{«Νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε Κύριος τόν χριστόν αὐτοῦ».}
Τώρα ἔχω τήν ἐσωτερική πληροφορία, τώρα γνώρισα, τώρα κατάλαβα ὅτι ἔσωσε ὁ Κύριος «τόν χριστόν αὐτοῦ». Κάνει μεγάλη ἐντύπωση αὐτό πού λέει ἐδῶ. Στούς ἕξι πρώτους στίχους ἔχουμε προσευχή πρός τόν Θεό γιά τόν βασιλιά. Στόν στίχο αὐτό ὁμιλεῖ ἤ ὁ ἀρχιερεύς ἤ ἴσως ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς, καί ὁμιλεῖ, ἀφοῦ προσφέρθηκαν οἱ θυσίες, καί οἱ μέν καί οἱ δέ. ῞Ολες τίς ἄλλες θυσίες τίς πρόσφερε ὁ βασιλεύς, ὅπως συνήθιζαν νά προσφέρουν γενικότερα οἱ ῾Εβραῖοι, ἀλλά πρόσφερε καί τή θυσία τοῦ ὁλοκαυτώματος, στήν ὁποία καιγόταν ὁλόκληρο τό ζῶο στή φωτιά.
᾿Αφοῦ προσφέρθηκαν οἱ θυσίες, ὁμιλεῖ ἴσως, ὅπως εἴπαμε, ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς καί λέει· «῎Ηδη μέσα μου ἔνιωσα, κατάλαβα, γνώρισα –ὄχι ἁπλῶς πιστεύω ὅτι ἔτσι θά εἶναι– ἔχω πληροφορία “ὅτι ἔσωσε Κύριος τόν χριστόν αὐτοῦ”, ὅτι ὁ Κύριος μετά ἀπό τίς θυσίες, μετά ἀπό τίς προσευχές ἔσωσε “τόν χριστόν αὐτοῦ”». Τόν ἔσωσε μέ τήν ἔννοια ὅτι πῆγε στόν πόλεμο καί τόν προφύλαξε νά μήν πάθει τίποτε. Σώθηκε ὁ βασιλεύς, δέν θανατώθηκε, ἀλλά καί νίκησε καί ἐπιστρέφει νικητής.
Ποιός εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἔσωσε ὁ Κύριος; Εἶναι «ὁ χριστός αὐτοῦ», δηλαδή ὁ κεχρισμένος. ῎Ισως δέν τίθεται ἐδῶ τυχαῖα αὐτή ἡ φράση. Κεχρισμένος ἦταν ὁ ἀρχιερεύς καί ὁ βασιλεύς τοῦ ᾿Ισραήλ. Αὐτός πού γινόταν βασιλεύς χριόταν καί ἦταν κεχρισμένος. Εἶχε δηλαδή κατά εἰδικό τρόπο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, εἶχε κατά εἰδικό τρόπο τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Δέν εἶναι ὁ βασιλιάς ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας ἔστω ᾿Ισραηλίτης, ὁ ὁποῖος προσεύχεται, καί τοῦ ὁποίου τήν προσευχή ἀκούει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος Θεός ἔδωσε τήν ἐντολή νά προσεύχονται οἱ ἄνθρωποι καί ἀκούει τήν προσευχή τοῦ καθενός. Δέν εἶναι ὁ βασιλιάς ἕνας ἁπλός πολίτης, ἕνας ἁπλός, ἄν θέλετε, πιστός κατά τήν πίστη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά εἶναι ὁ κεχρισμένος. Δέν εἶναι ἕνας κοινός, ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι αὐτός πού ἔλαβε τή χάρη, εἶναι αὐτός πού ἔχει τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο.
῎Αν θέλετε, γιά νά μπορέσουμε λίγο νά καταλάβουμε, νά σκεφθοῦμε τό ἑξῆς· ἐάν τολμήσει κάποιος λαϊκός νά κάνει θεία Λειτουργία, αὐτό ὄχι μόνο δέν θά εἶναι θεία Λειτουργία, ἀλλά καί ὁ ἴδιος θά ἁμαρτήσει θανάσιμα. ῎Αν τολμήσει ἕνας, ὅσο εὐσεβής κι ἄν εἶναι, νά κάνει βάπτισμα –ὄχι τό κατ᾿ ἀνάγκην βάπτισμα– καί θά ἁμαρτήσει καί δέν πρόκειται νά γίνει βάπτισμα. Τή θεία Λειτουργία θά τήν κάνει ὁ ἱερέας, αὐτός πού εἶναι χειροτονημένος, πού ἔχει «τήν τῆς ἱερατείας χάριν», ὅπως λένε οἱ εὐχές. ῾Ο ἱερέας θά κάνει τή θεία Λειτουργία, ὁ ἱερέας θά κάνει τό βάπτισμα, ὁ ἱερέας θά κάνει τό κάθε μυστήριο, αὐτός πού εἶναι κεχρισμένος, πού ἔχει τή χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τό μυστήριο τῆς χειροτονίας.
῎Ετσι καί ἐδῶ, αὐτός πού πηγαίνει στόν πόλεμο δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος ἤ αὐτός πού πρόσφερε τίς θυσίες· δέν εἶναι ἕνας κοινός ᾿Ισραηλίτης, ἀλλά εἶναι ὁ χριστός, ὁ κεχρισμένος ἀπό τόν Θεό. ῾Επομένως, εἶναι τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι ὄργανο τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο γενικότερα, διότι τώρα ὁδηγεῖ τόν λαό σέ πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί διότι ὁ Θεός τόν ἀναγνώρισε ὡς βασιλιά, τόν ἔχρισε ὡς βασιλιά, τόν θεωρεῖ δικό του, τόν θεωρεῖ ὄργανό του καί τοῦ ἔχει δώσει τή χάρη. Αὐτός λοιπόν προσφέρει τίς θυσίες στόν Θεό καί πορεύεται στόν πόλεμο, γιά νά ἀποτρέψει τόν κίνδυνο ἐναντίον τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. ῾Ο βασιλιάς αὐτός, ὁ κεχρισμένος, μετά ἀπό τήν προσευχή τοῦ λαοῦ καί μετά ἀπό τίς προσφερθεῖσες δικές του θυσίες, ἔχει πληροφορία μέσα του ὅτι ὁ Κύριος τόν ἔσωσε. Καί ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, καί τόν ἔσωσε ἀπό τόν θάνατο, πού μποροῦσε νά συμβεῖ στή μάχη, στόν πόλεμο, ἀλλά καί νίκησε τούς ἐχθρούς.
Αὐτό νά τό ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας. Καί φοβοῦμαι ὅτι συνήθως τό ξεχνοῦμε κατ᾿ ἀρχήν ὅλοι μας. Εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί καί ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τή βαπτισματική χάρη, τή χάρη πού πήραμε μέ τό βάπτισμα καί ἰδιαίτερα μέ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος. ᾿Από αὐτῆς τῆς πλευρᾶς, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί εἶναι κεχρισμένοι. Δέν εἶναι ὅλοι χειροτονημένοι· χειροτονημένοι εἶναι μόνο ὅσοι ἀπό αὐτούς εἶναι κληρικοί. Πρωτίστως λοιπόν, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στόν Θεό, κάποιοι οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται γενικότερα ὅτι εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν τή σφραγίδα τῆς χάριτος πάνω τους. Βαπτίσθηκαν, χρίσθηκαν, καί μέσα στήν ψυχή τους, μέσα στήν καρδιά τους μένει ἀνεξίτηλη ἡ σφραγίδα αὐτή, ἡ βαπτισματική χάρη.
{Μποροῦμε νά ἔχουμε μέσα μας τήν πληροφορία πώς ὅ,τι καί νά γίνει, ὁ Χριστός θά μᾶς σώσει}
῞Ο,τι καί νά γίνει, ὁ ἄνθρωπος δέν χάνει τό βάπτισμα, δέν χάνει τή χάρη τοῦ βαπτίσματος. ῞Οταν ὅμως κάποιος δέν λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἔχει μέσα του τή χάρη καί δέν συνεργάζεται μέ τή χάρη καί δέν ἀνταποκρίνεται, τότε ἡ χάρη μαζεύεται σέ μιά γωνιά μέσα στήν ψυχή καί μένει ἀνενέργητη. ῞Ομως, κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός ἔχει αὐτή τή χάρη.
Καί νά ἔχουμε κατά νοῦν, νά ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι, ὅταν παλεύουμε μέ τόν ἐχθρό, ὅταν ἔρχονται κατ᾿ ἐπάνω μας οἱ πειρασμοί, οἱ κίνδυνοι, γενικῶς ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, ὁ κακός ἄνθρωπος, ὄχι μόνο μποροῦμε νά καταφεύγουμε στόν Θεό, νά προσευχόμαστε, νά τόν παρακαλοῦμε, ἀλλά εἴμαστε, ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς, κεχρισμένοι ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Νά ἔχουμε λοιπόν αὐτό κατά νοῦν καί μέ αὐτή τή συναίσθηση καί μέ αὐτή τήν πεποίθηση, ὡς ἄνθρωποι πού ἀνήκουμε στόν Χριστό καί ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀγωνιζόμαστε. ῾Οπότε, ὅσο κι ἄν φανεῖ ἴσως παράδοξο, ἀμέσως ἔχουμε μέσα μας τήν πληροφορία ὅτι σωθήκαμε, ὅπως λέει ἐδῶ γιά τόν βασιλιά ὅτι «ἔσωσε Κύριος τόν χριστόν αὐτοῦ». ῾Ομιλεῖ σέ ἀόριστο, σέ παρελθόντα χρόνο, ὅτι ἤδη ἔγινε, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔγινε. Τώρα θά πάει ὁ βασιλιάς στόν πόλεμο, καί ἀφοῦ γίνει ὁ πόλεμος καί σωθεῖ, θά μπορεῖ νά λέει ὅτι σώθηκε. ῞Ομως λέει· «῎Εσωσε Κύριος τόν χριστόν αὐτοῦ». Τέτοια βεβαιότητα ἔχει μέσα του, ὅτι ἤδη σώθηκε, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔγινε τίποτε.
῎Ετσι εἶναι καί ὁ χριστιανός. ῾Ο χριστιανός μπορεῖ νά ἔχει μέσα του αὐτή τή βεβαιότητα, αὐτή τήν πληροφορία· ὅ,τι καί νά γίνει, ὁ Χριστός θά τόν σώσει. ῞Ο,τι καί νά γίνει, ὁ Χριστός θά τόν προφυλάξει. Καί δέν μπορεῖ κανένας ἐχθρός νά νικήσει τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, νά νικήσει τόν κεχρισμένο. Νά νικήσει δηλαδή τόν βαπτισμένο χριστιανό, πού ἔχει μέσα του τή χάρη τοῦ βαπτίσματος, τή χάρη πού πῆρε στό μυστήριο τοῦ χρίσματος, πού ἔχει μέσα του τόν Χριστό, πού κοινωνεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι μέσα στό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο σῶμα εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καί τοῦ ὁποίου σώματος ὁ κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι μέλος.
Πολύ περισσότερο νά τό νιώθουμε αὐτό καί νά πιστεύουμε ὅτι ἔτσι εἶναι, καθώς μέσα στήν ᾿Εκκλησία, μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἴμαστε μόνο οἱ ἁπλοί χριστιανοί, πού εἴμαστε βαπτισμένοι καί ἔχουμε τή χάρη. Βλέπετε, ὁ Κύριος ὅρισε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ ᾿Εκκλησία ὡς σῶμα του, καί νά ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτήν οἱ λαϊκοί ἀλλά καί οἱ κληρικοί. Οἱ ὁποῖοι κληρικοί διά τῆς χειροτονίας λαμβάνουν «τήν τῆς ἱερατείας χάριν», τήν εἰδική αὐτή χάρη, καί ἔτσι, κατά εἰδικό καί ἀποκλειστικό τρόπο, εἶναι κεχρισμένοι. Δέν μποροῦν οἱ ἄλλοι, οἱ λαϊκοί, νά εἶναι ἔτσι. Μόνο οἱ χειροτονημένοι εἶναι κατά εἰδικό τρόπο κεχρισμένοι, καί ἐκτός ἀπό τή χάρη τοῦ βαπτίσματος ἔχουν καί τή χάρη τῆς ἱερωσύνης, καί ἔτσι τελοῦν τά μυστήρια.
Καί ὅπως ὁ βασιλεύς ἐδῶ πορεύεται στόν πόλεμο, πορεύεται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιβουλεύονται τόν λαό, τό ἔθνος, καί μαζί του εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι πού τόν ἀκολουθοῦν –δέν πηγαίνει μόνος του– ἔτσι, κατά κάποιον τρόπο, μέσα στήν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία πάντοτε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν «τήν τῆς ἱερατείας χάριν», οἱ κεχρισμένοι, οἱ ἱερεῖς, προπορεύονται στόν ὅποιο ἀγώνα, στόν ὅποιο πνευματικό πόλεμο, καί ἀκολουθοῦν οἱ λαϊκοί. ῾Οπότε, ἔχουμε καί αὐτή τή βεβαιότητα, ἔχουμε καί αὐτή τήν πληροφορία. Καί μποροῦμε, μέ τήν πίστη καί τή βεβαιότητα πού ἔχουμε μέσα στήν ᾿Εκκλησία, νά πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι θά φθάσουμε στό τέλος. ῎Οντως δηλαδή θά νικήσουμε κάθε ἐχθρό, θά νικήσουμε κάθε πειρασμό, καί στό τέλος ὁ Κύριος θά μᾶς βγάλει νικητές, θά μᾶς σώσει, θά μᾶς εἰσαγάγει στή βασιλεία του.
Αὐτά εἶναι ἀλήθειες· δέν τά λέμε ἁπλῶς ὡς λόγια. Οἱ χριστιανοί μέσα στήν ᾿Εκκλησία νά τά πιστεύουν ἔτσι, νά τά νιώθουν ἔτσι καί νά ἀγωνίζονται μέ αὐτή τήν πεποίθηση, μέ αὐτή τή συναίσθηση καί μέ αὐτήν, ἄν θέλετε, τήν πληροφορία καί τήν ἐμπειρία.
***
{«᾿Επακούσεται αὐτοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ».}
Θά ἀκούσει ὁ Κύριος «τόν χριστόν αὐτοῦ», δηλαδή τόν βασιλιά, ἀλλά καί ὅλο τόν λαό πού πηγαίνουν γιά νά πολεμήσουν, «ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ». ῾Ο Θεός κατοικεῖ στόν οὐρανό, κατοικεῖ καί στόν λόφο Σιών. Στήν προκειμένη περίπτωση δέν ὁμιλεῖ ὁ βασιλεύς ἔτσι πού, ὅπως σέ ἄλλες περιπτώσεις, περιμένει τή βοήθεια ἀπό τό ὄρος Σιών, ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός. Περιμένει τή βοήθεια «ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ», ἀπό τό κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι στόν οὐρανό. Κάνει ἐντύπωση ἐδῶ κάτι πού φαίνεται καί πιό κάτω, ὅτι ὁ βασιλεύς δέν στηρίζεται στή δύναμη τήν ἀνθρώπινη, στόν ἐγωισμό τόν ἀνθρώπινο καί σέ ἄλλα τέτοια. Καί αὐτός καί ὅλος ὁ λαός στηρίζονται στόν Θεό, στηρίζονται σ᾿ αὐτόν ὁ ὁποῖος ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τό οὐράνιο κατοικητήριο, ἀπό τό ἅγιο κατοικητήριο θά σπεύσει σέ βοήθεια, καί τόσο τό πιστεύουν αὐτό, ὥστε νιώθουν ὅτι ἤδη σώθηκαν.
***
{ «᾿Εν δυναστείαις ἡ σωτηρία τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ». }
῾Ο Θεός γενικῶς βοηθάει τόν ἄνθρωπο, βοηθάει τούς ἀνθρώπους, βοηθάει τόν λαό του. Πάντοτε ὁ Θεός εἶναι προστάτης καί ἔρχεται σέ βοήθεια. Δέν ἀποσύρεται κάπου στόν οὐρανό, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται τί γίνεται, τί συμβαίνει μέ τόν λαό του στή γῆ. Προνοεῖ ὁ Θεός καί συνεχῶς εἶναι παρών καί πάντοτε βοηθεῖ. Σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις ἐπεμβαίνει μέ θαυμαστές ἐνέργειες καί φέρνει τή σωτηρία μέ τή δύναμή του.
῞Ολοι νά τό ἔχουμε αὐτό κατά νοῦν, ὅτι συνεχῶς ὁ Θεός προνοεῖ. Τό καταλαβαίνουμε δέν τό καταλαβαίνουμε, τό σκεπτόμαστε δέν τό σκεπτόμαστε, τό νιώθουμε δέν τό νιώθουμε, ὁ Θεός προνοεῖ, εἶναι μαζί μας, ὅπου κι ἄν εἴμαστε. ᾿Αλλά σέ ἔκτακτες ὧρες, σέ ὁρισμένες ὧρες, σέ ὁρισμένες ἡμέρες καί σέ ὁρισμένους χρόνους τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νά ἐπεμβαίνει ὁ Θεός κατά θαυμαστό τρόπο –τό βλέπουμε τότε καλύτερα, τό συνειδητοποιοῦμε, τό περιμένουμε ἔτσι νά γίνει– καί μᾶς παρέχει τή σωτηρία. Γενικῶς τή σωτηρία ἀπό τό κακό, γενικῶς τή σωτηρία στήν ἐδῶ ζωή, ἀλλά καί μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια σωτηρία.
{«᾿Εν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν» }
Καθώς λοιπόν ξεκινάει γιά τή μάχη ὁ βασιλεύς καί καθώς εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι μαζί του, καί θά νικήσει τούς ἐχθρούς καί θά ἐπιστρέψει θριαμβευτής, λέει ὁ ἴδιος ἤ ἴσως ὁ ἀρχιερεύς·
«Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα».
Οἱ ἐχθροί μας, αὐτοί τούς ὁποίους πᾶμε νά ἀντιμετωπίσουμε καί τούς ὁποίους θά νικήσουμε, εἶναι πιό καλά ὁπλισμένοι ἀπό μᾶς· ἔχουν ἅρματα, ἔχουν ἱππικό. Καί τό τονίζει αὐτό μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ βασιλεύς, ὁ λαός ὁ ἰσραηλιτικός στερεῖται ἁρμάτων καί ἱππικοῦ. ᾿Εμεῖς ὅμως θά πολεμήσουμε καί θά νικήσουμε, θά θριαμβεύσουμε καί θά δοξασθοῦμε «ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν».
Δέν ξέρω ἐάν, λέγοντας ὁ βασιλεύς τά λόγια αὐτά· «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις…», πιό πολύ ἐννοεῖ ὅτι ὄντως οἱ ἐχθροί ἔχουν ἅρματα, ἐνῶ ὁ λαός δέν ἔχει, ὅτι ὄντως ἐκεῖνοι ἔχουν ἵππους, ἐνῶ αὐτός δέν ἔχει. ῾Οπωσδήποτε θά ἐννοεῖ καί αὐτό, ἀλλά εἶναι πιθανόν πιό πολύ μέ τά λόγια αὐτά νά θέλει νά πεῖ ὁ βασιλεύς· ᾿Εμεῖς ἄν ὑπάρχουμε, ὑπάρχουμε γιατί ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας, θέλει νά ὑπάρχουμε. ᾿Εάν εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν τόπο, εἴμαστε διότι τό θέλει ὁ Κύριος. ῞Ολοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐχθροί μας, εἶναι ἐχθροί τοῦ Κυρίου, καί ἔχουν νά κάνουν ὄχι ἁπλῶς μ᾿ ἐμᾶς ἀλλά μέ τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι μαζί μας.
Νά τό προσέξουμε αὐτό, διότι αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα. Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι ἔχουν ὁπλισμό βαρύτερο ἀπό μᾶς, κι ἐμεῖς ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ –ἐδῶ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ– ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί δέν πρέπει νά στηρίζεται, ἔστω κι ἄν ἔχει, στά ὑλικά ὅπλα ἤ στήν ὅποια ὑλική δύναμη, ἀλλά νά στηρίζεται στόν Θεό. ᾿Αλλά καί κάθε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κι ἐμεῖς ὡς χριστιανοί πρέπει νά στηριζόμαστε στόν Θεό καί ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ νά κάνουμε ὅ,τι θά κάνουμε.
Πρέπει νά στηριζόμαστε στόν Θεό, ὄχι μέ τήν ἔννοια· «Κρίμα, πού δέν ἔχουμε κι ἐμεῖς τίς δυνάμεις πού ἔχουν οἱ ἄλλοι, καί ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί θά χρειαστεῖ νά στηριχθοῦμε στή δύναμή του». ῎Οχι μέ τήν ἔννοια· «Κρίμα· ἐμεῖς συμβαίνει νά εἴμαστε πιό ἀδύνατοι, πιό φτωχοί, ἐμεῖς συμβαίνει νά μήν ἔχουμε ἀνθρώπινες δυνάμεις, καί γι᾿ αὐτό θά στηριχθοῦμε στή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θά ἀντιμετωπίσουμε τούς πιό ἰσχυρούς». ῾Οπωσδήποτε εἶναι καί αὐτό, ἀλλά κυρίως εἶναι –πρέπει νά τό ἐπαναλάβουμε καί νά τό τονίσουμε– ὅτι ὁ λαός αὐτός, καί ὅταν ἔχει καί ὅταν δέν ἔχει, καί ὅταν μπορεῖ καί ὅταν δέν μπορεῖ, στηρίζεται στόν Θεό καί τό πᾶν γιά τόν λαό αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Πολύ, πολύ περισσότερο ἡ ᾿Εκκλησία, πού εἶναι ὁ νέος λαός τοῦ Θεοῦ, στηρίζεται στόν Θεό. «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ματθ. 16, 18).
{«῾Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι» }
Πάντοτε οἱ ἐχθροί τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων εἶναι δυνατότεροι, καί εἰδικότερα ὁ διάβολος. Κυρίως ὁ διάβολος, ὁ ῾Εωσφόρος, μέ τό ὅλο τάγμα του, πού εἶναι οἱ δαίμονες, πολεμοῦν τήν ᾿Εκκλησία. Καί χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος καί τήν πείρα πού ἔχει καί τή δύναμη πού ἔχει, καθότι εἶναι ἀσώματος, καί ἐπίσης χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του ἀνθρώπους, γιά νά πλήξει τήν ᾿Εκκλησία, γιά νά πολεμήσει τήν ᾿Εκκλησία. Πάντοτε εἶναι λαχανιασμένος μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά νικήσει, γιατί ἔτσι δείχνουν τά πράγματα.
῞Οπως στήν περίπτωση τοῦ Γολιάθ (Βλ. Α´ Βασ. κεφ. 17), ὅταν ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἦταν, τρόπον τινά, μιά μπουκιά γι᾿ αὐτόν. Καί ὅμως τόν νίκησε ὁ Δαβίδ. Πήγαινε μέ σιγουριά ὁ Γολιάθ ὅτι θά νικήσει τόν Δαβίδ, ὅπως πολύ ἀργότερα πήγαινε μέ σιγουριά ὁ Λυαῖος ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη, γιά νά νικήσει τόν ἅγιο Νέστορα, πού πῆρε τήν εὐχή καί τήν εὐλογία ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο. Θεωροῦσε καί ὁ Λυαῖος τή νίκη πολύ εὔκολη, ὥστε οὔτε κάν προσπάθησε νά πάρει κάποια μέτρα. Καί ὅμως καί ὁ Γολιάθ νικήθηκε ἀπό τόν Δαβίδ, καί ὁ Λυαῖος νικήθηκε ἀπό τόν ἅγιο Νέστορα. Πάντοτε ὁ ἐχθρός, ὅσο κι ἄν φαίνεται δυνατός, ὅσο κι ἄν φαίνεται ἰσχυρός, νικᾶται ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, νικᾶται ἀπό τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, νικᾶται ἀπό τούς χριστιανούς. Μόνο νά προσπαθήσουμε ἐμεῖς ὡς χριστιανοί νά καταλάβουμε καλά τά πράγματα καί νά παίρνουμε τή θέση πού πρέπει νά παίρνουμε.
῾Ο ἅγιος Νέστωρ, ὅταν πῆγε νά παλέψει μέ τόν Λυαῖο, εἶχε ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Μπροστά στόν Λυαῖο ἦταν ἕνα τίποτε καί ἀπό πλευρᾶς ἀνθρωπίνων δυνάμεων καί ἀπό πλευρᾶς, ἄν θέλετε, ὅπλων. ῾Ο ἄλλος ἦταν ὁπλισμένος σάν ἀστακός, ἐνῶ αὐτός δέν εἶχε τίποτε. Πῆγε ὅμως μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί μπῆκε στό στάδιο λέγοντας· «῾Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι». Δέν πῆγε νά νικήσει μέ τή δική του δύναμη ὁ ἅγιος Νέστωρ, ὅπως πιό παλιά ὁ προφήτης Δαβίδ, ἀλλά στηρίχτηκε καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος στόν Θεό.
῾Ο ἅγιος Νέστωρ διά μέσου τῆς ᾿Εκκλησίας στηρίζεται στόν Θεό. ῎Εχει σημασία καί αὐτό, τό ὅτι δέν βαδίζει στόν ἀγώνα μόνος του, ἔστω στηριζόμενος στόν Θεό, ἔστω προσευχόμενος στόν Θεό, ἀλλά βαδίζει, ἀφοῦ πῆγε στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι στή φυλακή, γιά νά πάρει τήν εὐχή του, ὥστε σίγουρα νά ἔχει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καθώς τόν βεβαίωσε ὁ ἅγιος μέ τά λόγια· «Καί Λυαῖον νικήσεις καί ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις». ῎Εχει συναίσθηση λοιπόν ὁ ἅγιος Νέστωρ τῆς ἀδυναμίας του, τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του καί τοῦ ὅτι δέν ἔχει τά ὅπλα πού ἔχει ὁ ἐχθρός, ἀλλά ὅμως ἀκριβῶς αὐτό τόν κάνει νά εἶναι δυνατός. ῞Οσο ὁπλισμένος κι ἄν ἦταν, ὅσο δυνατός ἀπό πλευρᾶς κράσεως κι ἄν ἦταν, καί πάλι δέν θά μποροῦσε νά εἶναι βέβαιος ὅτι θά νικήσει, διότι ἡ ἀνθρώπινη δύναμη, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, κάτι μπορεῖ νά συμβεῖ καί νά ἀχρηστευθεῖ, ὅπως φάνηκε αὐτό στόν ἀντίπαλό του. ᾿Ακριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀδύναμος, μπορεῖ νά εἶναι πιό βέβαιος γιά τή νίκη, μπορεῖ νά εἶναι πιό σίγουρος ὅτι θά νικήσει, μπορεῖ νά εἶναι πιό σίγουρος ὅτι ἔχει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
{῾Ο χριστιανός νικᾶ, ὅταν ἔχει συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του καί στηρίζεται στόν Κύριο}
Αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε οἱ χριστιανοί, διότι ὄντως ἐνόσῳ εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἔχουμε νά παλέψουμε. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (᾿Εφ. 6, 12), λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας, εἴτε οἱ μάρτυρες εἴτε οἱ ὅσιοι, δέν φοβήθηκαν τόν ἐχθρό. ῞Ολοι γνώριζαν τή δύναμη τοῦ ἀντιπάλου, γνώριζαν πόσο δυνατός εἶναι. ῞Ολοι γνώριζαν πόσο δυνατό εἶναι γενικῶς τό κακό καί ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε καί πιό μπροστά, ἔχει πείρα, διότι ὑπάρχει ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια. ᾿Αλλά καί κατά ἄλλο, κατά διαφορετικό τρόπο εἶναι πιό δυνατός ἀπό τόν ἄνθρωπο, διότι ἐκεῖνος μᾶς βλέπει, ἐνῶ ἐμεῖς δέν τόν βλέπουμε, ἐκεῖνος μπορεῖ νά τρέξει περισσότερο, μπορεῖ νά ἑλιχθεῖ καλύτερα, καθότι εἶναι ἀσώματος καί ἔχει πολλή δύναμη μέσα του, πολλή κακία. Δέν εἶναι δυνατόν ποτέ μέ τή δική μας δύναμη νά τά βγάλουμε πέρα. ῞Οποιος στηριχθεῖ ἁπλῶς στή δύναμή του καί ξεθαρρέψει καί νομίσει ὅτι μπορεῖ νά νικήσει τόν διάβολο, ὄχι μόνο θά νικηθεῖ ἀπό αὐτόν, ἀλλά θά ρεζιλευθεῖ κιόλας, θά γελοιοποιηθεῖ.
῾Ο χριστιανός νικᾶ, ἐπειδή νίκησε πρῶτος ὁ Κύριος. ῾Ο χριστιανός νικᾶ, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶναι μέσα του, ἐπειδή ὁ Κύριος πολεμᾶ γι᾿ αὐτόν, ὁ Κύριος μάχεται γι᾿ αὐτόν. Καί νικᾶ ὁ χριστιανός, ὅταν ἔχει συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του. ῎Οχι μόνο δέν φοβᾶται, ἐπειδή εἶναι ἀδύναμος, ὄχι μόνο δέν τρομάζει, ὄχι μόνο δέν ἀφήνεται σέ σκέψεις ἀπελπισίας, ἀλλά ὅσο περισσότερο συνειδητοποιεῖ τήν ἀδυναμία του, τόσο περισσότερο στηρίζεται στόν Κύριο καί ἔχει βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί του καί ὅτι θά νικήσει.
Αὐτό οἱ χριστιανοί μπορεῖ νά τό ἀκοῦμε, μπορεῖ θεωρητικά ἴσως νά τό λέμε, ἀλλά στήν πράξη δέν τό ἔχουμε ὅλοι. Τήν ὥρα τή δύσκολη οἱ χριστιανοί τό βάζουν στά πόδια, τήν ὥρα τή δύσκολη τρομάζουν, δειλιοῦν, φεύγουν καί ἀντί νά νικήσουν, ἐνῶ μποροῦν νά νικήσουν, νικῶνται. Καί ὅπως εἴπαμε, καί ρεζιλεύεται κανείς, γιατί ἔκανε πρῶτα τόν δυνατό, ἀλλά καί πέφτει, ἁμαρτάνει καί κινδυνεύει ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
Αὐτά τά μαθήματα πρέπει νά τά μάθουμε στήν πράξη. Νά μάθουμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ὄχι ἁπλῶς μέ τά λόγια, ὄχι ἁπλῶς μέ τή φαντασία μας, ὄχι ἁπλῶς ὅταν εἴμαστε ἔξω ἀπό τόν χορό ἀλλά τήν ὥρα τή δύσκολη. Κανείς δέν μπορεῖ νά φέρει κάποια δικαιολογία, ὅτι τάχα δέν μπορεῖ, ὅτι τάχα εἶναι ἀδύνατος. ῞Οσο πιό ἀδύνατος εἶσαι, τόσο πιό δυνατός γίνεσαι «ἐν ὀνόματι Κυρίου». ῞Οσο πιό ἄπειρος εἶσαι, τόσο πιό ἔμπειρος γίνεσαι, διότι, ὄντας ἀδύναμος, ἄπειρος ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, καθώς δηλαδή συναισθάνεσαι τήν ὅλη ἀδυναμία σου, αὐτό σέ κάνει νά ἐμπιστεύεσαι στόν Χριστό.
Νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα. Καί μποροῦμε νά τό μάθουμε, π.χ., ὅταν προσπαθοῦμε νά προσευχηθοῦμε, καθώς ἐκείνη τήν ὥρα ὁρμᾶ ὁ ἐχθρός καί δέν σέ ἀφήνει νά προσευχηθεῖς, καθώς ἐκείνη τήν ὥρα ὁρμᾶ ὁ ἐχθρός καί φέρνει ἀπαισιόδοξες σκέψεις, ὅταν μάλιστα πρόκειται νά ἀντιμετωπίσεις κάτι δύσκολο, καί, ὅπως εἴπαμε, τρομάζει κανείς, δειλιᾶ, σταματᾶ, ὀπισθοχωρεῖ. ῎Οχι. ῞Οσο περισσότερο ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, ὅσο περισσότερο ὁ ἐχθρός προσπαθεῖ νά μᾶς ἐπηρεάσει, ὅσο περισσότερο προσπαθεῖ νά μᾶς ἐμβάλει τόν φόβο, τή δειλία, τήν ἀπογοήτευση, τήν ἀπελπισία ἤ προσπαθεῖ νά μᾶς φοβίσει βάζοντας σκέψεις ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι καί δέν θά ἀντέξουμε, ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί δέν μᾶς δέχεται ὁ Θεός, τόσο περισσότερο νά μάθουμε στήν πράξη νά διώχνουμε τόν ἐχθρό.
῾Ο ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού γιορτάζουμε σήμερα, ὅταν πήγαινε ὁ διάβολος καί τοῦ ἔλεγε· «᾿Εσύ δέν κάνεις τοῦτο, ἐσύ δέν κάνεις ἐκεῖνο, δέν κάνεις τό ἄλλο, ἐσύ δέν σώζεσαι», ἔλεγε στόν Θεό· «᾿Εσύ γνωρίζεις, Κύριε, ὅτι ποτέ-ποτέ δέν ἐμπιστεύθηκα στίς ἀρετές μου, στά ἔργα μου, ποτέ δέν ἐμπιστεύθηκα σέ κάτι δικό μου, ἀλλά ἐλπίζω στό ἔλεός σου, ἐλπίζω στή χάρη σου, ἐλπίζω στήν εὐσπλαχνία σου». Πιστεύοντας ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεών καί λέγοντας αὐτά τά λόγια στήν προσευχή του, αἰσθανόταν δυνατός, καί σέ κάποιο σημεῖο τῆς προσευχῆς του αὐτῆς, γιά νά δείξει ἀπό τό ἕνα μέρος πόσο συναισθάνεται τήν ἀδυναμία του, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅτι δέν φοβᾶται τόν διάβολο, διότι ἐμπιστεύεται στόν Χριστό καί ἐλπίζει στόν Χριστό, ἔλεγε στόν Κύριο· «Κύριέ μου, μή μέ ἀφήσεις στά χέρια τοῦ διαβόλου, καί πεῖ ὁ διάβολος· “Νά. Πῆγες στόν Χριστό, καί σέ ἄφησε σ᾿ ἐμένα, σέ παρέδωσε σ᾿ ἐμένα”. Μήν ἀφήσεις νά νιώσει ἔτσι ὁ διάβολος καί νά ἰσχυρισθεῖ κάτι τέτοιο».
῾Ο καθένας μπορεῖ νά τά λέει αὐτά, ὁ καθένας μπορεῖ νά ἐνεργεῖ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ καθένας μπορεῖ νά πιστεύει ἔτσι καί τελικά νά νικᾶ. Τί λέει ὁ ἅγιος στή συνέχεια; «Φυσάω τόν διάβολο καί φεύγει». Δέν μπορεῖ νά σταθεῖ πουθενά. ῞Ολοι πρέπει νά μάθουμε αὐτό τό μάθημα, τό ὁποῖο μαθαίνεται βαθιά μέσα στήν ψυχή μας, καί ἔχει τά μυστικά του. ᾿Αλλά ὁ ἐγωιστής ἄνθρωπος, ὁ ὑπερήφανος, ὁ ἄνθρωπος πού κομπάζει καί στηρίζεται στή δύναμή του, ἀργά ἤ γρήγορα θά ρεζιλευθεῖ τήν ὥρα τή δύσκολη. ᾿Εκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος ταπεινώνεται καί συναισθάνεται τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά καί πιστεύει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πιστεύει στήν ὅλη εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς, καί στό πόσο θέλει τή σωτηρία μας, αὐτός τελικά ἐμπιστεύεται στόν Χριστό καί νικᾶ τόν διάβολο.
{῞Οταν ἔχεις τόν Χριστό, φυσᾶς τόν διάβολο καί ἐξαφανίζεται}
᾿Επανερχόμαστε στό κείμενο τοῦ ψαλμοῦ. Λέει λοιπόν ὁ βασιλεύς· «Αὐτοί μέ τούς ὁποίους πᾶμε νά πολεμήσουμε ἔχουν ἅρματα, ἔχουν ἱππικό. ᾿Εμεῖς δέν τά ἔχουμε αὐτά –καλύτερα πού δέν ἔχουμε, σάν νά λέει– καί ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν λόγο εἶναι μαζί μας ὁ Κύριος, στόν ὁποῖο ἐλπίζουμε. Εἴμαστε λαός του, εἴμαστε δικοί του, τόν πιστεύουμε, τόν ἀγαποῦμε, καί αὐτός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς σώζει. ῎Ετσι ἐμεῖς “ἐν ὀνόματι Κυρίου μεγαλυνθησόμεθα”».
Ποιός δέν μπορεῖ νά λέει αὐτά τά λόγια; Ποιός δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ποιός δέν μπορεῖ νά περιμένει αὐτό τό μεγαλεῖο, αὐτή τή δόξα; Ποιός δέν μπορεῖ; Ποιός; ῞Ο,τι καί νά εἴμαστε, μποροῦμε, ἀρκεῖ νά ταπεινωθοῦμε, ἀρκεῖ νά πιστέψουμε ἔτσι. Γιατί ὁ Κύριος ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπάει, ὄχι μόνο μᾶς ὑπολογίζει, ὄχι μόνο μᾶς θεωρεῖ δικούς του, ἀλλά μᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι καί αὐτός. ῎Οχι μόνο ἔρχεται καί μᾶς βοηθάει, ἀλλά ἔρχεται μέσα στόν ἄνθρωπο καί τόν χριστοποιεῖ, τόν θεοποιεῖ, τόν θεώνει, καί ἔτσι, ὅσο ἔνδοξος εἶναι ὁ Κύριος, τόσο ἔνδοξος γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος. ῾Η ἴδια ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ περνάει καί σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος πιστεύει στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐλπίζει, ὁ ὁποῖος εἶναι κρυμμένος μέσα στόν Χριστό. Αὐτά εἶναι γιά ὅλους. Στήν πράξη ὅμως, ὡς βιώματα πιθανόν νά εἶναι ξένα πρός τή δική μας ψυχή, καί τί λόγο θά δώσουμε, τί δικαιολογία θά φέρουμε, πού τελικά δέν εἴμαστε ἔτσι;
Νά ἔχουμε τέτοια βεβαιότητα, τέτοια πίστη καί τέτοια σιγουριά στόν Κύριο, καί νά μή φοβόμαστε τόν ἐχθρό, τόν ὅποιο ἐχθρό, πού κυρίως εἶναι ὁ διάβολος. Μπορεῖ νά εἶναι ἔμπειρος ὁ διάβολος, μπορεῖ νά ἔχει καλή τεχνική, ἄς ποῦμε ἔτσι, μπορεῖ νά ἔχει βοηθούς καί συμμάχους, μπορεῖ νά κάνει διάφορα τεχνάσματα, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε.
Πῶς καμιά φορά κανείς ἔχει μέσα στό μυαλό του φαντασίες, οἱ ὁποῖες ξαφνικά ἐξαφανίζονται καί σάν νά ἦταν ἀνύπαρκτες. ῞Οπως δημιουργεῖται πυκνός καπνός, μετά ἀπό χειροβομβίδες πού ρίχνουν κάπου ἤ καπνογόνα, ἀλλά ἔρχεται ἀέρας πού σκορπίζει τόν καπνό, καί δέν μένει τίποτε, ἔτσι, ὅταν ἔχει κανείς τόν Χριστό, ὄντως μπορεῖ νά φυσάει τόν διάβολο καί νά ἐξαφανίζεται. Καί μπορεῖ στόν καθένα νά γίνει αὐτό. Δέν ὑπάρχει κάποιος πού ἐξαιρεῖται, οὔτε εἶναι θέμα προσόντων. Σέ ἄλλα πράγματα πρέπει νά ἔχεις κάποιες γνώσεις, κάποιες δυνάμεις, πρέπει νά ἔχεις κάποιο κουράγιο. Σ᾿ αὐτά ὅμως πού λέμε, ὅσο πιό ἀδύναμος εἶσαι, τόσο πιό δυνατός γίνεσαι. «῞Οταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι» (Β´ Κορ. 12, 10). ῞Οσο λοιπόν πιό ἀδύνατος εἶσαι, τόσο πιό δυνατός γίνεσαι ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, γιατί εἶναι δυνατός ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος νίκησε τόν διάβολο, ἔσπασε τή ραχοκοκαλιά του, καί ὅσο κι ἄν κομπάζει, ὅσο κι ἄν ἀπειλεῖ, δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε.
***
10-2-96, 5 καί 12-10-96
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο « Ψαλμοί – Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ»