ἡ ἀλήθεια: «Ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ. Ἦρθαν οἱ ἀπόστολοι ὥς ἐδῶ καί μᾶς ἔφεραν τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ· καί γνωρίζουμε τόν Χριστό, γνωρίζουμε τό Εὐαγγέλιό του. Καί ξέρουμε τί εἴμαστε καί ποῦ πᾶμε καί ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν αἰώνια ζωή». Ὁπότε, ἔχεις ἤ δέν ἔχεις χαρά; Καί δέν μπορεῖ νά σοῦ τήν πάρει κανένας. Καί ὅ,τι κάνεις, δέν τό κάνεις σάν νά πᾶς νά ἀγοράσεις χαρά, οὔτε ἀσχολεῖσαι μέ τό ἄν ἔχεις χαρά. Γεμίζει ἡ ψυχή σου ἀπό χαρά, ἀλλά ἐσύ δέν ἀσχολεῖσαι μέ αὐτό. Μέ τόν Χριστό ἀσχολεῖσαι, στόν Χριστό ἀναφέρεσαι. Ταπεινώνεσαι ἐνώπιόν του καί δείχνεις τήν ἀγάπη σου καί τήν ἐμπιστοσύνη σου. Καί αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκη, ὅλο αὐτό πού ζεῖς, νά τό διαλαλήσεις μετά καί σέ ὅλο τόν κόσμο.

«Ὕστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τά ψαροκάικα στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα καί τόν ἀκολούθησαν». Ἄφησαν τά πάντα καί τόν ἀκολούθησαν. Καί δέν ὑπάρχει κανείς πού ἐξαιρεῖται. Ὅλοι μας πρέπει νά τό κάνουμε αὐτό. Αὐτοί μέν ἄφησαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό, καθώς ἔγιναν μαθηταί του καί ἀπόστολοί του. Ἀλλά κάθε χριστιανός, τελείωσε, ἀκολουθεῖ τόν Χριστό. Χριστιανός δέν εἶναι κάποιος πού ἁπλῶς βαπτίστηκε, ἁπλῶς, ἄς ποῦμε, ἔχει τό ὄνομα αὐτό, ἔχει μιά κάποια ἀναφορά χριστιανική, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα ὅμως τίποτε περισσότερο. Ὄχι. Ὅποιος δέν αἰσθάνεται ὅτι ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, δέν εἶναι χριστιανός. Τό εἶπε ὁ Χριστός: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Χριστιανός εἶναι κατ᾿ οὐσίαν αὐτός πού ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του. Ὅπως ἔχουμε πεῖ ὅμως καί ἄλλες φορές, ὅ,τι καλό, ὅ,τι χριστιανικό κάνουν οἱ χριστιανοί, τό κάνουν ἀκριβῶς γιά νά κρατήσουν τόν ἑαυτό τους, γιά νά διατηρήσουν τόν ἑαυτό τους, γιά νά εὐχαριστηθεῖ ὁ ἑαυτός τους. Ὄχι. Θά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ἄν δέν ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, δέν βρίσκεις τόν Χριστό.

Ἀκούγοντας αὐτά, ἀπογοητεύεται κανείς ἀπό τό ἕνα μέρος. Ἀλλά «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ» (Ματθ. 19, 26). Καί γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας –ὅσο κι ἄν μοιάζει ὅτι παρά τίς προσπάθειές μας δέν προκόπτουμε– ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους, νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρά τῷ Θεῷ». Καί εὔχομαι αὐτή ἡ πίστη καί αὐτή ἡ ἐλπίδα νά φέρουν καλό σέ ὅλους μας.

24-9-2006 Κυριακή πρωί

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου»