Γαμος
A+
A
A-

41. Ἡ ἔξοδος τοῦ ἐφήβου ἀπό τήν οἰκογένεια

Στή σύναξή μας αὐτή θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα σοβαρό θέμα, πού περιλαμβάνει τρεῖς ἐπί μέρους ἑνότητες: «Ἐφηβεία, γάμος, ἀγαμία».

Δέν εἶναι ἕνα τυχαῖο θέμα. Βγῆκε μέσα ἀπό τή ζωή καί μέσα ἀπό προβλήματα, τά ὁποῖα καλούμαστε καθημερινά νά ἀντιμετωπίζουμε, νά συζητοῦμε καί νά δίνουμε μιά λύση. Προσωπικά, ζυγίζοντας τά πράγματα καί λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα ἐκεῖνα πού, τέλος πάντων, ξέρω, βρίσκω πώς μέσα ἐδῶ, μέ τίς τρεῖς αὐτές λέξεις, μποροῦμε νά συμπεριλάβουμε, ἄν ὄχι ὅλα τά προβλήματα πού καῖνε τούς νέους σήμερα, πάντως ἀρκετά ἀπό αὐτά.

Εἶναι ἕνα θέμα πού δέν ἐξαντλεῖται ποτέ. Δέν ἔχουμε καμία πρόθεση νά τό ἀναπτύξουμε κατά ἕνα συστηματικό τρόπο. Ὅπως καταλαβαίνετε, πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ εἰδικός σ᾿ αὐτά, νά ἔχει χρόνο καί πολλά ἄλλα δεδομένα, γιά νά μπορέσει ἄνετα νά καθίσει νά τό σκεφθεῖ καί νά τό ἀναπτύξει συστηματικά. Αὐτό βέβαια καθόλου δέν σημαίνει ὅτι θά μιλήσουμε πρόχειρα καί στήν τύχη· ὅπου δηλαδή πιαστοῦμε καί ὅπου βρεθοῦμε. Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα θά λεχθοῦν, θά ἔχουν μιά λογική σειρά καί συνοχή.

{Πολλά σ᾿ αὐτή τή ζωή ἔχουν σχετική ἀξία}

Ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι θά προσπαθήσουμε νά τό δοῦμε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέσα στό πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα στήν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὀφείλουμε νά τό δοῦμε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς ἀλήθειας ὅτι «ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α´ Ἰω. 2, 17). Ὁ κόσμος «παράγεται», καί πολλά πράγματα τά ὁποῖα συμβαίνουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο δέν ἔχουν συνέχεια. Ὄχι βέβαια ὅτι εἶναι ἄχρηστα, ὅτι δέν ἔχουν καμία ἀξία· ὄχι ὅτι πρέπει κανείς νά τά περιφρονεῖ ἤ νά τά παραθεωρεῖ, ἀλλά, καθώς ἔχουν σχετική ἀξία, πρέπει νά τούς δίνει τήν ἀξία πού ἔχουν. Πολλά πράγματα σταματοῦν στόν τάφο τοῦ ἀνθρώπου καί δέν προχωροῦν πιό πέρα. Μετά τόν θάνατο, γιά παράδειγμα, παύει κανείς νά τρώει, νά πίνει, παύει νά κουράζεται, νά ἱδρώνει. Δέν μπορεῖ νά δώσει κανείς στό φαγητό περισσότερη ἀξία ἀπό αὐτήν πού ἔχει. Πρέπει νά φάει κανείς, γιά νά συντηρηθεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς τροφῆς· τίποτε περισσότερο.

Μερικές φορές, ὅταν δέν προσπαθεῖ κανείς νά ἐμβαθύνει περισσότερο, ἤ ὅσο τουλάχιστον χρειάζεται, στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή ζωή τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων, παρερμηνεύει, παρεξηγεῖ ὁρισμένα λόγια τους, ὁρισμένους τρόπους ζωῆς τους. Γιά παράδειγμα, δέν δίνουν, τρόπον τινά, σημασία στό φαγητό: ἄν θά φᾶνε, πότε καί πόσο θά φᾶνε. Δέν δίνουν σημασία στό ἄν θά κοιμηθοῦν καί πόσο θά κοιμηθοῦν. Ὅμως ὅλοι, μηδέ καί τοῦ πιό αὐστηροῦ ἐρημίτου ἐξαιρουμένου, φροντίζουν νά μήν τρῶνε ἄρτον ἀργόν, δηλαδή χωρίς νά κοπιάσουν. Ὅλοι φροντίζουν λίγο πολύ κάτι νά κάνουν, γιά νά βγάζουν τά πρός τό ζῆν.

Εἶναι χρέος ἡ ζωή, καί γι᾿ αὐτό, ἀκόμη καί ὁ πιό αὐστηρός ἐρημίτης, ὅσο αὐστηρός κι ἄν εἶναι, θά λάβει πρόνοια, θά λάβει μέτρα, ὥστε νά ἔχει νά φάει, νά ἔχει νά συντηρηθεῖ, νά ἔχει νά ζήσει. Δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του νά φθάσει στόν τάφο ἐξαιτίας τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ κόπου ἤ μιᾶς ἄλλης παρόμοιας αἰτίας. Προσπαθεῖ ἀπό τή δική του πλευρά νά κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατό, γιατί θεωρεῖ χρέος τή ζωή.

Ἐνῶ λοιπόν ἀπό τό ἕνα μέρος καί οἱ ἀσκητές φροντίζουν γιά τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, διότι τή θεωροῦν χρέος, ὅμως ἀπό τό ἄλλο μέρος σάν νά μή δίνουν καμία ἀξία στό φαγητό καί στήν ἀνάπαυση, γιατί αὐτά ἁπλῶς χρειάζονται. Ἔχουν βέβαια τήν ἀξία τους, ἀλλά γιά ἕναν ὁρισμένο χρόνο, γιά μιά ὁρισμένη περίοδο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ παρούσα ζωή.

{Πότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι στήν κατά φύσιν κατάσταση}

Καί τό θέμα πού προτιθέμεθα νά συζητήσουμε, ὀφείλουμε νά τό δοῦμε μέσα στίς παραπάνω ἀλήθειες. Νά τό δοῦμε ἀφ᾿ ἑνός μέσα στή μιά ἀλήθεια, ὅσο γίνεται καλύτερα, καί νά μήν τό ἀδικήσουμε. Νά τό δοῦμε ἀφ᾿ ἑτέρου καί μέσα στήν ἄλλη ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ὁρισμένα πράγματα εἶναι προσωρινά, εἶναι παροδικά. Ὅση ἀξία κι ἄν ἔχουν, ἡ παρουσία τους εἶναι παροδική.

Ἐπίσης, τό θέμα αὐτό καλό εἶναι νά τό δοῦμε καί μέσα σέ μιά ἄλλη ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό κανάλι του, στήν τροχιά του, εἶναι στή φυσιολογική του κατάσταση, στήν κατά φύσιν κατάσταση, ἐφόσον ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος θά φάει ψωμί, θά πιεῖ νερό, θά ἀναπαυθεῖ. Εἶναι ἀνάγκη νά τά κάνει αὐτά. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, εἶναι ἀνάγκη νά μή μείνει στή ζωώδη, στήν ἐνστικτώδη κατάσταση. Ἕνα ζῶο θέλει ἐπίσης νά φάει, νά πιεῖ, νά ἀναπαυθεῖ. Καί ἄν τό ἐξαναγκάσει κανείς διά τῆς βίας, κάνει καί καμιά δουλειά. Αὐτό εἶναι τό ζῶο. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά φάει, νά πιεῖ, ὅπως ἕνα ζῶο, γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτά, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό μόνο ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό αὐτό μπορεῖ νά σκέπτεται, νά διαβάζει, νά συζητᾶ, νά διαλέγεται κ.ἄ. Αὐτά ὑπάρχουν μόνο στόν ἄνθρωπο· ὄχι στά ἄλογα ὄντα. Ὅμως, πέρα ἀπό αὐτά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί κάτι ἀνώτερο. Εἶναι ἕνα ὄν πού δέν μπορεῖ νά βρίσκεται στήν τροχιά του, στό κανάλι του, δέν μπορεῖ νά εἶναι πάνω στίς ράγες πού τοποθετήθηκε, ἐάν ἁπλῶς τρώει ἤ ἁπλῶς σκέπτεται, διαλέγεται, ἀκούει μουσική, δημιουργεῖ μουσική κτλ., ἀλλά ἐάν ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν καί κάτι πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα νιώθει ἐντελῶς δικά του. Ἡ ἀνάγκη νά φάει κανείς εἶναι κάτι δικό του, πέρα γιά πέρα ἀνθρώπινο. Γιά τή δυνατότητα νά σκέπτεται ἔχει συνείδηση ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν ἔρχεται ἀπό κάπου ἀλλοῦ, ἀλλά εἶναι μέσα του. Ἐπίσης, γιά τή δυνατότητα νά ἀκούει, νά συζητᾶ, νά δημιουργεῖ, νά ὀργανώνει, νά προοδεύει κτλ., ἔχει συνείδηση ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχουν αὐτά μέσα του.

Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό κανάλι του, ἐνόσῳ αἰσθάνεται ὅτι ἔρχεται σέ κοινωνία μέ κάτι πού ἔρχεται ἀπό ἀλλοῦ καί δέν εἶναι δικό του. Ἔρχεται ὄχι ἀπό κάποιον ἄλλο ἄνθρωπο, ὄχι ἀπό ἀντικείμενα, ὄχι ἀπό οὐράνια σώματα, ἀλλά ἔξω ἀπό τόν κόσμο, ἔξω ἀπό τή δημιουργία. Αὐτό εἶναι ἐπίσης μιά βασική ἀλήθεια, ἐάν θέλει κανείς νά δεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τή χριστιανική πλευρά, καί μάλιστα τήν ὀρθόδοξη. Εἶναι βασική ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό κανάλι του, στήν τροχιά του, κινεῖται καί πορεύεται ὡς ἄνθρωπος, ὅταν ἔρχεται σέ κοινωνία μέ κάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό τή δημιουργία. Μπορεῖ βέβαια νά κινεῖται καί νά πορεύεται χωρίς νά ἔχει αὐτή τήν κοινωνία, ἀλλά τότε θά εἶναι ἔξω ἀπό τήν τροχιά του, ἔξω ἀπό τίς ράγες πάνω στίς ὁποῖες τοποθετήθηκε. Στόν ἀληθινό ἄνθρωπο, μαζί μέ τήν ἀνάγκη νά τρώει, νά πίνει, νά ἀναπαύεται, μαζί μέ τή δυνατότητα νά σκέπτεται, νά διανοεῖται, νά δημιουργεῖ, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἡ ἄλλη, ἡ πραγματικότητα ἡ ἄλλη, νά ἔχει μιά κοινωνία, μιά ἐπαφή, νά ἔχει ἕνα πάρε δῶσε μέ κάτι τό ὁποῖο ἔρχεται ἔξωθεν.

Ἑπομένως, ἄν θέλουμε νά δοῦμε τόν ἄνθρωπο καί στήν κατάσταση τῆς ἐφηβείας καί μέσα στόν γάμο καί στήν ἀγαμία, νά τόν δοῦμε ἀπό τή χριστιανική σκοπιά· νά τόν δοῦμε δηλαδή ἀληθινά. Δέν τίθεται ὡς θέμα: «Ἄς τόν δοῦμε καί ἔτσι. Ἄραγε τί θά βγεῖ;», ἀλλά δεχόμαστε ἐκ προοιμίου, παραδεχόμαστε δηλαδή ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ὄντως ἀλήθεια, ἡ ὄντως πραγματικότητα. Καί γιά νά τόν δοῦμε χριστιανικά, πρέπει νά τόν δοῦμε καί ὡς σῶμα, ἄν θέλετε νά πῶ ἔτσι, καί ὡς ψυχή, ἀλλά συγχρόνως καί ὡς ὄν τό ὁποῖο ἔρχεται σέ κοινωνία μέ κάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό αὐτόν, καί πού φυσικά εἶναι ὁ Θεός.

Ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς ἔχει τή δυνατότητα νά ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ὄντως ἄνθρωπος στήν αὐθεντική, στή σωστή του κατάσταση, στήν κατά φύσιν κατάσταση, ὅταν ἀκριβῶς ἔχει αὐτή τήν κοινωνία. Σέ περίπτωση πού δέν τήν ἔχει, δέν διαβιώνει στήν αὐθεντική του κατάσταση, ἀλλά εἶναι ἔξω ἀπό τίς ράγες, ὅπως εἴπαμε, ἔξω ἀπό τό κατά φύσιν. Εἶναι, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, στό παρά φύσιν.

Ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ζεῖ παρά φύσιν, ἐνῶ ὁ ἅγιος ἄνθρωπος –κάθε χριστιανός πρέπει νά εἶναι ἅγιος– ζεῖ κατά φύσιν. Αὐτά πρέπει νά τονισθοῦν καί νά ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψιν, γιατί γίνεται τόσος λόγος ὅτι αὐτό ἐδῶ εἶναι φυσικό, ἐκεῖνο ἐκεῖ εἶναι φυσικό, αὐτό εἶναι ἀφύσικο, τό ἄλλο εἶναι ἀφύσικο.

***

Ἀπό τήν ἡλικία περίπου τῶν δώδεκα ἐτῶν ἀρχίζει ἡ περίοδος τῆς ἐφηβείας, ἡ ὁποία πάντως εἶναι, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, ἡ πιό κρίσιμη στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· καί αὐτό ὅλοι τό παραδέχονται. Οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς παρόντες μᾶλλον τήν ἔχετε περάσει ἤ εἶστε πρός τό τέλος. Ἀλλά, ἄσχετα ἀπό αὐτό, νά ρωτήσω: τά χρόνια ἐκεῖνα κατά τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔφηβος, ποιό κατά τή γνώμη σας εἶναι τό πρόβλημα στό ὁποῖο δυσκολεύεται νά δώσει λύση ὁ ἴδιος, ἤ ἡ λύση πού θά τοῦ ἔδινε κάποιος ἄλλος θά ἦταν ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, ἔξω ἀπό αὐτό πού θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὡς φυσική κατάσταση, καί ἑπομένως θά ἦταν μιά λύση ἀφ᾿ ὑψηλοῦ ἐπιβεβλημένη, σάν δηλαδή νά τοῦ ἔλεγε: «Κάνε αὐτό, ἄσχετα ἄν μπορεῖς ἤ ὄχι»;

Κατ᾿ ἀρχήν νά σᾶς θέσω τό ἐρώτημα ὡς ἑξῆς: κατά τήν ἐφηβική ἡλικία τό μόνο καινούργιο πού ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο δημιουργεῖ προβλήματα εἶναι ἡ ἥβη ἤ εἶναι καί ἄλλες πραγματικότητες;

Δέν μποροῦμε νά κρυβόμαστε πίσω ἀπό τό δάχτυλο. Δέν γίνεται νά κάνουμε πώς δέν βλέπουμε μερικά πράγματα οὔτε μποροῦμε νά τά ἀγνοοῦμε. Δέν ἐπιτρέπεται. Ὀφείλουμε κατά πρόσωπο καί ὠμά νά τά βλέπουμε κάτω ἀπό τήν ἀλήθεια καί τή σκέπη τοῦ Θεοῦ καί νά τά ἀντιμετωπίζουμε κατά τόν ὀρθό τρόπο.

Ἀπό ὅ,τι ἐγώ ἔχω καταλάβει καί ἀπό ὅ,τι, τέλος πάντων, ἔχω γνωρίσει, δέν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι μετά τά δώδεκα χρόνια ὁ νέος καί ἡ νέα ἀρχίζουν νά γίνονται κάτι ἄλλο. Αὐτό δέν συμβαίνει γιά νά φέρει μιά ἀναστάτωση ἤ γιά νά δημιουργήσει ὁρισμένα προβλήματα ἤ γιά νά συντελέσει, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βγεῖ λίγο ἀπό τά λογικά του καί νά ζεῖ μιά τρελή ζωή. Οὔτε ἐπίσης ὁ νέος καί ἡ νέα γίνονται κάτι ἄλλο, ἁπλῶς διότι καί ὁ ἕνας καί ἡ ἄλλη πρέπει νά καταστοῦν ἱκανοί, γιά νά δημιουργήσουν νέους ἀνθρώπους. Δέν μποροῦμε νά περιορίσουμε ἐκεῖ τό θέμα. Διότι, ἄν τό περιορίσουμε ἐκεῖ, τότε πρός τί οἱ ἀλλοιώσεις, οἱ μεταβολές, οἱ ἀναστατώσεις καί ἡ ὅλη κρίση πού δημιουργεῖται; Πρός τί;

{ «Ἵνα ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» }

Βέβαια, τώρα θά δοῦμε τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση πού βρίσκεται μετά τήν πτώση. Πρίν ἀπό τήν πτώση δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς πῶς ἦταν ἡ βιολογική καί ἡ γενικότερη κατάστασή του. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅ,τι βλέπουμε μετά τήν πτώση. Ὁ καθένας πού ἔρχεται στόν κόσμο αὐτόν, μολονότι μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος –ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος– ὡστόσο, ἀποτελεῖ ἕνα ξεχωριστό πρόσωπο. Αὐτό φαίνεται ὅτι μένει γιά πάντα, μένει αἰωνίως. Δηλαδή, καί στήν ἄλλη ζωή δέν θά εἴμαστε φύρδην μίγδην. Δέν θά εἴμαστε σέ μιά κατάσταση πού δέν θά ἔχουμε συνείδηση ὅτι ὁ καθένας εἶναι ξεχωριστό πρόσωπο, ὥστε νά μπορεῖ νά λέει: «Ἐγώ κι ἐσύ, καί οἱ δύο μαζί ἀπευθυνόμαστε στόν Θεό. Ἐσύ, ἐγώ, ὁ ἄλλος καί ὅλοι μαζί ὡς ἕνα ἐγώ ἀπευθυνόμαστε στό Σύ τοῦ Θεοῦ».

Ὁ ἄνθρωπος θά ἔχει σαφή καί πολύ ξεκαθαρισμένη συνείδηση ὅτι εἶναι ἕνα ξεχωριστό πρόσωπο, καί θά εἶναι σέ μιά τέτοια κατάσταση πού δέν θά χωρίζεται ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά θά ἑνώνεται μέ αὐτούς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπό τούς ἄλλους, εἶναι ἄτομο, καί αὐτός ὁ χωρισμός μᾶς μαστίζει μετά τήν πτώση. Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση ὁ ἄνθρωπος γίνεται πρόσωπο. Πρόσωπο ὁ ἕνας, ὁ ἄλλος, ὁ τρίτος, καί ὅλοι αὐτοί, ἐνόσῳ εἶναι πρόσωπα, εἶναι ἑνωμένοι ὡς μία ἀνθρωπότητα.

Εἶναι φοβερό, εἶναι συγκλονιστικό αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ Κύριος στή λεγόμενη ἀρχιερατική προσευχή πού ἔκανε πρό τοῦ πάθους, ἀφοῦ τελείωσε τόν ἐκτεταμένο λόγο πρός τούς μαθητάς του, τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Πατέρα, τόν παρακαλεῖ γιά τούς μαθητάς του πρῶτα καί στή συνέχεια γιά ὅσους θά πιστέψουν διά τῶν μαθητῶν εἰς Αὐτόν: «…ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν». «Ἐν ἡμῖν», δηλαδή ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι, νά εἶναι καί αὐτοί ἕνα. Στή συνέχεια πάλι ἐπανέλαβε: «…ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 17, 21-22).

Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ μία Θεότης. Ὡστόσο, ὁ Πατήρ εἶναι πρόσωπο, ὁ Υἱός εἶναι πρόσωπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πρόσωπο. Ὁ Υἱός γίνεται σάρκα, γίνεται ἄνθρωπος· δέν γίνεται ὁ Πατήρ ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Βέβαια, μέσα στόν Υἱό εἶναι ἡ Θεότης, ἀλλά ὁ Πατήρ δέν γίνεται ἄνθρωπος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν γίνεται ἄνθρωπος. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μένει στήν Ἐκκλησία ὡς Πνεῦμα Ἅγιο.

«Ἵνα ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι νά γίνουν ἕνα, μέ αὐτή τήν ἔννοια: πρόσωπο ὁ ἕνας, πρόσωπο ὁ ἄλλος, πρόσωπο ὁ τρίτος, καί ὅλοι μαζί νά εἶναι ἡ μία ἀνθρωπότητα. Ὅσο εἶναι πρόσωπα, ὅσο μένουν στήν κατάσταση τοῦ προσώπου, μποροῦν νά εἶναι πραγματικά ἑνωμένοι μέ τούς ἄλλους. Μόλις παύουν νά εἶναι πρόσωπα καί πέφτουν στήν κατάσταση τοῦ ἀτόμου, δέν εἶναι ἑνωμένοι ἀλλά χωρισμένοι.

Εἶναι αὐτό πού σήμερα μαστίζει τόσο πολύ τούς ἀνθρώπους. Βρέστε ἕναν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί ἀνάμεσα στούς πιό καλούς χριστιανούς, πού νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν ἄλλο. Ὁ καθένας μας ἔχει κλειστεῖ στόν ἑαυτό του. Δέν ξέρω βέβαια, ἀλλά ὑποθέτω ὅτι ἀκόμη καί ἀνάμεσα στά ἀνδρόγυνα εἶναι κάτι πολύ σπάνιο νά ὑπάρχουν ἀνδρόγυνα πού νά εἶναι οἱ σύζυγοι μέ αὐτή τήν ἔννοια ἑνωμένοι. Νά εἶναι πρόσωπο ὁ ἕνας, πρόσωπο ὁ ἄλλος, καί νά εἶναι ἑνωμένοι ὡς ἕνας ἄνθρωπος.

{Τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν εἴσοδό του στήν περίοδο τῆς ἐφηβείας}

Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο καί μεγαλώνει κοντά στούς γονεῖς του, διανύοντας κατ᾿ ἀρχήν τήν παιδική ἡλικία, ἀλλά ἀλίμονο, ἐάν μείνει σ᾿ αὐτή τήν παιδική κατάσταση. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος λέει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μέσα στόν παράδεισο πλάσθηκαν τέλειοι μέν ἀλλά στήν ἡλικία τοῦ παιδιοῦ, μέ σκοπό, ἐφαρμόζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, σιγά-σιγά νά ἐνηλικιωθοῦν.  Μέ σκοπό, θά λέγαμε, νά φθάσουν «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ. 4, 13). Κάθε ἄνθρωπος, καθώς βαπτίζεται καί εἰσέρχεται ἔτσι στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπό αὐτή τήν πλευρά ἕνα νήπιο.

Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Κύριος «ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων … μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες … εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 11-14). Δηλαδή, γιά νά ἀνδρωθοῦν «οἱ πάντες», μέ τήν ἔννοια πέρα ὥς πέρα νά χριστοποιηθοῦν κατά χάριν· ὄχι κατ᾿ οὐσίαν.

Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν παιδική του ἡλικία εἶναι ἕνα ἀθῶο πλάσμα. Ὅσο βέβαια εἶναι, γιατί μερικά ἀπό τά παιδιά εἶναι πολύ χειρότερα ἀπό τούς μεγάλους. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἔχει τήν παιδική ἀφέλεια, τήν παιδική ἀγαθότητα, τήν παιδική ἀθωότητα. Πάντως, εἶναι ἕνα παιδί· δέν εἶναι ἄνδρας τέλειος.

Ἀπό ὅ,τι ἐγώ καταλαβαίνω, τό παιδί, ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῆς τῆς καταστάσεως τῆς παιδικότητος στήν ὁποία βρίσκεται, δέν εἶναι ἀπαγκιστρωμένο ἀπό τούς γονεῖς. Καί μάλιστα, ἔχει μιά τέτοια σχέση μέ τούς γονεῖς, πού δέν μπορεῖ πολύ-πολύ ἐλεύθερα ὡς πρόσωπο, μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε, νά ἔλθει σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Αὐτό βέβαια ἕνας λόγος εἶναι. Ὁ Θεός τά κανονίζει αὐτά ὅπως θέλει, ἀλλά, ὅσο ἐμεῖς μποροῦμε νά καταλάβουμε, κάπως ἔτσι ἔχουν τά πράγματα.

Ὅπως ἐπίσης, στήν κατάσταση αὐτή τῆς παιδικότητος, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἔλθει σέ κοινωνία καί σέ ἐλεύθερη σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατί ἔχει ἕνα δεσμό μέ τούς γονεῖς καί ἕναν περιορισμό, καθώς εἶναι κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψή τους. Γι᾿ αὐτό, ὅταν παρουσιάζεται ἡ ἐφηβεία, ἤ καλύτερα κατά τήν εἴσοδό του στήν περίοδο τῆς ἐφηβείας, μέσα στήν ὅλη ἀναστάτωση πού δημιουργεῖται σωματικά, βιολογικά, ψυχικά, πνευματικά, συναισθηματικά, θά ἔλεγε κανείς ὅτι τό κύριο χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι τό μέχρι χθές παιδί ἀρχίζει τώρα νά ἀποκτᾶ ἕνα εἶδος αὐτονομίας· ἀρχίζει νά τολμᾶ νά κάνει μιά ἔξοδο ἀπό τήν οἰκογένεια, νά ἔχει μιά τάση ἀνεξαρτησίας ἀπό τούς γονεῖς.

Σχεδόν δέν ὑπάρχει γονέας, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά νά μήν ἀναστατώνεται, καθώς βλέπει τό παιδί του –τόν γιό του ἤ τήν κόρη του– νά ἀρχίζει, μπαίνοντας σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία, νά ζεῖ μέ αὐτή τήν τάση τῆς ἐξόδου, τῆς χειραφετήσεως, μέ αὐτή τήν τάση τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀνεξαρτησίας. Δέν ὑπάρχει, ἐξ ὅσων ἐγώ γνωρίζω, γονέας πού λίγο πολύ δέν ταράσσεται, καθώς δέν γνωρίζει ἀκριβῶς τά πράγματα.

Γι᾿ αὐτό ἔρχονται οἱ γονεῖς, κυρίως οἱ μητέρες, κατατρομαγμένοι, ἀνήσυχοι καί λένε: «Τό παιδί μου, πού ἦταν τόσο καλό, τόσο ὑπάκουο, πού ἦταν τόσο ἥσυχο, τόσο φρόνιμο, πού ἔκανε ὅ,τι ἔκανε μέ τά παιδιά, ἀλλά ἐρχόταν στό σπίτι καί μοῦ τά ἔλεγε ὅλα, καί μέ ρωτοῦσε, τό παιδί μου αὐτό τώρα κλείστηκε στόν ἑαυτό του. Δέν μέ ρωτάει οὔτε μοῦ ἀναφέρει τί κάνει». Λίγο πολύ ὅλοι οἱ γονεῖς ἔχουν αὐτό τό παράπονο.

Αὐτή ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἡ ἔξοδος τοῦ μέχρι χθές παιδιοῦ, πού τώρα γίνεται ἔφηβος, εἶναι κάτι φυσικό, ὄχι μόνο σέ σχέση μέ αὐτές τίς ἀναστατώσεις πού δημιουργοῦνται μέσα του, ἀλλά καί σέ σχέση μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶπα πιό μπροστά. Ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος σιγά-σιγά, παρ᾿ ὅλο πού ὡς παιδί βρίσκεται σέ μιά ἀθωότητα, σέ μιά ἀγαθή κατάσταση, πρέπει νά ἐξέλθει ὄχι ἀπό τήν ἀθωότητα καί τήν ἀγαθότητα ἀλλά ἀπό τήν παιδικότητα καί νά προχωρήσει πρός τήν ἐνηλικίωση καί ὡς πρός τό σῶμα καί ὡς πρός τήν ψυχή, ἀλλά νά προχωρήσει καί στήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐνηλικίωση, ὥστε νά γίνει πρόσωπο μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, γιά νά μπορέσει ἔτσι νά ἔλθει σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τόν Θεό.

Μπορεῖ νά πέφτω ἔξω –καί παρακαλῶ νά μήν παίρνετε κατά γράμμα ὅλα αὐτά πού λέμε– ἀλλά νομίζω ὅτι ἡ σωτηρία, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μας, ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή μας δέν εἶναι κάτι πού γίνεται μαγικά, ἀλλά εἶναι ἕνα γεγονός πού λαμβάνει χώραν κατά τέτοιον τρόπο, πού ὁ ἄνθρωπος τό αἰσθάνεται, μπορεῖ νά τό παρακολουθεῖ καί νά τό ζεῖ, καί γι᾿ αὐτό ἄλλος τό ζεῖ περισσότερο καί ἄλλος λιγότερο. Οἱ Πατέρες τονίζουν καί λένε ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνα συνειδητό γεγονός. Εἶναι κάτι πού τό ζεῖ κανείς, τό νιώθει, τό αἰσθάνεται, καί ὄχι μόνο τό πιστεύει· δηλαδή δέν πιστεύει ἁπλῶς ὅτι ζεῖ πνευματικά. Πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, ἀλλά μέ τελικό σκοπό νά ζήσει ζωντανά τόν Χριστό, νά ζήσει ζωντανά τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά ζήσει ζωντανά, αἰσθητά καί «γνωστῶς», ὅπως λέει χαρακτηριστικά ἕνας ἅγιος, τήν πνευματική ζωή. Δέν εἶναι κάτι πού γίνεται κατά ἕνα μαγικό καί ἀόριστο τρόπο.

Ἑπομένως, κατά τήν πορεία τῆς φυσιολογικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου –τῆς ψυχικῆς, τῆς διανοητικῆς ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς– ὅλο καί ἔρχεται σέ κατάσταση τέτοια ὁ ἄνθρωπος, πού ἀποκτᾶ ἀνάλογη ἱκανότητα, γιά νά συμμετάσχει σ᾿ αὐτό τό γεγονός πού ὁ Θεός θά δημιουργήσει μέσα του: στό γεγονός τῆς ἀναγεννήσεως, στό γεγονός τῆς σωτηρίας, στό γεγονός τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ ἔξοδος λοιπόν αὐτή πού γίνεται μέ τήν εἴσοδο στήν ἐφηβική ἡλικία, εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ ἐφήβου. Καί ἐνῶ μέχρι τώρα τό παιδί ἦταν ξένο πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί πολύ-πολύ γνωστό καί οἰκεῖο στούς δικούς του, μέ τήν εἴσοδο στήν ἐφηβεία σάν νά ἀρχίζει νά γίνεται ξένο στό σπίτι καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά γνωστό πρός τούς ἔξω. Θέλει νά ἔρθει σέ γνωριμία, σέ σχέση, θέλει νά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία καί διάλογο μέ ἄλλους ἀνθρώπους. Τρόπον τινά, τό ἔχει ἀνάγκη ἡ προσωπικότητά του· ἡ προσωπικότητα μέ τήν ἔννοια τή χριστιανική καί ὄχι μέ τήν ἔννοια τήν ψυχολογική. Ἡ ὕπαρξή του, γιά νά τελειοποιηθεῖ σέ πρόσωπο ἐν Χριστῷ, ἔχει ἀνάγκη νά φύγει, κατά κάποιον τρόπο, ἀπό τή στενή φωλιά τῆς οἰκογένειας, πού ἦταν χρήσιμη ὥς τά δώδεκα χρόνια, καί νά ἀναπτυχθεῖ σέ μιά εὐρύτερη φωλιά, ὥστε στή συνέχεια νά ἀγαπήσει τούς γονεῖς περισσότερο καί νά ἔρθει πιό ἐλεύθερα σέ στενότερη κοινωνία μαζί τους, καθώς θά βρίσκεται σέ μιά πιό ἀνδρωμένη κατάσταση· ὅπως ἐπίσης νά ἔρθει σέ κοινωνία καί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Αὐτή ἡ ἔξοδος γιά τούς πολλούς –ὑπάρχουν καί οἱ ἐξαιρέσεις– ἄν προχωρήσει καί ἐξελιχθεῖ κανονικά, θά φθάσει στήν τέλεια ἕνωση μέ ἕνα ἄλλο πρόσωπο στόν γάμο. Ἀπό ὅ,τι ἐγώ καταλαβαίνω καί μέ βάση ὅσα ξέρω καί ἀπό τούς Πατέρες, αὐτή ἡ ἕνωση, ὅταν γίνονται ὅλα αὐτά κατά ἕναν ὁμαλό καί σωστό τρόπο, σύν τοῖς ἄλλοις συντελεῖ στό νά ἐξέλθει κανείς τελικά τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του καί νά δοθεῖ σέ κάποιον ἄλλο. Ὅταν αὐτό γίνει ἐν Χριστῷ, εἶναι μιά μεγάλη ἐπιτυχία. Ἀπό κεῖ καί πέρα, θά ἔλεγε κανείς, ἀνοίγει διάπλατα ἡ ψυχή τίς πόρτες της, τά παράθυρά της, γιατί δέν ὑπάρχει πλέον κάτι πού νά τήν κρατάει κλειστή, καί εἰσρέει μέσα της ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, γίνεται ὁ ἄνθρωπος πραγματικά ἄνθρωπος, πραγματικά πρόσωπο, καί ἔπειτα μπορεῖ νά ἔχει κοινωνία εἰδική καί στενή μέ τή σύζυγο ἤ τόν σύζυγο, καί γενικότερη κοινωνία καί ἕνωση μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους· καί μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅλα αὐτά φυσικά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

1969-71

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἐφηβεία, γάμος, ἀγαμία τ. Α’»